ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 1

Συμβουλαὶ ἐπὶ διαφόρων ζητημάτων

1 Ὁ Ἰάκωβος, δοῦλος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρὸς τὰς δώδεκα φυλάς, αἱ ὁποῖαι εἶναι μεταξὺ τῆς διασπορᾶς· χαίρετε.
2 Νὰ ἔχετε μεγάλην χαράν, ἀδελφοί μου, ὅταν πέσετε σὲ διάφορες δοκιμασίες,
3 διότι πρέπει νὰ ξέρετε ὅτι ἡ δοκιμασία τῆς πίστεώς σας παράγει ὑπομονήν,
4 ἡ δὲ ὑπομονὴ ἂς κάνῃ τέλειον ἔργον διὰ νὰ εἶσθε τέλειοι καὶ ὁλοκληρωμένοι, καὶ νὰ μὴ ὑστερῆτε σὲ τίποτε.
5 Ἐὰν κανεὶς ἀπὸ σᾶς ὑστερῇ σὲ σοφίαν, ἂς ζητήσῃ ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος δίνει εἰς ὅλους μὲ γενναιοδωρίαν καὶ χωρὶς νὰ προσβάλλῃ, καὶ θὰ τοῦ δοθῇ.
6 Νὰ ζητᾷ ὅμως μὲ πίστιν χωρὶς νὰ ἀμφιβάλλῃ καθόλου, διότι ἐκεῖνος ποὺ ἀμφιβάλλει, μοιάζει μὲ τὸ κῦμα τῆς θαλάσσης, τὸ ὁποῖον κινεῖται ἀπὸ τὸν ἀέρα καὶ φέρεται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ.
7 Ἂς μὴ νομίζῃ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὅτι θὰ πάρῃ τίποτε ἀπὸ τὸν Κύριον·
8 εἶναι ἄνθρωπος δίγνωμος, ἀκατάστατος εἰς ὅλην τὴν διαγωγήν του.
9 Ἂς καυχᾶται ὁ ἀδελφὸς ὁ ἄσημος διὰ τὴν ἀνύψωσίν του, καὶ ὁ πλούσιος διὰ τὴν ταπείνωσίν του,
10 διότι θὰ παρέλθη σὰν τὸ ἄνθος τοῦ χορταριοῦ.
11 Μόλις ἀνέτειλε ὁ ἥλιος μὲ καυστικὴν θερμότητα, ἐξεράθηκε τὸ χορτάρι, τὸ ἄνθος του ἔπεσε καὶ ἡ ὡραιότης τῆς ἐμφανίσεώς του ἐχάθηκε. Ἔτσι καὶ ὁ πλούσιος θὰ μαραθῇ μέσα εἰς τὰς ἀσχολίας του.
12 Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὑπομένει δοκιμασίαν, διότι ὅταν ἀποδειχθῇ ἄξιος, θὰ λάβῃ τὸ στεφάνι τῆς ζωῆς, ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος εἰς ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν.
13 Κανένας ἂς μὴ λέγῃ, ὅταν πειράζεται, «Ἀπὸ τὸν Θεὸν πειράζομαι», διότι ὁ Θεὸς δὲν πειράζεται ἀπὸ τὸ κακὸν καὶ ὁ ἴδιος δὲν πειράζει κανένα.
14 Ὁ καθένας πειράζεται ὅταν παρασύρεται καὶ δελεάζεται ἀπὸ τὴν δικήν του ἐπιθυμίαν.
15 Ἔπειτα ἡ ἐπιθυμία, ὅταν συλλάβῃ, γεννᾶ τὴν ἁμαρτίαν, ἡ δὲ ἁμαρτία, ὅταν ὡριμάσῃ, γεννᾶ τὸν θάνατον.
16 Μὴ πλανᾶσθε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί·
17 κάθε δόσις καλὴ καὶ κάθε δῶρον τέλειον εἶναι ἀπὸ ἐπάνω, ἔρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα τῶν φώτων, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ὑπάρχει ἀλλαγὴ ἢ ἐπισκίασις ἕνεκα μετατροπῆς.
18 Ἐπειδὴ τὸ ἠθέλησε, μᾶς ἐγέννησε μὲ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ὥστε νὰ εἴμεθα ἕνα εἶδος ἀπαρχῆς τῶν δημιουργημάτων του.

Ἡ ἀληθινὴ θρησκεία

19 Ὥστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἂς εἶναι κάθε ἄνθρωπος γρήγορος εἰς τὸ νὰ ἀκούῃ, βραδὺς εἰς τὸ νὰ μιλῇ, βραδὺς εἰς τὸ νὰ ὀργίζεται,
20 διότι ἡ ὀργὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν προάγει τὴν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ.
21 Διὰ τοῦτο, ἀφῆστε κάθε ρυπαρότητα καὶ πληθώραν κακίας, καὶ δεχθῆτε μὲ ταπεινοφροσύνην τὸν λόγον τὸν φυτευθέντα μέσα σας, ποὺ ἔχει τὴν δύναμιν νὰ σώσῃ τὰς ψυχάς σας.
22 Νὰ γίνεσθε δὲ ἐκτελεσταὶ τοῦ λόγου, ὄχι μόνον ἀκροαταί, ἀπατῶντες τὸν ἑαυτόν σας.
23 Διότι ἐὰν εἶναι κανεὶς ἀκροατὴς τοῦ λόγου καὶ ὄχι ἐκτελεστής, αὐτὸς μοιάζει μὲ ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος κυττάζει τὸ φυσικόν του πρόσωπον εἰς τὸν καθρέφτην·
24 εἶδε τὸν ἑαυτόν του καὶ ἔφυγε, καὶ ἀμέσως ἐλησμόνησε πῶς ἐφαίνετο.
25 Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἔχει ἐμβαθύνει εἰς τὸ τέλειον νόμον, τὸν νόμον ποὺ μᾶς δίνει ἐλευθερίαν, καὶ παρέμεινε ἐκεῖ, αὐτός, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἀκροατὴς ποὺ νὰ λησμονῇ ἀλλ’ ἐκτελεστὴς ἔργων, θὰ εἶναι μακάριος ἐν τῇ ἐκτελέσει.
26 Ἐὰν κανεὶς μεταξύ σας νομίζῃ ὅτι εἶναι θρῆσκος, ἐνῷ δὲν χαλιναγωγεῖ τὴν γλῶσσάν του, ἀλλ’ ἀπατᾶ τὴν καρδιά του, αὐτοῦ ἡ θρησκεία πάει χαμένη.
27 Θρησκεία καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα εἶναι αὐτή: νὰ ἐπισκέπτεται κανεὶς ὀρφανοὺς καὶ χήρας εἰς τὴν θλῖψίν τους καὶ νὰ τηρῇ τὸν ἑαυτόν του ἀμόλυντον ἀπὸ τὸν κόσμον.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 2

Συμπεριφορὰ πρὸς τοὺς πλουσίους καὶ πτωχούς

1 Ἀδελφοί μου, μὴ συνδέετε μὲ προσωποληψίας τὴν πίστιν τοῦ ἐνδόξου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
2 Ἐὰν μπῇ εἰς τὴν συνάθροισίν σας ἄνθρωπος μὲ χρυσὸ δακτυλίδι καὶ ὡραῖα ντυμένος, καὶ μπῇ ἐπίσης ἕνας πτωχὸς μὲ λερωμένα ροῦχα,
3 καὶ σεῖς δώσετε προσοχὴν εἰς ἐκεῖνον ποὺ φορεῖ τὰ ὡραῖα ροῦχα καὶ τοῦ πῆτε, Κάθησε ἐδῶ, παρακαλῶ, καὶ εἰς τὸν πτωχὸν πῆτε, Σὺ στάσου ἐκεῖ ἢ κάθησε ἐδῶ κοντὰ εἰς τὸ σκαμνὶ τῶν ποδιῶν μου,
4 δὲν ἐκάνατε μεταξύ σας διάκρισιν καὶ δὲ ἐγίνατε κριταὶ μὲ σκέψεις κακές;
5 Ἀκοῦστε, ἀδελφοί μου ἀγπαητοί. Ὁ Θεὸς δὲν ἐδιάλεξε ἐκείνους ποὺ εἶναι πτωχοὶ εἰς τὰ μάτια τοῦ κόσμου νὰ γίνουν πλούσιοι εἰς τὴν πίστιν καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας, τὴν ὁποίαν ὑποσχέθηκε εἰς ὅσους τὸν ἀγαποῦν;
6 Σεῖς ὅμως ἐξευτελίσατε τὸν πτωχόν. Δὲν σᾶς καταδυναστεύουν οἱ πλούσιοι, καὶ αὐτοὶ δὲν εἶναι ποὺ σᾶς σύρουν εἰς τὰ δικαστήρια;
7 Δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ βλασφημοῦν τὸ τιμητικὸν ὄνομα, μὲ τὸ ὁποῖον ὀνομάζεσθε;
8 Ἐὰν πραγματικὰ ἐφαρμόζετε τὸν βασιλικὸν νόμον, σύμφωνα μὲ τὴν γραφήν, Νὰ ἀγαπήσῃς τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτόν σου, καλά κάνετε.
9 Ἐὰν ὅμως χαρίζεσθε σὲ πρόσωπα, κάνετε ἁμαρτίαν, καὶ ἐλέγχεσθε ἀπὸ τὸν νόμον ὡς παραβάται.
10 Διότι ὅποιος τηρήσῃ ὁλόκληρον τὸν νόμον, πταίσῃ ὅμως εἰς ἕνα σημεῖον, ἔχει γίνει ἔνοχος παραβάσεως ὅλου τοῦ νόμου. Διότι ἐκεῖνος ποὺ εἶπε, Νὰ μὴ μοιχεύσῃς εἶπε καὶ Νὰ μὴ φονεύσῃς.
11 Ἐὰν δὲ δὲν μοιχεύσῃς, ἀλλὰ φονεύσῃς, ἔχεις γίνει παραβάτης τοῦ νόμου.
12 Νὰ μιλᾶτε καὶ νὰ ἐνεργῆτε σὰν ἄνθρωποι ποὺ μέλλετε νὰ κριθῆτε διὰ νόμου ἐλευθερίας,
13 διότι ἡ κρίσις θὰ εἶναι ἄσπλαγχνη πρὸς ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔδειξε εὐσπλαγχνίαν. Ἡ εὐσπλαγχνία θριαμβεύει ἔναντι τῆς κρίσεως.

Πίστις καὶ ἔργα

14 Ποιά εἶναι ἡ ὠφέλεια, ἀδελφοί μου, ἐὰν λέγῃ κανεὶς ὅτι ἔχει πίστιν, δὲν ἔχει ὅμως ἔργα; Μήπως εἶναι δυνατὸν ἡ πίστις του νὰ τὸν σώσῃ;
15 Ἐὰν ἕνας ἀδελφὸς ἢ μία ἀδελφὴ δὲν ἔχει ἐπαρκῆ ἐνδύματα καὶ στεροῦνται τῆς καθημερινῆς τροφῆς,
16 πῇ δὲ κάποιος ἀπὸ σᾶς, «Πηγαίνεται στὸ καλό, ζεσταθῆτε καὶ χορτασθῆτε», καὶ δὲν τοὺς δώσετε τὰ ἀναγκαῖα διὰ τὸ σῶμα, ποιά ἡ ὠφέλεια;
17 Ἔτσι καὶ ἡ πίστις, ἐὰν δὲν ἔχῃ ἔργα εἶναι νεκρὴ καθ’ ἑαυτήν.
18 Ἀλλὰ μπορεῖ κάποιος νὰ πῇ, «Ὁ ἕνας ἔχει πίστιν καὶ ὁ ἄλλος ἔχει ἔργα». ἀπόδειξέ μου ὅτι ἔχεις πίστιν χωρὶς ἔργα καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ ἀποδείξω ἀπὸ τὰ ἔργα μου τὴν πίστιν μου.
19 Σὺ πιστεύεις ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεός. Καλὰ κάνεις· καὶ τὰ δαιμόνια τὸ πιστεύουν αὐτὸ καὶ φρίττουν.
20 Θέλεις νὰ μάθῃς, ὦ ἄνθρωπε κούφιε, ὅτι ἡ πίστις χωρὶς τὰ ἔργα εἶναι νεκρή;
21 Ὁ Ἀβραάμ, ὁ προπάτοράς μας, δὲν ἐδικαιώθηκε μὲ τὰ ἔργα, ὅταν προσέφερε τὸν Ἰσαὰκ τὸν υἱόν του εἰς τὸ θυσιαστήριον;
22 Βλέπεις ὅτι ἡ πίστις συνεργοῦσε μαζὶ μὲ τὰ ἔργα του καὶ ἀπὸ τὰ ἔργα ἔγινε ἡ πίστις τελεία
23 καὶ ἐκπληρώθηκε ἡ γραφὴ ποὺ λέγει, Ἐπίστεψε ὁ Ἀβρὰμ εἰς τὸν Θεὸν καὶ αὐτὸ τοῦ λογαριάσθηκε πρὸς δικαίωσιν καὶ ὠνομάσθηκε φίλος τοῦ Θεοῦ.
24 Βλέπετε λοιπόν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δικαιώνεται ἀπὸ τὰ ἔργα καὶ ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν πίστιν.
25 Δὲν ἐδικαιώθηκε ἀπὸ ἔργα ἐπίσης ἡ Ραὰβ ἡ πόρνη, ἐπειδὴ ἐδέχθηκε τοὺς ἀγγελιαφόρους καὶ τοὺς ἄφησε νὰ φύγουν ἀπὸ ἄλλον δρόμον;
26 Ὅπως τὸ σῶμα χωρὶς πνεῦμα εἶναι νεκρόν, ἔτσι καὶ ἡ πίστις χωρὶς ἔργα εἶναι νεκρή.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 3

Ἔλεγχος τῆς γλώσσης

1 Ἂς μὴ γίνωνται πολλοὶ ἀπὸ σᾶς διδάσκαλοι, ἀδελφοί μου, διότι πρέπει νὰ ξέρετε ὅτι ἐμεῖς οἱ διδάσκαλοι θὰ κριθοῦμε αὐστηρότερα.
2 Ὅλοι φταῖμε σὲ πολλά. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν φταίει εἰς τὰ λόγια του, εἶναι τέλειος ἄνθρωπος καὶ μπορεῖ νὰ χαλιναγωγήσῃ καὶ ὅλον τὸ σῶμά του.
3 Ἐὰν βάζωμεν χαλινάρια εἰς τὰ στόματα τῶν ἵππων, διὰ νὰ μᾶς ὑπακούουν, μποροῦμε νὰ διευθύνωμεν ὁλόκληρον τὸ σῶμά τους.
4 Ἀκόμη καὶ τὰ πλοῖα, ἂν καὶ εἶναι τόσον μεγάλα καὶ ὠθοῦνται ἀπὸ δυνατοὺς ἀνέμους, ὅμως κατευθύνονται ἀπὸ ἕνα πολὺ μικρὸ τιμόνι ἐκεῖ ποὺ θέλει ὁ πηδαλιοῦχος.
5 Ἔτσι καὶ ἡ γλῶσσα εἶναι μικρὸν μέλος καὶ ὅμως καυχᾶται διὰ μεγάλα πράγματα. Πόσον μικρὴ φωτιὰ κατακαίει ἕνα τόσον μεγάλο δάσος.
6 Καὶ ἡ γλῶσσα εἶναι μιὰ φωτιά, κόσμος κακίας. Μεταξὺ τῶν μελῶν μας, ἡ γλῶσσα εἶναι ἐκείνη ποὺ μολύνει ὁλόκληρον τὸ σῶμα καὶ πυρακτώνει τὸν τροχὸν τῆς ζωῆς καὶ πυρακτώνεται καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὴν γέενναν.
7 Κάθε εἶδος θηρίων καὶ πτηνῶν, ἑρπετῶν καὶ θαλασσίων ζώων δαμάζεται καὶ ἔχει δαμασθῆ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον,
8 ἀλλὰ τὴν γλῶσσαν κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν μπορεῖ νὰ δαμάσῃ, εἶναι ἀσυγκράτητον κακόν, γεμάτη ἀπὸ θανατηφόρον δηλητήριον.
9 Μὲ αὐτὴν εὐλογοῦμεν τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα καὶ μὲ αὐτὴν καταρώμεθα τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν δημιουργηθῆ καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ.
10 Ἀπὸ τὸ ἴδιο στόμα βγαίνει εὐλογία καὶ κατάρα. Δὲν πρέπει, ἀδελφοί μου, νὰ γίνεται αὐτό.
11 Μήπως πηγὴ βγάζει ἀπὸ τὸ ἴδιο μέρος γλυκὸ καὶ πικρό;
12 Μήπως μπορεῖ, ἀδελφοί μου, ἡ συκιὰ νὰ κάνῃ ἐληὲς ἢ ἡ κληματαριὰ σῦκα; Ἔτσι καὶ καμμιὰ πηγὴ δὲν βγάζει ταυτοχρόνως νερὸ ἁλμυρὸ καὶ γλυκό.

Ἀληθινὴ καὶ ψευδὴς σοφία

13 Ποιός εἶναι σοφὸς καὶ γνωστικὸς μεταξύ σας; Ἂς δείξῃ ἀπὸ τὴν καλὴ διαγωγήν του τὰ ἔργα του μὲ σοφὴν ταπεινοφροσύνην.
14 Ἐὰν ὅμως ἔχετε εἰς τὴν καρδιάν σας πικρὴν ζηλοτυπίαν καὶ διάθεσιν πρὸς φιλονεικίαν, μὴ καυχᾶσθε καὶ ψεύδεσθε ἐναντίον τῆς ἀληθείας.
15 Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ σοφία ποὺ ἔρχεται ἀπὸ ἐπάνω, ἀλλ’ εἶναι ἐπίγειος, κοσμική, δαιμονική.
16 Διότι ὅπου ὑπάρχει ζηλοτυπία καὶ φιλονεικία, ἐκεῖ εἶναι ἀκαταστασία καὶ κάθε φαῦλο πρᾶγμα.
17 Ἡ σοφία ὅμως ποὺ ἔρχεται ἀπὸ ἐπάνω εἶναι πρῶτα ἁγνή, ἔπειτα εἰρηνική, ἐπιεικής, εὐπειθής, γεμάτη εὐσπλαγχνίαν καὶ καρποὺς καλούς, ἀμερόλυπτη καὶ εἰλικρινής.
18 Διὰ τοὺς εἰρηνοποιοὺς σπείρεται εἰρηνικὰ καρπὸς δικαιοσύνης.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 4

Ἡ φιλία τοῦ κόσμου

1 Ἀπὸ ποῦ προέρχονται οἱ πόλεμοι καὶ αἱ διαμάχαι μεταξύ σας; Δὲν προέρχονται ἀπὸ τὰς ἀπολαύσεις σας, αἱ ὁποῖαι διεξάγουν πόλεμον εἰς τὰ μάλη σας;
2 Ἐπιθυμεῖτε κάτι καὶ δὲν τὸ ἔχετε· φονεύετε καὶ ζηλεύετε καὶ δὲν μπορεῖτε νὰ ἐπιτύχετε· μάχεσθε καὶ πολεμᾶτε καὶ δὲν ἔχετε, διότι δὲν ζητᾶτε.
3 Ζητᾶτε καὶ δὲν παίρνετε, διότι ζητᾶτε μὲ κακὸν σκοπόν, διὰ νὰ τὰ δαπανήσετε εἰς τὰς ἀπολαύσεις σας.
4 Μοιχοὶ καὶ μοιχαλίδες, δὲν ξέρετε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου εἶναι ἔχθρα πρὸς τὸν Θεόν; Ὅποιος θελήσῃ νὰ εἶναι φίλος τοῦ κόσμου, γίνεται ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ.
5 Ἢ νομίζετε ὅτι χωρὶς λόγον λέγει ἡ γραφή, Τὸ πνεῦμα ποὺ ἔχει κατοικήσει μέσα μας ἐπιθυμεῖ μέχρι φθόνου;
6 Ἀλλ’ ὀ Θεὸς μᾶς δίνει μεγαλύτερην χάριν· διὰ τοῦτο λέγει, Ὁ Θεὸς εἰς τοὺς ὑπερηφάνους ἀντιτάσσεται ἀλλ’ εἰς τοὺς ταπεινοὺς δίνει χάριν.
7 Ὑποταχθῆτε λοιπὸν εἰς τὸν Θεόν· ἀντισταθῆτε εἰς τὸν διάβολον καὶ θὰ φύγῃ ἀπὸ σᾶς.
8 Πλησιάστε πρὸς τὸν Θεὸν καὶ θὰ σᾶς πλησιάσῃ καὶ αὐτός. Καθαρίσατε τὰ χέρια σας, ὦ ἁμαρτωλοί, καὶ ἂς εἶναι ἁγνὲς οἱ καρδιές σας, ὦ δίγνωμοι.
9 Λυπηθῆτε, πενθήσατε καὶ κλαύσατε. Τὸ γέλοιο σας ἂς μεταβληθῇ σὲ πένθος καὶ ἡ χαρά σας σὲ κατήφειαν.
10 Ταπεινωθῆτε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ αὐτὸς θὰ σᾶς ὑψώσῃ.
11 Μὴ κακολογῆτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀδελφοί. Ἐκεῖνος ποὺ κακολογεῖ ἀδελφὸν καὶ κρίνει ἀδελφόν του, κακολογεῖ τὸν νόμον καὶ κρίνει τὸν νόμον. Ἀλλ’ ἐὰν κρίνῃς τὸν νόμον, τότε δὲν εἶσαι ἐκτελεστὴς τοῦ νόμου ἀλλὰ κριτής του.
12 Ἕνας νομοθέτης καὶ κριτής, ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ σώσῃ καὶ νὰ καταστρέψῃ. Ποιός εἶσαι ἐσὺ ποὺ κρίνεις τὸν ἄλλον;

Ἐναντίον τῆς ὑπερηφανείας τῶν πλουσίων

13 Ἐλᾶτε τώρα σεῖς ποὺ λέγετε, «Σήμερα ἢ αὔριον θὰ πᾶμε εἰς αὐτὴν τὴν πόλιν καὶ θὰ μείνωμεν ἐκεῖ ἕνα χρόνο· θὰ ἐμπορευθοῦμε καὶ θὰ κερδίσωμε χρήματα».
14 Σεῖς ποὺ δὲν ξέρετε τί θὰ συμβῇ αὔριον. Ποιά εἶναι ἡ ζωή σας; Εἶσθε σὰν τὸν ἄτμόν, ποὺ φαίνεται γιὰ λίγο διάστημα καὶ ἔπειτα ἐξαφανίζεται.
15 Νὰ λέγετε μᾶλλον, «Ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ, θὰ ζήσωμεν καὶ θὰ κάνωμεν τοῦτο ἢ ἐκεῖνο».
16 Τώρα ὅμως καυχᾶσθε μὲ τὰς ἀλαζονείας σας, ἀλλὰ κάθε τέτοια καύχησις εἶναι κακή.
17 Ἐκεῖνος ποὺ ξέρει τί καλὸν πρέπει νὰ κάνῃ καὶ δὲν τὸ κάνῃ, ἁμαρτάνει.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 5

Ἐναντίον τῆς ἐξασκήσεως πιέσεως ὑπὸ τῶν πλουσίων

1 Ἐλᾶτε τώρα, σεῖς οἱ πλούσιοι, κλαύσατε καὶ θρηνήσατε διὰ τὰς συμφορὰς ποὺ σᾶς ἔρχονται.
2 Ὁ πλοῦτός σας ἔχει σαπίσει καὶ τὰ ἐνδύματά σας εἶναι φαγωμένα ἀπὸ τὸν σκόρον,
3 τὸ χρυσάφι σας καὶ τὸ ἀσῆμί σας ἔχουν σκουριάσει καὶ ἡ σκουριά τους θὰ εἶναι μία μαρτυρία ἐναντίον σας, καὶ θὰ φάγῃ τὶς σάρκες σας σὰν φωτιά. Ἐθησαυρίσατε διὰ τὰς ἐσχάτας ἡμέρας.
4 Τὰ ἡμερομίσθια τῶν ἐργατῶν ποὺ ἐθέρισαν τὰ χωράφια σας, καὶ σεῖς τοὺς τὰ ἐστερήσατε, φωνάζουν, καὶ αἱ βοαὶ τῶν θεριστῶν ἔχουν φτάσει εἰς τὰ αὐτιὰ τοῦ Κυρίου Σαβαώθ.
5 Ἐζήσατε εἰς τὴν γῆν μὲ πολυτέλειαν καὶ ἀπολαύσεις, ἐπαχύνατε σὰν τὰ ζῶα διὰ τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ τὰ σφάξουν.
6 Κατεδικάσατε, ἐσκοτώσατε τὸν ἀθῶον· δὲ σᾶς φέρει ἀντίστασιν.

Προτροπὴ πρὸς ὑπομονήν

7 Φανῆτε λοιπὸν ὑπομονητικοί, ἀδελφοί, μέχρι τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ γεωργὸς περιμένει τὸν πολύτιμον καρπὸν τῆς γῆς μὲ ὑπομονήν, ἕως ὅτου πέσῃ ἡ πρώϊμη καὶ ὄψιμη βροχή.
8 Φανῆτε καὶ σεῖς ὑπομονητικοί, δυναμῶστε τὶς καρδιές σας, διότι ἡ ἔλευσις τοῦ Κυρίου πλησιάζει.
9 Μὴ στενάζετε ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου, ἀδελφοί, διὰ νὰ μὴ κατακριθῆτε. Ἰδού, ὁ δικαστὴς στέκεται εἰς τὴν εἴσοδον.
10 Ὡς ὑπόδειγμα κακοπαθείας καὶ ὑπομονῆς, πάρετε, ἀδελφοί μου, τοὺς προφήτας, οἱ ὁποῖοι ἐμίλησαν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου.
11 Μακαρίζομεν ἐκείνους ποὺ ἔχουν ὑπομονήν. Ἔχετε ἀκούσει διὰ τὴν ὑπομονὴν τοῦ Ἰὼβ καὶ ξέρετε πῶς εἰς τὸ τέλος τοῦ ἐφέρθηκε ὁ Κύριος, διότι ὁ Κύριος εἶναι πολυεύσπλαγχνος καὶ οἰκτίρμων.
12 Πρὸ πάντων, ἀδελφοί μου, μὴ ὁρκίζεσθε οὔτε εἰς τὸν οὐρανὸν οὔτε εἰς τὴν γῆν, οὔτε μὲ κανένα ἄλλον ὅρκον. Τὸ δικό σας «ναὶ» ἂς εἶναι ναί, καὶ τὸ «ὄχι» ὄχι, διὰ νὰ μὴ πέσετε σὲ καταδίκην.

Ἡ δύναμις τῆς προσευχῆς

13 Ὑποφέρει κανεὶς μεταξύ σας; Ἂς προσεύχεται. Εὑρίσκεται κανεὶς εἰς εὐθυμίαν; Ἂς ψάλλῃ.
14 Ἀσθενεῖ κανεὶς μεταξύ σας; Ἂς προσκαλέσῃ τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας καὶ ἂς προσευχηθοῦν ἐπάνω του, ἀφοῦ τὸν ἀλείψουν μὲ λάδι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου,
15 καὶ ἡ προσευχὴ ποὺ ἔγινε μὲ πίστιν, θὰ θεραπεύσῃ τὸν ἀσθενῆ· ὁ Κύριος θὰ τὸν σηκώσῃ καί, ἂν ἔχῃ διαπράξει ἁμαρτίας, θὰ τοῦ συγχωρηθοῦν.
16 Νὰ ἐξομολογῆσθε τὰς ἁμαρτίας σας ὀ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον καὶ νὰ προσεύχεσθε ὁ ἕνας διὰ τὸν ἄλλον, διὰ νὰ θεραπευθῆτε. Ἡ προσευχὴ τοῦ δικαίου ἔχει μεγάλην δύναμιν εἰς τὰ ἀποτελέσματά της.
17 Ὁ Ἠλίας ἦτο ἄνθρωπος μὲ ἀδυναμίες, ὅπως καὶ ἐμεῖς, καὶ ὅταν προσευχήθηκε νὰ μὴ βρέξῃ, δὲν ἔβρεξε εἰς τὴν γῆν τρία χρόνια καὶ ἕξη μῆνες.
18 Καὶ πάλιν προσευχήθηκε καὶ ὁ οὐρανὸς ἔστειλε βροχὴν καὶ ἡ γῆ ἐβλάστησε τὸν καρπόν της.
19 Ἀδελφοί, ἐὰν κανεὶς ἀπὸ σᾶς πλανηθῇ ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν καὶ κάποιος τὸν ἐπαναφέρει,
20 ἂς γνωρίζῃ ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἐπαναφέρει ἁμαρτωλὸν ἀπὸ τὸν δρόμον τῆς πλάνης του, θὰ σώσῃ ψυχὴν ἀπὸ τὸν θάνατον καὶ θὰ καλύψῃ πλῆθος ἁμαρτιῶν.