ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 1
Εἰσαγωγή
1 Εἰς τὸ πρῶτον βιβλίον, ὦ Θεόφιλε, ἐμίλησα δι’ ὅλα, ὅσα ὁ Ἰησοῦς ἄρχισε νὰ κάνῃ καὶ νὰ διδάσκῃ,
2 μέχρι τῆς ἡμέρας ποὺ ἀνελήφθη, ἀφοῦ ἔδωκε διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐντολὰς εἰς τοὺς ἀποστόλους, ποὺ εἶχε διαλέξει.
3 Εἰς αὐτοὺς παρουσιάσθηκε ζωντανὸς μετὰ τὰ πάθη του μὲ πολλὰς ἀποδείξεις, διότι ἐπὶ σαράντα ἡμέρας παρουσιάζετο εἰς αὐτοὺς καὶ μιλοῦσε διὰ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
4 Καὶ καθ’ ὃν χρόνον τοὺς συνανεστρέφετο, τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴ φύγουν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα ἀλλὰ νὰ περιμένουν τὴν ὑπόσχεση τοῦ Πατέρα, τὴν ὁποίαν, εἶπε, «Ἀκούσατε ἀπὸ ἐμέ,
5 ὅτι ὁ μὲν Ἰωάννης ἐβάπτισε μὲ νερό, ἀλλὰ σεῖς θὰ βαπτισθῆτε μὲ Πνεῦμα Ἅγιον, ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες».
Ἡ ἀνάληψις τοῦ Χριστοῦ
6 Ὅταν λοιπὸν ἦσαν συγκεντρωμένοι τὸν ἐρωτοῦσαν, «Κύριε, μήπως αὐτὸς εἶναι ὁ καιρὸς ποὺ θὰ ἀποκαταστήσῃς τὴν βασιλείαν τοῦ Ἰσραήλ;».
7 Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε, «Δὲν εἶναι δική σας ὑπόθεσις νὰ ξέρετε τοὺς χρόνους ἢ τοὺς καιρούς, τοὺς ὁποίους ὥρισε ὁ Πατέρας κατὰ τὴν δικήν του ἐξουσίαν,
8 ἀλλὰ θὰ λάβετε δύναμιν, ὅταν ἔλθῃ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐπάνω σας, καὶ θὰ εἶσθε μάρτυρές μου εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰς ὁλόκληρη τὴν Ἰουδαίαν καὶ Σαμάρειαν καὶ μέχρι τῶν περάτων τῆς γῆς».
9 Ὅταν εἶπε αὐτά, ἐσηκώθηκε εἰς τὸν ἀέρα, ἐνῷ ἐκεῖνοι τὸν ἐκυττοῦσαν, καὶ ἕνα σύννεφο τὸν ἀπέκρυψε ἀπὸ τὰ μάτια τους.
10 Καὶ καθὼς ἐκυττοῦσαν μὲ προσοχὴν πρὸς τὸν οὐρανόν, ἐνῶ αὐτὸς ἀνυψώνετο, αἴφνης δύο ἄνδρες μὲ ἐνδύματα λευκὰ ἐστάθηκαν κοντά τους
11 καὶ τοὺς εἶπαν, «Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, γιατὶ στέκεσθε καὶ κυττάζετε εἰς τὸν οὐρανόν; Αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ποὺ ἀνελήφθη ἀπὸ σᾶς εἰς τὸν οὐρανόν, θὰ ἔλθῃ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ὅπως τὸν εἴδατε νὰ ἀνεβαίνῃ εἰς τὸν οὐρανόν».
Ὁρίζεται δωδέκατος ἀπόστολος
12 Τότε ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὸ ὄρος, ποὺ καλεῖται ὄρος τῶν Ἐλαιῶν καὶ εἶναι κοντὰ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, εἰς ἀπόστασιν πορείας ποὺ ἐπιτρέπεται τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου.
13 Ὅταν ἐμπῆκαν εἰς τὴν πόλιν, ἀνέβηκαν εἰς τὸ ἀνῶγι, ὅπου ἔμεναν· ἦσαν ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἀνδρέας, ὁ Φίλιππος καὶ ὁ Θωμᾶς, ὁ Βαρθολομαῖος καὶ ὁ Ματθαῖος, ὁ Ἰάκωβος τοῦ Ἀλφαίου, ὁ Σίμων ὁ Ζηλωτής, καὶ ὁ Ἰούδας τοῦ Ἰακώβου.
14 Ὅλοι αὐτοὶ ἦσαν προσηλωμένοι μὲ μιὰ ψυχὴ εἰς τὴν προσευχὴν καὶ τὴν δέησιν μαζὶ μὲ μερικὲς γυναῖκες καὶ τὴν Μαρίαν τὴν μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ τοὺς ἀδελφούς του.
15 Κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτὰς ἐσηκώθηκε ὁ Πέτρος εἰς τὸ μέσον τῶν μαθητῶν – ἦσαν δὲ ἐκεῖ παρόντα περὶ τὰ ἑκατὸν εἴκοσι πρόσωπα –
16 καὶ εἶπε, «Ἄνδρες ἀδελφοί, ἔπρεπε νὰ ἐκπληρωθῇ ἡ γραφὴ αὐτή, τὴν ὁποῖαν προεῖπε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον διὰ τοῦ στόματος τοῦ Δαυΐδ διὰ τὸν Ἰούδαν, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἀρχηγὸς εἰς ἐκείνους ποὺ συνέλαβαν τὸν Ἰησοῦν,
17 διότι εἶχε συγκαταλεγῆ μ’ ἐμᾶς καὶ ἔλαβε τὸ μέρος του εἰς τὴν ὑπηρεσίαν αὐτήν.
18 Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς μὲ τὰ χρήματα τῆς ἀδικίας ἀπέκτησε ἕνα χωράφι ἀλλὰ ἔπεσε πρηνής, ἄνοιξε ἡ κοιλιά του καὶ ἐχύθηκαν ὅλα τὰ σπλάγχνα του.
19 Αὐτὸ ἔγινε γνωστὸν εἰς ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς Ἱερουσαλήμ, ὥστε ὠνομάσθη τὸ χωράφι ἐκεῖνο εἰς τὴν δικήν τους γλῶσσαν Ἀκελδαμά, δηλαδὴ χωράφι αἵματος.
20 Διότι εἶναι γραμμένον εἰς τὸ βιβλίον τῶν Ψαλμῶν, Ἂς γίνῃ τὸ ἀγρόκτημά του ἔρημον καὶ κανεὶς νὰ μὴ κατοικῇ εἰς αὐτό, καί, τὸ λειτούργημά του ἂς λάβῃ ἄλλος.
21 Διὰ τοῦτο, ἀπὸ τοὺς ἄνδρας ποὺ ἦσαν μαζί μας καθ’ ὅλον τὸν χρόνον ποὺ μᾶς συναναστράφηκε ὁ Κύριος Ἰησοῦς,
22 ἀφ’ ὅτου ἐβαπτίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἰωάννην ἕως τὴν ἡμέραν ποὺ ἀνελήφθη, πρέπει ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς νὰ γίνῃ μαζὶ μ’ ἐμᾶς μάρτυς τῆς ἀναστάσεώς του».
23 Καὶ ἐπρότειναν δύο, τὸν Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος ἐκαλεῖτο Βαρσαββᾶς καὶ ὠνομάσθη Ἰοῦστος, καὶ τὸν Ματθίαν·
24 καὶ προσευχήθηκαν λέγοντες, «Κύριε, καρδιογνῶστα ὅλων, φανέρωσε ποιὸν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δύο ἐδιάλεξες,
25 διὰ νὰ πάρῃ τὴν θέσιν εἰς τὴν ὑπηρεσίαν αὐτὴν καὶ τὴν ἀποστολήν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐξέπεσε ὁ Ἰούδας διὰ νὰ μεταβῇ εἰς τὸν δικόν του τόπον».
26 Καὶ ἔρριξαν κλήρους καὶ ἔπεσε ὁ κλῆρος εἰς τὸν Ματθίαν, ὁ ὁποῖος κατατάχθηκε μὲ τοὺς ἕνδεκα ἀποστόλους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 2
Ἡ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
1 Ὅταν ἔφθασε ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἦσαν ὅλοι μαζὶ εἰς τὸ ἴδιο μέρος.
2 Καὶ ἔξαφνα ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸν βοή, σὰν νὰ φυσᾷ δυνατὸς ἄνεμος, ὁ ὁποῖος ἐγέμισε ὅλο τὸ σπίτι ὅπου ἐκάθοντο.
3 Καὶ παρουσιάσθησαν γλῶσσες σὰν φλόγες φωτιᾶς νὰ διαμοιράζωνται εἰς αὐτοὺς καὶ νὰ κάθεται εἰς τὸν καθένα μία,
4 καὶ ἐπληρώθησαν ὅλοι ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιον καὶ ἄρχισαν νὰ μιλοῦν ἄλλας γλώσσας καθὼς τὸ Πνεῦμα τοὺς ἔδινε δύναμιν λόγου.
5 Κατοικοῦσαν δὲ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ κάθε ἔθνος ὑπὸ τὸν οὐρανόν.
6 Ὅταν ἔγινε ἡ βοὴ αὐτή, ἐμαζεύθηκε πλῆθος καὶ ἦσαν ὅλοι κατάπληκτοι, διότι ὁ καθένας τοὺς ἄκουε νὰ μιλοῦν τὴν δικήν του γλῶσσαν.
7 Καὶ ἐξεπλήσσοντο ὅλοι καὶ ἐθαύμαζαν καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους, «Δὲν εἶναι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ μιλοῦν Γαλιλαῖοι;
8 Πῶς συμβαίνει λοιπὸν νὰ τοὺς ἀκοῦμε ὁ καθένας μας εἰς τὴν δικήν μας μητρικὴν γλῶσσαν;
9 Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται καὶ οἱ κατοικοῦντες τῆν Μεσοποταμίαν καὶ τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν Καππαδοκίαν, τὸν Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν,
10 τὴν Φρυγίαν καὶ τὴν Παμφυλίαν, τὴν Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης, ἡ ὁποία ἐκτείνεται πρὸς τὴν Κυρήνην, καὶ οἱ ἐδῶ ἐγκατεστημένοι Ρωμαῖοι καὶ Ἰουδαῖοι καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες,
11 τοὺς ἀκοῦμε νὰ μιλοῦν στὶς δικές μας γλῶσσες διὰ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ».
12 Ἐξεπλήσσοντο δὲ ὅλοι καὶ ἀποροῦσαν καὶ ἔλεγαν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον, «Τί ἄραγε νὰ σημαίνῃ αὐτό;».
13 Ἄλλοι εἰρωνεύοντο καὶ ἔλεγαν, «Εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ νέο κρασί».
Ὁμιλία τοῦ Πέτρου κατὰ τὴν Πεντηκοστήν
14 Τότε σηκώθηκε ὁ Πέτρος μαζὶ μὲ τοὺς ἕνδεκα, ὕψωσε τὴν φωνήν του καὶ τοὺς εἶπε, «Ἄνδρες Ἰουδαῖοι καὶ ὅλοι σεῖς ποὺ κατοικεῖτε εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἂς γίνῃ τοῦτο γνωστὸν σ’ ἐσᾶς καὶ ἀκοῦστε προσεκτικὰ τὰ λόγια μου.
15 Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν εἶναι μεθυσμένοι, καθὼς νομίζετε, διότι εἶναι ἡ τρίτη ὥρα τῆς ἡμέρας.
16 Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἔχει λεχθῆ διὰ τοῦ προφήτου Ἰωήλ,
17 Θὰ συμβῇ τοῦτο κατὰ τὰς ἐσχάτας ἡμέρας, λέγει ὁ Θεός, θὰ ἐκχύσω ἀπὸ τὸ Πνεῦμά μου εἰς κάθε ἄνθρωπον καὶ θὰ προφητεύσουν οἱ υἱοί σας καὶ αἱ θυγατέρες σας καὶ οἱ νέοι σας θὰ ἰδοῦν ὁράσεις καὶ οἱ γέροντές σας θὰ ὀνειρευθοῦν ὄνειρα·
18 ἀκόμη καὶ εἰς τοὺς δούλους μου καὶ εἰς τὰς δούλας μου κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας θὰ χύσω ἀπὸ τὸ Πνεῦμά μου, καὶ θὰ προφητεύσουν.
19 Θὰ δώσω τέρατα εἰς τὸν οὐρανὸν ἄνω καὶ σημεῖα εἰς τὴν γῆν κάτω, αἷμα καὶ φωτιὰ καὶ καπνώδη ἀτμόν.
20 Ὁ ἥλιος θὰ μεταβληθῇ σὲ σκοτάδι καὶ ἡ σελήνη σὲ αἷμα πρὶν ἔλθῃ ἡ Ἡμέρα τοῦ Κυρίου, ἡ μεγάλη καὶ ἔνδοξη.
21 Καὶ τότε ὁ καθένας ποὺ ἐπικαλεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου θὰ σωθῇ.
22 Ἄνδρες Ἰσραηλῖται, ἀκοῦστε τὰ λόγια αὐτά: Τὸν Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον, ἄνθρωπον ποὺ ἀπεδείχθη σ’ ἐσᾶς ἀπὸ τὸν Θεὸν μὲ θαυματουργικὰς δυνάμεις καὶ τέρατα καὶ σημεῖα τὰ ὁποῖα ἔκανε δι’ αὐτοῦ ὁ Θεὸς μεταξύ σας, καθὼς καὶ σεῖς οἱ ἴδιοι ξέρετε,
23 αὐτὸν τὸν Ἰησοῦν, ποὺ σᾶς παραδόθηκε σύμφωνα πρὸς τὴν ὡρισμένην ἀπόφασιν καὶ πρόγνωσιν τοῦ Θεοῦ, τὸν ἐσκοτώσατε, καρφώσαντες αὐτὸν εἰς τὸν σταυρὸν διὰ χειρῶν ἀνόμων.
24 Ἀλλ’ ὁ Θεὸς τὸν ἀνέστησε διαλύσας τοὺς πόνους τοῦ θανάτου, διότι δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ κρατῆται εἰς τὴν ἐξουσίαν τοῦ θανάτου.
25 Διότι ὁ Δαυΐδ λέγει γι’ αὐτόν, Ἔβλεπα πάντοτε τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου, διότι βρίσκεται εἰς τὰ δεξιά μου διὰ νὰ μὴ σαλευθῶ.
26 Διὰ τοῦτο εὐφράνθηκε ἡ καρδιά μου καὶ ἡ γλῶσσά μου ἀγαλλίασε, ἀκόμη δὲ καὶ τὸ σῶμά μου θὰ ἀναπαυθῇ μὲ ἐλπίδα,
27 διότι δὲν θὰ ἐγκαταλείψῃς τὴν ψυχήν μου εἰς τὸν ᾅδην, οὔτε θὰ ἐπιτρέψῃς νὰ ἰδῇ ὁ ὅσιός σου φθοράν.
28 Μοῦ ἐγνώρισες δρόμους ζωῆς, θὰ μὲ γεμίσῃς εὐφροσύνην διὰ τῆς παρουσίας σου.
29 Ἄνδρες ἀδελφοί, μπορῶ νὰ σᾶς πῶ καθαρὰ διὰ τὸν πατριάρχην Δαυΐδ ὅτι καὶ πέθανε καὶ ἐτάφη καὶ τὸ μνῆμά του εἶναι ἐδῶ μέχρι τῆς ἡμέρας αὐτῆς.
30 Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἦτο προφήτης καὶ ἐγνώριζε ὅτι μὲ ὅρκον τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς νὰ ἐγείρῃ ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους του τὸν Χριστὸν καὶ νὰ τὸν καθίσῃ ἐπὶ τοῦ θρόνου του,
31 προεῖδε καὶ μίλησε διὰ τὴν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δηλαδὴ δὲν ἐγκατελείφθη ἡ ψυχή του εἰς τὸν ᾅδην οὔτε τὸ σῶμά του εἶδε φθοράν.
32 Τοῦτον τὸν Ἰησοῦν ἀνέστησεν ὁ Θεός, διὰ τὸν ὁποῖον ὅλοι ἐμεῖς εἴμεθα μάρτυρες.
33 Ἀφοῦ λοιπὸν ὑψώθηκε διὰ τῆς δεξιᾶς τοῦ Θεοῦ καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Πατέρα τὸ Ἅγιον Πνεῦμα σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσιν, ἐξέχυσε αὐτό, τὸ ὁποῖον τώρα βλέπετε καὶ ἀκοῦτε.
34 Διότι ὁ Δαυΐδ δὲν ἀνέβηκε εἰς τοὺς οὐρανοὺς, ἀλλὰ λέγει ὁ ἴδιος,
35 Εἶπε ὁ Κύριος εἰς τὸν Κύριόν μου, κάθησε εἰς τὰ δεξιά μου, ἕως ὅτου κάνω τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδιῶν σου.
36 Ἂς γνωρίσουν λοιπὸν καλὰ ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται ὅτι ὁ Θεὸς ἔκανε καὶ Κύριον καὶ Χριστὸν τοῦτον τὸν Ἰησοῦν, τὸν ὁποῖον σεῖς ἐσταυρώσατε».
37 Ὅταν ἄκουσαν αὐτά, συγκινήθηκαν βαθειὰ καὶ εἶπαν εἰς τὸν Πέτρον καὶ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους, «Τί πρέπει νὰ κάνωμεν, ἄνδρες ἀδελφοί;».
38 Ὁ δὲ Πέτρος τοὺς εἶπε, «Μετανοήσατε καὶ ὁ καθένας ἀπὸ σᾶς ἂς βαπτισθῇ εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ τὴν συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν σας καὶ θὰ λάβετε τὸ χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
39 Διότι γιὰ σᾶς εἶναι ἡ ὑπόσχεσις καὶ γιὰ τὰ παιδιά σας καὶ γιὰ ὅλους ποὺ βρίσκονται μακρυά, ὅσους προσκαλέσῃ Κύριος ὁ Θεός μας».
40 Καὶ μὲ πολλὰ ἄλλα λόγια τοὺς ἐξώρκιζε καὶ τοὺς προέτρεπε, λέγων, «Σωθῆτε ἀπὸ τὴν γενεὰν αὐτὴν τὴν διεστραμμένην».
41 Τότε ἐκεῖνοι ποὺ ἐδέχθησαν τὸν λόγον του μὲ χαράν, ἐβαπτίσθησαν, καὶ προσετέθησαν τὴν ἡμέραν ἐκείνην περίπου τρεῖς χιλιάδες ψυχές.
Ἡ θρησκευτικὴ ζωὴ τῆς χριστιανικῆς κοινότητος
42 Παρέμεναν δὲ προσηλωμένοι μὲ πιστότητα εἰς τὴν διδασκαλίαν τῶν ἀποστόλων καὶ εἰς τὴν ἐπικοινωνίαν καὶ εἰς τὴν κλάσιν τοῦ ἄρτου καὶ εἰς τὰς προσευχάς.
43 Εἶχε καταληφθῆ ὁ καθένας ἀπὸ φόβον καὶ πολλὰ τέρατα καὶ σημεῖα ἐγίνοντο διὰ τῶν ἀποστόλων.
44 Ὅλοι δὲ οἱ πιστοὶ ἔμεναν μαζὶ καὶ εἶχαν ὅλα κοινά,
45 καὶ ἐπωλοῦσαν τὰ κτήματά των καὶ τὰς περιουσίας των καὶ τὰ ἐμοίραζαν εἰς ὅλους κατὰ τὴν ἀνάγκην ποὺ εἶχε ὁ καθένας.
46 Καὶ κάθε ἡμέραν προσήρχοντο ὅλοι μὲ μιὰ ψυχὴ εἰς τὸν ναόν, ἔκοβαν τὸν ἄρτον εἰς τὰ σπίτια τους, καὶ ἔτρωγαν μὲ ἀγαλλίασιν καὶ ἁπλότητα καρδιᾶς,
47 δοξολογοῦντες τὸν Θεὸν καὶ ἀγαπώμενοι ἀπὸ ὅλον τὸν λαόν. Ὁ δὲ Κύριος ἐπρόσθετε εἰς αὐτοὺς κάθε ἡμέραν ἐκείνους ποὺ ἐσώζοντο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 3
Θεραπεία χωλοῦ ἐπαίτου
1 Ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης ἀνέβαιναν μαζὶ εἰς τὸν ναὸν τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς, τὴν ἑνάτην.
2 Καὶ κάποιος ἐκ γενετῆς χωλὸς ἐφέρετο καὶ ἐτοποθετεῖτο κάθε ἡμέραν κοντὰ εἰς τὴν πύλην τοῦ ναοῦ, ποὺ ὀνομάζεται Ὡραία, διὰ νὰ ζητῇ ἐλεημοσύνην ἀπὸ ὅσους ἔμπαιναν εἰς τὸν ναόν.
3 Ὅταν αὐτὸς εἶδε ὅτι ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης ἐπρόκειτο νὰ μποῦν εἰς τὸν ναόν, παρακαλοῦσε δι’ ἐλεημοσύνην.
4 Ὁ Πέτρος προσήλωσε τὸ βλέμμα του εἰς αὐτόν μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννην, καὶ εἶπε, «Κύτταξέ μας».
5 Ἐκεῖνος ἔδωσε ὅλην του τὴν προσοχὴν διότι ἐπερίμενε νὰ πάρῃ κάτι ἀπ’ αὐτούς.
6 Ὁ δὲ Πέτρος εἶπε, «Ἀσῆμι καὶ χρυσάφι δὲν ἔχω· ἀλλ’ ἐλεῖνο ποὺ ἔχω σοῦ τὸ δίνω· εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου σήκω καὶ περπάτησε».
7 Καὶ ἀφοῦ τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ δεξὶ χέρι, τὸν ἐσήκωσε· ἀμέσως δὲ ἐστερεώθηκαν τὰ πόδια του καὶ οἱ ἀστράγαλοι,
8 καὶ μὲ ἕνα πήδημα ἐσηκώθηκε ὀρθὸς καὶ περπατοῦσε καὶ ἐμπῆκε μαζί τους εἰς τὸν ναόν, περιπατῶν καὶ πηδῶν καὶ δοξολογῶν τὸν Θεόν.
9 Ὅλος ὁ λαὸς τὸν εἶδε νὰ περπατῇ καὶ νὰ δοξολογῇ τὸν Θεὸν
10 καὶ τὸν ἀνεγνώρισαν ὅτι ἦτο ἐκεῖνος ποὺ ἐσυνείθιζε νὰ κάθεται εἰς τὴν Ὡραίαν πύλην τοῦ ναοῦ δι’ ἐλεημοσύνην καὶ ἔγιναν ἄκθαμβοι καὶ ἐκστατικοὶ γι’ αὐτὸ ποὺ τοῦ συνέβη.
11 Ἐνῷ δὲ ὁ θεραπευθεὶς χωλὸς ἐκρατοῦσε τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰωάννην, ὅλος ὁ λαὸς ἔτρεξε κατάπληκτος πρὸς αὐτοὺς εἰς τὴν στοὰν ποὺ ἐκαλεῖτο τοῦ Σολομῶντος.
Ὁμιλία τοῦ Πέτρου εἰς τὸν ναόν
12 Ὅταν εἶδε αὐτὸ ὁ Πέτρος, εἶπε εἰς τὸν λαόν, «Ἄνδρες Ἰσραηλῖται, γιατὶ ἐκπλήττεσθε γι’ αὐτό; Γιατὶ ἔχετε προσηλωμένον τὸ βλέμμα σας σ’ ἐμᾶς σὰν νὰ τὸν εἴχαμε κᾶνει νὰ περπατῇ μὲ δική μας δύναμι ἢ εὐσέβεια;
13 Ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων σας, ἐδόξασεν τὸν δοῦλόν του Ἰησοῦν, τὸν ὁποῖον σεῖς παρεδώσατε καὶ τὸν ἀρνηθήκατε ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου, ὅταν αὐτὸς εἶχε ἀποφασίσει νὰ τὸν ἀπολύσῃ.
14 Ἀρνηθήκατε τὸν Ἅγιον καὶ Δίκαιον καὶ ἐζητήσατε νὰ σᾶς χαρισθῇ ἕνας ἄνδρας φονηᾶς,
15 τὸν δὲ Ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς ἐσκοτώσατε, ἀλλ’ ὁ Θεὸς τὸν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν· τοῦ γεγονότος ἐκείνου ἐμεῖς ἤμεθα μάρτυρες.
16 Καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, διὰ τῆς πίστεως εἰς αὐτό, ἐστερέωσε τοῦτον τὸν ὁποῖον βλέπετε καὶ ξέρετε, καὶ ἡ πίστις, ποὺ ἐνεργεῖται δι’ αὐτοῦ, τοῦ ἔδωκε τὴν πλήρην αὐτὴν ὑγείαν ἐνώπιον ὅλων σας.
17 Καὶ τώρα, ἀδελφοί, ξέρω ὅτι ἀπὸ ἄγνοιαν ἐνεργήσατε, ὅπως καὶ οἱ ἄρχοντές σας.
18 Ἀλλ’ αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος διὰ τοῦ ὁποίου ὁ Θεὸς ἐπραγματοποίησε ἐκεῖνα ποὺ εἶχε προείπει διὰ στόματος ὅλων τῶν προφητῶν του, δηλαδὴ τὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ.
19 Μετανοήσατε λοιπὸν καὶ ἐπιστρέψατε διὰ νὰ ἐξαλειφθοῦν αἱ ἁμαρτίαι σας,
20 διὰ νὰ ἔλθουν καιροὶ ἀναψυχῆς ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου καὶ ἀποστείλῃ τὸν Ἰησοῦν τὸν ἤδη ὡρισμένον διὰ σᾶς Μεσσίαν,
21 τὸν ὁποῖον πρέπει ὁ οὐρανὸς νὰ δεχθῇ μέχρι τῶν χρόνων ποὺ θὰ ἀποκατασταθοῦν ὅλα ὅσα εἶπε ὁ Θεὸς διὰ στόματος ὅλων τῶν ἁγίων του προφητῶν ἀπὸ τοὺς ἀρχαιοτάτους χρόνους.
22 Ὁ Μωϋσῆς εἶπε εἰς τοὺς πατέρας μας, Κύριος ὁ Θεός σας θὰ ἐγείρῃ γιὰ σᾶς προφήτην ἀπὸ σᾶς τοὺς ἴδιους ὅπως ἤγειρε ἐμέ· αὐτὸν νὰ ἀκούσετε εἰς ὅλα ὅσα θὰ σᾶς πῇ.
23 Ἀλλ’ ὅποιος δὲν ἀκούσῃ τὸν προφήτην ἐκεῖνον θὰ ἐξολοθρευθῇ ἀπὸ τὸν λαόν.
24 Ὅλοι ἐπίσης οἱ προφῆται ἀπὸ τὸν Σαμουὴλ καὶ τοὺς κατόπιν, ὅσοι ἐμίλησαν, προανήγγειλαν τὰς ἡμέρας αὐτάς.
25 Σεῖς εἶσθε οἱ κληρονόμοι τῶν προφητῶν καὶ τῆς διαθήκης, τὴν ὁποίαν ἔκανε ὁ Θεὸς μὲ τοὺς πατέρας μας, ὅταν εἶπε πρὸς τὸν Ἀβραάμ, Διὰ τοῦ σπέρματός σου θὰ εὐλογηθοῦν ὅλαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς.
26 Ὅταν ὁ Θεὸς ἀνέστησε τὸν δοῦλον του Ἰησοῦν, πρῶτα σ’ ἐσᾶς τὸν ἔστειλε διὰ νὰ σᾶς εὐλογήσῃ μὲ τὸ νὰ ἀπομακρύνῃ τὸν καθένα ἀπὸ σᾶς ἀπὸ τὸν κακόν σας δρόμον».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 4
Ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου
1 Ἐνῷ αὐτοὶ μιλοῦσαν εἰς τὸν λαόν, τοὺς ἐπλησίασαν οἱ ἱερεῖς,
2 ὁ ἀξιωματικὸς τοῦ ναοῦ καὶ οἱ Σαδδουκαῖοι, ἀγανακτισμένοι, διότι ἐδίδασκαν τὸν λαὸν καὶ ἐκήρυτταν διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν.
3 Διὰ τοῦτο ἔβαλαν χέρια ἐπάνω τους καὶ τοὺς ἔθεσαν ὑπὸ περιορισμὸν μέχρι τῆς ἑπομένης, διότι ἦτο ἤδη ἑσπέρα.
4 Πολλοὶ ὅμως ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἄκουσαν τὴν ὁμιλίαν τοῦ Πέτρου ἐπίστεψαν καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀνδρῶν ἀνῆλθε περίπου σὲ πέντε χιλιάδες.
5 Τὴν ἑπομένην ἡμέραν οἱ ἄρχοντές των καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ γραμματεῖς ἐμαζεύθηκαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ
6 καὶ ἐπίσης ὁ Ἄννας ὁ ἀρχιερεύς, ὁ Καϊάφας, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ὅσοι κατήγοντο ἀπὸ γένος ἀρχιερατικόν.
7 Τοὺς εἶπαν νὰ σταθοῦν εἰς τὸ μέσον καὶ τοὺς ἐρώτησαν, «Μὲ ποιὰν δύναμιν ἢ μὲ τὸ ὄνομα τίνος ἐκάνατε αὐτό;».
8 Τότε ὁ Πέτρος, πληρωθεὶς ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιον, τοὺς εἶπε, «Ἄρχοντες τοῦ λαοῦ καὶ πρεσβύτεροι τοῦ Ἰσραήλ,
9 ἐὰν ἐμεῖς σήμερα ἀνακρινώμεθα γιὰ καλὸ ποὺ ἔγινε σὲ ἄνθρωπον ἀσθενῆ, καὶ γιὰ τὸ μέσον διὰ τοῦ ὁποίου αὐτὸς ἐθεραπεύθηκε,
10 ἂς εἶναι γνωστὸν σ’ ἐσᾶς καὶ εἰς ὅλον τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου, τὸν ὁποῖον σεῖς ἐσταυρώσατε, τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν, διὰ τοῦ ὀνόματός του στέκεται ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἐνώπιόν σας ὑγιής.
11 Ὁ Ἰησοῦς αὐτὸς εἶναι ὁ λίθος ὁ ὁποῖος περιφρονήθηκε ἀπὸ σᾶς τοὺς οἰκοδόμους, καὶ ὁ ὁποῖος ἔγινε ἀκρογωνιαῖος λίθος.
12 Δὲν ὑπάρχει δι’ οὐδενὸς ἄλλου σωτηρία, οὔτε ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα ὑπὸ τὸν οὐρανόν, δοσμένον εἰς τοὺς ἀνθρώπους, διὰ τοῦ ὁποίου πρέπει νὰ σωθοῦμε».
13 Ὅταν εἶδαν τὸ θάρρος τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἰωάννου καὶ κατάλαβαν ὅτι εἶναι ἄνθρωποι ἀγράμματοι καὶ ἁπλοϊκοί, ἔμειναν κατάπληκτοι καὶ τοὺς ἀνεγνώρισαν ὅτι ἦσαν μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν.
14 Ἐπειδὴ δὲ ἔβλεπαν τὸν θεραπευθέντα νὰ στέκεται μαζί τους, δὲν εἶχαν τίποτα νὰ ἀντείπουν.
15 Τοὺς διέταξαν νὰ βγοῦν ἔξω καὶ συνεσκέπτοντο λέγοντες,
16 «Τί νὰ κάνωμεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς; Ὅτι ἔγινε δι’ αὐτῶν πραγματικὸν θαῦμα, εἶναι φανερὸν εἰς ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς Ἱερουσαλήμ καὶ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἀρνηθοῦμε.
17 Ἀλλὰ διὰ νὰ μὴ διαδοθῇ περισσότερον εἰς τὸν λαόν, ἂς τοὺς ἀπειλήσωμε αὐστηρὰ νὰ μὴ μιλοῦν πλέον σὲ κανένα ἄνθρωπον διὰ τὸ ὄνομα αὐτό».
18 Κατόπιν τοὺς ἐκάλεσαν νὰ μποῦν καὶ τοὺς παρήγγειλαν νὰ μὴ μιλοῦν καθόλου οὔτε νὰ διδάσκουν περὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ.
19 Ἀλλ’ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτούς, «Ἐὰν εἶναι ὀρθὸν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νὰ ἀκοῦμε μᾶλλον ἐσᾶς παρὰ τὸν Θεόν, κρίνατε μόνοι σας.
20 Διότι ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ μὴ μιλᾶμε δι’ ἐκεῖνα ποὺ εἴδαμε καὶ ἀκούσαμε».
21 Ἐκεῖνοι, ἀφοῦ πάλιν τοὺς ἐφοβέρισαν, τοὺς ἀπέλυσαν, ἐπειδὴ δὲν εὕρισκαν τρόπον νὰ τοὺς τιμωρήσουν ἐξ αἰτίας τοῦ λαοῦ, διότι ὅλοι ἐδόξαζαν τὸν Θεὸν διὰ τὸ γεγονός,
22 ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸν ὁποῖον ἔγινε τὸ θαῦμα τοῦτο τῆς θεραπείας, ἦτο ἄνω τῶν σαράντα ἐτῶν.
Ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης ἐπιστρέφουν εἰς τοὺς φίλους των
23 Ὅταν ἀπελύθησαν, ἐπῆγαν εἰς τοὺς φίλους των καὶ ἀνέφεραν ὅσα τοὺς εἶπαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι.
24 Αὐτοὶ δὲ ὅταν τὰ ἄκουσαν, ὅλοι μὲ μιὰ ψυχὴ ὕψωσαν τὴν φωνή τους πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἶπαν, «Δέσποτα, σὺ ποὺ ἐδημιούργησες τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτά,
25 ποὺ διὰ στόματος τοῦ Δαυΐδ τοῦ δούλου σου εἶπες, Διατὶ ἐφρύαξαν τὰ ἔθνη καὶ οἱ λαοὶ ἐσκέφθησαν μάταια πράγματα;
26 Ἐσηκώθηκαν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ οἱ ἄρχοντες ἐμαζεύθηκαν ἐναντίον τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ.
27 Διότι ἀληθινὰ ἐμαζεύθηκαν ἐναντίον τοῦ ἁγίου δούλου σου Ἰησοῦ, τὸν ὁποῖον ἔχρισες, ὁ Ἡρώδης καὶ ὁ Πόντιος Πιλᾶτος μαζὶ μὲ τὰ ἔθνη καὶ πλήθη τοῦ Ἰσραήλ,
28 διὰ νὰ κάνουν ὅσα τὸ χέρι σου καὶ τὸ θέλημά σου προώρισαν νὰ γίνουν.
29 Καὶ τώρα, Κύριε, βλέπε τὶς ἀπειλές τους καὶ δῶσε εἰς τοὺς δούλους σου, νὰ κηρύττουν τὸν λόγον σου μὲ ὅλον τὸ θάρρος,
30 ἐνῷ σὺ θὰ ἁπλώνῃς τὸ χέρι σου, ὥστε νὰ γίνονται θεραπεῖαι καὶ θαύματα καὶ τέρατα διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ ἁγίου δούλου σου Ἰησοῦ».
31 Ὅταν προσευχήθηκαν ἐσαλεύθηκε ὁ τόπος ὅπου ἦσαν συγκεντρωμένοι καὶ ἐπληρώθησαν ὅλοι ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιον καὶ ἐκήρυτταν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ μὲ θάρρος.
Κοινὸν ταμεῖον
32 Ὅλοι ὅσοι εἶχαν πιστέψει ἦσαν ὁμόφρονες καὶ ὁμόψυχοι καὶ κανεὶς δὲν ἔλεγε ὅτι κάτι ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του εἶναι δικό του, ἀλλὰ ἦσαν εἰς αὐτοὺς ὅλα κοινά.
33 Καὶ μὲ μεγάλην δύναμιν ἔδιναν μαρτυρίαν οἱ ἀπόστολοι διὰ τὴν ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, καὶ χάρις μεγάλη ἦτο ἐπάνω εἰς ὅλους.
34 Οὔτε ὑπῆρχε κανένας πτωχὸς μεταξύ τους· διότι ὅσοι ἦσαν ἰδιοκτῆται ἀγρῶν ἢ οἰκιῶν, τοὺς ἐπωλοῦσαν καὶ ἔφερναν τὸ ἀντίτιμον τῶν πωλουμένων καὶ τὸ κατέθεταν ἐμπρὸς στὰ πόδια τῶν ἀποστόλων.
35 Ἐγίνετο δὲ ἡ διανομὴ εἰς τὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὴν ἀνάγκην ποὺ εἶχε.
36 Ὁ Ἰωσῆς ὁ ὁποῖος ἐπωνομάσθη ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους Βαρνάβας, ποὺ ἐν μεταφράσει σημαίνει υἱὸς παρηγοριάς, Λευΐτης, Κύπριος τὴν καταγωγήν,
37 ἐπώλησε ἕνα χωράφι ποὺ εἶχε καὶ ἔφερε τὸ χρῆμα καὶ τὸ ἔβαλε ἐμπρὸς στὰ πόδια τῶν ἀποστόλων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 5
Ὁ Ἀνανίας καὶ ἡ Σαπφείρα
1 Ἀλλὰ κάποιος ὀνομαζόμενος Ἀνανίας μαζὶ μὲ τὴν γυναῖκά του Σαπφείραν ἐπώλησε ἕνα κτῆμα
2 καὶ ἐκράτησε διὰ τὸν ἑαυτόν του μέρος ἀπὸ τὸ ἀντίτιμον ἐν γνώσει καὶ τῆς γυναικός του, τὸ δὲ ὑπόλοιπον τὸ ἔφερε καὶ τὸ ἔβαλε ἐμπρὸς στὰ πόδια τῶν ἀποστόλων.
3 Ἀλλ’ ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε, «Ἀνανία, γιατὶ ἐκυρίευσε τὴν καρδιά σου ὁ Σατανᾶς, ὥστε νὰ ψευσθῇς εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ νὰ κρατήσῃς διὰ τὸν ἑαυτόν σου κάτι ἀπὸ τὸ ἀντίτιμον τοῦ κτήματος;
4 Ἐν ὅσῳ παρέμενε, δὲν ἦτο δικό σου, καὶ ὅταν ἐπωλήθη, δὲν ἦτο τὸ ἀντίτιμον εἰς τὴν διάθεσίν σου; Γιατὶ ἐσκέφθης αὐτὸ τὸ πρᾶγμα; Δὲν ἐψεύσθης εἰς ἀνθρώπους ἀλλ’ εἰς τὸν Θεόν».
5 Μόλις ὁ Ἀνανίας ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, ἔπεσε καὶ ξεψύχησε, καὶ κατέλαβε μεγάλος φόβος ὅλους ὅσοι τὰ ἄκουσαν.
6 Οἱ νεώτεροι ἐσηκώθηκαν καὶ τὸν ἐσκέπασαν καὶ ὕστερα τὸν ἔφεραν ἔξω καὶ τὸν ἔθαψαν.
7 Μετὰ τρεῖς ὥρας ἐμπῆκε καὶ ἡ γυναῖκά του χωρὶς νὰ γνωρίζῃ τί εἶχε συμβῆ.
8 Καὶ ὁ Πέτρος τῆς εἶπε, «Πές μου, γιὰ τόσον ποσὸν ἐπωλήσατε τὸ κτῆμα;». Καὶ ἐκείνη εἶπε, «Ναί, γιὰ τόσο».
9 Τότε ὁ Πέτρος τῆς εἶπε, «Γιατὶ συμφωνήσατε καὶ οἱ δύο νὰ πειράξετε τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου; Νά, τὰ πόδια ἐκείνων ποὺ ἔθαψαν τὸν ἄνδρα σου εἶναι στὴν πόρτα καὶ θὰ σὲ πάρουν ἔξω».
10 Καὶ ἔπεσε ἀμέσως κοντὰ στὰ πόδια του καὶ ξεψύχησε. Ὅταν ἐμπῆκαν οἱ νέοι τὴν εὑρῆκαν νεκρὴ καὶ τὴν ἔπῆραν ἔξω καὶ τὴν ἔθαψαν κοντὰ στὸν ἄνδρα της.
11 Φόβος μεγάλος κατέλαβε ὅλην τὴν ἐκκλησίαν καὶ ὅλους ὅσοι ἄκουσαν αὐτά.
Θαύματα καὶ θεραπεῖαι διὰ τῶν ἀποστόλων
12 Μὲ τὰ χέρια τῶν ἀποστόλων ἐγίνοντο πολλὰ θαύματα καὶ τέρατα μεταξὺ τοῦ λαοῦ· καὶ ἐσυνείθιζαν νὰ συγκεντρώνωνται ὅλοι μὲ μιὰ ψυχὴ εἰς τὴν στοὰν τοῦ Σολομῶντος.
13 Ἀπὸ τοὺς ἄλλους κανεὶς δὲν ἐτολμοῦσε νὰ προσκολληθῇ εἰς αὐτούς, ὁ λαὂς ὅμως τοὺς ἔτρεφε μεγάλην ὑπόληψιν·
14 ἀκόμη δὲ περισσότερον, προσετίθοντο πλήθη ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν ποὺ ἐπίστευαν εἰς τὸν Κύριον.
15 Ἀκόμη καὶ τοὺς ἀσθενεῖς ἔφερναν στὶς πλατεῖες καὶ τοὺς ἔβαζαν σὲ κρεββάτια καὶ φορεῖα ὥστε, ὅταν θὰ περνοῦσε ὁ Πέτρος, νὰ πέσῃ ἔστω καὶ ἡ σκιά του σὲ κάποιον ἀπὸ αὐτούς.
16 Μαζευότανε καὶ ὁ κόσμος ἀπὸ τὰς πέριξ πόλεις εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἔφερναν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ὅσους ἐβασανίζοντο ἀπὸ πνεύματα ἀκάθαρτα, καὶ ὅλοι ἐθεραπεύοντο.
Ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης πάλιν ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου
17 Τότε ἐσηκώθηκε ὁ ἀρχιερεὺς καὶ ὅλοι ὅσοι ἦσαν μαζί του, δηλαδὴ τὸ κόμμα τῶν Σαδδουκαίων,
18 καὶ γεμάτοι ἀπὸ φθόνον ἔβαλαν τὰ χέρια τους ἐπάνω εἰς τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς ἐφυλάκισαν δημοσίᾳ.
19 Ἀλλὰ ἄγγελος Κυρίου ἄνοιξε τὴν νύχτα τὶς πόρτες τῆς φυλακῆς, τοὺς ἔβγαλε ἔξω καὶ εἶπε,
20 «Πηγαίνετε, σταθῆτε εἰς τὸν ναὸν καὶ μιλῆστε εἰς τὸν λαὸν διὰ τὴν νέαν αὐτὴν ζωήν».
21 Ὅταν ἄκουσαν αὐτό, ἐμπῆκαν εἰς τὸν ναὸν ἐνωρὶς τὸ πρωΐ καὶ ἐδίδασκαν. Ὅταν ἔφθασε ὁ ἀρχιερεὺς καὶ ἡ ἀκολουθία του, συνεκάλεσαν τὸ συνέδριον καὶ ὅλην τὴν γερουσίαν τὴν Ἰσραηλιτικὴν καὶ ἔστειλαν εἰς τὴν φυλακὴν διὰ νὰ τοὺς φέρουν.
22 Ἀλλ’ ὅταν ἐπῆγαν οἱ ὑπηρέται, δὲν τοὺς εὑρῆκαν εἰς τὴν φυλακήν, καὶ ἐγύρισαν πίσω καὶ ἀνέφεραν,
23 «Εὑρήκαμε τὴν φυλακὴν κλεισμένην μὲ μεγάλην ἀσφάλειαν καὶ τοὺς φύλακας νὰ στέκωνται ἐμπρὸς στὶς πόρτες, ὅταν ὅμως τὶς ἀνοίξαμε, δὲν εὑρήκαμε μέσα κανένα».
24 Μόλις ἄκουσαν αὐτὸ ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ ἀξιωματικὸς τοῦ ναοῦ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, ἦλθαν σὲ μεγάλη ἀμηχανίαν ἐξ αἰτίας των, καὶ διὰ τὰς συνεπείας ποὺ θὰ εἶχε αὐτό.
25 Ἦλθε ὅμως κάποιος καὶ τοὺς ἀνήγγειλε, «Οἱ ἄνδρες ποὺ ἐβάλατε εἰς τὴν φυλακήν, βρίσκονται εἰς τὸν ναόν καὶ διδάσκουν τὸν λαόν».
26 Τότε ἐπῆγε ὁ ἀξιωματικὸς μὲ τοὺς ὑπηρέτας καὶ τοὺς ἔφερε χωρὶς βίαν, διότι ἐφοβοῦντο μήπως τοὺς λιθοβολήσῃ ὁ λαός.
27 Ὅταν τοὺς ἔφεραν, τοὺς ὡδήγησαν εἰς τὸ μέσον τοῦ συνεδρίου.
28 Καὶ ὁ ἀρχιερεὺς τοὺς ρώτησε, «Δὲν σᾶς ἐδώκαμεν αὐστηρὴν διαταγὴν νὰ μὴ διδάσκετε περὶ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ; Καὶ σεῖς ἐγεμίσατε τὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ τὴν διδασκαλίαν σας καὶ θέλετε νὰ ρίξετε σ’ ἐμᾶς τὴν εὐθύνην διὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ».
29 Ἀπεκρίθη ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἀπόστολοι, «Πρέπει νὰ πειθαρχοῦμε μᾶλλον εἰς τὸν Θεὸν παρὰ εἰς ἀνθρώπους.
30 Ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας ἀνέστησε τὸν Ἰησοῦν, τὸν ὁποῖον σεῖς ἐσκοτώσατε, κρεμάσαντες αὐτὸν ἐπὶ σταυροῦ.
31 Τοῦτον ὁ Θεὸς ἀνύψωσε διὰ τῆς δεξιάς του εἰς Ἀρχηγὸν καὶ Σωτῆρα, διὰ νὰ δώσῃ εἰς τὸ Ἰσραὴλ μετάνοιαν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.
32 Καὶ ἐμεῖς εἴμεθα μάρτυρες αὐτῶν τῶν πραγμάτων ὅπως εἶναι καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ ὁποῖον ἔδωκε ὁ Θεὸς εἰς ἐκείνους ποὺ πειθαρχοῦν εἰς αὐτόν».
33 Ὅταν ἄκουσαν αὐτἀ, ἔτριζαν τὰ δόντια καὶ ἐσκέπτοντο νὰ τοὺς σκοτώσουν.
34 Ἀλλὰ ἕνα μέλος τοῦ συνεδρίου, Φαρισαῖος, ὀνομαζόμενος Γαμαλιήλ, νομοδιδάσκαλος, ποὺ ἐτιμᾶτο ἀπὸ ὅλον τὸν λαόν, ἐσηκώθηκε, διέταξε νὰ ὁδηγήσουν ἔξω τοὺς ἀποστόλους γιὰ λίγην ὥρα
35 καὶ ὕστερα εἶπε, «Ἄνδρες Ἰσραηλῖται, προσέχετε τί μέλλετε νὰ κάνετε εἰς τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς.
36 Διότι πρὸ ὀλίγου καιροῦ ἐμφανίσθηκε ὁ Θευδᾶς, ὁ ὁποῖος παρίστανε ὅτι εἶναι κάποιος σπουδαῖος, καὶ ἕνας ἀριθμὸς ἀνθρώπων, περίπου τετρακόσιοι, τὸν ἀκολούθησαν· ἀλλὰ ἐφονεύθηκε καὶ ὅλοι ὅσοι τὸν ἀκολουθοῦσαν διελύθησαν καὶ ἐξαφανίσθησαν.
37 Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸν ἐμφανίσθηκε ὁ Ἰούδας ὁ Γαλιλαῖος τὰς ἡμέρας τῆς ἀπογραφῆς καὶ παρέσυρε ἀρκετὸν κόσμον πίσω του· ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος ἐχάθηκε καὶ ὅλοι ὅσοι τὸν ἀκολουθοῦσαν διεσκορπίσθησαν.
38 Τώρα σᾶς λέγω, μὴ πλησιάζετε τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς καὶ ἀφῆστέ τους· διότι ἄν αὐταὶ αἱ ἰδέαι των καὶ ὅσα κάνουν εἶναι ἔργον ἀνθρώπινον, θὰ ἀνατραπῇ,
39 ἐὰν ὅμως εἶναι ἀπὸ τὸν Θεόν, δὲν μπορεῖτε νὰ τὸ ἀνατρέψετε, καὶ μάλιστα μπορεῖ νὰ βρεθεῖτε θεομάχοι».
40 Ἐκεῖνοι ἐπείσθησαν εἰς αὐτὸν καὶ ἀφοῦ προσκάλεσαν τοὺς ἀποστόλους, τοὺς ἔδειραν καὶ τοὺς διέταξαν νὰ μὴ μιλοῦν περὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, καὶ τοὺς ἀπέλυσαν.
41 Οἱ ἀπόστολοι ἔφυγαν ἀπὸ τὸ συνέδριον χαρούμενοι, διότι ἐκρίθησαν ἄξιοι νὰ κακοποιηθοῦν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ.
42 Καὶ κάθε ἡμέραν εἰς τὸν ναὸν καὶ εἰς τὰ σπίτια δὲν ἔπαυαν νὰ διδάσκουν καὶ νὰ κηρύττουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 6
Ἡ ἐκλογὴ τῶν ἑπτά
1 Κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτάς, ὅταν οἱ μαθηταὶ ἐπληθύνοντο, ἄρχισαν παράπονα τῶν Ἑλληνιστῶν κατὰ τῶν Ἑβραίων, διότι παρημελοῦντο αἱ χῆραι των κατὰ τὴν καθημερινὴν διανομήν.
2 Τότε οἱ δώδεκα προσκάλεσαν ὅλον τὸ σῶμα τῶν μαθητῶν καὶ εἶπαν, «Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ ἀφήσωμεν ἐμεῖς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ὑπηρετοῦμε σὲ τραπέζια.
3 Ἀναζητήσατε λοιπόν, ἀδελφοί, ἑπτὰ ἄνδρας μεταξύ σας ποὺ νὰ χαίρουν καλῆς φήμης, πλήρεις ἀπὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ σοφίαν, τοὺς ὁποίους θὰ τοποθετήσωμεν εἰς τὸ ἔργο αὐτό,
4 ἐμεῖς δὲ θὰ ἀφοσιωθοῦμε εἰς τὴν προσευχὴν καὶ εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ λόγου».
5 Αὐτὰ ποὺ εἶπαν, ἄρεσαν σ’ ὅλους καὶ ἐδιάλεξαν τὸν Στέφανον, ἄνδρα γεμᾶτον πίστιν καὶ Πνεῦμα Ἅγιον, καὶ τὸν Φίλιππον, τὸν Πρόχορον, τὸν Νικάνορα, τὸν Τίμωνα, τὸν Παρμενᾶν καὶ τὸν Νικόλαον, ὁ ὁποῖος ἦτο προσήλυτος ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν.
6 Αὐτοὺς ἔφεραν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων οἱ ὁποῖοι προσευχήθηκαν καὶ ἔθεσαν ἐπάνω τους τὰ χέρια.
7 Καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ διεδίδετο, ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ηὔξανε πάρα πολὺ καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς ὑπήκουαν εἰς τὴν πίστιν.
Κατηγορία ἐναντίον τοῦ Στεφάνου
8 Ὁ Στέφανος, γεμᾶτος πίστιν καὶ δύναμιν, ἔκανε τέρατα καὶ θαύματα μεγάλα μεταξὺ τοῦ λαοῦ.
9 Μερικοὶ ἀπὸ τὴν συναγωγήν, ποὺ ἐλέγετο τῶν Λιβερτίνων καὶ τῶν Κυρηναίων καὶ τῶν Ἀλεξανδρέων καὶ ἀπὸ τοὺς καταγομένους ἀπὸ τὴν Κιλικίαν καὶ Ἀσίαν, ἐσηκώθηκαν καὶ συζητοῦσαν μὲ τὸν Στέφανον,
10 ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντισταθοῦν εἰς τὴν σοφίαν καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα μὲ τὸ ὁποῖον ἐμιλοῦσε.
11 Τότε ἔβαλαν κρυφὰ ἀνθρώπους νὰ ποῦν, «Τὸν ἀκούσαμε νὰ λέγῃ λόγια βλάσφημα κατὰ τοῦ Μωϋσέως καὶ κατὰ τοῦ Θεοῦ».
12 Καὶ ξεσήκωσαν τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς γραμματεῖς, ὥρμησαν ἐπάνω του καὶ τὸν ἅρπαξαν βιαίως καὶ τὸν ἔφεραν εἰς τὸ συνέδριον.
13 Παρουσίασαν καὶ ψευδομάρτυρας, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν, «Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν παύει νὰ λέγῃ λόγια βλάσφημα κατὰ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ τόπου καὶ κατὰ τοῦ νόμου.
14 Διότι τὸν ἔχομεν ἀκούσει νὰ λέγῃ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος θὰ καταστρέψῃ τὸν τόπον αὐτὸν καὶ θὰ ἀλλάξῃ τὰ ἔθιμα ποὺ μᾶς παρέδωκε ὁ Μωϋσῆς».
15 Καὶ ὅλοι ποὺ ἐκάθοντο εἰς τὸ συνέδριον προσήλωσαν εἰς αὐτὸν τὰ βλέμματα καὶ εἶδαν τὸ πρόσωπόν του νὰ εἶναι σὰν πρόσωπο ἀγγέλου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 7
Ὁμιλία τοῦ Στεφάνου
1 Εἶπε τότε ὁ ἀρχιερεύς, «Ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα;».
2 Ὁ Στέφανος εἶπε, «Ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκούσατε. Ὁ ἔνδοξος Θεὸς ἐφανερώθηκε εἰς τὸν πατέρα μας Ἀβραάμ, ὅταν ἦτο εἰς τὴν Μεσοποταμίαν πρὶς κατοικήσῃ εἰς τὴν Χαρράν, καὶ τοῦ εἶπε,
3 Φύγε ἀπὸ τῆν χώραν σου καὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς σου καὶ ἔλα εἰς τῆν χώραν ποὺ θὰ σοῦ δείξω.
4 Τότε ἔφυγε ἀπὸ τὴν χώραν τῶν Χαλδαίων καὶ κατῴκησε εἰς τὴν Χαρράν. Ἀπὸ ἐκεῖ μετὰ τὸν θάνατον τοῦ πατέρα του, ὁ Θεὸς τὸν ἔφερε νὰ κατοικήσῃ εἰς τὴν χώραν αὐτήν, εἰς τὴν ὁποίαν σεῖς τώρα κατοικεῖτε.
5 Δὲν τοῦ ἔδωκε ὅμως κληρονομίαν εἰς αὐτὴν οὔτε ἕνα βῆμα, ἀλλὰ ὑποσχέθηκε νὰ τὴν δώσῃ ὡς ἰδιοκτησίαν εἰς αὐτὸν καὶ τοὺς ἀπογόνους του ὕστερα ἀπὸ αὐτόν, ἂν καὶ δὲν εἶχε παιδί.
6 Ἐμίλησε δὲ ὁ Θεὸς ὡς ἑξῆς, Οἱ ἀπόγονοί του θὰ εἶναι σὰν ξένοι εἰς ξένην χώραν, τῆς ὁποίας οἱ κάτοικοι θὰ τοὺς ὑποδουλώσουν καὶ θὰ τοὺς κακομεταχειρισθοῦν ἐπὶ τετρακόσια χρόνια καὶ τὸ ἔθνος, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ γίνουν δοῦλοι, θὰ τὸ κρίνω ἐγὼ, εἶπε ὁ Θεός,
7 καὶ ὕστερα θὰ βγοῦν καὶ θὰ μὲ λατρεύσουν εἰς τὸν τόπον αὐτόν,
8 καὶ τοῦ ἔδωκε τὴν διαθήκην τῆς περιτομῆς καὶ ἔτσι ἐγέννησε ὁ Ἀβραὰμ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν περιέτεμε τὴν ὀγδόην ἡμέραν καὶ ὁ Ἰσαὰκ ἐγέννησε τὸν Ἰακὼβ καὶ ὁ Ἰακὼβ τοὺς δώδεκα πατριάρχας.
9 Καὶ οἱ πατριάρχαι ἐφθόνησαν τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸν ἐπώλησαν εἰς τὴν Αἴγυπτον.
10 Ἀλλ’ ὁ Θεὸς ἦτο μαζί του καὶ τὸν ἔσωσε ἀπὸ ὅλες τὶς θλίψεις του καὶ τοῦ ἔδωκε χάριν καὶ σοφίαν ἐνώπιον τοῦ Φαραώ, τοῦ βασιλέως τῆς Αἰγύπτου, ὁ ὁποῖος τὸν διώρισε κυβερνήτην τῆς Αἰγύπτου καὶ ὁλοκλήρου τοῦ οἴκου του.
11 Ἦλθε ὅμως πεῖνα εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ τὴν Χαναὰν καὶ στενοχώρια μεγάλη καὶ οἱ πατέρες μας δὲν εὕρισκαν τρόφιμα.
12 Ἀλλ’ ὁ Ἰακὼβ ἄκουσε ὅτι ὑπάρχει σιτάρι εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ ἔστειλε ἐκεῖ τοὺς πατέρας μας τὴν πρώτην φοράν·
13 τὴν δευτέραν φορὰν ἐφανερώθηκε ὁ Ἰωσὴφ εἰς τοὺς ἀδελφούς του καὶ ἔτσι ἔγινε γνωστὸν εἰς τὸν Φαραὼ τὸ γένος τοῦ Ἰωσήφ.
14 Τότε ὁ Ἰωσὴφ ἔστειλε καὶ προσκάλεσε τὸν πατέρα του Ἰακὼβ καὶ ὅλους τοὺς συγγενεῖς του, ἑβδομῆντα πέντε ψυχές.
15 Καὶ κατέβηκε ὁ Ἰακὼβ εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ πέθανε ἐκεῖ αὐτὸς καὶ οἱ πατέρες μας.
16 Καὶ ἔφεραν τὰ ὀστᾶ των εἰς τὴν Συχὲμ καὶ τὰ ἔβαλαν εἰς τὸ μνῆμα,, τὸ ὁποῖον εἶχε ἀγοράσει ὁ Ἀβραὰμ μὲ χρήματα ἀπὸ τοὺς υἱοὺς τοῦ Ἐμμὸρ τοῦ Συχεμίτου.
17 Καθὼς δὲ ἐπλησίαζε ὁ χρόνος τῆς ἐκπληρώσεως τῆς ὑποσχέσεως, τὴν ὁποίαν μὲ ὅρκον ἔδωκε ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἀβραάμ, αὐξήθηκε πολὺ ὁ ἀριθμὸς τοῦ λαοῦ εἰς τὴν Αἴγυπτον
18 μέχρις ὅτου ἦλθε ἄλλος βασιλεὺς ποὺ δὲν ἤξερε τὸν Ἰωσήφ.
19 Αὐτὸς ἐφέρθηκε μὲ δολιότητα πρὸς τὸ γένος μας καὶ μὲ τρόπον σκληρὸν ἀνάγκασε τοὺς πατέρας μας νὰ ἐκθέτουν τὰ βρέφη τους διὰ νὰ μὴ ζήσουν.
20 Αὐτὸν τὸν καιρὸν ἐγεννήθηκε ὁ Μωϋσῆς καὶ ἦτο ὡραῖος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἐπὶ τρεῖς μῆνας ἀνατράφηκε εἰς τὸ πατρικό του σπίτι·
21 ὅταν δὲ τὸν ἄφησαν ἔκθετον, τὸν ἐπῆρε ἡ θυγατέρα τοῦ Φαραὼ καὶ τὸν ἀνέθρεψε σὰν δικό της παιδί.
22 Καὶ ἐμορφώθηκε ὁ Μωϋσῆς μὲ ὅλην τὴν σοφίαν τῶν Αἰγυπτίων, ἦτο δὲ δυνατὸς εἰς λόγους καὶ εἰς ἔργα.
23 Ὅταν ἔγινε σαράντα ἐτῶν, τοῦ ἦλθε ὁ πόθος νὰ ἐπισκεφθῇ τοὺς ἀδελφούς του τοὺς Ἰσραηλίτας.
24 Καὶ ὅταν εἶδε κάποιον νὰ ἀδικῆται, τὸν ὑπερήσπισε καὶ ἐκδικήθηκε τὸν καταπιεζόμενον, φονεύσας τὸν Αἰγύπτιον.
25 Ἐνόμιζε δὲ ὅτι οἱ ἀδελφοί του ἐκατάλαβαν ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τοὺς σώσῃ μὲ τὸ χέρι του. Αὐτοὶ ὅμως δὲν τὸ ἐκατάλαβαν.
26 Τὴν ἑπομένην ἡμέραν ἐμφανίσθηκε εἰς αὐτοὺς ὅταν φιλονεικοῦσαν καὶ προσπάθησε νὰ τοὺς εἰρηνεύσῃ, λέγων, «Ἄνδρες, σεῖς εἶσθε ἀδελφοί, γιατὶ ἀδικεῖτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον;».
27 Ἀλλ’ ἐκεῖνος ποὺ ἀδικοῦσε τὸν πλησίον, τὸν ἔσπρωξε καὶ τοῦ εἶπε,
28 «Ποιός σὲ ἔβαλε ἄρχοντα καὶ δικαστήν μας; Μήπως θέλεις νὰ μὲ σκοτώσῃς, ὅπως ἐσκότωσες χθὲς τὸν Αἰγύπτιον;».
29 Ἐξ αἰτίας τῶν λόγων αὐτῶν ἔφυγε ὁ Μωϋσῆς καὶ ἐγκαταστάθηκε σὰν ξένος εἰς τὴν γῆν Μαδιάμ, ὅπου ἐγέννησε δύο παιδιά.
30 Καὶ μετὰ σαράντα χρόνια ἐμφανίσθηκε εἰς αὐτὸν εἰς τὴν ἔρημον τοῦ ὄρους Σινᾶ ἄγγελος Κυρίου μὲ πύρινη φλόγα μιᾶς βάτου.
31 Ὅταν εἶδε ὁ Μωϋσῆς τὸ φαινόμενον ἐξεπλάγη· ἐνῷ δὲ ἐπλησίαζε διὰ νὰ ἰδῇ καλύτερα, ἦλθε εἰς αὐτὸν φωνὴ Κυρίου·
32 Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς τῶν πατέρων σου, ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραάμ, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ Ἰακώβ. Τρομαγμένος ὁ Μωϋσῆς δὲν ἐτολμοῦσε νὰ κυττάξῃ.
33 Τότε τοῦ εἶπε ὁ Κύριος, Βγάλε τὰ ὑποδήματα ἀπὸ τὰ πόδια σου, διότι ὅπου στέκεσαι εἶναι γῆ ἁγία.
34 Εἶδα ἀσφαλῶς τὰ βάσανα τοῦ λαοῦ μου ποὺ εἶναι εἰς τὴν Αὔγυπτον καὶ ἄκουσα τὸν στεναγμὸν τους καὶ κατέβηκα νὰ τοὺς σώσω· τώρα ἔλα, θὰ σὲ στείλω εἰς τὴν Αἴγυπτον.
35 Τοῦτον τὸν Μωϋσῆν, τὸν ὁποῖον ἀπαρνήθηκαν ὅταν τοῦ εἶπαν, Ποιός σὲ ἔβαλε ἄρχοντα καὶ δικαστήν; τοῦτον ὁ Θεός, , διὰ τοῦ ἀγγέλου ποὺ τοῦ φανερώθηκε εἰς τὴν βάτον, ἔστειλε ἄρχοντα καὶ λυτρωτήν.
36 Αὐτὸς τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ἀφοῦ ἔκανε τέρατα καὶ θαύματα εἰς τὴν χώραν ἐκείνην καὶ εἰς τὴν Ἐρυθρὰν Θάλασσαν καὶ εἰς τῆν ἔρημον ἐπὶ σαράντα χρόνια.
37 Αὐτὸς εἶναι ὁ Μωϋσῆς ποὺ εἶπε εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας, Προφήτην θὰ ἐγείρῃ γιὰ σᾶς Κύριος ὁ Θεός σας ἀπὸ σᾶς τοὺς ἰδίους ὅπως ἤγειρε ἐμέ· αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε.
38 Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἦτο εἰς τὴν συνάθροισιν τοῦ λαοῦ εἰς τὴν ἔρημον, μὲ τὸν ἄγγελον, ποὺ τοὺς μίλησε εἰς τὸ ὄρος Σινᾶ, καὶ μὲ τοὺς πατέρας μας καὶ ὁ ὁποῖος παρέλαβε λόγια γεμᾶτα ζωὴν διὰ νὰ μᾶς τὰ δώσῃ.
39 Ἀλλ’ οἱ πατέρες μας δὲν ἠθέλησαν νὰ ὑπακούσουν εἰς αὐτὸν ἀλλὰ τὸν ἔδιωξαν καὶ ἡ καρδιά τους ἐστράφη πίσω εἰς τὴν Αἴγυπτον.
40 Καὶ εἶπαν εἰς τὸν Ἀαρών, Κάνε μας θεοὺς ποὺ νὰ πηγαίνουν μπροστά μας· ὅσον γι’ αὐτὸν τὸν Μωϋσῆν ποὺ μᾶς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν γῆν τῆς Αἰγύπτου, δὲν γνωρίζωμεν τί τοῦ συνέβη.
41 Καὶ κατεσκεύασαν ἕνα μόσχον τὰς ἡμέρας ἐκείνας καὶ προσέφεραν θυσίαν εἰς τὸ εἴδωλον καὶ εὐφραίνοντο εἰς τὰ ἔργα τῶν χειρῶν των.
42 Ἀλλ’ ὁ Θεὸς μετεστράφη καὶ τοὺς παρέδωκε εἰς τὸ νὰ λατρεύουν τὴν οὐράνιον στρατιάν, καθὼς εἶναι γραμμένον εἰς τὸ βιβλίον τῶν Προφητῶν, Μήπως μοῦ προσφέρατε σφάγια καὶ θυσίας ἐπὶ σαράντα χρόνια εἰς τὴν ἔρημον, σεῖς οἶκος τοῦ Ἰσραήλ;
43 Περιεφέρατε τὴν σκηνὴν τοῦ Μολὸχ καὶ τὸ ἄστρον τοῦ θεοῦ σας Ρεμφάν, τὰ εἴδωλα ποὺ ἐκάνατε διὰ νὰ τὰ προσκυνῆτε. Γι’ αὐτὸ θὰ σᾶς μεταφέρω πέραν ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα.
44 Οἱ πατέρες μας εἶχαν εἰς τὴν ἔρημον τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου, ὅπως διέταξε ὁ Θεὸς ὅταν εἶπε εἰς τὸν Μωϋσῆν νὰ τὴν κατασκευάσῃ κατὰ τὸ ὑπόδειγμα ποὺ εἶχεν ἰδῆ·
45 τὴν ὁποίαν οἱ πατέρες μας τῆς ἑπομένης γενεᾶς, μὲ τὸν Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ, ἔφεραν μαζί τους, κατὰ τὴν καθυπόταξιν τῶν ἐθνῶν, τὰ ὁποία ἐξεδίωξε ὁ Θεὸς ἀπὸ προσώπου τῶν πατέρων μας μέχρι τῶν ἡμερῶν τοῦ Δαυΐδ.
46 Αὐτὸς εὑρῆκε χάριν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐζήτησε νὰ κάνῃ κατοικίαν διὰ τὸν Θεὸν τοῦ Ἰακώβ.
47 Ἀλλ’ ὁ Σολομὼν ἦτο ἐκεῖνος ποὺ τοῦ οἰκοδόμησε οἶκον.
48 Ὁ Ὕψιστος ὅμως δὲν κατοικεῖ εἰς χειροποιήτους ναούς,
49 καθὼς ὁ προφήτης λέγει: Ὁ οὐρανὸς εἶναι ὁ θρόνος μου, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδιών μου. Τί εἴδους οἶκον θὰ μοῦ οἰκοδομήσετε, λέγει ὁ Κύριος, ἢ ποιός εἶναι ὁ τόπος τῆς ἀναπαύσεώς μου;
50 Τὸ χέρι μου δὲν τὰ ἐδημιούργησε ὅλα αὐτά;
51 Σκληροτράχηλοι, μὲ ἀπερίτμητη καρδιὰ καὶ αὐτιά, σεῖς πάντοτε ἀντιτίθεστε πρὸς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὅπως οἱ πρόγονοί σας ἔτσι καὶ σεῖς.
52 Ποιόν ἀπὸ τοὺς προφήτας δὲν κατεδίωξαν οἱ πρόγονοί σας; Ἐσκότωσαν ἐκείνους ποὺ ἐπροφήτευσαν τὸν ἐρχομὸν τοῦ Δικαίου, καὶ τώρα ἐγίνατε σεῖς προδόται του καὶ φονηάδες του·
53 σεῖς ποὺ ἐπήρατε τὸν νόμον εἰς ἐντολάς, ποὺ ἐδόθησαν δι’ ἀγγέλων, καὶ ὅμως δὲν τὸ ἐφυλάξατε.
Θανάτωσις τοῦ Στεφάνου
54 Ἐνῷ ἄκουαν αὐτά, ὠργίσθησαν καὶ ἔτριζαν τὰ δόντια τους ἐναντίον του.
55 Ἀλλ’ ὁ Στέφανος γεμᾶτος Πνεῦμα Ἅγιον προσήλωσε τὸ βλέμμα του εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶδε τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν Ἰησοῦν νὰ στέκεται εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ,
56 καὶ εἶπε, «Βλέπω τοὺς οὐρανοὺς ἀνοικτοὺς καὶ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου νὰ στέκεται εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ».
57 Αὐτοὶ ἐφώναξαν μὲ δυνατὴν φωνήν, ἐβούλωσαν τὰ αὐτιά τους καὶ ὥρμησαν ὅλοι μαζὶ ἐπάνω του,
58 καὶ ἀφοῦ τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, τὸν ἐλιθοβολοῦσαν. Οἱ μάρτυρες ἔβαζαν τὰ ἐνδύματά τους κοντὰ στὰ πόδια κάποιου νέου, ποὺ ὠνομάζετο Σαῦλος
59 καὶ λιθοβολοῦσαν τὸν Στέφανον, ὁ ὁποῖος ἐπεκαλεῖτο καὶ ἔλεγε, «Κύριε Ἰησοῦ, δέξου τὸ πνεῦμα μου».
60 Ἀφοῦ δὲ ἐγονάτισε ἐφώναξε μὲ φωνὴν δυνατήν, «Κύριε, μὴ λογαριάσῃς εἰς αὐτοὺς τὴν ἁμαρτίαν αὐτήν».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 8
1 Καὶ ἀφοῦ εἶπε τοῦτο, ἐπέθανε. Ὁ δὲ Σαῦλος συγκατένευε εἰς τὸν φόνον του.
Διωγμὸς καὶ διασκορπισμὸς τῶν χριστιανῶν
Τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἔγινε μεγάλος διωγμὸς κατὰ τῆς ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, καὶ ὅλοι, ἐκτὸς τῶν ἀποστόλων, διεσκορπίσθησαν ἀνὰ τὴν ὕπαιθρον τῆς Ἰουδαίας καὶ Σαμαρείας.
2 Ἄνδρες εὐσεβεῖς ἔθαψαν τὸν Στέφανον καὶ τὸν ἐθρήνησαν πολύ.
3 Ὁ Σαῦλος δὲ ἐρήμαζε τὴν ἐκκλησίαν· ἔμπαινε εἰς τὰ σπίτια καὶ ἀφοῦ ἔσερνε διὰ τῆς βίας ἄνδρες καὶ γυναῖκες τοὺς ἔστελλε εἰς τὴν φυλακήν.
Ὁ Φίλιππος εἰς Σαμάρειαν
4 Ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν διασκορπισθῆ, περιώδευαν τὴν χώραν καὶ ἐκήρυτταν τὸν λόγον.
5 Ὁ δὲ Φίλιππος κατέβηκε εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας καὶ ἐκήρυττεν εἰς αὐτοὺς τὸν Χριστόν.
6 Καὶ τὰ πλήθη μὲ μιὰ καρδιὰ ἐπρόσεχαν σὲ ὅσα ἔλεγε ὁ Φίλιππος, καθὼς τὸν ἄκουαν καὶ ἔβλεπαν τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε.
7 Διότι πολλοὶ εἶχαν πνεύματα ἀκάθαρτα, τὰ ὁποῖα ἔβγαιναν, ἀφοῦ ἐφώναζαν μὲ δυνατὴν φωνήν, πολλοὶ δὲ παράλυτοι καὶ χωλοὶ ἐθεραπεύθησαν,
8 καὶ ἔγινε μεγάλη χαρὰ εἰς τὴν πόλιν ἐκείνην.
Σίμων ὁ μάγος
9 Εἰς τὴν πόλιν ὑπῆρχε ἀπὸ ἀρκετὸν καιρὸν κάποιος ὀνομαζόμενος Σίμων, ὁ ὁποῖος ἐξέπληττε τὸν λαὸν τῆς Σαμαρείας μὲ τὶς μαγεῖες του καὶ ἰσχυρίζετο ὅτι εἶναι σπουδαῖος ἄνθρωπος.
10 Καὶ ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἔδιναν εἰς αὐτὸν προσοχὴν καὶ ἔλεγαν, «Αὐτὸς εἶναι ἡ μεγάλη δύναμις τοῦ Θεοῦ».
11 Τοῦ ἔδιναν δὲ προσοχήν, διότι ἐπὶ ἀρκετὸν χρόνον τοὺς εἶχε ἐκπλήξει μὲ τὶς μαγεῖες του.
12 Ἀλλ’ ὅταν ἐπίστεψαν εἰς τὸν Φίλιππον, ὁ ὁποῖος ἐκήρυττε περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐβαπτίζοντο ἄνδρες καὶ γυναῖκες.
13 Ἀκόμη καὶ αὐτὸς ὁ Σίμων ἐπίστεψε καὶ ἀφοῦ ἐβαπτίσθηκε ἔμεινε προσυλωμένος εἰς τὸν Φίλιππον καὶ ἦτο κατάπληκτος μὲ τὰ θαύματα καὶ τὰ σημεῖα ποὺ ἔβλεπε νὰ γίνωνται.
Ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης εἰς Σαμάρειαν
14 Ὅταν οἱ ἀπόστολοι, ποὺ ἦσαν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἄκουσαν ὅτι ἡ Σαμάρεια ἐδέχθηκε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἔστειλαν εἰς αὐτοὺς τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰωάννην,
15 οἱ ὁποῖοι κατέβηκαν ἐκεῖ καὶ προσευχήθηκαν γι’ αὐτοὺς γιὰ νὰ λάβουν Πνεῦμα Ἅγιον, διότι δὲν εἶχε ἀκόμη ἔλθει σὲ κανένα ἀπὸ αὐτούς·
16 εἶχαν μόνον βαπτισθῆ εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
17 Τότε ἔθεταν τὰ χέρια ἐπάνω τους καὶ ἐλάβαιναν Πνεῦμα Ἅγιον.
18 Ὅταν εἶδε ὁ Σίμων ὅτι μὲ τὴν ἐπίθεσιν τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐδίδετο τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, προσέφερε εἰς αὐτοὺς χρήματα,
19 καὶ εἶπε, «Δῶστε καὶ σ’ ἐμὲ τὴν ἐξουσίαν αὐτὴν διὰ νὰ λαβαίνῃ Πνεῦμα Ἅγιον ἐκεῖνος, εἰς τὸν ὁποῖον θὰ ἔθετα ἐπάνω του τὰ χέρια».
20 Τότε ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε, «Τὸ χρῆμά σου νὰ χαθῇ μαζὶ μ’ ἐσένα, διότι ἐνόμισες ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκτήσῃς μὲ χρήματα τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ.
21 Δὲν ἔχεις μερίδα οὔτε κλῆρον εἰς τὸ πρᾶγμα τοῦτο, διότι ἡ καρδιά σου δὲν εἶναι εὐθεῖα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
22 Μετανόησε λοιπὸν ἀπὸ τὴν κακίαν σου αὐτὴν καὶ παρεκάλεσε τὸν Θεὸν μήπως σοῦ συγχωρηθῇ αὐτὸ ποὺ ἐσκέφθηκε ἡ καρδιά σου,
23 διότι σὲ βλέπω νὰ βρίσκεσαι εἰς χολὴν πικρίας καὶ εἰς δεσμὰ κακίας».
24 Ὁ Σίμων ἀπεκρίθη, «Παρακαλέσατε σεῖς τὸν Θεὸν γιὰ μένα γιὰ νὰ μὴ μοῦ συμβῇ τίποτε ἀπὸ ὅσα εἴπατε».
25 Ἐκεῖνοι, ἀφοῦ ἔδωσαν μαρτυρίαν καὶ ἐλάλησαν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, κηρύττοντες τὸ εὐαγγέλιον σὲ πολλὰ χωριὰ τῶν Σαμαρειτῶν.
Ὁ Φίλιππος καὶ ὁ Αἰθίοψ εὐνοῦχος
26 Τότε ἄγγελος Κυρίου εἶπε εἰς τὸν Φίλιππον, «Σήκω καὶ πήγαινε πρὸς νότον, εἰς τὸν δρόμον ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰς τὴν Γάζαν (εἶναι δρόμος ἔρημος).
27 Καὶ σηκώθηκε καὶ πῆγε. Ἕνας Αἰθίοψ, εὐνοῦχος, ἀξιωματικὸς τῆς Κανδάκης, τῆς βασιλίσσης τῶν Αἰθιόπων, ὁ ὁποῖος ἦτο γενικὸς ταμίας της, εἶχε ἔλθει εἰς τῆν Ἱερουσαλὴμ διὰ νὰ προσκυνήσῃ
28 καὶ ἐπέστρεφε. Καθήμενος εἰς τὸ ἀμάξι του ἐδιάβαζε τὸν προφήτην Ἡσαΐαν.
29 Εἶπε δὲ τὸ Πνεῦμα εἰς τὸν Φίλιππον, «Πήγαινε καὶ προσκολλήσου εἰς αὐτὸ τὸ ἀμάξι».
30 Ὅταν ὁ Φίλιππος ἔφθασε κοντὰ, τὸν ἄκουσε νὰ διαβάζῃ τὸν προφήτην Ἡσαΐαν καὶ τοῦ εἶπε, «Ἆραγε καταλαβαίνεις αὐτὰ ποὺ διαβάζεις;».
31 Αὐτὸς δὲ εἶπε, «» Πῶς νὰ μπορέσω νὰ καταλάβω ἐὰν δὲν μὲ ὁδηγήσῃ κάποιος;» . Καὶ παρεκάλεσε τὸν Φίλιππον νὰ ἀνεβῇ καὶ νὰ καθήσῃ μαζί του.
32 Ἡ περικοπὴ τῆς γραφῆς ποὺ ἐδιάβαζε ἦτο ἡ ἑξῆς: Ὡς πρόβατον ὡδηγήθη εἰς τὴν σφαγὴν καὶ ὅπως ὁ ἀμνὸς ποὺ εἶναι ἄφωνος ἐμπρὸς σ’ ἐκεῖνον ποὺ τὸν κουρεύει, ἔτσι δὲν ἀνοίγει τὸ στόμα του·
33 διὰ τοῦ πάθους του ἡ καταδίκη ἔλαβε τέλος· τὴν δὲ γενεάν του ποιός θὰ μπορέσῃ νὰ τὴν διηγηθῇ; Διότι ἔφυγε ἡ ζωἠ του ἀπὸ τὴν γῆν.
34 Τότε ὁ εὐνοῦχος εἶπε εἰς τὸν Φίλιππον, «Σὲ παρακαλῶ, πές μου διὰ ποιὸν λέγει αὐτὸ ὁ προφήτης; Διὰ τὸν ἑαυτόν του ἢ διὰ κάποιον ἄλλον;».
35 Τότε ὁ Φίλιππος ἄνοιξε τὸ στόμα του καί, κάνοντας ἀρχὴν ἀπὸ τὴν γραφὴν αὐτήν, τοῦ ἐκήρυξε τὴν χαρμόσυνην ἀγγελίαν περὶ τοῦ Ἰησοῦ.
36 Καθὼς δὲ ἐπήγαιναν εἰς τὸν δρόμον, ἔφθασαν εἰς ἕνα μέρος ποὺ εἶχε νερὸ καὶ λέγει ὁ εὐνοῦχος, «Νά, νερό, τί μὲ ἐμποδίζει νὰ βαπτισθῶ;».
37 [Καὶ ὁ Φίλιππος τοῦ εἶπε, «Ἐὰν πιστέυῃς μὲ ὅλη τὴν καρδιά σου, ἐπιτρέπεται». Ἐκεῖνος ἀπεκρίθη, «Πιστεύω ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ»].
38 Καὶ διέταξε νὰ σταθῇ τὸ ἁμάξι καὶ κατέβηκαν καὶ οἱ δύο εἰς τὸ νερό, καὶ ὁ Φίλιππος καὶ ὁ εὐνοῦχος, καὶ τὸν ἐβάπτισε.
39 Ὅταν ἀνέβηκαν ἀπὸ τὸ νερό, τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου ἅρπαξε τὸν Φίλιππον καὶ δὲν τὸν εἶδε πλέον ὁ εὐνοῦχος, ἐβάδιζεν ὅμως τὸν δρόμον του χαρούμενος.
40 Ὁ Φίλιππος εὑρέθηκε εἰς τὴν Ἄζωτον καὶ διερχόμενος ὅλας τὰς πόλεις ἐκήρυττε τὸ εὐαγγέλιον μέχρις ὅτου ἦλθε εἰς τὴν Καισάρειαν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 9
Ἡ μεταστροφὴ τοῦ Σαύλου
1 Ὁ Σαῦλος, ὁ ὁποῖος ἐξακολουθοῦσε νὰ πνέῃ ἀπειλὴν καὶ φόνον ἐναντίων τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου, ἦλθε εἰς τὸν ἀρχιερέα,
2 καὶ τοῦ ἐζήτησε ἐπιστολὰς πρὸς τὰς συναγωγὰς τῆς Δαμασκοῦ, ὥστε, ἐὰν βρῇ ἀνθρώπους ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν δρόμον αὐτόν, ἄνδρας καὶ γυναῖκας, νὰ τοὺς φέρῃ δεμένους εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
3 Ἀλλ’ ἐνῶ, κατὰ τὴν πορείαν του, ἐπλησίαζε εἰς τὴν Δαμασκόν, ἔξαφνα ἄστραψε γύρω του φῶς ἀπὸ τὸν οὐρανόν.
4 Ἔπεσε εἰς τὴν γῆν καὶ ἄκουσε φωνὴν νὰ τοῦ λέγῃ, «Σαούλ, Σαούλ, γιατὶ μὲ καταδιώκεις;». Καὶ εἶπε, «Ποιός εἶσαι Κύριε;».
5 Ὁ δὲ Κύριος εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς, τὸν ὁποῖον σὺ καταδιώκεις,
6 ἀλλὰ σήκω καὶ ἔμπα εἰς τὴν πόλιν καὶ θὰ σοῦ δηλωθῇ τί πρέπει νὰ κάνῃς».
7 Οἱ ἄνδρες, ποὺ τὸν συνώδευαν, ἐστάθηκαν βουβοί, διότι ἄκουαν τὴν φωνήν, ἀλλὰ δὲν ἔβλεπαν κανένα.
8 Ὁ Σαῦλος ἐσηκώθηκε ἀπὸ τὸ ἔδαφος, ἀλλ’ ἂν καὶ τὰ μάτια του ἦσαν ἀνοικτά, δὲν ἔβλεπε κανένα· γι’ αὐτὸ τὸν κρατοῦσαν ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ ἔφεραν εἰς τὴν Δαμασκόν.
9 Ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας δὲν ἔβλεπε καὶ δὲν ἔφαγε οὔτε ἤπιε.
Ὁ Σαῦλος εἰς Δαμασκόν
10 Εἰς τὴν Δαμασκὸν ὑπῆρχε κάποιος μαθητής, ὀνομαζόμενος Ἀνανίας, καὶ εἶπε εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος σὲ ὅραμα, «Ἀνανία», αὐτὸς δὲ εἶπε, «Ἰδού ἐγώ, Κύριε».
11 Τότε ὁ Κύριος τοῦ εἶπε, «Σήκω καὶ πήγαινε εἰς τὴν ὁδὸν ποὺ ὀνομάζεται Εὐθεῖα, εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἰούδα, καὶ ζήτησε ἕνα ὀνομαζόμενον Σαῦλον ἀπὸ τὴν Ταρσόν·
12 διότι αὐτὸς τώρα προσεύχεται καὶ εἶδε σὲ ὅραμα ἄνδρα ὀνομαζόμενον Ἀνανίαν νὰ μπαίνῃ καὶ νὰ βάζῃ τὸ χέρι ἐπάνω του διὰ νὰ ἀναβλέψῃ».
13 Καὶ ὁ Ἀνανίας ἀπεκρίθη, «Κύριε, ἔχω ἀκούσει ἀπὸ πολλοὺς πόσο κακὸ ἔκανε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἰς τοὺς πιστούς σου εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
14 Καὶ εἶναι ἐδῶ μὲ ἐξουσίαν ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς νὰ συλλάβῃ ὅλους ποὺ ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομά σου».
15 Ἀλλ’ ὁ Κύριος τοῦ εἶπε, «Πήγαινε γιατὶ αὐτὸς εἶναι ὄργανον ἐκλογῆς μου, διὰ νὰ φέρῃ τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων καὶ τῶν Ἰσραηλιτῶν.
16 Ἐγὼ ὁ ἴδιος θὰ τοῦ δείξω ὅσα πρέπει νὰ πάθῃ διὰ τὸ ὄνομά μου».
17 Ὁ Ἀνανίας ἔφυγε καὶ ἐπῆγε εἰς τὸ σπίτι καί, ἀφοῦ ἔβαλε τὰ χέρια του σ’ αὐτόν, εἶπε, «Σαοὺλ ἀδελφέ, ὁ Κύριος, ὁ Ἰησοῦς ποὺ σοῦ ἐμφανίσθηκε εἰς τὸν δρόμον ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἦλθες, μὲ ἔστειλε διὰ νὰ ἀναβλέψῃς καὶ γεμίσῃς ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιον».
18 Καὶ ἀμέσως ἔπεσαν ἀπὸ τὰ μάτια του κάτι σὰν λέπια καὶ ἐνέβλεψε· ὕστερα σηκώθηκε καὶ βαπτίσθηκε.
19 Καὶ ἀφοῦ ἔφαγε, ἐδυνάμωσε. Ἔμεινε δὲ ὁ Σαῦλος μερικὲς ἡμέρες μὲ τοὺς μαθητὰς ποὺ ἦσαν εἰς τὴν Δαμασκὸν
20 καὶ ἀμέσως εἰς τὰς συναγωγὰς ἐκήρυττε τὸν Ἰησοῦν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
21 Καὶ ἦσαν κατάπληκτοι ὅλοι ὅσοι τὸν ἄκουαν καὶ ἔλεγαν, «Δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐξώντωσε εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐκείνους ποὺ ἐπεκαλοῦντο τὸ ὄνομα τοῦτο καὶ ἦλθε ἐδῶ μὲ σκοπὸν νὰ τοὺς ὁδηγήσῃ δεμένους εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς;».
22 Ἀλλ’ ὁ Σαῦλος ἐγίνετο ἀκόμη δυνατότερος καὶ ἔφερνε εἰς σύγχυσιν τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ κατοικοῦσαν εἰς τὴν Δαμασκόν, μὲ τὰς ἀποδείξεις του ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας.
23 Μετὰ παρέλευσιν πολλῶν ἡμερῶν συνωμότησαν οἱ Ἰουδαῖοι νὰ τὸν σκοτώσουν.
24 Ἔγιναν ὅμως γνωστὰ εἰς τὸν Σαῦλον τὰ σχέδιά τους. Οἱ Ἰουδαῖοι παρεφύλατταν καὶ τὰς πύλας ἡμέραν καὶ νύχτα διὰ νὰ τὸν σκοτώσουν.
25 Ἀλλ’ οἱ μαθηταὶ τὸν ἐπῆραν τὴν νύχτα καὶ τὸν κατέβασαν ἀπὸ τὸ τεῖχος μέσα σ’ ἕνα καλάθι.
Ὁ Σαῦλος εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ Ταρσόν
26 Ὅταν ὁ Σαῦλος ἔφθασε εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, προσπαθοῦσε νὰ προσκολληθῇ εἰς τοὺς μαθητάς, ἀλλ’ ὅλοι τὸν ἐφοβοῦντο, διότι δὲν ἐπίστευαν ὅτι εἶναι μαθητής.
27 Ὁ Βαρνάβας ὅμως τὸν ἐπῆρε, τὸν ὡδήγησε εἰς τοὺς ἀποστόλους καὶ διηγήθηκε εἰς αὐτοὺς πῶς εἰς τὸν δρόμον εἶδε ὁ Σαῦλος τὸν Κύριον ὁ ὁποῖος τοῦ ἐμίλησε καὶ πῶς εἰς τὴν Δαμασκὸν ἐκήρυξε μὲ θάρρος εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ.
28 Καὶ εἶχε συχνὴν ἐπικοινωνίαν μαζί τους εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ μὲ θάρρος ἐκήρυττε εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
29 Ἐμιλοῦσε ἐπίσης καὶ συζητοῦσε μὲ τοὺς Ἰουδαίους τοὺς ὁμιλοῦντας τὴν ἑλληνικὴν ἀλλ’ αὐτοὶ ζητοῦσαν νὰ τὸν σκοτώσουν.
30 Ὅταν τὸ ἔμαθαν οἱ ἀδελφοί, τὸν κατέβασαν εἰς τὴν Καισάρειαν καὶ τὸν ἔστειλαν εἰς τὴν Ταρσόν.
31 Αἱ ἐκκλησίαι λοιπὸν εἰς ὅλην τὴν Ἰουδαίαν, τὴν Γαλιλαίαν καὶ τὴν Σαμάρειαν εἶχαν εἰρήνην καὶ κατηρτίζοντο καὶ ἐβάδιζαν μὲ φόβον τοῦ Κυρίου καὶ ἐπληθύνοντο μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ Πέτρος θεραπεύει τὸν Αἰνέαν εἰς Λύδδαν
32 Ὁ Πέτρος, κατὰ τὴν διάρκειαν περιοδείας του εἰς ὅλην τὴν περιοχήν, κατέβηκε νὰ ἐπισκεφθῇ καὶ τοὺς ἁγίους ποὺ κατοικοῦσαν εἰς τὴν Λύδδαν.
33 Ἐκεῖ εὑρῆκε κάποιον ποὺ ὠνομάζετο Αἰνέας, ὁ ὁποῖος ἦτο κατάκοιτος ἐπὶ ὀκτὼ χρόνια διότι ἦτο παράλυτος.
34 Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Πέτρος, «Αἰνέα, σὲ υεραπεύει ὁ Ἰησοῦς Χριστός, σήκω καὶ στρῶσε τὸ κρεββάτι σου». Καὶ ἀμέσως ἐσηκώθηκε.
35 Καὶ τὸν εἶδαν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Λύδδας καὶ τοῦ Σάρωνος, καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὸν Κύριον.
Ἡ Δορκάς
36 Εἰς τὴν Ἰόππην ὑπῆρχε κάποια μαθήτρια ποὺ ὠνομάζετο Ταβιθά, ἑλληνιστὶ Δορκάς, ἡ ὁποία ἔκανε πολλὲς ἀγαθοεργίες καὶ ἐλεημοσύνες.
37 Συνέβη κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας νὰ ἀσθενήσῃ καὶ νὰ πεθάνῃ· ἀφοῦ δὲ τὴν ἔλουσαν, τὴν ἔβαλαν εἰς τὸ ἀνῶγι.
38 Ἐπειδὴ ἡ Λύδδα ἦτο κοντὰ εἰς τὴν Ἰόππην, οἱ μαθηταὶ ἄκουσαν ὅτι ὁ Πέτρος εἶναι ἐκεῖ, καὶ τοῦ ἔστειλαν δύο ἄνδρας μὲ τὴν παράκλησιν: «Μὴ βραδύνῃς νὰ ἔλθῃς καὶ σ’ ἐμᾶς».
39 Ὁ Πέτρος ἐσηκώθηκε καὶ ἐπῆγε μαζί τους. Ὅταν ἔφθασε, τὸν ὡδήγησαν εἰς τὸ ἀνώγι καὶ παρουσιάσθηκαν εἰς αὐτὸν ὅλες οἱ χῆρες οἱ ὁποῖες ἔκλαιαν καὶ ἔδειχναν τὰ ὑποκάμισα καὶ τὰ ἐνδύματα, ποὺ ἔκανε ἡ Δορκὰς ὅταν ἦτο μαζί τους.
40 Ὁ Πέτρος ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἐγονάτισε καὶ προσευχήθηκε. Ὕστερα ἐστράφη πρὸς τὸ σῶμα καὶ εἶπε, «Ταβιθά, σήκω». Αὐτὴ ἄνοιξε τὰ μάτια της καὶ ὅταν εἶδε τὸν Πέτρον, ἀνασηκώθηκε.
41 Ὁ Πέτρος τῆς ἔδωκε τὸ χέρι καὶ τὴν ἐσήκωσε ὀρθήν. Ὕστερα ἐφώναξε τοὺς ἁγίους καὶ τὶς χῆρες καὶ τὴν παρουσίασε ζωντανήν.
42 Αὐτὸ ἔγινε γνωστὸν εἰς ὅλλην τὴν Ἰόππην καὶ πολλοὶ ἐπίστεψαν εἰς τὸν Κύριον.
43 Ἔμεινε δὲ ὁ Πέτρος ἀρκετὰς ἡμέρας εἰς τὴν Ἰόππην, εἰς τὸ σπίτι κάποιου Σίμωνος βυρσοδέψη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 10
Ὁ Πέτρος καὶ ὁ Κορνήλιος
1 Εἰς τὴν Καισάρειαν ὑπῆρχε κάποιος ὀνομαζόμενος Κορνήλιος, ἑκατόνταρχος, ἀπὸ τὴν στρατιωτικὴν μονάδα ποὺ ὠνομάζετο Ἰταλική.
2 Ἦτο εὐσεβὴς καὶ φοβούμενος ἀπὸ τὸν Θεὸν μαζὶ μὲ ὅλην τὴν οἰκογένειάν του· ἔκανε πολλὰς ἐλεημοσύνας εἰς τὸν λαὸν καὶ προσευχότανε πάντοτε εἰς τὸν Θεόν.
3 Μίαν ἡμέραν, περὶ τὴν ἐνάτην ὥραν, εἶδε καθαρὰ σ’ ἕνα ὅραμα ἄγγελον τοῦ Θεοῦ νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν καὶ νὰ τοῦ λέγῃ, «Κορνήλιε».
4 Αὐτὸς προσήλωσε τὸ βλέμμα του εἰς αὐτὸν καί, φοβισμένος, εἶπε, «Τί συμβαίνει, Κύριε;». Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε, «Αἱ προσευχαί σου καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου ἀνέβηκαν εἰς τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ σὲ θυμηθῇ ὁ Θεός.
5 Καὶ τώρα στείλε εἰς τὴν Ἰόππην ἄνδρας καὶ κάλεσε κάποιον Σίμωνα ποὺ ὀνομάζεται Πέτρος.
6 Αὐτὸς φιλοξενεῖται ἀπὸ κάποιον Σίμωνα βυρσοδέψην, τοῦ ὁποίου τὸ σπίτι εἶναι κοντὰ εἰς τὴν θάλασσαν».
7 Ὅταν ἔφυγε ὁ ἄγγελος ποὺ τοῦ μιλοῦσε, φώναξε δύο ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτας του καὶ ἕνα στατιώτην εὐσεβῆ, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶχε εἰς τὴν ὑπηρεσίαν του,
8 καὶ ἀφοῦ τοὺς ἀφηγήθηκε ὅλα, τοὺς ἔστειλε εἰς τὴν Ἰόππην.
9 Τὴν ἑπομένην ἡμέραν, ἐνῷ ἐκεῖνοι περπετοῦσαν ἀκόμη καὶ ἐπλησίαζαν εἰς τὴν πόλιν, ἀνέβξκε ὁ Πέτρος εἰς τὸ ἀνῶγι, κατὰ τὴν ἕκτην ὥραν, διὰ νὰ προσευχηθῇ.
10 Ἐπείνασε δὲ καὶ ἤθελε νὰ φάγῃ κάτι.
11 Ἐνῷ τοῦ ἐτοίμαζαν φαγητὸν ἦλθε εἰς ἔκστασιν, καὶ βλέπει τὸν οὐρανὸν ἀνοικτὸν καὶ νὰ κατεβαίνῃ κάτι σὰν ἕνα μεγάλο σινδόνι, δεμένο στὶς τέσσερις γωνίες, καὶ κατέβαινε εἰς τὴν γῆν.
12 Μέσα σ’ αὐτὸ ὑπῆρχαν ὅλα τὰ τετράποδα ζῶα τῆς γῆς, θηρία, ἑρπετὰ καὶ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ.
13 Καὶ μιὰ φωνὴ τοῦ ἐφώναξε, «Σήκω, Πέτρε, σφάξε καὶ φάγε!».
14 Ἀλλ’ ὁ Πέτρος εἶπε, «Ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ, Κύριε, διότι ποτὲ δὲν ἔφαγα τίποτε μολυσμένον ἢ ἀκάθαρτον».
15 Ἦλθε πάλιν εἰς αυτὸν φωνὴ διὰ δευτέραν φοράν: «Ἐκεῖνα ποὺ ὁ Θεὸς ἐκαθάρισε, σὺ μὴ τὰ θεωρῆς ἀκάθαρτα».
16 Αὐτὸ ἔγινε τρεῖς φορὲς καὶ τὸ ἀντικείμενον ἀνυψώθηκε πάλιν εἰς τὸν οὐρανόν.
17 Ἐνῷ ὁ Πέτρος εὑρίσκετο εἰς ἀπορίαν περὶ τοῦ τί ἆραγε ἐσήμαινε τὸ ὅραμα ποὺ εἶδε, οἱ ἄνδρες, ποὺ εἶχαν σταλῆ ἀπὸ τὸν Κορνήλιον, ἀφοῦ ἐρώτησαν διὰ τὸ σπίτι τοῦ Σίμωνος, ἦλθαν εἰς τὴν ἐξώπορτα.
18 Καὶ ἐφώναξαν διὰ νὰ ἐρωτήσουν ἐὰν φιλοξενῆται ἐκεῖ ὁ Σίμων ποὺ ὀνομάζεται Πέτρος.
19 Ἐνῷ δὲ ὁ Πέτρος ἐσκέπτετο τὸ ὅραμα, εἶπε εἰς αὐτὸν τὸ Πνεῦμα, «Τρεῖς ἄνδρες σὲ ζητοῦν·
20 σήκω, κατέβα καὶ πήγαινε μαζί τους χωρὶς κανένα δισταγμόν, διότι ἐγὼ τοὺς ἔχω στείλει».
21 Ὁ Πέτρος κατέβηκε καὶ εἶπε εἰς τοὺς ἄνδρας, «Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ ζητᾶτε. Ποιά εἶναι ἡ αἰτία ποὺ ἤλθατε ἐδῶ;».
22 Αὐτοὶ δὲ εἶπαν, «Ὁ Κορνήλιος ὁ ἑκατόνταρχος, ἄνθρωπος δίκαιος καὶ φοβούμενος τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἔχει τέτοιαν μαρτυρίαν ἀπὸ ὅλον τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων,
23 ἔλαβε ἐντολὴν ἀπὸ ἕνα ἅγιον ἄγγελον νὰ στείλῃ νὰ σὲ καλέσῃ εἰς τὸ σπίτι του
24 καὶ νὰ ἀκούσῃ τί ἔχεις νὰ πῇς». Ὁ Πέτρος τοὺς ἐκάλεσε μέσα καὶ τοὺς ἐφιλοξένησε.
25 Τὴν ἑπομένην ἀνεχώρησε μαζί τους καὶ τοὺς συνώδευσαν καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς Ἰόππης. Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἔφθασαν εἰς τὴν Καισάρειαν.
26 Ὁ Κορνήλιος τοὺς ἐπερίμενε καὶ εἶχε καλέσει συγγενεῖς του καὶ στενοὺς φίλους του.
27 Μόλις ἔφθασε ὁ Πέτρος, τὸν προϋπάντησε ὁ Κορνήλιος καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τὸν προσκύνησε.
28 Ἀλλ’ ὁ Πέτρος τὸν ἐσήκωσε καὶ εἶπε, «Σήκω, καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος ἄνθρωπος εἶμαι». Συνομιλῶν μαζί του ἐμπῆκε εἰς τὸ σπίτι καὶ εὑρῆκε πολλοὺς νὰ ἔχουν μαζευθῆ καὶ τοὺς εἶπε, «Ξέρετε ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται σὲ Ἰουδαῖον νὰ συναναστρέφεται ἢ νὰ πλησιάζῃ ἀλλόφυλον, ἀλλὰ σ’ ἐμὲ ὁ Θεὸς ἔδειξε καθαρὰ νὰ μὴ θεωρῶ κανένα ἄνθρωπον μολυσμένον ἢ ἀκάθαρτον.
29 Γι’ αὐτὸ ἦλθα χωρὶς ἀντίρρησιν, ὅταν ἐστείλατε γιὰ μένα. Ἐρωτῶ λοιπόν, γιὰ ποιόν λόγον μὲ προσκαλέσατε;».
30 Καὶ ὁ Κορνήλιος εἶπε, «Πρὸ τεσσάρων ἡμερῶν ἐνῷ προσευχόμουν τὴν ἐνάτην ὥραν, εἰς τὸ σπίτι μου, ἐστάθηκε μπροστά μου ἕνας ἄνθρωπος μὲ λάμπουσαν ἐνδυμασίαν,
31 καὶ μοῦ λέγει, «Κορνήλιε, ἡ προσευχή σου εἰσακούσθηκε καὶ ὁ Θεὸς ἐθυμήθηκε τὶς ἐλεημοσύνες σου.
32 Στεῖλε εἰς τὴν Ἰόππην καὶ κάλεσε τὸν Σίμωνα, ὁ ὁποῖος ὀνομάζεται Πέτρος. Φιλοξενεῖται εἰς τὸ σπίτι τοῦ Σίμωνος τοῦ βυρσοδέψη, κοντὰ εἰς τὴν θάλασσαν. Αὐτὸς ὅταν ἔλθῃ θὰ σοῦ μιλήσῃ.
33 Ἀμέσως λοιπὸν ἔστειλα νὰ σὲ καλέσω καὶ καλὰ ἔκανες καὶ ἦλθες. Καὶ τώρα εἴμεθα ὅλοι ἐδῶ παρόντες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ ἀκούσωμεν ὅλα ὅσα σὲ ἔχει διατάξει ὁ Θεὸς νὰ πῇς».
Ὁμιλία τοῦ Πέτρου
34 Τότε ὁ Πέτρος ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ εἶπε, «Ἀναγνωρίζω πράγματι ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι προσωπολήπτης
35 ἀλλὰ σὲ κάθε ἔθνος, ἐκεῖνος ποὺ τὸν φοβᾶται καὶ κάνει τὸ ὀρθὸν εἶναι δεκτὸς εἰς αὐτόν.
36 Ἔστειλε τὸν λόγον του εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας μὲ τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα εἰρήνης διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος ὅλων.
37 Ξέρετε τί συνέβη εἰς ὅλην τὴν Ἰουδαίαν, ἀφοῦ ἔγινε ἀρχὴ ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν μετὰ τὸ βάπτισμα ποὺ ἐκήρυξε ὁ Ἰωάννης.
38 Ξέρετε διὰ τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ, πῶς τὸν ἔχρισε ὁ Θεὸς μὲ Πνεῦμα Ἅγιον καὶ μὲ δύναμιν, ὁ ὁποῖος περιώδευε εὐεργετῶν καὶ θεραπεύων ὅλους τοὺς καταδυναστευομένους ἀπὸ τὸν διάβολον, διότι ὁ Θεὸς ἦτο μαζί του.
39 Καὶ ἐμεῖς εἴμεθα μάρτυρες ὅλων ὅσα ἔκαμε καὶ εἰς τὴν χώραν τῶν Ἰουδαίων καὶ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Αὐτὸν ἐσκότωσαν κρεμάσαντες αὐτὸν εἰς τὸν σταυρόν.
40 Ἀλλ’ ὁ Θεὸς τὸν ἀνέστησε τὴν τρίτην ἡμέραν καὶ τὸν ἔκανε νὰ ἐμφανισθῇ,
41 ὄχι εἰς ὅλον τὸν λαόν, ἀλλὰ εἰς μάρτυρας, ποὺ τοὺς εἶχε διαλέξει ὁ Θεὸς ἀπὸ πρίν, δηλαδὴ σ’ ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι ἐφάγαμε καὶ ἤπιαμε μαζί του μετὰ τὴν ἀνάστασίν του ἐκ νεκρῶν
42 καὶ μᾶς παρήγγειλε νὰ κηρύξωμεν εἰς τὸν λαὸν καὶ νὰ δώσωμεν μαρτυρίαν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ προωρισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν.
43 Δι’ αὐτὸν μαρτυροῦν ὅλοι οἱ προφῆται, ὅτι ὅποιος πιστεύει εἰς αὐτὸν θὰ λάβῃ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν διὰ τοῦ ὀνόματός του».
Ἐθνικοὶ λαμβάνουν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ βαπτίζονται
44 Ἐνῷ ὁ Πέτρος ἐμιλοῦσε ἀκόμη, ἔπεσε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπάνω εἰς ὅλους ποὺ ακουσαν τὸν λόγον.
45 Καὶ ἐξεπλάγησαν οἱ ἐξ Ἰουδαίων πιστοί, ὅσοι εἶχαν ἔλθει μαζὶ μὲ τὸν Πέτρον, διότι ἡ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐχύθηκε καὶ εἰς τὰ ἔθνη,
46 ἐπειδὴ τοὺς ἄκουσαν νὰ μιλοῦν γλώσσας καὶ νὰ δοξολογοῦν τὸν Θεόν.
47 Τότε εἶπε ὁ Πέτρος, «Μήπως μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐμποδίσῃ τὸ νερὸ ὥστε νὰ μὴ βαπτισθοῦν αὐτοὶ ποὺ ἔλαβαν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὅπως καὶ ἐμεῖς;».
48 Καὶ τοὺς διέταξε νὰ βαπτισθοῦν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Τότε τὸν παρεκάλεσαν νὰ παραμείνῃ μερικὲς ἡμέρες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 11
Ὁ Πέτρος δικαιολογεῖ τὴν ἐνέργειάν του
1 Οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ ποὺ ἦσαν εἰς τὴν Ἰουδαίαν, ἄκουσαν ὅτι καὶ οἱ ἐθνικοὶ ἐδέχθησαν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.
2 Καὶ ὅταν ἀνέβηκε ὁ Πέτρος εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα εἶχαν ἐνδοιασμοὺς γι’ αὐτὸν οἱ πιστοὶ οἱ προερχόμενοι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους
3 καὶ τοῦ ἔλεγαν, «Ἐμπῆκες εἰς τὸ σπίτι ἐθνικῶν καὶ ἔφαγες μαζί τους».
4 Ὁ Πέτρος ἄρχισε τότε νὰ ἐκθέτῃ εἰς αὐτοὺς ὅσα ἔγιναν κατὰ σειράν:
5 «Ἐγώ», εἶπε, «ἤμουν εἰς τὴν πόλιν τῆς Ἰόππης καί, ἐνῷ προσευχόμουν, εἶδα σὲ ἔκστασιν ὄραμα, κάτι σὰν ἕνα μεγάλο σινδόνι, δεμένο στὶς τέσσερις γωνίες, νὰ κατεβαίνῃ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ νὰ φθάνῃ ὡς ἐμέ.
6 Ἔστρεψα τὸ βλέμμα μου πρὸς αὐτό, τὸ παρατηροῦσα καὶ εἶδα τετράποδα τῆς γῆς, θηρία, ἑρπετὰ καὶ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ.
7 Ἄκουσα δὲ φωνὴν νὰ μοῦ λέγῃ, «Σήκω, Πέτρε, σφάξε καὶ φάγε».
8 Ἐγὼ ὅμως εἶπα, «Ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ, Κύριε, διότι μολυσμένον ἢ ἀκάθαρτον δὲν ἐμπῆκε ποτὲ στὸ στόμα μου».
9 Ἡ φωνὴ μοῦ ἀπεκρίθη διὰ δευτέραν φορὰν ἀπὸ τὸν οὐρανόν, «Ἐκεῖνα ποὺ ὁ Θεὸς ἐκαθάρισε, δὲν πρέπει σὺ νὰ τὰ θεωρῇς ἀκάθαρτα».
10 Τοῦτο ἔγινε τρεῖς φορὲς καὶ πάλιν ἁρπάχθηκαν ὅλα εἰς τὸν οὐρανόν.
11 Ἀκριβῶς τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἦλθαν τρεῖς ἄνδρες εἰς τὸ σπίτι ὅπου ἔμενα, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἀπεσταλμένοι σ’ ἐμὲ ἀπὸ τὴν Καισάρειαν.
12 Τὸ Πνεῦμα τότε μοῦ εἶπε νὰ πάω μαζί τους χωρὶς κανένα δισταγμόν. Ἦλθαν μαζί μου καὶ οἱ ἕξη αὐτοὶ ἀδελφοὶ καὶ ἐμπήκαμε εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἀνθρώπου.
13 Αὐτὸς μᾶς εἶπε πῶς εἶδε τὸν ἄγγελον ἐνώπιόν του εἰς τὸ σπίτι του, καὶ ὅτι τοῦ εἶπε, «Στεῖλε εἰς τὴν Ἰόππην ἀνθρώπους καὶ κάλεσε τὸν Σίμωνα ποὺ ἐπονομάζεται Πέτρος,
14 ὁ ὁποῖος θὰ σοῦ πῇ λόγια, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ σωθῇς σὺ καὶ ὅλοι οἱ οἰκιακοί σου».
15 Ὅταν ἄρχισα νὰ μιλῶ, ἦλθε εἰς αὐτοὺς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὅπως καὶ σ’ ἐμᾶς εἰς τὴν ἀρχήν.
16 Καὶ θυμήθηκα τὸν λόγον τοῦ Κυρίου: «Ὁ Ἰωάννης ἐβάπτισε μὲ νερό, σεῖς ὅμως θὰ βαπτισθῆτε μὲ Πνεῦμα Ἅγιον».
17 Ἐὰν λοιπὸν ὁ Θεὸς τοὺς ἔδωκε τὴν ἴδια δωρεὰ ὅπως καὶ σ’ ἐμᾶς, ὅταν ἐπιστέψαμε εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ποιὸς ἤμουν ἐγὼ γιὰ νὰ μπορέσω νὰ ἐμποδίσω τὸν Θεόν;».
18 Ὅταν ἄκουσαν αὐτὰ, ἡσύχασαν καὶ ἐδόξαζαν τὸν Θεὸν καὶ ἔλεγαν, «Ὥστε καὶ εἰς τοὺς ἐθνικοὺς ἔδωκε ὁ Θεὸς μετάνοιαν ποὺ ὁδηγεῖ εἰς ζωήν».
Ἡ ἐκκλησία τῶν ἐθνικῶν εἰς Ἀντιόχειαν
19 Ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν διασπαρῆ ἕνεκα τοῦ διωγμοῦ, ποὺ ἔγινε ἐξ αἰτίας τοῦ Στεφάνου, ἔφθασαν μέχρι τῆς Φοινίκης καὶ τῆς Κύπρου καὶ τῆς Ἀντιοχείας, ἀλλὰ δὲν ἐκήρυτταν τὸν λόγον σὲ κανένα παρὰ μόνο σὲ Ἰουδαίους.
20 Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ὴσαν Κύπριοι καὶ Κυρηναῖοι, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ἐμπῆκαν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, ἐμιλοῦσαν εἰς τοὺς ἑλληνιστὰς κηρύττοντες τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα περὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
21 Καὶ τὸ χέρι τοῦ Κυρίου ἦτο μαζί τους καὶ μεγάλος ἀριθμὸς ἐπίστεψε καὶ ἐπέστρεψε εἰς τὸν Κύριον.
22 Ἔφθασε δὲ ἡ εἴδησις γι’ αὐτοὺς εἰς τὰ αὐτιὰ τῆς ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων καὶ ἔστειλαν τὸν Βαρνάβαν ἕως τὴν Ἀντιόχειαν.
23 Ὅταν αὐτὸς ἔφθασε καὶ εἶδε τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, ἐχάρηκε καὶ παρώτρυνε ὅλους νὰ παραμένουν πιστοὶ εἰς τὸν Κύριον μὲ σταθερὴ καρδιά,
24 διότι ἦτο πραγματικὰ ἄνθρωπος ἀγαθὸς καὶ γεμᾶτος Πνεῦμα Ἅγιον καὶ πίστιν. Ἀρκετὸς δὲ λαὸς προσετέθη εἰς τὸν Κύριον.
25 Τότε ὁ Βαρνάβας ἀνεχώρησε εἰς τὴν Ταρσὸν διὰ νὰ ζητήσῃ τὸν Σαῦλον καὶ ὅταν τὸν εὑρῆκε τὸν ἔφερε εἰς τὴν Ἀντιόχειαν.
26 Ἕμενε δὲ ἕναν ὁλόκληρον χρόνο εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἐδίδαξαν πλῆθος πολύ. Εἰς τὴν Ἀντιόχειαν οἱ μαθηταὶ ὠνομάσθησαν διὰ πρώτην φορὰν Χριστιανοί.
Ὁ Βαρνάβας καὶ ὁ Σαῦλος ἀποστέλλονται εἰς τὴν Ἰουδαίαν
27 Κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτὰς κατέβηκαν προφῆται ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα εἰς τὴν Ἀντιόχειαν.
28 Ἕνας δὲ ἀπὸ αὐτούς, ὀνομαζόμενος Ἄγαβος, ἐσηκώθηκε καὶ προεῖπε διὰ τοῦ Πνεύματος, ὅτι θὰ ἐγίνετο μεγάλη πεῖνα εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην, ἡ ὁποία καὶ ἔγινε ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος.
29 Ἀπεφάσισαν δὲ οἱ μαθηταὶ νὰ στείλῃ ὁ καθένας, ἀνάλογα πρὸς τὴν οἰκονομικήν του κατάστασιν, βοήθειαν εἰς τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ κατοικοῦσαν εἰς τὴν Ἰουδαίαν.
30 Αὐτὸ καὶ ἔκαναν καὶ τὴν ἀπέστειλαν εἰς τοὺς πρεσβυτέρους διὰ τοῦ Βαρνάβα καὶ τοῦ Σαύλου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 12
Ὁ Ἡρώδης διώκει τὴν ἐκκλησίαν. Ὁ Πέτρος ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν φυλακήν
1 Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ὁ Ἡρώδης ὁ βασιλεὺς ἔβαλε χέρι σὲ μερικοὺς ποὺ ἀνῆκαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν διὰ νὰ τοὺς κακοποιήσῃ.
2 Ἐφόνευσε μὲ μάχαιραν τὸν Ἰάκωβον, τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰωάννου.
3 Καὶ ὅταν εἶδε ὅτι αὐτὸ ἐπροξένησε εὐχαρίστησιν εἰς τοὺς Ἰουδαίους, ἐπροχώρησε νὰ συλλάβῃ καὶ τὸν Πέτρον· ἦσαν δὲ τότε αἱ ἡμέραι τῆς ἑορτῆς τῶν ἀζύμων.
4 Καὶ ὅταν τὸν ἔπιασε, τὸν ἔβαλε εἰς τὴν φυλακὴν καὶ τὸν παρέδωκε σὲ τέσσερις τετράδες στρατιωτῶν, διὰ νὰ τὸν φυλάττουν, διότι ἤθελε νὰ τὸν παρουσίασῃ εἰς τὸν λαὸν μετὰ τὸ Πάσχα.
5 Καὶ ἔτσι ὁ Πέτρος ἐκρατεῖτο εἰς τὴν φυλακὴν ἀλλ’ ἐγίνετο ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν ἔνθερμη προσευχὴ γι’ αὐτὸν εἰς τὸν Θεόν.
6 Τὴν νύχτα πρὸ τῆς ἡμέρας, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔμελλε ὁ Ἡρώδης νὰ τὸν παρουσιάσῃ, ὁ Πέτρος, δεμένος μὲ δύο ἁλυσίδες, ἐκοιμότανε μεταξὺ δύο στρατιωτῶν, καὶ φρουροὶ ἐμπρὸς στὴν πόρτα ἐφύλατταν τὴν φυλακήν.
7 Αἴφνης ἦλθε ἄγγελος Κυρίου καὶ ἔλαμψε φῶς εἰς τὸ κελλί. Ἀφοῦ ἐκτύπησε τὴν πλευρὰν τοῦ Πέτρου, τὸν ἐξύπνησε καὶ τοῦ εἶπε, «Σήκω γρήγορα». Καὶ ἔπεσαν οἱ ἁλυσίδες ἀπὸ τὰ χέρια του.
8 Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε, «Ζώσου καὶ φόρεσε τὰ σανδάλια σου». Καὶ τὸ ἔκανε. Ὕστερα τοῦ εἶπε, «Φόρεσε τὸν μανδύα σου καὶ ἀκολούθησέ με».
9 Καὶ ἐβγῆκε ἔξω καὶ τὸν ἀκολούθησε καὶ δὲν εἶχε συνείδησιν ὅτι εἶναι ἀληθινὸν ἐκεῖνο ποὺ ἐγίνετο διὰ τοῦ ἀγγέλου, ἀλλ’ ἐνόμισε ὅτι βλέπει ὅραμα.
10 Ἐπέρασαν τὸ πρῶτον φυλάκιον καὶ τὸ δεύτερον, καὶ ἐφθασαν εἰς τὴν πύλην τὴν σιδηρᾶν ποὺ ὡδηγοῦσε εἰς τὴν πόλιν καὶ ἡ ὁποία μόνη της ἄνοιξε διὰ νὰ περάσουν. Ἀφοῦ ἐβγῆκαν, ἐπροχώρησαν σ’ ἕνα στενὸ δρόμο, καὶ ἀμέσως ὁ ἄγγελος τὸν ἄφησε.
11 Ὅταν συνῆλθε ὁ Πέτρος εἶπε, «Τώρα καταλαβαίνω ὅτι ἀληθινὰ ἔστειλε ὁ Κύριος τὸν ἄγγελόν του καὶ μὲ ἔσωσε ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Ἡρώδη καὶ ἀπὸ κάθε τι ποὺ ἐπερίμενε ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός».
12 Καὶ ὅταν ἀνεγνώρισε αὐτό, ἐπῆγε εἰς τὸ σπίτι τῆς Μαρίας, τῆς μητέρας τοῦ Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος ὀνομάζεται καὶ Μᾶρκος, ὅπου ἦσαν ἀρκετοὶ μαζεμένοι καὶ προσηύχοντο.
13 Ὅταν ἐκτύπησε τὴν ἐξωτερικὴ πόρτα, ἦλθε μιὰ ὑπηρέτρια, ὅπου ὠνομάζετο Ρὀδη, διὰ νὰ ἰδῇ ποιός ἦτο,
14 καὶ ὅταν ἀνεγνώρισε τὴν φωνὴν τοῦ Πέτρου, ἀπὸ τὴν χαράν της δὲν ἄνοιξε τὴν πόρτα, ἀλλὰ ἔτρεξε μέσα καὶ τοὺς εἶπε ὅτι ὁ Πέτρος ἦτο ἔξω εἰς τὴν πόρτα.
15 Αὐτοὶ τῆς εἶπαν, «Εἶσαι τρελλή». Ἀλλ’ ἐκείνη ἐπέμενε ὅτι ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα. Τότε αὐτοὶ εἶπαν, «Θὰ εἶναι ὁ ἄγγελός του».
16 Ὁ Πέτρος ἐξακολουθοῦσε νὰ κτυπᾷ. Ὅταν δὲ ἄνοιξαν, τὸν εἶδαν καὶ ἐξεπλάγησαν.
17 Αφοῦ τοὺς ἔκανε μὲ τὸ χέρι νεῦμα νὰ σιγήσουν, τοὺς διηγήθηκε πῶς ὁ Κύριος τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὴν φυλακὴν καὶ εἶπε, «Ἀναγγείλατε αὐτὸ εἰς τὸν Ἰάκωβον καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς». Ὕστερα ἔφυγε καὶ ἐπῆγε εἰς ἄλλον τόπον.
18 Ὅταν ἐξημέρωσε, ἐθορυβήθησαν πολὺ οἱ στρατιῶται περὶ τοῦ τί ἆραγε νὰ ἔγινε ὁ Πέτρος.
19 Ὁ δὲ Ἡρώδης ἀφοῦ τὸν ἐζήτησε καὶ δὲν τὸν εὑρῆκε, ἀνέκρινε τοὺς φρουροὺς καὶ διέταξε νὰ ὁδηγηθοῦν πρὸς ἐκτέλεσιν, αὐτὸς δὲ κατέβηκε ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν καὶ παρέμενε εἰς τὴν Καισάρειαν.
Θάνατος τοῦ Ἡρώδη
20 Ὁ Ἡρώδης ἦτο πολὺ ὠργισμένος κατὰ τῶν κατοίκων τῆς Τύρου καὶ τῆς Σιδῶνος, οἱ ὁποῖοι ἐκ συμφώνου παρουσιάσθησαν εἰς αὐτὸν καὶ ἀφοῦ ἐκέρδησαν μὲ τὸ μέρος τους τὸν Βλάστον, τὸν θαλαμηπόλον του βασιλέως, ἐζητοῦσαν εἰρήνην, διότι ἡ χώρα τους ἐπρομηθεύετο τρόφιμα ἀπὸ τὴν χώραν τοῦ βασιλέως.
21 Εἰς ὡρισμένην ἡμέραν ὁ Ἡρώδης, ἀφοῦ ἐφόρεσεν βασιλικὴν στολήν, ἐκάθησε εἰς τὸ βῆμα καὶ τοὺς ἐμιλοῦσε δημοσίᾳ.
22 Τὸ δὲ πλῆθος ἐφώναζε, «Φωνὴ Θεοῦ εἶναι αὐτὰ καὶ ὄχι ἀνθρώπου».
23 Ἀμέσως ἄγγελος Κυρίου τὸν ἐπάταξε, διότι δὲν ἔδωκεν τὴν δόξαν εἰς τὸν Θεόν· καὶ τὸν ἔτρωγαν σκουλήκια καὶ ξεψύχησε.
24 Ἀλλ’ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε καὶ διεδίδετο.
25 Ὁ δὲ Βαρνάβας καὶ ὁ Σαῦλος, ἀφοῦ ἐξεπλήρωσαν τὴν ἀποστολήν τους, ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ παραλαβόντες μαζί τους καὶ τὸν Ἰωάννην, ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο ἐπίσης Μᾶρκος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 13
Ἡ ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας
1 Εἰς τὴν ἐκκλησίαν τῆς Ἀντιοχείας ὑπῆρχαν μερικοὶ προφῆται καὶ διδάσκαλοι: ὁ Βαρνάβας, ὁ Συμεών,, ποὺ ἐπονομάζεται Νίγερ, ὁ Λούκιος ὁ Κυρηναῖος, ὁ Μαναήν, ποὺ εἶχε συναναστραφῆ τὸν Ἡρώδην τὸν τετράρχην, καὶ ὁ Σαῦλος.
2 Ἐνῷ δὲ ὑπηρετοῦσαν τὸν Κύριον καὶ ἐνήστευαν, εἶπε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, «Ξεχωρίστε μου τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Σαῦλον εἰς τὸ ἔργον, εἰς τὸ ὁποῖον τοὺς προσκάλεσα.
3 Τότε ἀφοῦ ἐνήστευσαν καὶ προσευχήθηκαν καὶ ἔβαλαν ἐπάνω τους τὰ χέρια, τοὺς ἄφησαν ἐλεύθερους νὰ φύγουν.
Ὁ Βαρνάβας καὶ ὁ Σαῦλος εἰς Κύπρον
4 Τότε οἱ ἀπεσταλμένοι αὐτοὶ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου κατέβηκαν εἰς τὴν Σελεύκειαν καὶ ἀπ’ ἐκεῖ ἔπλευσαν εἰς τὴν Κύπρον.
5 Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὴν Σαλαμῖνα, ἐκήρυτταν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ εἰς τὰς συναγωγὰς τῶν Ἰουδαίων· εἶχαν δὲ καὶ τὸν Ἰωάννην εἰς τὰς συναγωγὰς τῶν Ἰουδαίων·
6 Ὅταν εἶχαν διέλθει ὅλην τὴν νῆσον μέχρι τῆς Πάφου, συνήντησαν κάποιον μάγον, Ἰουδαῖον ψευδοπροφήτην, ὀνομαζόμενον Βαριησοῦν.
7 Αὐτὸς ἦτο μαζὶ μὲ τὸν Σέργιον Παῦλον τὸν ἀνθύπατον, ἄνθρωπον συνετόν, ὁ ὁποῖος προσκάλεσε τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Σαῦλον καὶ ἐζήτησε νὰ ἀκούσῃ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.
8 Ἀλλ’ ὁ Ἐλύμας ὁ μάγος – ἔτσι μεταφράζεται τὸ ὄνομά του – ἀντιστεκότανε καὶ ἐζητοῦσε νὰ ἀποτρέψῃ τὸν ἀνθύπατον ἀπὸ τὴν πίστιν.
9 Τότε ὁ Σαῦλος, ὁ γνωστὸς καὶ ὡς Παῦλος, γεμᾶτος Πνεῦμα Ἅγιον, ἔστρεψε τὸ βλέμμα πρὸς αὐτὸν
10 καὶ εἶπε, «Σὺ ποὺ εἶσαι γεμᾶτος ἀπὸ κάθε δόλον καὶ ραδιουργίαν, υἱὲ τοῦ διαβόλου, ποὺ ἐχθρεύεσαι κάθε τι καλό, δὲν θὰ παύσῃς νὰ διαστρέφῃς τοὺς ἴσιους δρόμους τοῦ Κυρίου;
11 Καὶ τώρα νά, τὸ χέρι τοῦ Κυρίου θὰ σὲ χτυπήσῃ· θὰ εἶσαι τυφλὸς καὶ δὲν θὰ βλέπῃς τὸν ἥλιον ἐπὶ ἕνα διάστημα». Ἀμέσως δὲ ἔπεσε ἐπάνω του θαμπάδα καὶ σκοτάδι καὶ περιεφέρετο ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ζητῶντας νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἀπὸ τὸ χέρι.
12 Ὅταν ὁ ἀνθύπατος εἶδε τὸ γεγονός;, ἐπίστεψε καὶ ἦτο κατάπληκτος διὰ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Κυρίου.
Εἰς Αντιόχειαν τῆς Πισιδίας. Κήρυγμα τοῦ Παύλου πρὸς τοὺς Ἰουδαίους
13 Ὁ Παῦλος καὶ ὅσοι ἦσαν μαζί του ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴν Πάφον καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Πέργην τῆς Παμφυλίας, ἀλλ’ ὁ Ἰωάννης τοὺς ἄφησε καὶ ἐπέστρεψε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
14 Ἀπὸ τὴν Πέργην ἐπροχώρησαν καὶ ἔφθασαν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν τῆς Πισιδίας, τὴν δὲ ἡμέραν τοῦ Σαββάτου ἐμπῆκαν εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ ἐκάθησαν.
15 Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν ἔστειλαν οἱ ἀρχισυναγωγοὶ νὰ τοὺς ποῦν: «Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐὰν ἔχετε νὰ πῆτε τίποτε πρὸς νουθεσίαν τοῦ λαοῦ, πέστε το».
16 Ὁ Παῦλος ἐσηκώθηκε, ἔκανε νεῦμα μὲ τὸ χέρι του, καὶ εἶπε, «Ἄνδρες Ἰσραηλῖται καὶ οἱ φοβούμενοι τὸν Θεόν, ἀκοῦστε.
17 Ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἐδιάλεξε τοὺς πατέρας μας καὶ ἀνύψωσε τὸν λαόν, ὅταν ἔμεναν σὰν ξένοι εἰς τὴν γῆν τῆς Αἰγύπτου, καὶ τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ ἐκεῖ μὲ δύναμιν μεγάλην.
18 Ἐπὶ σαράντα περίπου χρόνια ὑπέφερε τοὺς κακούς των τρόπους εἰς τὴν ἔρημον.
19 Ὕστερα ἐξωλόθρευσε εἰς τὴν Χαναὰν ἑπτὰ ἔθνη, τὴν χώραν τῶν ὁποίων τοὺς ἔδωκεν ὡς κληρονομίαν.
20 Κατόπιν, ἐπὶ τετρακόσια πενῆντα περίπου χρόνια, ἔδωκε κριτὰς μέχρι τοῦ Σαμουὴλ τοῦ προφήτου.
21 Ἀπὸ τότε ἐζήτησαν βασιλέα καὶ τοὺς ἔδωκεν ὁ Θεὸς τὸν Σαούλ, τὸν υἱὸν τοῦ Κὶς ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Βενιαμίν, ἐπὶ σαράντα χρόνια·
22 καὶ μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσίν του, ἤγειρε τὸν Δαυΐδ διὰ βασιλέα των, διὰ τὸν ὁποῖον ἔδωκε καὶ τὴν ἐξῆς μαρτυρίαν: Εὑρῆκα τὸν Δαυΐδ, τὸν υἱὸν τοῦ Ἰεσσαί, ἄνδρα κατὰ τὴν καρδιά μου, ὁ ὁποῖος θὰ κάνῃ ὅλα τὰ θελήματά μου.
23 Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ ὁποίου ὁ Θεός, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσίν του, ἔφερε εἰς τὸν Ἰσραὴλ Σωτῆρα, τὸν Ἰησοῦν,
24 πρὶν δὲ ἔλθῃ εἶχε ἤδη κηρύξει ὁ Ἰωάννης βάπτισμα μετανοίας εἰς ὅλον τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ.
25 Καὶ ὅταν ὁ Ἰωάννης ἦτο πρὸς τὸ τέλος τῆς ἀποστολῆς του, ἔλεγε, «Ποιός νομίζετε ὅτι εἶμαι; Ὄχι, δὲν εἶμαι ἐγώ· ἀλλ’ ὕστερα ἀπὸ ἐμέ ἔρχεται ἕνας, τοῦ ὁποίου δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λύσω τὸ ὑπόδημα ἀπὸ τὰ πόδια του».
26 Ἄνδρες ἀδελφοί, ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, καὶ ὅσοι μεταξύ σας εἶσθε ἐκ τῶν φοβουμένων τὸν Θεόν, σ’ ἐσᾶς ἐστάλη τὸ κήρυγμα τῆς σωτηρίας αὐτῆς·
27 διότι οἱ κατοικοῦντες τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ οἱ ἄρχοντές των ἠγνόησαν αὐτόν, καὶ ἔτσι καταδικάσαντες αὐτὸν ἐπραγματοποίησαν τὰ λόγια τῶν προφητῶν ποὺ διαβάζονται κάθε Σάββατον,
28 καὶ χωρὶς νὰ βροῦν καμμίαν αἰτίαν θανάτου, ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Πιλᾶτον νὰ θανατωθῇ.
29 Ὅταν ἐξεπλήρωσαν ὅλα ὅσα εἶχαν γραφῆ δι’ αὐτόν, τὸν κατέβασαν ἀπὸ τὸν σταυρὸν καὶ τὸν ἔβαλαν σὲ μνημεῖον.
30 Ὁ Θεὸς ὅμως τὸν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν,
31 καὶ κατὰ τὸ διάστημα πολλῶν ἡμερῶν ἐφανερώθηκε εἰς ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἀνεβῆ μαζί του ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ οἱ ὁποῖοι εἶναι μάρτυρές του εἰς τὸν λαόν.
32 Καὶ ἐμεῖς σᾶς φέρομεν τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα, ὅτι τὴν ὑπόσχεσιν, ποὺ ἔδωκεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς πατέρας, τὴν ἐπραγματοποίησε σ’ ἐμᾶς τοὺς ἀπογόνους των μὲ τὸ νὰ ἀναστήσῃ τὸν Ἰησοῦν,
33 ὅπως εἶναι γραμμένον καὶ εἰς τὸν δεύτερον Ψαλμόν: Υἱός μου εἶσαι σύ, ἐγὼ σήμερα σὲ ἐγέννησα.
34 Ὅτι δὲν τὸν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν διὰ νὰ μὴ ἐπιστρέψῃ ποτὲ εἰς τὴν φθοράν, τὸ εἶπε ὡς ἑξῆς: Θὰ σᾶς δώσω τὰς ἱερὰς καὶ βεβαίας εὐλογίας ποὺ ὑποσχέθηκα εἰς τὸν Δαυΐδ.
35 Διὰ τοῦτο καὶ εἰς ἄλλον Ψαλμὸν λέγει: Δὲν θὰ ἐπιτρέψῃς ὁ ὅσιός σου νὰ ἰδῇ φθοράν.
36 Καὶ ὁ μὲν Δαυΐδ, ἀφοῦ ὑπηρέτησε, εἰς τὸν καιρόν του, τὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ, ἐπέθανε καὶ ἐνταφιάσθηκε κοντὰ εἰς τοὺς πατέρας του καὶ ἐγνώρισε φθοράν.
37 Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ὁ Θεὸς ἀνέστησε δὲν εἶδε φθοράν.
38 Μάθετε, λοιπόν, ἄνδρες ἀδελφοί, ὅτι δι’ αὐτοῦ κηρύττεται σ’ ἐσᾶς ἄφεσις ἁμαρτιῶν
39 καὶ δι’ αὐτοῦ καθένας ποὺ πιστεύει δικαιώνεται ἀπὸ ὅλα ὅσα δὲν ἠμπορούσατε νὰ δικαιωθῆτε μὲ τὸν Μωσαϊκὸν νόμον.
40 Προσέχετε λοιπὸν μὴ τυχὸν πραγματοποιηθῇ σ’ ἐσᾶς ἐκεῖνο ποὺ ἐλέχθη ἀπὸ τοὺς προφήτας:
41 Ἰδέτε σεῖς οἱ καταφρονηταί, θαυμάσατε καὶ ἀφανισθῆτε, διότι ἐγὼ κάνω ἕνα ἔργον εἰς τὰς ἡμέρας σας, ἔργον ποὺ ποτὲ δὲν θὰ τὸ πιστέψετε, ἐὰν κάποιος σᾶς τὸ διηγηθῇ».
42 Ἐνῷ ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων, οἱ ἐθνικοὶ παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς κηρυχθοῦν τὰ λόγια αὐτὰ κατὰ τὸ ἑπόμενον Σάββατον.
43 Ὅταν διελύθη ἡ συναγωγὴ, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς προσήλυτους εἰς τὸν Ἰουδαϊσμὸν ἀκολούθησαν τὸν Παῦλον καὶ τὸν Βαρνάβαν, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἐμιλοῦσαν καὶ τοὺς ἔπειθαν νὰ μένουν στερεοὶ εἰς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ.
Οἱ ἀπόστολοι στρέφονται εἰς τὰ ἔθνη
44 Τὸ ἑπόμενον Σάββατον σχεδὸν ὅλη ἡ πόλις ἐμαζεύθηκε διὰ νὰ ἀκούσῃ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.
45 Ἀλλ’ ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι εἶδαν τὰ πλήθη, κατελήφθησαν ἀπὸ φθόνον καὶ μὲ ὑβριστικὴν γλῶσσαν ἔφερναν ἀντιρρήσεις εἰς ὅσα ἔλεγε ὁ Παῦλος.
46 Ὁ Παῦλος ὅμως καὶ ὁ Βαρνάβας γεμᾶτοι θάρρος εἶπαν, «Ἦτο ἀναγκαῖον νὰ κηρυχθῇ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πρῶτα σ’ ἐσᾶς. Ἐπειδὴ ὅμως τὸν ἀποκρούετε καὶ δὲν κρίνετε τοὺς ἑαυτούς σας ἀξίους τῆς αἰωνίου ζωῆς, στρεφόμεθα τῶρα πρὸς τὰ ἔθνη.
47 Διότι ἔτσι μᾶς διέταξε ὁ Κύριος: Σὲ ἔχω θέσει νὰ εἶσαι φῶς εἰς τὰ ἔθνη, νὰ εἶσαι τὸ μέσον σωτηρίας μέχρις ἐσχάτων τῆς γῆς».
48 Ὅταν ἄκουσαν αὐτὰ οἱ ἐθνικοί, ἀχάρησαν καὶ ἐδέχθησαν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ ἐπίστεψαν ὅσοι εἶχαν ταχθῆ εἰς ζωὴν αἰώνιον,
49 ὁ δὲ λόγος τοῦ Θεοῦ διεδίδετο σ’ ὅλην τὴν χώραν.
50 Ἀλ’ οἱ Ἰουδαῖοι παρεκίνησαν τὰς εὐσεβεῖς γυναῖκας καὶ τὰς γυναῖκας καλῆς τάξεως καὶ τοὺς προὔχοντας τῆς πόλεως καὶ ἤγειραν διωγμὸν ἐναντίον τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Βαρνάβα καὶ τοὺς ἔδιωξαν ἔξω ἀπὸ τὰ ὅριά τους.
51 Αὐτοί, ἀφοῦ ἐτίναξαν ἐναντίον τους τὸν σκόνιν τῶν ποδιῶν τους, ἦλθα είς Ἰκόνιον.
52 Οἱ δὰ μαθηταὶ ἦσαν γεμάτοι χαρὰν καὶ Πνεῦμα Ἅγιον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 14
Ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας εἰς Ἰκόνιον
1 Εἰς τὸ Ἰκόνιον παρομοίως ἐμπῆκαν εἰς τὴν συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων καὶ μίλησαν μὲ τέτοιον τρόπον ὥστε μεγάλο πλῆθος ἀπὸ Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνας ἐπίστεψαν.
2 Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως ποὺ δὲν ἐπείθοντο, ξεσήκωσαν τοὺς ἐθνικοὺς καὶ ἐδηλητηρίασαν τὰς σκέψεις των κατὰ τῶν ἀδελφῶν.
3 Ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας ἔμειναν ἐκεῖ καὶ μιλοῦσαν μὲ θάρρος ἐμπιστευόμενοι εἰς τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος ἐπιβεβαίωνε τὸν λόγον τῆς χάριτός του μὲ τὰ θαύματα καὶ τὰ τέρατα ποὺ ἐγίνοντο διὰ τῶν χειρῶν των.
4 Διαιρέθηκε δὲ ὁ πληθυσμὸς τῆς πόλεως, καὶ ἔλλοι μὲν ἦσαν μὲ τοὺς Ἰουδαίους, ἄλλοι δὲ μὲ τοὺς ἀποστόλους.
5 Ὅταν δὲ καὶ οἱ ἐθνικοὶ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι, μαζὶ μὲ τοὺς ἄρχοντάς των, ἐκινήθησαν διὰ νὰ τοὺς κακοποιήσουν καὶ τοὺς λιθοβολήσουν,
6 αὐτοὶ τὸ ἀντελήφθησαν καὶ κατέφυγαν εἰς τὰς πόλεις τῆς Λυκαονίας, Λύστραν καὶ Δέρβην καὶ τὰ περίχωρα,
7 καὶ ἐκεῖ ἐξακολουθοῦσαν νὰ κηρύττουν τὸ εὐαγγέλιον.
Εἰς Λύστραν
8 Εἰς τὴν Λύστραν ἔμενε κάποιος μὲ ἀδύνατα πόδια· ἦτο χωλὸς ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του καὶ δὲν εἶχε ποτὲ περπατήσει.
9 Αὐτὸς ἄκουε τὸν Παῦλον νὰ μιλῇ, καὶ ὁ Παῦλος, ἀφοῦ τὸν ἐκύτταξε προσεκτικὰ καὶ εἶδε ὅτι ἔχει πίστιν νὰ σωθῇ,
10 εἶπε μὲ δυνατὴν φωνήν, «Σήκω στὰ πόδια σου ὀρθός». Καὶ ἐκεῖνος πετάχθηκε ἐπάνω καὶ περπατοῦσε.
11 Ὅταν τὰ πλήθη εἶδαν τί ἔκανε ὁ Παῦλος, ὕψωσαν τὴν φωνήν τους καὶ εἶπαν εἰς τὴν γλῶσσαν τῆς Λυκαονίας, «Οἱ θεοὶ ὑπὸ μορφὴν ἀνθρώπων κατέβηκαν σ’ ἐμᾶς».
12 Καὶ ὠνόμαζαν τὸν μὲν Βαρνάβαν Δία τὸν δὲ Παῦλον Ἑρμῆν, ἐπειδὴ αὐτὸς ἦτο ὁ κύριος ὁμιλητής.
13 Ὁ ἱερεὺς τοῦ ναοῦ τοῦ Διός, ποὺ ἦτο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν τους, ἔφερε ταύρους καὶ σταφάνια εἰς τὰς πύλας καὶ ἤθελε μαζὶ μὲ ὅλον τὸν λαὸν νὰ προσφέρῃ θυσίαν.
14 Οταν τὸ ἄκουσαν οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος, ἐξέσχισαν τὰ ἐνδύματά τους καὶ ἔτρεξαν μέσα εἰς τὸ πλῆθος φωνάζοντες,
15 «Ἄνδρες, τί εἶναι αὐτὰ ποὺ κάνετε; Καὶ ἐμεῖς ἄνθρωποι εἴμεθα ὁμοιοπαθεῖς μ’ ἐσᾶς καὶ σᾶς κηρύττομεν τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα διὰ νὰ ἐπιστρέψετε ἀπὸ αὐτὰ τὰ μάταια πράγματα εἰς τὸν Θεὸν τὸν ζωντανόν, ὁ ὁποῖος ἐδημιούργησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν σ’ αὐτά.
16 Εἰς τὰς παρελθούσας γενεάς ἄφησε ὅλα τὰ ἔθνη νὰ ἀκολουθοῦν τὸν δικόν τους δρόμον,
17 ἂν καὶ δὲν ἄφησε τὸν ἑαυτόν του χωρὶς μαρτυρίαν, διότι σᾶς εὐεργετοῦσε μὲ τὸ νὰ στέλλῃ βροχὴν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἐποχὰς καρποφόρους, μὲ τὸ νὰ γεμίζῃ μὲ τρόφιμα καὶ χαρὰν τὴν καρδιά σας».
18 Καὶ μὲ τὰ λόγια αὐτά, μόλις συνεκράτησαν τὰ πλήθη, ὥστε νὰ μὴν τοὺς προσφέρουν θυσίαν.
19 Ἦλθαν ὅμως ἀπὸ τὴν Ἀντιόχειαν καὶ τὸ Ἰκόνιον Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ ἔπεισαν τὰ πλήθη καὶ ἐλιθοβόλησαν τὸν Παῦλον, τὸν ἔσυραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, ἐπειδὴ ἐνόμισαν ὅτι εἶχε πεθάνει.
20 Ἀλλ’ ὅταν οἱ μαθηταὶ τὸν περικύκλωσαν, ἐσηκώθηκε καὶ ἐμπῆκε εἰς τὴν πόλιν, καὶ τὴν ἑπομένην ἡμέραν ἔφυγε μαζὶ μὲ τὸν Βαρνάβαν διὰ τὴν Δέρβην.
Ἐπιστροφὴ εἰς τὴν Ἀντιόχειαν
21 Ἀφοῦ ἐκήρυξαν τὸ εὐαγγέλιον εἰς τὴν πόλιν ἐκείνην καὶ ἔκαναν ἀρκετοὺς μαθητάς, ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Λύστραν, τὸ Ἰκόνιον καὶ τὴν Ἀντιόχειαν,
22 ὅπου ἐστήριζαν τὰς ψυχὰς τῶν μαθητῶν καὶ τοὺς παρώτρυναν νὰ μένουν σταθεροὶ εἰς τὴν πίστιν, λέγοντες ὅτι πρέπει νὰ περάσωμεν ἀπὸ πολλὰς θλίψεις διὰ νὰ μποῦμε εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
23 Ἀφοῦ δὲ διώρισαν πρεσβυτέρους εἰς κάθε ἐκκλησίαν, μὲ προσευχὴν καὶ νηστείαν τοὺς ἀφιέρωσαν εἰς τὸν Κύριον, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχαν πιστέψει.
24 Κατόπιν πέρασαν ἀπὸ τὴν Πισιδίαν καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Παμφυλίαν
25 καὶ ἀφοῦ ἐκήρυξαν τὸν λόγον εἰς τὴν Πέργην, κατέβηκαν εἰς τὴν Ἀττάλειαν
26 καὶ ἀπ’ ἐκεῖ ἀπέπλευσαν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, ἀπὸ ὅπου εἶχαν παραδοθῆ εἰς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ διὰ τὸ ἔργον τὸ ὁποῖον ἐξεπλήρωσαν.
27 Ὅταν ἔφθασαν, συνεκέντρωσαν τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἀνήγγειλαν ὅσα ὁ Θεὸς ἔκανε μὲ αὐτοὺς καὶ ὅτι ἄνοιξε εἰς τοὺς ἐθνικοὺς πόρτα πίστεως.
28 Ἔμειναν δὲ ἐκεῖ ἀρκετὸν χρόνον μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 15
Οἱ χριστιανοὶ ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἐθνικοὺς καὶ ὁ Μωσαϊκὸς νόμος
1 Μερικοὶ ποὺ κατέβηκαν ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν, ἐδίδασκαν τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι, ἐὰν δὲν περιτέμνονται κατὰ τὸ ἔθιμον τοῦ Μωϋσέως, δὲν μποροῦν νὰ σωθοῦν.
2 Ἐπειδὴ δὲ ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας εἶχαν φιλονεικίαν καὶ συζήτησιν πολλὴν μαζί τους, ἐκανόνισαν νὰ ἀνεβοῦν ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας καὶ μερικοὶ ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς πρὸς τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς πρεσβυτέρους εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ διὰ τὸ ζήτημα αὐτό.
3 Ἀφοῦ ἡ ἐκκλησία τοὺς κατευώδωσε, διήρχοντο τὴν Φοινίκην καὶ τὴν Σαμάρειαν καὶ διηγοῦντο τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἐθνικῶν· αὐτὸ ἐπροξενοῦσε μεγάλην χαρὰν εἰς ὅλους τοὺς ἀδελφούς.
4 Ὅταν δὲ ἔφθασαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, τοὺς ὑπεδέχθη ἡ ἐκκλησία καὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι, καὶ ἀνήγγειλαν ὅσα ὁ Θεὸς ἔκανε μὲ αὐτούς.
5 Ξεσηκώθηκαν ὅμως μερικοὶ ἀπὸ τὴν αἵρεσιν τῶν Φαρισαίων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πιστέψει, καὶ ἔλεγαν, «Πρέπει νὰ τοὺς περιτέμνουν καὶ νὰ τοὺς παραγγέλουν νὰ τηροῦν τὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως».
Σύνοδος εἰς Ἱερουσαλήμ
6 Τότε ἐμαζεύθηκαν οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι διὰ νὰ ἐξετάσουν τὸ ζήτημα αὐτό.
7 Ἀφοῦ δὲ ἔγινε πολλὴ συζήτησις, ἐσηκώθηκε ὁ Πέτρος καὶ τοὺς εἶπε, «Ἄνδρες ἀδελφοί, γνωρίζετε ὅτι ὁ Θεός, ἀπὸ τὰς πρώτας ἡμέρας, ἐδιάλεξε μεταξύ μας ἐμέ, διὰ νὰ ἀκούσουν οἱ ἐθνικοὶ ἀπὸ τὸ στόμα μου τὸν λόγον τοῦ εὐαγγελίου καὶ νὰ πιστέψουν.
8 Καὶ ὁ καρδιογνώστης Θεὸς ἔδωκε μαρτυρίαν ὑπὲρ αὐτῶν διότι τοὺς ἔδωκε Πνεῦμα Ἅγιον ὅπως καὶ σ’ ἐμᾶς
9 καὶ δὲν ἔκανε καμμίαν διάκρισιν μεταξὺ ἡμῶν καὶ αὐτῶν, διότι διὰ τῆς πίστεως ἐκαθάρισε τὶς καρδιές τους.
10 Τώρα λοιπόν, γιατὶ πειράζετε τὸν Θεὸν βάζοντες ζυγὸν εἰς τὸν τράχηλον τῶν μαθητῶν, τὸν ὁποῖον οὔτε οἱ πατέρες μας οὔτε ἐμεῖς μπορέσαμε νὰ βαστάξωμε;
11 Ὄχι· πιστεύομεν ὅτι διὰ τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ θὰ σωθοῦμε ὅπως καὶ ἐκεῖνοι».
12 Τότε ὅλο τὸ πλῆθος ἐσιώπησε καὶ ἄκουαν τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Παῦλον νὰ διηγοῦνται ὅσα θαύματα καὶ τέρατα ἔκανε ὁ Θεὸς εἰς τὰ ἔθνη δι’ αὐτῶν.
13 Ὅταν αὐτοὶ ἔπαυσαν νὰ μιλοῦν, ἔλαβε τὸν λόγον ὁ Ἰάκωβος καὶ εἶπε, «Ἄνδρες ἀδελφοί, ἀκούστέ με.
14 Ὁ Συμεὼν ἐξήγησε πῶς ἀρχικῶς ὁ Θεὸς ἐφρόντισε νὰ ἀποκτήσῃ ἀπὸ ἐθνικοὺς ἕνα λαὸν ποὺ νὰ φέρῃ τὸ ὄνομά του.
15 Καὶ σ’ αὐτὸ συμφωνοῦν τὰ λόγια τῶν προφητῶν, καθὼς εἶναι γραμμένον:
16 Ὕστερα θὰ ἐπιστρέψω καὶ θὰ οἰκοδομήσω ἐκ νέου τὴν πεσμένην οἰκίαν τοῦ Δαυΐδ· θὰ οἰκοδομήσω ἐκ νέου τὰ ἐρείπιά της καὶ θὰ τὴν ἀνορθώσω,
17 ὥστε οἱ λοιποὶ ἄνθρωποι νὰ ζητήσουν τὸν Κύριον ὡς καὶ ὅλοι οἱ ἐθνικοί, οἱ ὁποῖοι καλοῦνται μὲ τὸ ὄνομά μου, λέγει ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος θὰ πραγματοποιήσῃ ὅλα αὐτά.
18 Ἀπὸ τοὺς ἀρχαιοτάτους χρόνους εἶναι γνωστὰ εἰς τὸν Θεὸν ὅλα τὰ ἔργα του.
19 Διὰ τοῦτο ἔχω τὴν γνώμην νὰ μὴν φέρωμεν δυσκολίας εἰς ἐκείνους ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς ποὺ ἐπιστρέφουν εἰς τὸν Θεόν,
20 ἀλλὰ νὰ τοὺς γράψωμεν νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὸν μολυσμὸν τῶν εἰδώλων, ἀπὸ τὴν πορνείαν, ἀπὸ ὅ,τι ἔχει στραγγαλισθῆ καὶ ἀπὸ τὸ αἷμα.
21 Διότι ὁ Μωϋσῆς, ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους χρόνους, ἔχει σὲ κάθε πόλιν ἐκείνους ποὺ τὸν κηρύττουν, ἀφοῦ διαβάζεται κάθε Σάββατον εἰς τὰς συναγωγάς».
Ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς χριστιανοὺς ποὺ προέρχονται ἐπὸ ἐθνικούς
22 Τότε οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι μαζὶ μὲ ὅλην τὴν ἐκκλησίαν, ἀπεφάσισαν νὰ διαλέξουν ἄνδρας ἀπὸ τὸν κύκλον τους καὶ νὰ τοὺς στείλουν μαζὶ μὲ τὸν Παῦλον καὶ τὸν Βαρνάβαν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, καὶ ἐδιάλεξαν τὸν Ἰούδαν ὁ ὁποῖος ἐπονομάζεται Βαρσαββᾶς καὶ τὸν Σίλαν, ποὺ ἦσαν προεστῶτες μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν,
23 καὶ ἔστειλαν δι’ αὐτῶν ἐπιστολὴν ὡς ἑξῆς: «Οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ ἀδελφοὶ χαιρετίζουν τοὺς ἀδελφοὺς τῆς Ἀντιοχείας, τῆς Συρίας καὶ τῆς Κιλικίας ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἐθνικούς.
24 Ἐπειδὴ ἀκούσαμεν ὅτι μερικοὶ ἀπὸ τὸν κύκλον μας σᾶς ἀνησύχησαν μὲ τὰ λόγια τους καὶ ἀναστάτωσαν τὸ πνεῦμα σας λέγοντες ὅτι πρέπει νὰ περιτέμνεσθε καὶ νὰ τηρῆτε τὸν νόμον, ἐνῷ ἐμεῖς δὲν τοὺς ἐδώσαμεν καμμίαν ἐντολήν,
25 ἀπεφασίσαμε ὅλοι μαζὶ νὰ διαλέξωμεν ἄνδρας καὶ νὰ τοὺς στείλωμεν σ’ ἐσᾶς μαζὶ μὲ τοὺς ἀγαπητούς μας Βαρνάβαν καὶ Παῦλον,
26 οἱ ὁποῖοι ἀφιέρωσαν τὴν ζωήν τους εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
27 Ἐστείλαμεν λοιπὸν τὸν Ἰούδαν καὶ τὸν Σίλαν, οἱ ὁποῖοι καὶ προφορικῶς θὰ σᾶς ποῦν τὰ ἴδια.
28 Ὅτι, δηλαδή, ἀπεφασίσθη ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἀπὸ μᾶς νὰ μὴ σᾶς ἐπιβληθῇ κανένα περιπλέον βάρος παρὰ τὰ ἑξῆς οὐσιώδη:
29 Νὰ ἀπέχετε ἀπὸ τὰ κρέατα ποὺ ἔχουν προσφερθῆ εἰς τὰ εἴδωλα, ἀπὸ τὸ αἷμα, ἀπὸ ὅ,τι ἔχει στραγγαλισθῆ καὶ ἀπὸ τὴν πορνείαν. Ἐὰν φυλάξετε τοὺς ἑαυτούς σας ἀπὸ αὐτά, καλὰ θὰ κάνετε. Ὑγιαίνετε».
30Αὐτοὶ λοιπὸν ἔφυγαν καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν καὶ ἀφοῦ συνήθροισαν τὴν ὁλομέλειαν, παρέδωσαν τὴν ἐπιστολήν.
31 Ὅταν τὴν ἐδιάβασαν, ἐχάρησαν διότι τοὺς καθησύχασε.
32 Ὁ Ἰούδας καὶ ὁ Σίλας, ποὺ ἦσαν καὶ αὐτοὶ προφῆται, εἶπαν πολλὰ ποὺ ἐνεθάρρυναν τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς ἐνίσχυσαν.
33 Ἀφοῦ δὲ ἔμειναν ἕνα διάστημα, ἔφυγαν μὲ τὰς εὐχὰς τῶν ἀδελφῶν διὰ μεταβοῦν εἰς ἐκείνους ποὺ τοὺς εἶχαν στείλει.
34 [Ὁ Σίλας ὅμως ἀπεφάσισε νὰ μείνῃ ἐκεῖ].
35 Ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας ἔμειναν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, καὶ μὲ ἄλλους πολλοὺς ἐδίδασκαν καὶ ἐκήρυτταν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου.
Ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας ἀποχωρίζονται
36 Ὕστερα ἀπὸ ὀλίγας ἡμέρας εἶπε ὁ Παῦλος εἰς τὸν Βαρνάβαν, «Ἂς γυρίσωμε τώρα νὰ ἐπισκεφθοῦμε τοὺς ἀδελφούς μας εἰς ὅλας τὰς πόλεις ὅπου ἐκηρύξαμεν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, διὰ νὰ ἰδοῦμε πῶς εἶναι».
37 Ὁ Βαρνάβας ἤθελε νὰ πάρῃ μαζί του καὶ τὸν Ἰωάννην ποὺ ὀνομάζεται ἐπίσης Μᾶρκος.
38 Ἀλλ’ ὁ Παῦλος ἔκρινε καλὸν νὰ μὴ συμπαραλάβουν ἐκεῖνον ποὺ τοὺς εἶχε ἐγκαταλείψει εἰς τὴν Παμφυλίαν καὶ δὲν ἐπῆγε μαζί τους εἰς τὸ ἔργον.
39 Ἐδημιουργήθηκε ὡς ἐκ τούτου διάστασις ὀξεῖα ὥστε νὰ ἀποχωρισθοῦν ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ ὁ Βαρνάβας, ἀφοῦ παρέλαβε τὸν Μᾶρκον, ἔπλευσε εἰς τὴν Κύπρον.
40 Ὁ δὲ Παῦλος ἐδιάλεξε τὸν Σίλαν καὶ ἔφυγε, ἀφοῦ τὸν παρέδωκαν οἱ ἀδελφοὶ εἰς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ,
41 διῆλθε δὲ τὴν Συρίαν καὶ τὴν Κιλικίαν καὶ ἐστήριζε τὰς ἐκκλησίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 16
Ὁ Τιμόθεος προσκολλᾶται εἰς τὸν Παῦλον εἰς Λύστραν
1 Ἦλθε καὶ εἰς τὴν Δέρβην καὶ Λύστραν. Ἐκεῖ ὑπῆρχε κάποιος μαθητὴς ὀνομαζόμενος Τιμόθεος, ἀπὸ μητέρα Ἰουδαίαν, ἡ ὁποία εἶχε πιστέψει, καὶ ἀπὸ πατέρα Ἕλληνα.
2 Οἱ ἀδελφοὶ τῶν Λύστρων καὶ τοῦ Ἰκονίου τὸν ἐκτιμοῦσαν πολύ.
3 Ὁ Παῦλος ἤθελε νὰ πάῃ ὁ Τιμόθεος μαζί του καὶ τὸν ἐπῆρε καὶ τὸ περιέτεμε ἐξ αἰτίας τῶν Ἰουδαίων ποὺ εὑρίσκοντο εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα, διότι ὅλοι ἐγνώριζαν ὅτι ὁ πατέρας του ἦτο Ἕλλην.
4 Καὶ καθὼς περνοῦσαν ἀπὸ τὰς πόλεις, παρέδιδαν εἰς αὐτοὺς τὰς ἀποφάσεις ποὺ εἶχαν ληφθῆ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς πρεσβυτέρους εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ τὰς τηροῦν.
5 Καὶ ἔτσι αἱ ἐκκλησίαι ἐστεροῦντο εἰς τὴν πίστιν καὶ κάθε ἡμέραν ηὔξανε ὁ ἀριθμός των.
Περιοδεία τοῦ Παύλου εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν
6 Ἀφοῦ ἐπέρασαν τὴν Φρυγίαν καὶ τὴν χώραν τῆς Γαλατίας, ἐπειδὴ ἐμποδίσθησαν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα νὰ κηρύξουν τὸν λόγον εἰς τὴν Ἀσίαν,
7 ὅταν ἔφθασαν στὰ μέρη τῆς Μυσίας, προσπαθοῦσαν νὰ βαδίσουν πρὸς τὴν Βιθυνίαν, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἄφησε τὸ Πνεῦμα.
8 Ἀφοῦ δὲ προσπέρασαν τὴν Μυσίαν, κατέβηκαν εἰς τὴν Τρῳάδα.
9 Κατὰ τὴν νύκτα παρουσιάσθηκε ὅραμα εἰς τὸν Παῦλον: κάποιος ἄνδρας Μακεδὼν ἐστέκετο καὶ τὸν παρακαλοῦσε λέγων, «Πέρασε εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ βοήθησέ μας».
10 Ὅταν εἶδε τὸ ὅραμα, ἐζητήσαμεν ἀμέσως νὰ φύγωμεν διὰ τὴν Μακεδονίαν, διότι συμπεράναμεν ὅτι ὁ Κύριος μᾶς προσκάλεσε νὰ φέρωμεν εἰς αὐτοὺς τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα.
Ὁ Παῦλος ἀποβιβάζεται εἰς Φιλίππους τῆς Μακεδονίας
11 Ἀφοῦ λοιπὸν ξεκινήσαμε ἀπὸ τὴν Τρῳάδα, ἐπλεύσαμεν κατ’ εὐθεῖαν εἰς τὴν Σαμοθράκην,
12 τὴν δὲ ἑπομένην εἰς τὴν Νεάπολιν καὶ ἀπ’ ἐκεῖ εἰς τοὺς Φιλίππους, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πρώτη πόλις τῆς περιοχῆς ἐκείνης τῆς Μακεδονίας, μία ἀποικία Ρωμαϊκή, καὶ ἐμείναμεν εἰς τὴν πόλιν αὐτὴν μερικὲς ἡμέρες.
13 Τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου ἐβγήκαμε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν σὲ μέρος κοντὰ εἰς τὸν ποταμόν, ὅπου ἐνομίζαμεν ὅτι ὑπῆρχε τόπος προσευχῆς καὶ ἐκαθήσαμε καὶ ἐμιλούσαμε στὶς γυναῖκες ποὺ εἶχαν μαζευθῆ ἐκεῖ.
14 Κάποια γυναῖκα ἀπὸ τὴν πόλιν τῶν Θυατείρων, ὀνομαζομένη Λυδία, ἡ ὁποία ἐπωλοῦσε πορφύραν, γυναῖκα θεοσεβής, ἄκουε ὅτι ὁ Κύριος τῆς ἄνοιξε τὴν καρδιά, διὰ νὰ προσέχῃ εἰς ὅσα ἔλεγε ὁ Παῦλος.
15 Ὅταν ἐβαπτίσθηκε αὐτοὶ καὶ οἱ οἰκιακοί της, μᾶς εἶπε, «Ἐὰν μὲ ἐκρίνατε ὅτι εἶμαι πιστὴ εἰς τὸν Κύριον, ἐλᾶτε νὰ μείνετε εἰς τὸ σπίτι μου», καὶ μᾶς ἐπίεζε.
16 Καθὼς ἐπηγαίναμεν εἰς τὸν τόπον τῆς προσευχῆς μᾶς συνήντησε κάποια ὑπηρέτρια ποὺ εἶχε πνεῦμα μαντικόν, καὶ μὲ τὴν μαντείαν ἔφερνε πολλὰ κέρδη εἰς τοὺς κυρίους της.
17 Αὐτὴ ἀκολουθοῦσε τὸν Παῦλον καὶ ἐμᾶς καὶ ἐφώναζε, «Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι δούλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, καὶ σᾶς ἀναγγέλουν τὸν δρόμον τῆς σωτηρίας». Αὐτὸ τὸ ἔκανε πολλὲς ἡμέρες.
18 Ὁ Παῦλος ἦτο πολὺ ἀγανακτισμένος καὶ στραφεὶς εἶπε εἰς τὸ πνεῦμα, «Σὲ διατάσσω εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ βγῇς ἀπὸ αὐτήν». Καὶ ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἐβγῆκε.
Φυλάκισις καὶ ἀπελευθέρωσις τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Σίλα
19 Ὅταν ὅμως οἱ κύριοί της εἶδαν ὅτι ἐχάθηκε ἡ ἐλπίδα τῶν κερδῶν τους, ἔπιασαν τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν καὶ τοὺς ἔσυραν εἰς τὴν ἀγορὰν πρὸς τὰς ἀρχάς,
20 καὶ ὅταν τοὺς ἔφεραν εἰς τοὺς στρατηγοὺς εἶπαν, «Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εἶναι Ἰουδαῖοι, δημιουργοῦν ταραχὴν εἰς τὴν πόλιν μας·
21 κηρύσσουν διδασκαλίας, τὰς ὁποίας ἔμεῖς ποὺ εἴμεθα Ρωμαῖοι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὰς παραδεχθοῦμε ἢ νὰ τὰς ἐφαρμόσωμεν».
22 Ξεσηκώθηκε καὶ ὁ ὄχλος ἐναντίον τους, οἱ δὲ στρατηγοὶ τοὺς ἐξέσχισαν τὰ ἐνδύματα καὶ διέταξαν νὰ τοὺς ραβδίσουν.
23 Ἀφοῦ τοὺς ἔδωκαν πολλὰ ραβδίσματα, τοὺς ἔριξαν εἰς τὴν φυλακὴν καὶ παρήγγειλαν εἰς τὸν δεσμοφύλακα νὰ τοὺς φυλάττῃ καλά.
24 Αὐτός, ἀφοῦ ἔλαβε τέτοιαν παραγγελίαν, τοὺς ἔβαλε εἰς τὴν πιὸ βαθειὰ φυλακὴν καὶ ἔδεσε τὰ πόδια τους εἰς τὸ ξύλον πρὸς ἀσφάλειαν.
25 Κατὰ τὰ μεσάνυχτα ὁ Παῦλος καὶ ὁ Σίλας προσηύχοντο καὶ ἔψαλλαν ὕμνους εἰς τὸν Θεόν, καὶ οἱ ἄλλοι φυλακισμένοι τοὺς ἄκουαν.
26 Ἔξαφνα ἔγινε σεισμὸς μεγάλος, ὥστε ἐσαλεύθησαν τὰ θεμέλια τῆς φυλακῆς, καὶ ἀμέσως ἄνοιξαν ὅλες οἱ πόρτες καὶ ὅλων τὰ δεσμὰ ἐλύθηκαν.
27 Ὅταν ἐξύπνησε ὁ δεσμοφύλαξ καὶ εἶδε ἀνοικτὲς τὶς πόρτες τῆς φυλακῆς, ἔσυρε τὸ μαχαίρι του καὶ ἐπρόκειτο ν’ αὐτοκτονήσῃ, ἐπειδὴ ἐνόμιζε ὅτι οἱ φυλακισμένοι εἶχαν φύγει.
28 Ἀλλ’ ὁ Παῦλος τοῦ ἐφώναξε δυνατά, «Μὴ κάνῃς κανένα κακὸν εἰς τὸν ἑαυτόν σου, διότι ὅλοι εἴμεθα ἐδῶ».
29 Ἀφοῦ ἐζήτησε φῶτα, ἐπήδησε μέσα καί, τρομαγμένος, ἔπεσε εἰς τὰ πόδια τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Σίλα.
30 Ὕστερα τοὺς ὡδήγησε ἔξω καὶ εἶπε, «Κύριοι, τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ σωθῶ;».
31 Ἐκεῖνοι δὲ εἶπαν, «Πίστεψε εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ θὰ σωθῇς σὺ καὶ οἱ οἰκιακοί σου».
32 Καὶ ἐκήρυξαν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου εἰς αὐτὸν καὶ εἰς ὅλους ποὺ ἦσαν εἰς τὸ σπίτι του.
33 Ἐκείνην τὴν νυχτερινὴν ὥραν τοὺς ἐπῆρε καὶ ἔπλυνε τὶς πληγές τους καὶ ἀμέσως κατόπιν ἐβαπτίσθηκε καὶ αὐτὸς καὶ ὅλοι οἱ δικοί του.
34 Τοὺς ἔφερε εἰς τὸ σπίτι του, τοὺς ἔδωσε φαγητὸν καὶ ἐχαίρετο μὲ ὅλους τοὺς δικούς του διὰ τὴν πίστιν του εἰς τὸν Θεόν.
35 Ὅταν ἔγινε ἡμέρα, ἔστειλαν οἱ στρατηγοὶ τοὺς ραβδούχους μὲ τὴν ἐντολήν: «Ἀπόλυσε τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους».
36 Ὁ δεσμοφύλαξ ἀνήγγειλε τὰ λόγια αὐτὰ στὸν Παῦλον καὶ τοῦ εἶπε, «Οἱ στρατηγοὶ ἔστειλαν ἐντολὴν νὰ ἀπολυθῆτε. Τώρα λοιπὸν βγῆτε ἔξω καὶ πηγαίνετε εἰς τὸ καλό».
37 Ὁ Παῦλος ὅμως τοὺς εἶπε, «Μᾶς ἔδειραν δημοσίᾳ, χωρὶς νὰ ἔχωμεν δικασθῇ, ἂν καὶ εἴμεθα πολῖται Ρωμαῖοι, μᾶς ἔριξαν εἰς τὴν φυλακήν, καὶ τώρα θέλουν νὰ μᾶς βγάλουν ἔξω κρυφά; Ἄ, ὄχι· ἂς ἔλθουν οἱ ἴδιοι νὰ μᾶς βγάλουν».
38 Οἱ ραβδοῦχοι ἀνήγγειλαν τὰ λόγια αὐτὰ εἰς τοὺς στρατηγούς, οἱ ὁποῖοι ἐφοβήθηκαν,
39 ὅταν ἄκουσαν ὅτι εἶναι Ρωμαῖοι καὶ ἦλθαν νὰ τοὺς καταπραΰνουν. Ὕστερα τοὺς ἔβγαλαν ἔξω καὶ τοὺς παρεκάλεσαν νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν πόλιν.
40 Ὅταν ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν φυλακήν, ἐπῆγαν εἰς τὸ σπίτι τῆς Λυδίας καὶ ἀφοῦ εἶδαν τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς ἐνίσχυσαν, ἀνεχώρησαν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 17
Εἰς Θεσσαλονίκην
1 Ἀφοῦ ἐπέρασαν ἀπὸ τὴν Ἄμφίπολιν καὶ τὴν Ἀπολλωνίαν, ἦλθαν εἰς τὴν Θεσσαλονίκην, ὅπου ὑπῆρχε συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων.
2 Κατὰ τὴν συνήθειάν του ὁ Παῦλος τοὺς ἐπισκέφθηκε καὶ ἐπὶ τρία Σάββατα συζητοῦσε μαζί τους ἀπὸ τὰς γραφὰς
3 καὶ τὰς ἑρμήνευε ἐξηγῶν ὅτι ὁ Χριστὸς ἔπρεπε νὰ πάθῃ καὶ νὰ ἀναστηθῇ ἀπὸ τοὺς νεκρούς. «Αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε, ποὺ ἐγὼ σᾶς κηρύττω, εἶναι ὁ Μεσσίας».
4 Μερικοὶ ἀπ’ αὐτούς, ἐπείσθησαν καὶ προσεκολλήθησαν εἰς τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν καὶ ἐπίσης μεγάλος ἀριθμὸς ἀπὸ θεοσεβεῖς Ἕλληνας καὶ πολλὰς γυναῖκας καλῆς κοινωνικῆς τάξεως.
5 Ἀλλ’ οἱ Ἰουδαῖοι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἐπείθοντο ἐζηλοτύπησαν· ἐπῆραν μερικοὺς χυδαίους ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἀγοράν, καὶ ἀφοῦ ὠργάνωσαν ὀχλαγωγίαν, ἐθορυβοῦσαν εἰς τὴν πόλιν, ἦλθαν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἰάσωνος καὶ τοὺς ἐζητοῦσαν διὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν εἰς τὴν συνέλευσιν τῆς πόλεως.
5 Ἀλλ’ ἐπειδὴ δὲν τοὺς εὑρῆκαν, ἔσυραν τὸν Ἰάσωνα καὶ μερικοὺς ἀδελφοὺς εἰς τοὺς ἄρχοντας τῆς πόλεως καὶ ἐφώναζαν, «Αὐτοὶ ποὺ ἀναστάτωσαν τὴν οἰκουμένην, ἦλθαν καὶ ἐδῶ, καὶ ὁ Ἰάσων τοὺς ἔχει ὑποδεχθῆ.
7 Ὅλοι αὐτοὶ ἐνεργοῦν ἐνάντια πρὸς τὰς διαταγὰς τοῦ Καίσαρος, λέγοντες ὅτι ὑπάρχει ἄλλος βασιλεύς, ὁ Ἰησοῦς».
8 Ὁ λαὸς καὶ οἱ ἄρχοντες τῆς πόλεως ἐταράχθησαν ὅταν ἄκουσαν αὐτά,
9 καὶ ἀφοῦ ἔλαβαν τὴν ἀνάλογον ἐγγύησιν ἀπὸ τὸν Ἰάσωνα καὶ τοὺς λοιπούς, τοὺς ἀπέλυσαν.
Εἰς Βέροιαν
10 Οἱ ἀδελφοὶ ἀμέσως τὴν νύχτα ἔστειλαν τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἰς τὴν Βέροιαν, καὶ ὅταν ἔφθασαν, ἐπῆγαν εἰς τὴν συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων.
11 Αὐτοὶ ἦσαν εὐγενέστεροι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ἐδέχθησαν τὸν λόγον μὲ πᾶσαν προθυμίαν καὶ καθημερινῶς ἐξήταζαν τὰς γραφὰς, διὰ νὰ ἰδοῦν ἐὰν ἦσαν ἔτσι τὰ πράγματα.
12 Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ἐπίστεψαν καὶ ἐπίσης ἀπὸ τὰς Ἑλληνίδας γυναῖκας τῆς καλῆς τάξεως καὶ ἀπὸ τοὺς ἄνδρας ὄχι ὀλίγοι.
13 Μόλις ἔμαθαν οἱ Ἰουδαῖοι τῆς Θεσσαλονίκης ὅτι καὶ εἰς τὴν Βέροιαν ἐκηρύχθηκε ὑπὸ τοῦ Παύλου ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἦλθαν καὶ ἐκεῖ διὰ νὰ ξεσηκώσουν τὸν ὄχλον.
14 Τότε οἱ ἀδελφοὶ ἔστειλαν ἀμέσως τὸν Παῦλον πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τῆς θαλάσσης, ἐνῷ ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος παρέμειναν ἐκεῖ.
15 Οἱ ὁδηγοὶ τοῦ Παύλου τὸν ἔφεραν μέχρις Ἀθηνῶν καὶ ἀφοῦ ἔλαβαν ἐντολὴν διὰ τὸν Σίλαν καὶ τὸν Τιμόθεον νὰ ἔλθουν ὅσον τὸ δυνατὸν ταχύτερον, ἀνεχώρησαν.
Εἰς Ἀθήνας
16 Ἐνῷ ὁ Παῦλος τοὺς ἐπερίμενε εἰς τὰς Ἀθήνας, τὸ πνεῦμά του ἐξεγείρετο, ἐπειδὴ ἔβλεπε τὴν πόλιν νὰ εἶναι γεμάτη ἀπὸ εἴδωλα.
17 Συζητοῦσε λοιπὸν εἰς τὴν συναγωγὴν μὲ τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς θεοσεβεῖς καί, καθημερινῶς εἰς τὴν ἀγοράν, μὲ ἐκείνους ποὺ τυχὸν εὑρίσκοντο ἐκεῖ.
18 Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἐπικουρείους καὶ τοὺς Στωϊκοὺς φιλοσόφους ἦλθαν εἰς ἐπαφὴν μαζί του καὶ μερικοὶ ἔλεγαν, «Τί ἆραγε θέλει νὰ πῇ αὐτὸς ὁ φλύαρος;». Ἄλλοι ἔλεγαν, «Φαίνεται νὰ εἶναι κῆρυξ ξένων θεῶν». Διότι ἐκήρυττε εἰς αὐτοὺς τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῆς ἀναστάσεως.
19 Τὸν ἐπῆραν λοιπὸν καὶ τὸν ἔφεραν εἰς τὸν Ἄρειον Πάγον καὶ τοῦ εἶπαν, «Μποροῦμε νὰ μάθωμε ποιά εἶναι ἡ καινούργια αὐτὴ διδασκαλία διὰ τὴν ὁποῖαν μιλᾶς;
20 Κάτι περίεργα πράγματα φέρεις εἰς τὴν ἀκοήν μας καὶ θέλομε νὰ μάθωμε τί ἆραγε εἶναι αὐτά».
21 Ὅλοι οἱ ξένοι ποὺ ἔμεναν ἐκεῖ, δὲν εἶχαν διαθέσιμον χρόνον διὰ τίποτε ἄλλο παρὰ διὰ νὰ λέγουν καὶ νὰ ἀκούουν κάτι νεώτερον.
Ὁμιλία τοῦ Παύλου ἐπὶ τοῦ Ἀρείου Πάγου
22 Τότε ὁ Παῦλος ἐστάθηκε εἰς τὸ μέσον τοῦ Ἀρείου Πάγου καὶ εἶπε, «Ἄνδρες Ἀθηναῖοι, βλέπω ὅτι εἶσθε ἀπὸ πάσης ἀπόψεως πολὺ θρῆσκοι.
23 Διότι καθὼς περνοῦσα καὶ ἐκύτταζα τὰ ἱερά σας, εὑρῆκα καὶ ἕνα βωμόν, εἰς τὸν ὁποῖον ὑπῆρχε ἐπιγραφὴ, «Εἰς τὸν ἄγνωστον Θεόν». Αὐτὸν λοιπὸν ποὺ λατρεύετε, χωρὶς νὰ τὸν ξέρετε, αὐτὸς ἐγὼ σᾶς κηρύττω.
24 Ὁ Θεὸς ποὺ ἐδημιούργησε τὸν κόσμον καὶ ὅλα ὅσα εἶναι εἰς τὸν κόσμον, καὶ ὁ ὁποῖος εἶναι Κύριος οὐρανοῦ καὶ γῆς, δὲν κατοικεῖ σὲ ναοὺς κατασκευασμένους ἀπὸ χέρια ἀνθρώπων,
25 οὔτε ἐξυπηρετεῖται ἀπὸ χέρια ἀνθρώπων σὰν νὰ εἶχε ἀνάγκην ἀπὸ κάτι, αὐτὸς ποὺ δίνει εἰς ὅλους ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ γενικῶς ὅλα.
26 Ἐδημιούργησε ὁλόκληρον τὸ ἀνθρώπινον γένος ἀπὸ ἕνα αἷμα διὰ νὰ κατοικῇ εἰς ὅλην τὴν γῆν, ἀφοῦ ὥρισε ὡρισμένας ἀποχὰς καὶ τὰ ὁρόσημα τῆς κατοικίας των,
27 διὰ νὰ ζητοῦν τὸν Κύριον μήπως τὸν ψηλαφήσουν καὶ τὸν βροῦν, ἂν καὶ δὲν εἶναι μακρυὰ ἀπὸ καθένα ἀπὸ μᾶς.
28 Διότι μέσα σ’ αὐτὸν ζοῦμε καὶ κινούμεθα καὶ ὑπάρχομεν, καθὼς καὶ μερικοὶ ἐκ τῶν ποιητῶν σας ἔχουν πῆ, «Εἴμεθα καὶ γένος του».
29 Ἀφοῦ λοιπὸν εἴμεθα γένος τοῦ Θεοῦ, δὲν πρέπει νὰ νομίζωμεν ὅτι ἡ θεότης μοιάζει μὲ χρυσὸν ἢ ἄργυρον ἤ λίθον, σκαλιστὸν ἔργον τέχνης καὶ ἀνθρώπινης συλλήψεως.
30 Τοὺς χρόνους ἐκείνους τῆς ἀγνοίας παρέβλεψε ὁ Θεὸς καὶ τώρα παραγγέλει εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους παντοῦ νὰ μετανοήσουν,
31 διότι ὥρισε ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν μέλλει νὰ κρίνῃ τὴν οἰκουμένην μὲ δικαιοσύνην δι’ ἀνδρός, τὸν ὁποῖον ὥρισε. Περὶ τούτου ἔδωκε εἰς ὅλους βεβαίωσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν».
32 Ὅταν ἄκουσαν ἀνάστασιν νεκρῶν, μερικοὶ εἰρωνεύοντο, ἄλλοι εἶπαν, «Θὰ σὲ ἀκούσωμεν καὶ πάλιν διὰ τὸ ζήτημα αὐτό».
33 Καὶ ἔτσι ὁ Παῦλος ἔφυγε ἀπὸ ἀνάμεσά τους.
34 Μερικοὶ προσεκολλήθησαν σ’ αὐτὸν καὶ ἐπίστεψαν, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ κάποια γυναῖκα ὀνομαζομένη Δάμαρις καὶ ἄλλοι ἐπίσης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 18
Εἰς Κόρινθον
1 Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὰ ἀνεχώρησεν ὁ Παῦλος ἀπὸ τὰς Ἀθήνας καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Κόρινθον.
2 Ἐκεῖ εὑρῆκε κἀποιον Ἰουδαῖον ποὺ ὠνομάζετο Ἀκύλας καὶ κατήγετο ἀπὸ τὸν Πόντον, καὶ ὁ ὁποῖος εἶχε ἔλθει ἐσχάτως ἀπὸ τὴν Ἰταλίαν μαζὶ μὲ τὴν Πρίσκιλλαν τὴν σύζυγόν του, διότι ὁ Κλαύδιος εἶχε διατάξει νὰ φύγουν ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὴν Ρώμην.
3 Τοὺς ἐπεσκέφθη, καὶ ἐπειδὴ εἶχε τὴν ἴδια τέχνη, ἔμεινε μαζί τους καὶ ἐργαζότανε. Ἦσαν καὶ οἱ δύο σκηνοποιοί.
4 Κάθε Σάββατον συνωμιλοῦσε εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ ἔπειθε Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνας.
5 Ὅταν ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος κατέβηκαν ἀπὸ τὴν Μακεδονίαν, ὁ Παῦλος ἀφωσιώθηκε ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὸ κήρυγμα, διακηρύττων εἰς τοὺς Ἰουδαίους ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας.
6 Ἀλλ’ ὅταν αὐτοὶ ἐντετάσσοντο καὶ τὸν ἔβριζαν, ἐτίναξε τὰ ἐνδύματά του καὶ τοὺς εἶπε, «Τὸ αἷμα σας ἂς ἔλθῃ εἰς τὰ κεφάλια σας, ἐγὼ εἶμαι ἀθῶος· ἀπὸ τώρα θὰ πηγαίνω εἰς τοὺς ἐθνικούς».
7 Καὶ ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἐπῆγε εἰς τὸ σπίτι κάποιου ποὺ ὠνομάζετο Ἰοῦστος, ὁ ὁποῖος ἦτο θεοσεβὴς καὶ τὸ σπίτι του ἦτο παραπλεύρως τῆς συναγωγῆς.
8 Ὁ Κρίσπος ὁ ἀρχισυνάγωγος ἐπίστεψε εἰς τὸν Κύριον μὲ ὅλους τοὺς οἰκιακούς του καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Κορινθίους, ὅταν ἄκουαν, ἐπίστευαν καὶ ἐβαπτίζοντο.
9 Μίαν νύχτα εἶπε ὁ Κύριος δι’ ὁράματος εἰς τὸν Παῦλον, «Μὴ φοβᾶσαι, ἀλλὰ νὰ μιλᾶς καὶ νὰ μὴ σιωπήσῃς, διότι ἐγὼ εἶμαι μαζί σου.
10 Καὶ κανεὶς δὲν θὰ βάλῃ ἐπάνω σου χέρι διὰ νὰ σὲ κακοποιήσῃ, διότι ἔχω πολὺν λαὸν εἰς τὴν πόλιν αὐτήν».
11 Καὶ ἔτσι ἐκάθησε ἕνα χρόνο καὶ ἕξη μῆνες καὶ ἐδίδασκε μεταξύ τους τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.
Γαλλίων καὶ Παῦλος
12 Ὅταν ἀνθύπατος τῆς Ἀχαΐας ἦτο ὁ Γαλλίων, ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι ἐπετέθησαν σὰν ἕνας ἄνθρωπος ἐναντίον τοῦ Παύλου καὶ τὸν ἔφεραν εἰς τὸ δικαστικὸν βῆμα
13 μὲ τὴν κατηγορίαν: «Αὐτὸς πείθει τοὺς ἀνθρώπους νὰ λατρεύουν τὸν Θεὸν ἀντίθετα πρὸς τὸν νόμον».
14 Ἐνῷ δὲ ὁ Παῦλος ἐπρόκειτο νὰ ἀρχίσῃ νὰ μιλῇ, εἶπε ὁ Γαλλίων εἰς τοὺς Ἰουδαίους, «Ἐὰν ἐπρόκειτο διὰ κάποιο ἀδίκημα ἢ ἔγκλημα, τότε φυσικὰ θὰ σᾶς ἐδεχόμουν, ὦ Ἰουδαῖοι,
15 ἐὰν ὅμως εἶναι ζήτημα λέξεων καὶ ὀνομάτων καὶ τοῦ δικοῦ σας νόμου, ἐξετάσατέ το σεῖς οἱ ἴδιοι· ἐγὼ δὲν θέλω νὰ εἶμαι δικαστὴς ἐπὶ αὐτῶν τῶν πραγμάτων.
16 Καὶ τοὺς ἔδιωξε ἀπὸ τὸ βῆμα.
17 Τότε ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἔπιασαν τὸν Σωσθένην τὸν ἀρχισυνάγωγον καὶ τὸν ἐκτυποῦσαν ἐμπρὸς εἰς τὸ βῆμα, καὶ ὁ Γαλλίων ἔμεινε τελείως ἀδιάφορος.
Ὁ Παῦλος ἐπιστρέφει εἰς τὴν Συρίαν
18 Ὁ Παῦλος, ἀφοῦ ἔμεινε ἀκόμη ἀρκετὲς ἡμέρες, ἀπεχαιρέτησε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἔπλευσε πρὸς τὴν Συρίαν, ἦσαν δὲ μαζί του ἡ Πρίσκιλλα καὶ ὁ Ἀκύλας. Εἰς τὰς Κεγχρεὰς ἔκοψε τὰ μαλλιά του, διότι εἶχε τάξιμο.
19 Ὅταν ἔφθασε εἰς τὴν Ἔφεσον, ἐκείνους τοὺς ἄφησε, αὐτὸς δὲ ἐμπῆκε εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ συζητοῦσε μὲ τοὺς Ἰουδαίους.
20 Ὅταν δὲ τὸν παρεκάλεσαν νὰ μείνῃ μαζί τους περισσότερον χρόνον, δὲν συγκατένευσε,
21 ἀλλὰ τοὺς ἀπεχαιρέτησε καὶ εἶπε, «Πρέπει πάντως τὴν ἑορτὴν ποὺ ἔρχεται νὰ τὴν κάνω εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ θὰ ἐπιστρέψω πάλιν σ’ ἐσᾶς, ἐὰν θέλῃ ὁ Θεός». Καὶ ἀπέπλευσεν ἀπὸ τὴν Ἔφεσον.
22 Ὅταν ἀποβιβάσθηκε εἰς τὴν Καισάρειαν, ἀνέβηκε καὶ ἐχαιρέτησε τὴν ἐκκλησίαν, καὶ ὕστερα κατέβηκε εἰς τὴν Ἀντιόχειαν.
23 Ἀφοῦ ἔμεινε ἐκεῖ ὀλίγον καιρόν, ἔφυγε καὶ διήρχετο κατὰ σειρὰν τὴν χώραν τῆς Γαλατίας καὶ τὴν Φρυγίαν στηρίζων ὅλους τοὺς μαθητάς.
Ὁ Ἀπολλὼς εἰς τὴν Ἔφεσον
24 Κάποιος Ἰουδαῖος ποὺ ὠνομάζετο Ἀπολλώς, Ἀλεξανδρινὸς τὴν καταγωγήν, εἶχε ἔλθει εἰς τὴν Ἔφεσον. Ἦτο ἀνὴρ εὔγλωττος καὶ δυνατὸς εἰς τὰς γραφάς.
25 Αὐτὸς εἶχε κατηχηθῆ εἰς τὴν διδασκαλίαν τοῦ Κυρίου καὶ μὲ πνεῦμα θερμὸν ἐμιλοῦσε καὶ ἐδίδασκε μὲ ἀκρίβειαν τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Κύριον, ἂν καὶ ἐγνώριζε μόνον τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου.
26 Ἐμιλοῦσε μὲ θάρρος εἰς τὴν συναγωγήν, ὅταν δὲ τὸν ἄκουσαν ὁ Ἀκύλας καὶ ἡ Πρίσκιλα, τὸν ἐπῆραν κοντά τους καὶ τοῦ ἀνέπτυξαν ἀκριβέστερα τὴν διδασκαλίαν τοῦ Θεοῦ.
27 Ἐπειδὴ ἤθελε νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Ἀχαΐαν, οἱ ἀδελφοὶ τὸν ἐνεθάρρυναν καὶ ἔγραψαν εἰς τοὺς ἐκεὶ μαθητὰς νὰ τὸν πιστέψει διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ,
28 διότι μὲ δύναμιν ἀνεσκεύαζε τοὺς Ἰουδαίους δημοσίᾳ καὶ ἐπεδείκνυε διὰ τῶν γραφῶν ὅτι ὁ Μεσσίας εἶναι ὁ Ἰησοῦς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 19
Μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ εἰς τὴν Ἔφεσον
1 Ἐνῷ ὁ Ἀπολλὼς ἦτο εἰς τὴν Κόρινθον, ὁ Παῦλος ἐπέρασε τὰ μεσόγεια μέρη καὶ ἦλθε εἰς τὴν Ἔφεσον.
2 Ἐκεῖ εὑρῆκε μερικοὺς μαθητὰς καὶ τοὺς ἐρώτησε, «Ἐλάβατε Πνεῦμα Ἅγιον, ὅταν ἐπιστέψατε;». Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν, «Οὔτε κἂν ἔχομεν ἀκούσει ἂν ὑπάρχῃ Πνεῦμα Ἅγιον».
3 Τότε τοὺς εἶπε, «Εἰς τί λοιπὸν ἐβαπτισθήκατε;» . Καὶ ἐκεῖνοι εἶπαν, «Εἰς τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου».
4 Ὁ Παῦλος τότε εἶπε, «Ὁ Ἰωάννης ἐβάπτισε βάπτισμα μετανοίας καὶ ἔλεγε εἰς τὸν λαὸν νὰ πιστέψουν εἰς ἐκεῖνον ποὺ ἔρχεται μετὰ ἀπὸ αὐτόν, δηλαδὴ εἰς τὸν Χριστὸν Ἰησοῦν».
5 Ὅταν ἄκουσαν αὐτό, ἐβαπτίσθηκαν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ·
6 καὶ ὅταν ὁ Παῦλος ἔβαλε τὰ χέρια ἐπάνω τους, ἦλθε εἰς αὐτοὺς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ μιλοῦσαν γλώσσας καὶ ἐπροφήτευαν.
7 Ἦσαν δὲ ὅλοι περὶ τοὺς δώδεκα.
Ὁ Παῦλος εἰς τὴν Ἔφεσον
8 Κατόπιν ὁ Παῦλος ἐπῆγε εἰς τὴν συναγωγήν, καὶ ἐπὶ τρεῖς μῆνες ἐμιλοῦσε μὲ θάρρος. Συζητοῦσε καὶ ἔπειθε τοὺς Ἰουδαίους περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
9 Ἀλλ’ ὅταν μερικοὶ ἄρχισαν νὰ γίνωνται ἰσχυρογνώμονες καὶ ἠρνοῦντο νὰ πιστέψουν, κακολογοῦντες τὴν διδασκαλίαν ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀκροατάς, τότε ἔφυγε ἀπὸ αὐτούς, ἐπῆρε μαζί του τοὺς μαθητὰς καὶ εἶχε συζητήσεις καθημερινῶς εἰς τὴν σχολὴν κάποιου ὀνομαζομένου Τυράννου.
10 Αὐτὸ συνεχίσθη ἐπὶ δύο χρόνια, καὶ ἔτσι ὅλοι οἱ κατοικοῦντες τὴν Ἀσίαν ἄκουσαν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, Ἰουδαῖοι καὶ Ἕλληνες.
11 Καὶ ὁ Θεὸς ἐνεργοῦσε διὰ τοῦ Παύλου θαύματα ὄχι ἀπὸ τὰ συνήθη,
12 ὥστε μανδήλια ἢ περιζώματα ἀπὸ τὸ σῶμά του ἐφέροντο εἰς τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἐλευθερώνοντο ἀπὸ τὰς ἀσθενείας των καὶ ἔβγαιναν ἀπὸ αὐτοὺς τὰ πονηρὰ πνεύματα.
13 Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς περιοδεύοντας Ἰουδαίους ἐξορκιστὰς ἐπεχείρησαν νὰ προφέρουν τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐπάνω εἰς ἐκείνους ποὺ εἶχαν πνεύματα πονηρὰ λέγοντες, «Σᾶς ἐξορκίζομεν διὰ τοῦ Ἰησοῦ, τὸν ὁποῖον ὁ Παῦλος κηρύσσει».
14 Ἦσαν δὲ ἑπτὰ υἱοὶ κάποιου Σκευᾶ, Ἰουδαίου ἀρχιερέως, ποὺ ἔκαναν αὐτό.
15 Τὸ πνεῦμα τὸ πονηρὸν τοὺς ἀπεκρίθη, «Τὸν Ἰησοῦν τὸν ξέρω καὶ τὸν Παῦλον ἐπίσης τὸν ξέρω· ἀλλὰ σεῖς ποιοί εἶσθε;»,
16 καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶχε τὸ πνεῦμα τὸ πονηρὸν ὥρμησε ἐναντίον τους, τοὺς κατέβαλε καὶ τοὺς ἐκακοποίησε, ὥστε ἔφυγαν ἀπὸ τὸ σπίτι ἐκεῖνο γυμνοὶ καὶ τραυματισμένοι.
17 Αὐτὸ ἔγινε γνωστὸν εἰς ὅλους τοὺς Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνας ποὺ κατοικοῦσαν εἰς τὴν Ἔφεσον καὶ τοὺς κατέλαβε ὅλους φόβος, καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐδοξάζετο.
18 Καὶ πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶχαν πιστέψει ἤρχοντο καὶ ἐξωμολογοῦντο καὶ ἔλεγαν τὰς πράξεις των.
19 Πολλοὶ δὲ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἠσχολοῦντο εἰς τὴν μαγείαν ἔφεραν τὰ βιβλία τους καὶ τὰ ἔκαιαν ἐνώπιον ὅλων καὶ ὑπελόγισαν τὴν ἀξίαν τους καὶ εὑρῆκαν ὅτι ἄξιζαν πενῆντα χιλιάδες ἀργύρια.
20 Ἔτσι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου διεδίδετο καὶ ἐπεβάλλετο μὲ δύναμιν.
Σχέδια τοῦ Παύλου
21 Μετὰ τὰ γεγονότα αὐτά, ὁ Παῦλος ἀπεφάσισε νὰ περάσῃ ἀπὸ τὴν Μακεδονίαν καὶ Ἀχαΐαν καὶ νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ ἔλεγε: «Ἀφοῦ μεταβῶ ἐκεῖ, πρέπει νὰ ἰδῶ καὶ τὴν Ρώμην».
22 Καὶ ἀφοῦ ἔστειλε εἰς τὴν Μακεδονίαν δύο ἀπὸ τοὺς βοηθούς του, τὸν Τιμόθεον καὶ τὸν Ἔραστον, αὐτὸς ἔμεινε ὀλίγον ἀκόμη χρόνον εἰς τὴν Ἀσίαν.
Ταραχὴ εἰς τὴν Ἔφεσον
23 Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἔγινε ὄχι ὀλίγη ταραχὴ διὰ τὴν διδασκαλίαν.
24 Κάποιος ὀνομαζόμενος Δημήτριος χρυσοχόος, ὁ ὁποῖος κατεσκεύαζε ναοὺς ἀργυροὺς τῆς Ἀρτέμιδος, ἔδινε εἰς τοὺς τεχνίτας ὄχι ὀλίγην ἐργασίαν.
25 Αὐτὸς τοὺς συγκέντρωσε μαζὶ μὲ τοὺς ἐργάτας τῆς τέχνης αὐτῆς καὶ τοὺς εἶπε, «Ἄνδρες, γνωρίζετε καλὰ ὅτι ἀπὸ τὴν ἐργασίαν αὐτὴν ἐξαρτᾶται ἡ εὐημερία μας,
26 καὶ βλέπετε καὶ ἀκοῦτε ὅτι αὐτὸς ὁ Παῦλος ἕπεισε καὶ μετέστρεψε ἀρκετὸν κόσμον ὄχι μόνον τῆς Ἐφέσου ἀλλὰ σχεδὸν ὅλης τῆς Ἀσίας μὲ τὸ νὰ λέγῃ ὅτι θεοὶ κατασκευαζόμενοι μὲ τὰ χέρια δὲν εἶναι θεοί.
27 Ὄχι μόνον δὲ τὸ ἐπάγγελμά μας αὐτὸ κινδυνεύει νὰ δυσφημισθῇ ἀλλὰ καὶ ὁ ναὸς τῆς μεγάλης θεᾶς Ἀρτέμιδος νὰ περιφρονηθῇ καὶ νὰ χάσῃ τὴν μεγαλοπρέπειάν της, αὐτὴν τὴν ὁποίαν ὅλη ἡ Ἀσία καὶ ἡ οἰκουμένη λατρεύει».
28 Ὅταν ἄκουσαν αὐτὰ ὠργίσθησαν καὶ ἐφώναζαν λέγοντες, «Μεγάλη ἡ Ἄρτεμις τῶν Ἐφεσίων».
29 Καὶ ἦτο ὅλη ἡ πόλις γεμάτη ταραχὴν καὶ ὥρμησαν ὅλοι μαζὶ εἰς τὸ θέατρον, σύροντες μαζί τους τὸν Γάϊον καὶ τὸν Ἀρίσταρχον, Μακεδόνας, συνοδοιπόρους τοῦ Παύλου.
30 Ὁ Παῦλος ἤθελε νὰ παρουσιασθῇ εἰς τὴν συνέλευσιν ἀλλὰ δὲν τὸν ἄφησαν οἱ μαθηταί.
31 Μερικοὶ ἐπίσης ἀπὸ τοὺς Ἀσιάρχας, οἱ ὁποῖοι ἦσαν φίλοι του, ἔστειλαν πρὸς αὐτὸν καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μὴ ἐκτεθῇ μεταβαίνων εἰς τὸ θέατρον.
32 Ἐν τῷ μεταξὺ μερικοὶ ἐφώναζαν ἕνα πρᾶγμα καὶ ἄλλοι ἄλλο, διότι ἡ συνέλευσις εὑρίσκετο εἰς σύγχυσιν καὶ οἱ περισσότεροι δὲν ἐγνώριζαν διατὶ εἶχαν συγκεντρωθῆ.
33 Μερικοὶ ἀπὸ τὸν ὄχλον ἔσπρωξαν πρὸς τὰ ἐμπρὸς κάποιον Ἀλέξανδρον, τὸν ὁποῖον παρουσίασαν οἱ Ἰουδαῖοι. Ὁ Ἀλέξανδρος, ἀφοῦ ἔνευσε μὲ τὸ χέρι, ἤθελε νὰ ἀπολογηθῇ πρὸς τὸν λαόν.
34 Ὅταν ὅμως τὰ πλήθη ἐκατάλαβαν ὅτι εἶναι Ἰουδαῖος, ὅλοι μὲ μιὰ φωνὴ ἐφώναζαν ἐπὶ δύο περίπου ὧρες: «Μεγάλη ἡ Ἄρτεμις τῶν Ἐφεσίων».
35 Τότε ὁ γραμματεύς, ἀφοῦ καθησύχασε τὸν ὄχλον, εἶπε, «Ἄνδρες Ἐφέσιοι, ὑπάρχει κανεὶς ἄνθρωπος ποὺ δὲν ξέρει ὅτι ἡ πόλις τῶν Ἐφεσίων εἶναι ὁ ἐπιμελητὴς τοῦ ναοῦ τῆς μεγάλης θεᾶς Ἀρτέμιδος καὶ τοῦ ἀγάλματος ποὺ ἔπεσε ἀπὸ τὸν οὐρανόν;
36 Ἀφοῦ λοιπὸν αὐτὰ εἶναι ἀναντίρρητα, πρέπει νὰ μένετε ἥσυχοι καὶ νὰ μὴν κάνετε ἀπερίσκεπτα πράγματα.
37 Ἐφέρατε τοὺς ἄνδρας τούτους, οἱ ὁποῖοι οὔτε ἱερόσυλοι εἶναι οὔτε βλασφημοῦν τὴν θεάν σας.
38 Ἐὰν ἑπομένως ὁ Δημήτριος καὶ οἱ συντεχνῖταί του ἔχουν κατηγορίαν ἐναντίον κάποιου, ὑπάρχουν ἡμέραι δικάσιμοι, ὑπάρχουν καὶ ἀνθύπατοι, ἂς μηνύσῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.
39 Ἐὰν ὅμως ζητᾶτε κάτι ἄλλο, αὐτὸ θὰ λυθῇ εἰς τὴν νόμιμον συνέλευσιν.
40 Διότι κινδυνεύομεν νὰ κατηγορηθοῦμε διὰ στάσιν διὰ τὰ σημερινὰ ἐπεισόδια, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει καμμία αἰτία, μὲ τὴν ὁποίαν νὰ μπορέσωμε νὰ δικαιολογήσωμεν τὴν ταραχὴν αὐτήν».
41 Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, διέλυσε τὴν συνέλευσιν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 20
Ὁ Παῦλος εἰς Μακεδονίαν, Ἑλλάδα καὶ Τρῳάδα
1 Ὅταν ἔπαυσε ὁ θόρυβος, ὁ Παῦλος ἐκάλεσε τοὺς μαθητάς, τοὺς ἀπεχαιρέτησε καὶ ἔφυγε διὰ νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Μακεδονίαν.
2 Ἀφοῦ ἐπέρασε ἀπὸ τὰ μέρη ἐκεῖνα καὶ ἐστήριξε τοὺς Χριστιανοὺς διὰ πολλῶν ὁμιλιῶν, ἦλθε εἰς τὴν Ἑλλάδα.
3 Ἐκεῖ ἔμεινε τρεῖς μῆνες, καὶ ἐνῷ ἐπρόκειτο νὰ πλέυσῃ εἰς τὴν Συρίαν, ἔγινε συνωμοσία ἐναντίον του ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων καὶ δι’ αὐτὸ ἀπεφασίσθη νὰ ἐπιστρέψῃ διὰ τῆς Μακεδονίας.
4 Τὸν συνώδευαν δὲ μέχρι τῆς Ἀσίας ὁ Σώπατρος ἀπὸ τὴν Βέροιαν, ἀπὸ τοὺς Θεσσαλονικεῖς ὁ Ἀρίσταρχος καὶ Σέκουνδος, ὁ Γάϊος ἀπὸ τὴν Δέρβην, ὁ Τιμόθεος, καὶ οἱ Ἀσιᾶται Τυχικὸς καὶ Τρόφιμος.
5 Αὐτοὶ ἔφυγαν πρωτήτερα καὶ μᾶς ἐπερίμεναν εἰς τὴν Τρῳάδα.
6 Ἐμεῖς ἐπήγαμε διὰ θαλάσσης ἀπὸ τοὺς Φιλίππους μετὰ τὰς ἡμέρας τῆς ἑορτῆς τῶν ἀζύμων, καὶ τοὺς συναντήσαμεν ἐντὸς πέντε ἡμερῶν εἰς τὴν Τρῳάδα, ὅπου ἐμείναμεν ἑπτὰ ἡμέρας.
Ὁ Εὔτυχος
7 Κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος, ἐνῷ οἱ μαθηταὶ ἦσαν μαζεμένοι, διὰ τὴν κλάσιν τοῦ ἄρτου, ὁ Παῦλος τοὺς ἐμιλοῦσε, ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ ἀναχωρήσῃ τὴν ἄλλην ἡμέραν, καὶ συνέχισε τὴν ὁμιλίαν του ἕως τὰ μεσάνυχτα.
8 Ὑπῆρχαν πολλαὶ λαμπάδες εἰς τὸ ἀνῶγι, ὅπου ἤμεθα μαζεμένοι.
9 Κάποιος δὲ νέος, ὀνομαζόμενος Εὔτυχος, ὁ ὁποῖος ἐκαθότανε εἰς τὸ παράθυρον, εἶχε καταλυφθῆ ἀπὸ μεγάλη νύστα ἐπειδὴ ὁ Παῦλος παρέτεινε τὴν ὁμιλίαν του καί, κυριευθεὶς ὑπὸ τοῦ ὕπνου, ἔπεσε κάτω ἀπὸ τὸν τρίτον ὄροφον καὶ τὸν ἐσήκωσαν νεκρόν.
10 Ἀλλ’ ὁ Παῦλος κατέβηκε, ἔπεσε ἐπάνω του καὶ ἀφοῦ τὸν ἀγκάλιασε, εἶπε, «Μὴ ἀνησυχῆτε, διότι ἡ ψυχή του εἶναι μέσα του».
11 Κατόποιν ἀνέβηκε, ἔκανε τὴν κλάσιν τοῦ ἄρτου καὶ ἔφαγε· ὕστερα ἐμίλησε ἐπὶ ἀρκετὸν μέχρι τῆς αὐγῆς καὶ ἀνεχώρησε.
12 Τὸν νέον τὸν ἐπῆραν ζωντανὸν καὶ πολὺ παρηγορήθηκαν.
Μετάβασις εἰς Μίλητον
13 Ἐμεῖς ἐπήγαμεν ἐνωρίτερα εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἀπεπλεύσαμεν εἰς τὴν Ἄσσον, διότι ἀπ’ ἐκεῖ ἔπρεπε νὰ παραλάβωμεν τὸν Παῦλον. Ἔτσι εἶχε κανονίσει, διότι αὐτὸς θὰ πήγαινε πεζός.
14 Ὅταν μᾶς συνήντησεν εἰς τὴν Ἄσσον, τὸν ἐπήραμεν εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἤλθαμε εἰς τῆν Μυτιλήνην
15 Ἀπ’ ἐκεῖ ἀπεπλεύσαμεν καὶ τὴν ἑπομένην ἐφθάσαμεν ἀντίκρυ τῆς Χίου· τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπλησιάσαμεν τὴν Σάμον, ἐμείναμεν εἰς τὸ Τρωγύλλιον καὶ τὴν ἑπομένην ἤλθαμεν εἰς τὴν Μίλητον,
16 διότι ὁ Παῦλος εἶχε ἀποφασίσει νὰ προσπεράσωμεν τὴν Ἔφεσον διὰ νὰ μὴ χρονοτριβήσῃ εἰς τὴν Ἀσίαν. Ἦτο βιαστικὸς διὰ νὰ βρίσκεται εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἐὰν τοῦ ἦτο δυνατόν, τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς.
Ἀποχαιρετιστήριος ὁμιλία τοῦ Παύλου πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου
17 Ἀπὸ τὴν Μίλητον ἔστειλε εἰς τὴν Ἔφεσον καὶ ἐκάλεσε τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας.
18 Ὅταν δὲ ἦλθαν πρὸς αὐτόν, τοὺς εἶπε, «Ξέρετε πῶς ἔζησα μαζί σας ὅλον τὸν χρόνον ἀπὸ τὴν πρώτην ἡμέραν ποὺ ἐπάτησα εἰς τὴν Ἀσίαν,
19 ὑπηρετῶν τὸν Κύριον μὲ πᾶσαν ταπεινοφροσύνην καὶ μὲ πολλὰ δάκρυα καὶ δοκιμασίας ποὺ μοῦ συνέβησαν ἀπὸ τὰς συνωμοσίας τῶν Ἰουδαίων.
20 Ξέρετε ὅτι δὲν παρέλειψα νὰ σᾶς πῶ τίποτε ἀπὸ ὅσα ἦσαν γιὰ τὸ καλό σας, καὶ νὰ σᾶς διδάξω δημοσίᾳ καὶ εἰς τὰ σπίτια σας, κηρύττων ἐντόνως,
21 καὶ εἰς τοὺς Ἰουδαίους καὶ εἰς τοὺς Ἕλληνας, μετάνοιαν εἰς τὸν Θεὸν καὶ πίστιν εἰς τὸν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστόν.
22 Καὶ τώρα, δεμένος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, πηγαίνω εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ χωρὶς νὰ ξέρω τί θὰ μοῦ συμβῇ ἐκεῖ,
23 παρὰ μόνον ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σὲ κάθε πόλιν μὲ βεβαιώνει ὅτι μὲ περιμένουν φυλακίσεις καὶ θλίψεις.
24 Ἀλλὰ δὲν λογαριάζω τίποτε, οὔτε θεωρῶ τὴν ζωήν μου πολύτιμη, ἀρκεῖ νὰ τελειώσω τὸν δρόμον μου μὲ χαρὰν καὶ τὴν ὑπηρεσίαν τὴν ὁποίαν ἔλαβα ἀπὸ τὸν Κύριον Ἰησοῦν, νὰ κηρύξω τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
25 Καὶ τώρα ἐγὼ ξέρω ὅτι δὲν θὰ ἰδῆτε πλέον τὸ πρόσωπόν μου ὅλοι ἐσεῖς, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἔμεινα καὶ ἐκήρυξα τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
26 Διὰ τοῦτο σᾶς βεβαιῶ τὴν σημερινὴν ἡμέραν, ὅτι εἶμαι ἀθῶος ἀπὸ τὸ αἷμα ὅλων σας.
27 Διότι δὲν παρέλειψα νὰ σᾶς διακηρύξω ὁλόκληρον τὸ σχέδιον τοῦ Θεοῦ.
28 Προσέχετε λοιπὸν τοὺς ἑαυτούς σας καὶ ὁλόκληρον τὸ ποίμνιον, εἰς τὸ ὁποῖον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σὰς ἐτοποθέτησε ἐπισκόπους, διὰ νὰ ποιμαίνετε τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποίαν ἀπέκτησε μὲ τὸ δικό του αἷμα.
29 Διότι ξέρω τοῦτο, ὅτι μετὰ τὴν ἀναχώρησίν μου θὰ μποῦν μεταξύ σας λύκοι ἄγριοι καὶ δὲν θὰ φεισθοῦν τὸ ποίμνιον,
30 καὶ ἀπὸ σᾶς τοὺς ἰδίους θὰ ἐγερθοῦν ἄνδρες οἱ ὁποῖοι θὰ διαστρέψουν τὴν ἀλήθειαν διὰ νὰ παρασύρουν τοὺς μαθητὰς ὥστε νὰ ἀκολουθήσουν αὐτούς.
31 Διὰ τοῦτο νὰ εἶσθε ἄγρυπνοι καὶ νὰ θυμᾶσθε ὅτι, ἐπὶ τριετίαν νύχτα καὶ ἡμέραν, δὲν ἔπαυσα νὰ νουθετῶ τὸν καθένα ἀπὸ σᾶς μὲ δάκρυα.
32 Καὶ τώρα, ἀδελφοί, σᾶς ἀφιερώνω εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὸν λόγον τῆς χάριτός του, ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν δύναμιν νὰ αὐξήσῃ τὴν οἰκοδομήν σας καὶ νὰ σᾶς δώσῃ κληρονομίαν μεταξὺ ὅλων τῶν ἁγιασμένων.
33 Δὲν ἐπεθύμησα κανενὸς τὸ χρῆμα ἢ τὸ χρυσάφι ἢ τὸν ρουχισμόν.
34 Ξέρετε σεῖς οἱ ἴδιοι ὅτι τὰς ἀνάγκας τὰς δικάς μου καὶ τῶν συντρόφων μου ἐξυπηρέτησαν τὰ χέρια μου αὐτά.
35 Σᾶς ἔδειξα, μὲ κάθε τρόπον, ὅτι ἔτσι μὲ τὸν κόπον τῆς ἐργασίας σας πρέπει νὰ βοηθᾶτε τοὺς ἀδυνάτους καὶ νὰ θυμᾶσθε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ποὺ εἶπε αὐτὸς ὁ ἴδιος: «Εἶναι εὐτυχέστερον νὰ δίνῃ κανεὶς παρὰ νὰ παίρνῃ».
36 Καὶ ὅταν εἶπε αὐτά, ἐγονάτισε μὲ ὅλους καὶ προσευχήθηκε.
37 Ὅλοι τότε ἔκλαιαν καὶ ἀγκάλιαζαν τὸν Παῦλον καὶ τὸν ἐφιλοῦσαν.
38 Ἐλυπήθησαν περισσότερον μὲ ἐκεῖνο ποὺ εἶπε, ὅτι δὲν θὰ ἰδοῦν πλέον τὸ πρόσωπόν του. Τὸν συνώδευσαν δὲ ἕως τὸ πλοῖον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 21
Ἀπὸ Μίλητον εἰς Τύρον
1 Ὅταν τοὺς ἀποχωρισθήκαμε καὶ ἀναχωρήσαμε, ἤλθαμεν κατ’ εὐθεῖαν εἰς τὴν Κῶ, τὴν δὲ ἑπομένην εἰς τὴν Ρόδον καὶ ἀπ’ ἐκεῖ εἰς τὰ Πάταρα.
2 Ἐκεῖ εὑρήκαμε πλοῖον ποὺ θὰ ἐπήγαινε εἰς τὴν Φοινίκην, εἰς τὸ ὁποῖον ἐπιβιβασθήκαμε καὶ ἀναχωρήσαμε.
3 Ὅταν διακρίναμε τὴν Κύπρον, τὴν ἀφήσαμεν ἀριστερά, καὶ ἐπλέαμε πρὸς τὴν Συρίαν, προσεγγίσαμεν δὲ εἰς τὴν Τύρον, διότι ἐκεῖ τὸ πλοῖον θὰ ξεφόρτωνε.
4 Ἐπήγαμε καὶ εὑρήκαμε τοὺς μαθητὰς καὶ ἐμείναμεν ἐκεὶ ἑπτὰ ἡμέρες. Οἱ μαθηταὶ αὐτοὶ ὑπὸ τὴν ἔμπνευσιν τοῦ Πνεύματος ἔλεγαν εἰς τὸν Παῦλον νὰ μὴ ἀνεβῇ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
5 Ἀλλ’ ὅταν συμπληρώσαμε τὰς ἡμέρας τῆς διαμονῆς μας, ἐφύγαμεν, ὅλοι δὲ σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις μᾶς συνώδευαν ἕως ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν. Εἰς τὸ ἀκρογιάλι ἐγονατίσαμε καὶ προσευχηθήκαμε, ἀφοῦ δὲ ἀποχαιρετίσαμεν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον,
6 ἐμπήκαμε εἰς τὸ πλοῖον, ἐνῷ ἐκεῖνοι ἐπέστρεψαν εἰς τὰ σπίτια τους.
Εἰς Καισάρειαν
7 Ἐπλεύσαμεν τὸ διάστημα ἀπὸ τὴν Τύρον καὶ ἐφθάσαμεν εἰς τὴν Πτολεμαΐδα, ὅπου ἐχαιρετήσαμεν τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἐμείναμεν μαζί τους μίαν ἡμέραν.
8 Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἀναχωρήσαμεν καὶ ἤλθαμεν εἰς τὴν Καισάρειαν, ἐπήγαμε δὲ εἰς τὸ σπίτι τοῦ Φιλίππου τοῦ εὐαγγελιστοῦ, ὁ ὁποῖος ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑπτά, καὶ ἐμείναμεν μαζί του.
9 Εἶχε τέσσερις θυγατέρες παρθένους, αἱ ὁποῖαι ἐπροφήτευαν.
10 Εἴχαμε μείνει ἐκεῖ ἀρκετὲς ἡμέρες ὅτε κατέβηκε ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν κάποιος προφήτης ὀνομαζόμενος Ἄγαβος,
11 ὁ ὁποῖος ὅταν μᾶς ἐπεσκέφθη, ἐπῆρε τὴν ζώνην τοῦ Παύλου, τοῦ ἔδεσε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, καὶ εἶπε, «Αὐτὰ λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον: Εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἔτσι θὰ δέσουν οἱ Ἰουδαῖοι τὸν ἄνδρα εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκει αὐτὴ ἡ ζώνη καὶ θὰ τὸν παραδώσουν εἰς τὰ χέρια τῶν ἐθνικῶν».
12 Μόλις ἀκούσαμεν αὐτά, ἐμεῖς καὶ οἱ ἐντόπιοι τὸν παρακαλούσαμε νὰ μὴ ἀνεβῇ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
13 Ἀλλ’ ὁ Πέτρος ἀπεκρίθη, «Τί κερδίζετε μὲ τὸ νὰ κλαῖτε καὶ νὰ μοῦ ραγίζετε τὴν καρδιά; Ἐγὼ εἶμαι πρόθυμος ὄχι μόνον νὰ δεθῶ ἀλλὰ καὶ νὰ πεθάνω εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ».
14 Ἀφοῦ δὲν ἐπείθετο, ἡσυχάσαμε καὶ εἴπαμε, «Ἂς γίνῃ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου».
Πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα
15 Ὕστερα ἀπὸ τὰς ἡμέρας αὐτάς, ἑτοιμασθήκαμε καὶ ἀρχίσαμε νὰ ἀνεβαίνωμεν πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ.
16 Μαζί μας ἦλθαν καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητὰς τῆς Καισαρείας καὶ ἔφεραν κάποιον Μνάσωνα Κύπριον, παλαιὸν μαθητήν, εἰς τὸ σπίτι τοῦ ὁποίου ἐπρόκειτο νὰ φιλοξενηθοῦμε.
17 Ὅταν ἐφθάσαμεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, οἱ ἀδελφοὶ μᾶς ἐδέχθησαν μὲ χαράν.
Ὁ Παῦλος προσπαθεῖ νὰ ἐξευμενίσῃ τοὺς Ἰουδαίους χριστιανούς
18 Τὴν ἑπομένην ἡμέραν ὁ Παῦλος ἐπῆγε μαζί μας νὰ ἐπισκεφθῇ τὸν Ἰάκωβον καὶ ἦλθαν καὶ ὅλοι οἱ πρεσβύτεροι.
19 Ἀφοῦ τοὺς ἐχαιρέτησε, τοὺς διηγήθηκε λεπτομερῶς ὅσα ὁ Θεὸς ἔκανε εἰς τοὺς ἐθνικοὺς διὰ τῆς ὑπηρεσίας του.
20 Αὐτοὶ ὅταν τὰ ἄκουσαν, ἐδόξαζαν τὸν Κύριον καὶ εἶπαν εἰς τὸν Παῦλον, «Βλέπεις, ἀδελφέ, ὅτι πολλὲς χιλιάδες ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ἔχουν πιστέψει καὶ ὅλοι εἶναι ζηλωταὶ τοῦ νόμου.
21 Ἐπληροφορήθησαν ὅμως γιὰ σένα ὅτι διδάσκεις ὅλους τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ ζοῦν μεταξὺ τῶν ἐθνικῶν, ἀποστασίαν ἀπὸ τὸν Μωϋσῆν, διότι τοὺς λέγεις νὰ μὴ περιτέμνουν τὰ παιδιά τους οὔτε νὰ τηροῦν τὰ ἔθιμα.
22 Τό πρέπει νὰ γίνῃ λοιπόν; Χωρὶς ἄλλο θὰ μαζευθῇ πλῆθος, διότι θὰ ἀκούσουν ὅτι ἦλθες.
23 Κάνε λοιπὸν ὅ,τι σοῦ ποῦμε. Ἔχομεν τέσσερις ἄνδρες ποὺ ἔχουν ἐπάνω τους τάξιμο.
24 Πάρε τους μαζί σου, κάνε τὸ τυπικὸν τοῦ καθαρισμοῦ μαζί τους καὶ πλήρωσε τὰ ἔξοδά τους διὰ τὸ ξύρισμα τῆς κεφαλῆς καὶ ἔτσι ὅλοι θὰ μάθουν ὅτι τίποτε ἀπὸ ὅσα ἔχουν πληροφορηθῆ γιὰ σένα δὲν εἶναι ἀληθές, ἀλλὰ ὅτι καὶ ἐσὺ ὁ ἴδιος ἐξακολουθεῖς νὰ φυλάττῃς τὸν νόμον.
25 Ὡς πρὸς δὲ τοὺς ἐθνικοὺς ποὺ ἐπίστεψαν, τοὺς ἐγνωστοποιήσαμεν μὲ ἐπιστολὴν τὴν ἀπόφασίν μας νὰ μὴ τηροῦν τίποτε ἀπὸ αὐτὰ παρὰ νὰ ἀπέχουν ἀπὸ κρέας ποὺ ἔχει προσφερθῆ εἰς τὰ εἴδωλα, ἀπὸ αἷμα, ἀπὸ ὅ,τι ἔχει στραγγαλισθῆ καὶ ἀπὸ τὴν πορνείαν».
26 Τότε ὁ Παῦλος ἐπῆρε τοὺς ἄνδρας, καὶ τὴν ἑπομένην ἡμέραν ἔκανε τὸ τυπικὸν τοῦ καθαρισμοῦ μαζί τους καὶ ἐμπῆκε εἰς τὸν ναόν, διὰ νὰ δηλώσῃ πότε θὰ ἔχουν συμπληρωθῆ αἱ ἡμέραι τοῦ καθαρισμοῦ καὶ νὰ προσφερθῇ θυσία διὰ τὸν καθένα ἀπὸ αὐτούς.
Ταραχὴ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ σύλληψις τοῦ Παύλου
27 Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ συμπληρωθοῦν αἱ ἑπτὰ ἡμέραι, οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ ἦσαν ἀπὸ τὴν Ἀσίαν, τὸν εἶδαν εἰς τὸν ναόν, ξεσήκωσαν ὅλον τὸν λαὸν καὶ τὸν συνέλαβαν φωνάζοντες,
28 «Ἄνδρες Ἰσραηλῖται, βοηθᾶτε! Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ παντοῦ διδάσκει ὅλους κατὰ τοῦ λαοῦ, τοῦ νόμου καὶ τοῦ τόπου τούτου, ἀκόμη δὲ καὶ Ἕλληνας ἔμπασε εἰς τὸν ναὸν καὶ ἐμόλυνε τὸν ἅγιον τοῦτον τόπον».
29 Διότι εἶχαν ἰδῆ προηγουμένως τὸν Τρόφιμον τὸν Ἐφέσιον εἰς τὴν πόλιν μαζί του καὶ ὑπέθεσαν ὅτι ὁ Παῦλος τὸν εἶχε φέρει εἰς τὸν ναόν.
30 Καὶ ὅλη ἡ πόλις εἶχε ἐξεγερθῆ καὶ εἶχε συρρεύσει λαός. Ἔπιασαν τὸν Παῦλον, τὸν ἔσυραν ἔξω ἀπὸ τὸν ναὸν καὶ ἀμέσως ἔκλεισαν οἱ πόρτες.
31 Ἐνῷ δὲ ἐζητοῦσαν νὰ τὸν σκοτώσουν, ἔφθασε ἡ εἴδησις εἰς τὸν χιλίαρχον τῆς φρουρᾶς ὅτι ὁλόκληρη ἡ Ἱερουσαλὴμ εἶναι ἀνάστατη.
32 Αὐτὸς ἐπῆρε ἀμέσως στρατιῶτες καὶ ἑκατοντάρχους καὶ ἔτρεξε ἐναντίον τους. Ὅταν ἐκεῖνοι εἶδαν τὸν χιλίαρχον καὶ τοὺς στρατιῶτες, ἔπαυσαν νὰ κτυποῦν τὸν Παῦλον.
33 Ὁ χιλίαρχος ἐπλησίασε, τὸν ἔπιασε καὶ διέταξε νὰ δεθῇ μὲ δύο ἀλυσίδες· ὕστερα ἐρώτησε ποιός εἶναι καὶ τί εἶχε κάνει.
34 Μεταξὺ τοῦ ὄχλου μερικοὶ ἐφώναζαν τοῦτο καὶ ἄλλοι ἐκεῖνο. Ἐπειδὴ δὲ δὲν μποροῦσε νὰ μάθῃ τὴν ἀλήθειαν ἐξ αἰτίας τοῦ θορύβου, διέταξε νὰ ὁδηγηθῇ εἰς τὸν στρατῶνα.
35 Ὅταν ἔφθασε ὁ Παῦλος εἰς τὰ σκαλιά, ἐδέησε νὰ βασταχθῇ ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες ἐξ αἰτίας τῆς βίας τοῦ ὄχλου,
36 διότι ἀκολουθοῦσε πλῆθος λαοῦ καὶ ἔκραζε, «Ἐξαφάνισέ τον».
37 Ἐνῷ ἐπρόκειτο ὁ Παῦλος νὰ εἰσαχθῇ εἰς τὸν στρατῶνα, λέγει εἰς τὸν χιλίαρχον, «Ἐπιτρέπεται νὰ σοῦ πῶ κάτι;». Καὶ ἐκεῖνος εἶπε, «Ὥτε ξέρεις ἑλληνικά;.
38 Δὲν εἶσαι λοιπὸν σὺ ὁ Αἰγύπτιος ποὺ ἐπαναστάτησε πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν καὶ ὡδήγησε εἰς τὴν ἔρημον τέσσερις χιλιάδες τρομοκράτας;».
39 Ὁ Παῦλος ἀπεκρίθη, «Ἐγὼ εἶμαι Ἰουδαῖος ἀπὸ τὴν Ταρσὸν τῆς Κιλικίας, πολίτης ὄχι ἀσήμου πόλεως. Σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ ἐπιτρέψῃς νὰ μιλήσω εἰς τὸν λαόν».
40 Αὐτὸς τὸ ἐπέτρεψε, καὶ ὁ Παῦλος ἐστάθηκε εἰς τὰ σκαλιὰ καὶ ἔνευσε μὲ τὸ χέρι εἰς τὸν λαόν. Ὅταν ἐπεκράτησε ἡσυχία, τοὺς προσεφώνησε εἰς τὴν Ἑβραϊκὴν διάλεκτον καὶ εἶπε:
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 22
Ὁμιλία τοῦ Παύλου πρὸς τοὺς Ἰουδαίους
1 «Ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκοῦστέ με τώρα νὰ ἀπολογοῦμαι σ’ ἐσᾶς».
2 Ὅταν ἄκουσαν ὅτι τοὺς προσφωνοῦσε εἰς τὴν Ἑβραϊκὴν διάλεκτον, ἡσύχασαν ἀκόμη περισσότερον.
3 Καὶ συνέχισε, «Ἐγὼ εἶμαι Ἰουδαῖος, ἐγεννήθηκα εἰς τὴν Ταρσὸν τῆς Κιλικίας, ἀλλ’ ἀνατράφηκα εἰς τὴν πόλιν αὐτήν· ὡς μαθητὴς τοῦ Γαμαλιὴλ ἔμαθα μὲ ἀκρίβειαν τὸν πατρικὸν νόμον καὶ ἤμουν ζηλωτὴς τοῦ Θεοῦ, καθὼς εἶσθε ὅλοι σεῖς σήμερα.
4 Τὴν νέαν αὐτὴν διδασκαλίαν κατεδίωξα μέχρι θανάτου καὶ παρέδιδα ἁλυσοδεμένους σὲ φυλακὲς ἄνδρες καὶ γυναῖκες,
5 ὅπως ὁ ἀρχιερεὺς μαρτυρεῖ δι’ ἐμὲ καὶ ὅλον τὸ σῶμα τῶν πρεσβυτέρων, παρὰ τῶν ὁποίων ἔλαβα καὶ ἐπιστολὰς πρὸς τοὺς συναδέλφους τῆς Δαμασκοῦ καὶ ἐπήγαινα διὰ νὰ φέρω εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ δεμένους καὶ ἐκείνους ποὺ ἦσαν ἐκεῖ, διὰ νὰ τιμωρηθοῦν.
6 Ἐνῷ ἐβάδιζα καὶ ἐπλησίαζα εἰς τὴν Δαμασκόν, αἰφνιδίως κατὰ τὴν μεσημβρίαν ἄστραψε γύρω μου μεγάλο φῶς ἀπὸ τὸν οὐρανόν.
7 Ἔπεσα εἰς τὸ ἔδαφος καὶ ἄκουσα φωνὴν νὰ μοῦ λέγει, «Σαούλ, Σαούλ, γιατὶ μὲ καταδιώκεις;».
8 Ἐγὼ ἀπεκρίθην, «Ποιός εἶσαι, Κύριε;». Καὶ αὐτὸς μοῦ εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, τὸν ὁποῖον σὺ καταδιώκεις».
9 Ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν μαζί μου εἶδαν τὸ φῶς καὶ ἐφοβήθηκαν, δὲν ἄκουσαν ὅμως τὴν φωνὴν ἐκείνου ποὺ μοῦ μιλοῦσε.
10 Εἶπα τότε, «Τί νὰ κάνω, Κύριε;». Ὁ δὲ Κύριος μοῦ εἶπε, «Σήκω, πήγαινε εἰς τὴν Δαμασκὸν καὶ ἐκεῖ θὰ σοῦ ποῦν ὅλα ὅσα εἶναι καθωρισμένα διὰ σὲ νὰ κάνῃς».
11 Ἐπειδὴ δὲ δὲν ἔβλεπα ἀπὸ τὴν λάμψιν τοῦ φωτὸς ἐκείνου, μὲ ὡδηγοῦσαν ἀπὸ τὸ χέρι οἱ σύντροφοί μου καὶ ἔτσι ἦλθα εἰς τὴν Δαμασκόν.
12 Κάποιος Ἀνανίας, ἄνθρωπος εὐσεβὴς κατὰ τὸν νόμον, ὁ ὁποῖος εἶχε καλὴν φήμην ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἰουδαίους κατοίκους τῆς Δαμασκοῦ,
13 ἦλθε καὶ στάθηκε μπροστά μου καὶ μοῦ εἶπε, «Σαοὺλ ἀδελφέ, ἀπόκτησε πάλιν τὸ φῶς σου». Καὶ ἀμέσως ὕψωσα τὸ βλέμμα μου πρὸς αὐτόν.
14 Αὐτὸς δὲ μοῦ εἶπε, «Ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας σὲ προώρισε νὰ μάθῃς τὸ θέλημά του καὶ νὰ ἰδῇς τὸν Δίκαιον καὶ νὰ ἀκούσῃς φωνὴν ἀπὸ τὸ στόμα του.
15 Διότι θὰ τοῦ εἶσαι μάρτυς εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους δι’ ὅσα εἶδες καὶ ἄκουσες.
16 Καὶ τώρα γιατὶ χρονοτριβεῖς; Σήκω καὶ βαπτίσου καὶ πλύσου ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας σου ἀφοῦ ἐπικαλεσθῇς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου».
17 Ὅταν ἐπέστρεψα εἰς τὴνἹερουσαλὴμ καὶ ἐνῷ προσευχόμουν εἰς τὸν ναόν, περιέπεσα εἰς ἔκστασιν καὶ τὸν εἶδα,
18 μοῦ ἔλεγε δέ: «Τρέξε καὶ φύγε γρήγορα ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, διότι δὲν θὰ δεχθοῦν τὴν ἁμαρτίαν σου γιὰ μένα».
19 Καὶ ἐγὼ εἶπα, «Κύριε, αὐτοὶ ξέρουν ὅτι ἐγὼ ἐφυλάκιζα καὶ ἔδερνα εἰς τὰς συναγωγὰς ἐκείνους ποὺ ἐπίστευαν σ’ ἐσένα.
20 Καὶ ὅταν ἐχύνετο τὸ αἷμα τοῦ Στεφάνου τοῦ μάρτυρά σου, ἤμουν καὶ ἐγὼ παρὼν καὶ συγκατένευα εἰς τὸν φόνον του καὶ ἐφύλαγα τὰ ἐνδύματα ἐκείνων ποὺ τὸν ἐφόνευαν».
21 Καὶ αὐτὸς μοῦ εἶπε, «Πήγαινε, διότι ἐγὼ θὰ σὲ στείλω μακρυὰ εἰς ἐθνικούς».
Ὁ Παῦλος ἐπικαλεῖται τὴν ἰδιότητά του τοῦ Ρωμαίου πολίτου
22 Ἕως αὐτὸ τὸ σημεῖον τοῦ λόγου τὸν ἄκουαν, ἀλλὰ ὕστερα ἄρχισαν νὰ φωνάζουν, «Ἐξαφάνισε ἀπὸ τὴν γῆν ἕνα τέτοιον ἄνθρωπον, διότι δὲν πρέπει νὰ ζῇ».
23 Ἐπειδὴ δὲ ἐφώναζαν καὶ ἔρριχναν τὰ ἐνδύματά τους καὶ ἐσκόρπιζαν σκόνιν εἰς τὸν ἀέρα,
24 ὁ χιλίαρχος διέταξε νὰ ὁδηγηθῇ εἰς τὸν στρατῶνα καὶ νὰ τὸν ἀνακρίνουν μὲ μαστιγώσεις διὰ νὰ μάθῃ τὴν αἰτίαν διὰ τὴν κατακραυγὴν αὐτὴν ἐναντίον του.
25 Ἀλλ’ ὅταν τὸν εἶχαν δέσει διὰ νὰ τὸν μαστιγώσουν, εἶπε ὁ Παῦλος εἰς τὸν ἑκατόνταρχον ποὺ ἦτο ἐκεῖ, «Σᾶς ἐπιτρέπεται ἀπὸ τὸν νόμον νὰ μαστιγώσετε Ρωμαῖον πολίτην χωρὶς νὰ ἔχει καταδικασθῇ;».
26 Ὅταν ἄκουσε αὐτὸ ὁ ἑκατόνταρχος, ἐπῆγε εἰς τὸν χιλίαρχον καὶ τοῦ εἶπε, «Πρόσεξε τί πᾶς νὰ κάνῃς, διότι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι Ρωμαῖος πολίτης».
27 Ἦλθε τότε ὁ χιλίαρχος καὶ τοῦ εἶπε, «Πές μου, εἶσαι Ρωμαῖος πολίτης;». Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Ναί».
28 Καὶ ὁ χιλίαρχος ἀπεκρίθη, «Ἐγὼ μὲ πολλὰ χρήματα ἀπέκτησα τὸ δικαίωμα τοῦτο τοῦ πολίτου». Ὁ Παῦλος εἶπε, «Ἐγὼ ὅμως τὸ ἔχω ἐκ γενετῆς».
29 Τότε ἀπεσύρθησαν ἀμέσως ἐκεῖνοι ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τὸν ἀνακρίνουν καὶ ὁ ἴδιος ὁ χιλίαρχος ἐφοβήθηκε, ὅταν εἶδε ὅτι ὁ Παῦλος εἶναι Ρωμαῖος πολίτης καὶ τὸν εἶχε δέσει.
Ὁ Παῦλος ἀπολογεῖται ἐνώπιον τοῦ Συνεδρίου
30 Τὴν ἄλλην ἡμέραν, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ μάθῃ ἀκριβὼς διὰ ποίαν αἰτίαν κατηγορεῖτο ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, τὸν ἔλυσε ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ διέταξε νὰ συνέλθουν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ ὁλόκληρον τὸ συνέδριόν τους. Ὕστερα ἔφερε κάτω τὸν Παῦλον καὶ τοὺς τὸν παρουσίασε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 23
1 Ὁ Παῦλος ἔρριξε τὸ βλέμμα του εἰς τὸ συνέδριον καὶ εἶπε, «Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ ἔζησα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἕως σήμερα μὲ τελείως ἀγαθὴν συνείδησιν».
2 Ὁ ἀρχιερέας Ἀνανίας τότε διέταξε ἐκείνους ποὺ ἐστέκοντο πλησίον του νὰ τὸν κτυπήσουν εἰς τὸ στόμα.
3 Ὁ Παῦλος τότε τοῦ εἶπε, ὁ Θεὸς θὰ κτυπήσῃ σέ, τοῖχε ἀσβεστωμένε· κάθεσαι ἐκεῖ διὰ νὰ μὲ κρίνῃς σύμφωνα μὲ τὸν νόμον, καὶ ὅμως παραβαίνεις τὸν νόμον καὶ διατάσσεις νὰ μὲ κτυπήσουν;».
4 Ἐκεῖνοι ποὺ ἐστέκοντο πλησίον του εἶπαν, «Τὸν ἀρχιερέα τοῦ Θεοῦ ὑβρίζεις;».
5 Καὶ ὁ Παῦλος εἶπε, «Δὲν ἐγνώριζα, ἀδελφοί, ὅτι εἶναι ἀρχιερεύς· διότι εἶναι γραμμένον: Νὰ μὴ κακολογήσῃς ἄρχοντα τοῦ λαοῦ σου».
6 Ὅταν ὁ Παῦλος ἀντελήφθη ὅτι μία μερὶς ἦσαν Σαδδουκαῖοι καὶ ἡ ἄλλη Φαρισαῖοι, ἐφώναξε εἰς τὸ συνέδριον, «Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ εἶμαι Φαρισαῖος, υἱὸς Φαρισαίου· διὰ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν ἐγὼ δικάζομαι».
7 Ὅταν εἶπε αὐτό, ἔγινε φιλονεικία μεταξὺ τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Σαδδουκαίων καὶ ἐδιχάσθηκε τὸ συνέδριον.
8 – Οἱ μὲν Σαδδουκαῖοι λέγουν ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀνάστασις οὔτε ἄγγελος οὔτε πνεῦμα, οἱ δὲ Φαρισαῖοι παραδέχονται καὶ τὰ δύο. –
9 Ἔγινε θόρυβος μεγάλος καὶ σηκώθηκαν οἱ γραμματεῖς τῆς μερίδος τῶν Φαρισαίων καὶ φιλονεικοῦσαν λέγοντες, «Κανένα κακὸ δὲν βρίσκομε εἰς τὸν ἄνθρωπον αὐτόν. Ἐὰν τοῦ μίλησε κάποιο πνεῦμα ἢ κάποιος ἄγγελος, ἂς μὴ πολεμοῦμε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ».
10 Ἐπειδὴ δὲ ἔγινε μεγάλη φιλονεικία, ὁ χιλίαρχος ἐφοβήθηκε μήπως διασπαράξουν τὸν Παῦλον καὶ διέταξε τὸ στράτευμα νὰ κατεβῇ, νὰ τὸν πάρουν ἀπὸ αὐτοὺς διὰ τῆς βίας καὶ νὰ τὸν φέρουν εἰς τὸν στρατῶνα.
11 Τὴν ἑπομένην νύχτα παρουσιάσθηκε εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος καὶ τοῦ εἶπε, «Ἔχε θάρρος, Παῦλε. Διότι ὅπως ἔμαρτύρησες γιὰ μένα εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἔτσι πρέπει νὰ δώσῃς μαρτυρίαν καὶ εἰς τὴν Ρώμην».
Συνωμοσία τῶν Ἰουδαίων ἐναντίον τοῦ Παύλου
12 Ὅταν ἐξημέρωσε, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους συνωμότησαν καὶ ὡρκίσθηκαν νὰ μὴ φάγουν οὔτε νὰ πιοῦν ἕως ὅτου σκοτώσουν τὸν Παῦλον.
13 Ἦσαν δὲ περισσότεροι ἀπὸ σαράντα ἐκεῖνοι ποὺ ἔκαναν τὴν συνωμοσίαν αὐτήν·
14 καὶ ἐπῆγαν εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ εἶπαν, «Ἐδεσμευτήκαμε μὲ ὅρκον νὰ μὴ γευθοῦμε τίποτε, , ἕως ὅτου σκοτώσωμε τὸν Παῦλον.
15 Τώρα λοιπὸν σεῖς καὶ τὸ συνέδριον εἰδοποιήσατε τὸν χιλίαρχον νὰ σᾶς τὸν παρουσιάσῃ αὔριον μὲ τὴν δικαιολογίαν ὅτι θὰ ἐξετάσετε ἀκριβέστερα τὴν ὑπόθεσίν του· ἐμεῖς δὲ πρὶν πλησιάσῃ, θὰ εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ τὸν σκοτώσωμε».
16 Ἀλλ’ ὁ υἱὸς τῆς ἀδελφῆς τοῦ Παύλου ἄκουσε τὴν ἐνέδραν, ἐπῆγε εἰς τὸν στρατῶνα, ἐμπῆκε μέσα καὶ τὸ ἀνέφερε εἰς τὸν Παῦλον.
17 Ὁ Παῦλος ἐκάλεσεν ἕνα ἀπὸ τοὺς ἑκατόνταρχους καὶ τοῦ εἶπε, «Ὁδήγησε αὐτὸν τὸν νέον εἰς τὸν χιλίαρχον, διότι ἔχει νὰ τοῦ πῇ κάτι».
18 Ὁ ἑκατόνταρχος τὸν ἐπῆρε καὶ τὸν ὡδήγησεν εἰς τὸν χιλίαρχον, καὶ εἶπε, «Ὁ Παῦλος ποὺ εἶναι φυλακισμένος μὲ ἐκάλεσε καὶ μοῦ εἶπε νὰ φέρω αὐτὸν τὸν νέον σ’ ἐσένα, διότι ἔχει κάτι νὰ σοῦ πῇ».
19 Ὁ χιλίαρχος τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν ἐπῆρε ἰδιαιτέρως καὶ τὸν ἐρώτησε, «Τί ἔχεις νὰ μοῦ πῇς;».
20 Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Οἱ Ἰουδαῖοι συνεφώνησαν νὰ σὲ παρακαλέσουν νὰ φέρῃς τὸν Παῦλον αὔριον εἰς τὸ συνέδριον, μὲ τὴν δικαιολογίαν ὅτι θέλουν νὰ μάθουν ἀκριβέστερα γι’ αὐτόν.
21 Ἀλλὰ μὴν τοὺς πιστέψῃς διότι τὸν παραμονεύουν περισσότεροι ἀπὸ σαράντα ἄνδρες οἱ ὁποῖοι ὡρκίσθησαν νὰ μὴ φάγουν οὔτε νὰ πιοῦν, ἕως ὅτου τὸν σκοτώσουν καὶ τώρα εἶναι ἔτοιμοι καὶ περιμένουν τὴν συγκατάθεσίν σου».
22 Ὁ χιλίαρχος ἀπέλυσε τὸν νέον μὲ τὴν ἐντολήν: «Νὰ μὴ πῇς σὲ κανένα ὅτι μοῦ τὰ ἐφανέρωσες».
Ὁ Παῦλος ἀποστέλλεται εἰς Καισάρειαν
23 Ὕστερα ἐκάλεσε δύο ἀπὸ τοὺς ἑκατοντάρχους καὶ τοὺς εἶπε, «Ἑτοιμάστε ἀπὸ τὴν τρίτην νυχτερινὴν ὥραν διακοσίους στρατιώτας διὰ νὰ μεταβοῦν ἕως τὴν Καισάρειαν μαζὶ μὲ ἑβδομῆντα ἱππεῖς καὶ διακοσίους λογχοφόρους.
24 Νὰ ἔχουν καὶ ζῶα διὰ νὰ καθήσῃ ὁ Παῦλος καὶ νὰ τὸν φέρουν μὲ ἀσφάλειαν εἰς τὸν Φήλικα τὸν ἡγεμόνα».
25 Ἔγραψε καὶ ἐπιστολήν, ἡ ὁποία εἶχε τὸν ἑξῆς τύπον:
26 «Ὁ Κλαύδιος Λυσίας στέλλει χαιρετισμοὺς εἰς τὸν ἐξοχώτατον ἡγεμόνα Φήλικα.
27 Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἐπρόκειτο νὰ τὸν σκοτώσουν ὅτε ἐπενέβην μὲ τοὺς στρατιώτας καὶ τὸν ἔσωσα, ἐπειδὴ ἔμαθα ὅτι εἶναι Ρωμαῖος πολίτης.
28 Ἐπειδὴ δὲ ἤθελα νὰ μάθω διὰ ποίαν αἰτίαν τὸν κατηγοροῦσαν, τὸν ἐπῆρα κάτω εἰς τὸ συνέδριόν τους·
29 καὶ εἶδα ὅτι κατηγορεῖται διὰ ζητήματα τοῦ νόμου των, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε καμμία κατηγορία ἐναντίον του ποὺ νὰ τιμωρεῖται μὲ θάνατον ἢ φυλάκισιν.
30 Ἐπειδὴ ὅμως μοῦ ἐγνωστοποιήθη ὅτι ἐπρόκειτο νὰ γίνῃ ἐπίθεσις τῶν Ἰουδαίων ἐναντίον του, τὸν ἔστειλα ἀμέσως πρὸς σέ, καὶ παρήγγειλα ἐπίσης εἰς τοὺς κατηγόρους νὰ ποῦν ἐνώπιόν σου ὅ,τι ἔχουν ἐναντίον του. Ὑγίαινε».
31 Οἱ στρατιῶται λοιπόν, σύμφωνα μὲ τὴν διαταγὴν ποὺ εἶχαν, ἐπῆραν τὸν Παῦλον καὶ τὸν ἔφεραν τὴν νύχτα εἰς τὴν Ἀντιπατρίδα,
32 τὴν ἄλλην δὲ ἡμέραν ἄφησαν τοὺς ἱππεῖς νὰ πορευθοῦν μαζί του, αὐτοὶ δὲ ἐπέστρεψαν εἰς τὸν στρατῶνα.
33 Ἐκεῖνοι, ὅταν ἦλθαν εἰς τὴν Καισάρειαν, ἔδωκαν τὴν ἐπιστολὴν εἰς τὸν ἡγεμόνα καὶ τοῦ παρουσίασαν τὸν Παῦλον.
34 Ὁ ἡγεμὼν ἐδιάβασε τὴν ἐπιστολὴν καὶ τὸν ἐρώτησε ἀπὸ ποιάν ἐπαρχίαν εἶναι.
35 Ὅταν ἔμαθε ὅτι εἶναι ἀπὸ τὴν Κιλικίαν, «Θὰ σὲ ἀνακρίνω», εἶπε, «ὅταν ἔλθουν καὶ οἱ κατήγοροί σου». Διέταξε νὰ τὸν ἔχουν ὑπὸ φρούρησιν εἰς τὸ διοικητήριον τοῦ Ἡρώδη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 24
Ὁ Παῦλος δικάζεται ἀπὸ τὸν Ρωμαῖον ἡγεμόνα Φήλικα
1 Μετὰ πέντε ἡμέρας, κατέβηκε ὁ ἀρχιερεὺς Ἀνανίας μαζὶ μὲ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ κάποιον δικηγόρον Τέρτυλλον, καὶ διετύπωσαν κατηγορίας εἰς τὸν ἡγεμόνα κατὰ τοῦ Παύλου.
2 Ὅταν δὲ αὐτὸς ἐκλήθη, ἄρχισε ὁ Τέρτυλλος νὰ τὸν κατηγορῇ, λέγων,
3 «Τὸ ὅτι χάρις σ’ ἐσέ, ἐξοχώτατε Φῆλιξ, ἀπολαμβάνομεν ἀδιάκοπον εἰρήνην καὶ ὅτι γίνονται ἔργα εἰς τὸ ἔθνος τοῦτο χάρις εἰς τὴν πρόνοιάν σου, μὲ κάθε τρόπον καὶ παντοῦ τὸ ἀναγνωρίζομεν μὲ μεγάλην εὐγνωμοσύνην.
4 Διὰ νὰ μὴ σὲ κουράσω περισσότερον, σὲ παρακαλῶ νὰ ἔχῃς τὴν καλωσύνην νὰ μᾶς ἀκούσῃς συντόμως.
5 Τὸν ἄνθρωπον αὐτὸν τὸν θεωροῦμεν σὰν πανούκλα καὶ πρόξενον ταραχῆς μεταξὺ ὅλων τῶν Ἰουδαίων εἰς ὅλον τὸν κόσμον, εἶναι δὲ πρωτοστάτης τῆς αἱρέσεως τῶν Ναζωραίων· ἀκόμη καὶ τὸν ναὸν ἐπεχείρησε νὰ μολύνῃ.
6 Γι’ αυτὸ τὸν ἐπιάσαμε [καὶ ἠθέλαμε νὰ τὸν κρίνωμεν σύμφωνα μὲ τὸν νόμον μας,
7 ἀλλὰ ἦλθε ὁ Λυσίας ὁ χιλίαρχος καὶ τὸν ἐπῆρε μὲ μεγάλην βίαν ἀπὸ τὰ χέρια μας,
8 διέτεξε δὲ τοὺς κατηγόρους του νὰ παρουσιασθοῦν ἐνώπιόν σου]. Ἀφοῦ τὸν ἀνακρίνῃς σὺ ὁ ἴδιος, θὰ μπορέσῃς νὰ μάθῃς δι’ ὅλα ὅσα ἐμεῖς τὸν κατηγοροῦμεν».
9 Τὴν κατηγορίαν ὑπεστήριξαν καὶ οἱ Ἰουδαῖοι, λέγοντες ὅτι ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα.
10 Τότε ὁ Παῦλος, ἀφοῦ τοῦ ἔκανε νεῦμα ὁ ἡγεμὼν νὰ μιλήσῃ, εἶπε, «Ἐπειδὴ γνωρίζω ὅτι ἀπὸ πολλὰ χρόνια εἶσαι δικαστὴς εἰς τὸ ἔθνος τοῦτο, ἀπολογοῦμαι μὲ μεγαλυτέραν προθυμίαν διὰ τὸν ἑαυτόν μου,
11 ἐπειδὴ εἶσαι εἰς θέσιν νὰ μάθῃς ὅτι δὲν ἐπέρασαν περισσότερες ἀπὸ δώδεκα ἡμέρες ποὺ ἀνέβηκα διὰ νὰ προσκυνήσω εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ·
12 καὶ δὲν μὲ εὑρῆκαν νὰ συζητῶ μὲ κανένα ἢ νὰ παρακινῶ τὸν λαὸν εἰς ἐπανάστασιν οὔτε εἰς τὸν ναὸν οὔτε εἰς τὰς συναγωγάς, οὔτε εἰς τὴν πόλιν·
13 οὔτε μποροῦν νὰ ἀποδείξουν ἐκεῖνα ποὺ τώρα μὲ κατηγοροῦν.
14 Ὁμολογῶ δὲ σ’ ἐσὲ τοῦτο, ὅτι κατὰ τὴν διδασκαλίαν ποὺ ὀνομάζουν αἵρεσιν, ἔτσι λατρεύω τὸν Θεὸν τῶν πατέρων μας καὶ πιστεύω ὅλα ποὺ εἶναι γραμμένα εἰς τὸν νόμον καὶ εἰς τοὺς προφήτας,
15 καὶ ἔχω ἐλπίδα εἰς τὸν Θεόν, τὴν ὁποίαν καὶ αὐτοὶ δέχονται, ὅτι μέλλει νὰ γίνῃ ἀνάστασις τὼν νεκρῶν, τόσο τῶν δικαίων ὅσον καὶ τῶν ἀδίκων.
16 Διὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ προσπαθῶ μὲ κάθε τρόπον νὰ ἔχω πάντοτε καθαρὰν συνείδησιν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
17 Ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἦλθα διὰ νὰ φέρω εἰς τὸ ἔθνος μου ἐλεημοσύνας καὶ νὰ κάνω θυσίας.
18 Κατ’ αὐτὴν τὴν περίστασιν μὲ εὑρῆκαν εἰς τὸν ναὸν νὰ ὑποβάλλωμαι εἰς ἁγνισμόν, ὄχι μαζὶ μὲ ὄχλον οὔτε μὲ θόρυβον, μερικοὶ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὴν Ἀσίαν,
19 οἱ ὁποῖοι ἔπρεπε νὰ παρουσιασθοῦν ἐνώπιόν σου καὶ νὰ μὲ κατηγορήσουν ἐὰν ἔχουν τίποτε ἐναντίον μου.
20 Ἢ αὐτοὶ ἐδῶ ἂς ποῦν τί ἀδίκημα μοῦ εὑρῆκαν, ὅταν παρουσιάσθηκα εἰς τὸ συνέδριον,
21 ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἕνα αὐτὸ πρᾶγμα ποὺ ἐφώναξα, ὅταν ἔστεκα μεταξύ τους, δηλαδή, «Διὰ τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν δικάζομαι ἀπὸ σᾶς σήμερα».
Ὁ Φῆλιξ ἀναβάλλει τὴν δίκην
22 Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ Φῆλιξ, ἀνέβαλε τὴν δίκην, διότι ἐγνώριζε ἀκριβέστερα τὰ σχετικὰ πρὸς τὴν διδασκαλίαν, καὶ εἶπε, «Ὅταν κατεβῇ ὁ Λυσίας ὁ χιλίαρχος, θὰ ἀποφασίσω ἐπὶ τῆς ὑποθέσεώς σας».
23 Διέταξε δὲ τὸν ἑκατόνταρχον νὰ κρατῇ ὑπὸ ἐπιτήρησιν τὸν Παῦλον καὶ νὰ τοῦ παρέχῃ εὐκολίαν καὶ νὰ μὴ ἐμποδίζῃ κανένα ἀπὸ τοὺς φίλους του νὰ τὸν ὑπηρετῇ ἢ νὰ τὸν ἐπισκέπτεται.
24 Ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες ἦλθε ὁ Φῆλιξ μαζὶ μὲ τὴν σύζυγόν του Δρουσίλλαν, ἡ ὁποία ἦτο Ἰουδαία, καὶ καλέσας τὸν Παῦλον, τὸν ἄκουσε νὰ τοῦ μιλῇ περὶ πίστεως εἰς τὸν Χριστόν.
25 Ἀλλὰ ὅταν ἐμιλοῦσε διὰ ζητήματα δικαιοσύνης καὶ ἐγκρατείας καὶ μελλούσης κρίσεως, φοβισμένος ὁ Φῆλιξ εἶπε, «Ἐπὶ τοῦ παρόντος πήγαινε καὶ ὅταν θὰ ἔχω καιρὸν θὰ σὲ καλέσω».
26 Συγχρόνως ἤλπιζε ὅτι θὰ τοῦ ἐδίδοντο χρήματα ἀπὸ τὸν Παῦλο διὰ νὰ τὸν ἀπολύσῃ· διὰ τοῦτο τὸν ἐκαλοῦσε συχνὰ καὶ μιλοῦσε μαζί του.
27 Ὅταν συμπληρώθηκε διετία, τὸν Φήλικα διεδέχθη ὁ Πόρκιος Φῆστος. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Φῆλιξ ἤθελε νὰ κάνῃ χάριν εἰς τοὺς Ἰουδαίους, ἄφησε τὸν Παῦλος φυλακισμένον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 25
Ὁ Παῦλος δικάζεται ἀπὸ τὸν Φῆστον
1 Ὁ Φῆστος, τρεῖς ἡμέρας μετὰ τὸν ἐρχομόν του εἰς τὴν ἐπαρχίαν, ἀνέβηκε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἀπὸ τὴν Καισάρειαν.
2 Ὁ ἀρχιερεὺς δὲ καὶ οἱ προὔχοντες τῶν Ἰουδαίων διετύπωσαν εἰς αὐτὸν κατηγορίας κατὰ τοῦ Παύλου,
3 καὶ τὸν παρακαλοῦσαν, ζητοῦντες ὡς χάριν ἀπὸ αὐτόν, νὰ τὸν καλέσῃ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, διότι ἐσχεδίαζαν ἐνέδραν διὰ νὰ τὸν σκοτώσουν εἰς τὸν δρόμον.
4 Ὁ Φῆστος ἀπεκρίθη ὅτι ὁ Παῦλος εἶναι ὑπὸ ἐπιτήρησιν εἰς τὴν Καισάρειαν, καὶ ὅτι ἐπρόκειτο καὶ αὐτὸς νὰ ἀναχωρήσῃ γρήγορα ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ.
5 «Οἱ πρόκριτοι λοιπὸν μεταξύ σας», εἶπε, «ἂς κατεβοῦν μαζί μου καὶ ἂν ὑπάρχῃ τίποτε ἀξιόποινον εἰς τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, ἂς τὸν κατηγορήσουν».
6 Ἀφοῦ παρέμεινε μεταξύ τους περισσότερον ἀπὸ δέκα ἡμέρες, κατέβηκε εἰς τὴν Καισάρειαν καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν, ἀφοῦ ἐκάθησε εἰς τὴν δικαστικὴν ἔδραν, διέταξε νὰ φέρουν τὸν Παῦλον.
7 Ὅταν αὐτὸς ἔφθασε, τὸν περιεκύκλωσαν οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ εἶχαν κατεβῆ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, διατυπώνοντας πολλὰς καὶ βαρείας κατηγορίας κατὰ τοῦ Παύλου, τὰς ὁποίας δὲν μποροῦσαν νὰ ἀποδείξουν, διότι ὁ Παῦλος ἀπολογούμενος ἔλεγε,
8 «Οὔτε κατὰ τοῦ νόμου τῶν Ἰουδαίων, οὔτε κατὰ τοῦ ναοῦ, οὔτε κατὰ τοῦ Καίσαρος ἔκανα κανένα ἁμάρτημα».
9 Ἐπειδὴ ὁ Φῆστος ἤθελε νὰ κάνῃ χάριν εἰς τοὺς Ἰουδαίους, ἀπεκρίθη εἰς τὸν Παῦλον, «Θέλεις νὰ ἀνεβῇς εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ νὰ δικασθῇς ἐκεῖ διὰ τὰς κατηγορίας αὐτὰς ἐνώπιόν μου;».
10 Ἀλλ’ ὁ Παῦλος εἶπε, «Βρίσκομαι ἐνώπιον δικαστηρίου τοῦ Καίσαρος, ὅπου πρέπει νὰ δικασθῶ. Εἰς τοὺς Ἰουδαίους δὲν ἔκανα κανένα κακόν, ὅπως πολὺ καλὰ ξέρεις.
11 Ἐὰν ἔχω ἄδικον καὶ ἔπραξα κάτι ἄξιον θανάτου, δὲν ζητῶ νὰ ἀποφύγω τὸν θάνατον, ἐὰν ὅμως δὲν στέκῃ καμμία κατηγορία ἀπὸ ἐκείνας ποὺ αὐτοὶ μὲ κατηγοροῦν, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μὲ παραδώσῃ σ’ αὐτούς. Ἐπικαλοῦμαι τὸν Καίσαρα».
12 Τότε ὁ Φῆστος, ἀφοῦ συνωμίλησε μὲ τοὺς συμβούλους του, ἀπεκρίθη, «Τὸν Καίσαρα ἔχεις ἐπικαλεσθῆ, εἰς τὸν Καίσαρα θὰ μεταβῇς».
Ἀγρίππας καὶ Βερνίκη
13 Ἀφοῦ ἐπέρασαν μερικὲς ἡμέρες, ὁ Ἀγρίππας ὁ βασιλεὺς καὶ ἡ Βερνίκη ἔφθασαν εἰς τὴν Καισάρειαν, διὰ νὰ χαιρετήσουν τὸν Φῆστον.
14 Ἐπειδὴ δὲ ἔμειναν ἐκεῖ πολλὲς ἡμέρες, ὁ Φῆστος ἀνέφερε εἰς τὸν βασιλέαν τὴν ὑπόθεσιν τοῦ Παύλου. «Ὑπάρχει κάποιος», εἶπε, «ποὺ ἔχει ἀφεθῆ φυλακισμένος ἀπὸ τὸν Φήλικα,
15 καὶ ὅταν ἤμουν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τῶν Ἰουδαίων διετύπωσαν κατηγορίας ἐναντίον του καὶ ἐζητοῦσαν τὴν καταδίκην του.
16 Τοὺς ἀπεκρίθην ὅτι δὲν εἶναι συνήθεια τῶν Ρωμαίων νὰ παραδίδουν ἕνα ἄνθρωπον εἰς θάνατον προτοῦ ὁ κατηγορούμενος ἔχῃ ἐνώπιόν του τοὺς κατηγόρους καὶ λάβῃ εὐκαιρίαν νὰ ἀπολογηθῇ διὰ τὴν κατηγορίαν.
17 Ὅταν λοιπὸν αὐτοὶ ἦλθαν μαζί μου ἐδῶ, χωρὶς καμμίαν ἀναβολήν, τὴν ἑπομένην ἡμέραν, ἀφοῦ ἐκάθησα εἰς τὴν δικαστικὴν ἕδραν, διέταξα νὰ φέρουν τὸν ἄνθρωπον.
18 Ὅταν παρουσιάσθηκαν οἱ κατήγοροι, δὲν ἔφεραν καμμίαν κατηγορίαν ἀπὸ ἐκείνας ποὺ ἐγὼ ἐπερίμενα,
19 ἀλλ’ εἶχαν διαφορὰς μαζί του διὰ ζητήματα σχετικὰ μὲ τὴν δικήν τους θρησκείαν καὶ γιὰ κάποιον Ἰησοῦν, ποὺ εἶχε πεθάνει, ἀλλ’ ὁ Παῦλος ἔλεγε ὅτι ζῆ.
20 Ἐπειδὴ δὲν ἤξερα πῶς νὰ ἐξετάσω τέτοια ζητήματα, ἐρώτησα ἐὰν ἤθελε νὰ μεταβῇ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ δικασθῇ ἐκεῖ.
21 Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Παῦλος ἐπεκαλέσθη νὰ ἀφεθῇ εἰς τὴν κρίσιν τοῦ Σεβαστοῦ, διέταξα νὰ τὸν φυλάττουν, ἕως ὅτου τὸν στείλω εἰς τὸν Καίσαρα».
22 Τότε ὁ Ἀγρίππας εἶπε εἰς τὸν Φῆστον, «Θὰ ἤθελα νὰ ἀκούσω καὶ ἐγὼ τὸν ἄνθρωπον». Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Αὔριον θὰ τὸν ἀκούσῃς».
23 Τὴν ἑπομένην ἡμέραν ἦλθε ὁ Ἀγρίππας καὶ ἡ Βερνίκη μὲ μεγάλην πομπὴν καὶ ἐμπῆκαν εἰς τὴν αἴθουσαν τῶν ἀκροάσεων μαζὶ μὲ τοὺς χιλιάρχους καὶ τοὺς προὔχοντας τῆς πόλεως, καὶ κατὰ διαταγὴν τοῦ Φήστου ἔφεραν τὸν Παῦλον.
24 Τότε εἶπε ὁ Φῆστος, «Βασιλεῦ Ἀγρίππα καὶ ὅσοι εἶσθε ἐδῶ παρόντες μαζί μας, βλέπετε τοῦτον, διὰ τὸν ὁποῖον ὅλος ὁ Ἰουδαϊκὸς λαὸς παρουσιάσθηκε σ’ ἐμὲ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐδῶ, φωνάζοντες ὅτι δὲν πρέπει πλέον αὐτὸς νὰ ζῇ.
25 Ἀλλ’ ἐγὼ δὲν εὑρῆκα νὰ ἔχῃ κάνει τίποτε ἄξιον θανάτου καὶ ἐπειδὴ αὐτὸς ὁ ἴδιος ἔκανε ἔκκλησιν εἰς τὸν Σεβαστόν, ἀπεφάσισα νὰ τοῦ τὸν στείλω.
26 Ἀλλὰ δὲν ἔχω τίποτε τὸ βέβαιον νὰ γράψω εἰς τὸν κύριόν μου. Διὰ τοῦτο σᾶς τὸν παρουσίασα, καὶ μάλιστα σ’ ἐσέ, βασιλεῦ Ἀγρίππα, διὰ νὰ ἔχω κάτι νὰ γράψω, ἀφοῦ γίνῃ ἡ ἀνάκρισις.
27 Διότι μοῦ φαίνεται παράλογον νὰ στείλω κάποιον δέσμιον, χωρὶς νὰ δηλώσω καὶ κατηγορίας ἐναντίον του».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 26
Ἡ ὁμιλία τοῦ Παύλου ἐνώπιον τοῦ Ἀγρίππα
1 Τότε ὁ Ἀγρίππας εἶπε εἰς τὸν Παῦλον, «Ἔχεις τὴν ἄδειαν νὰ μιλήσῃς διὰ τὸν ἑαυτόν σου». Καὶ ὁ Παῦλος, ἀφοῦ ἅπλωσε τὸ χέρι του, ἄρχισε νὰ ἀπολογῆται.
2 «Θεωρῶ τὸν ἑαυτόν μου εὐτυχῆ, βασιλεῦ Ἀγρίππα, διότι ἐνώπιόν σου θὰ ἀπολογηθῶ σήμερα δι’ ὅλα ὅσα κατηγοροῦμαι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους,
3 ἰδίως διότι εἶσαι γνώστης ὅλων τῶν Ἰουδαϊκῶν ἐθίμων καὶ ζητημάτων· διὰ τοῦτο σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ ἀκούσῃς μὲ ὑπομονήν.
4 Τὸν τρόπον τῆς ζωῆς μου ἀπὸ τὴν νεότητά μου, ποὺ ἐπέρασα ἀπὸ τὴν ἀρχὴν μεταξὺ τοῦ ἔθνους μου εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ξέρουν ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι.
5 Ξέρουν ἀπὸ πολὺν καιρόν, καὶ ἂν θέλουν μποροῦν νὰ τὸ βεβαιώσουν, ὅτι ἐγὼ ἔζησα σύμφωνα πρὸς τὴν πιὸ αὐστηρὴν αἵρεσιν τῆς θρησκείας μας, δηλαδὴ ὡς Φαρισαῖος.
6 Καὶ τώρα στέκομαι ἐδῶ καὶ δικάζομαι διὰ τὴν ἐλπίδα μου εἰς τὴν ὑπόσχεσιν ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς τοὺς πατέρας μας,
7 εἰς τὴν ὁποίαν αἱ δώδεκα φυλαί μας ἐλπίζουν νὰ καταλήξουν μὲ τὴν ἀδιάκοπον λατρείαν τους ἡμέραν καὶ νύχτα. Γι’ αὐτὴν τὴν ἐλπίδα κατηγοροῦμαι, βασιλεῦ Ἀγρίππα, ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους.
8 Γιατὶ θεωρεῖται ἀπὸ σᾶς ἀπίστευτον, ὅτι ὁ Θεὸς ἀνασταίνει νεκρούς;
9 Καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος ἐνόμισα ὅτι ἔπρεπε νὰ κάνω πολλὰ ἐναντίον τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου.
10 Αὐτὸ καὶ ἐκανα εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ἔκλεισα εἰς τὰς φυλακάς, λαβὼν τὴν ἐξουσίαν ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς, καὶ ὅταν ἐπρόκειτο νὰ σκοτωθοῦν, ἔδωκα καταδικαστικὴν ψῆφον,
11 καὶ εἰς ὅλας τὰς συναγωγὰς συχνὰ διὰ τιμωριῶν τοὺς ἠνάγκαζα νὰ βλασφημοῦν καὶ μὲ ὑπερβολικὴν μανίαν τοὺς κατεδίωκα μέχρι καὶ τῶν πόλεων πέραν τῆς Ἰουδαίας.
12 Μὲ τέτοιες προθέσεις ἐπήγαινα εἰς τὴν Δαμασκὸν μὲ ἐξουσίαν καὶ ἐντολὴν ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς,
13 καὶ ἐνῷ προχωροῦσα στὸν δρόμον μου, βασιλεῦ, τὸ μεσημέρι εἶδα φῶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸν λαμπρότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον, νὰ λάμπῃ γύρω μου καὶ γύρω ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐβάδιζαν μαζί μου.
14 Ἐπέσαμεν ὅλοι κάτω εἰς τὴν γῆν καὶ τότε ἄκουσα φωνὴν νὰ μοῦ λέγῃ εἰς τὴν ἑβραϊκὴν γλῶσσαν, «Σαούλ, Σαούλ, γιατὶ μὲ καταδιώκεις; Εἶναι σκληρὸν γιὰ σὲ νὰ κλωτσᾷς τὸ βούκεντρον».
15 Ἐγὼ δὲ εἶπα, «Ποιός εἶσαι, Κύριε;», καὶ ὁ Κύριος εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς, τὸν ὁποῖον σὺ καταδιώκεις.
16 Ἀλλὰ σήκω καὶ στάσου στὰ πόδια σου, διότι γι’ αὐτὸν τὸν σκοπὸν ἐμφανίσθηκα σ’ ἐσέ: διὰ νὰ σὲ καταστήσω ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα καὶ γιὰ ὅσα εἶδες τώρα καὶ γιὰ ὅσα θὰ ἰδῇς ἀπὸ ἐμέ.
17 Θὰ σὲ ἐλευθερώνω ἀπὸ τὸν λαὸν αὐτὸν καὶ ἀπὸ τοὺς ἐινικούς,
18 εἰς τοὺς ὁποίους ἐγὼ σὲ στέλλω διὰ νὰ ἀνοίξῃς τὰ μάτια τους ὥστε νὰ ἐπιστραφοῦν ἀπὸ τὸ σκοτάδι εἰς τὸ φῶς καὶ ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν τοῦ Σατανᾶ εἰς τὸν Θεόν, διὰ νὰ λάβουν διὰ τῆς πίστεως σ’ ἐμὲ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ μερίδα μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ὁ Θεὸς ἔκανε δικούς του».
19 Κατόπιν τούτου, βασιλεῦ Ἀγρίππα, δὲν ἔγινα ἀπειθὴς εἰς τὴν οὐράνιον ὀπτασίαν,
20 ἀλλ’ ἐκήρυττα πρῶτα εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Δαμασκοῦ καὶ ὕστερα εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας καὶ εἰς τοὺς ἐθνικοὺς νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὸν Θεόν, ἀποδεικνύοντες τὴν μετάνοιάν τους μὲ ἔργα.
21 Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον οἱ Ἰουδαῖοι μὲ συνέλαβαν εἰς τὸν ναὸν καὶ προσπαθοῦσαν νὰ μὲ σκοτώσουν.
22 Ἀλλ’ εἶχα τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι ἕως τὴν ἡμέραν αὐτὴν στέκομαι καὶ δίνω μαρτυρίαν σὲ μικροὺς καὶ μεγάλους, χωρὶς νὰ λέγω τίποτε περισσότερον ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ οἱ προφῆται καὶ ὁ Μωϋσῆς εἶπαν ὅτι μέλλουν νὰ γίνουν.
23 Δηλαδή, ὅτι ὁ Χριστὸς πρέπει νὰ πάθῃ, καὶ ὅτι, ἐπειδὴ θὰ εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ θὰ ἀναστηθῇ ἐκ νεκρῶν, θὰ ἐξαγγείλῃ τὸ φῶς εἰς τὸν Ἰουδαϊκὸν λαὸν καὶ εἰς τοὺς ἐθνικούς».
24 Ἐνῷ ἔλεγε αὐτὰ ὁ Παῦλος ἀπολογούμενος, ὁ Φῆστος εἶπε μὲ μεγάλην φωνήν, «Εἶσαι τρελλός, Παῦλε· τὰ πολλὰ γράμματα σὲ φέρουν στὴν τρέλλα».
25 «Δὲν εἶμαι τρελλός, ἐξοχώτατε Φῆστε», εἶπε ὁ Παῦλος, «ἀλλὰ λέγω λόγια ἀληθινὰ καὶ συνετά.
26 Ξέρει καλὰ τὰ ζητήματα αὐτὰ ὁ βασιλεύς, πρὸς τὸν ὁποῖον καὶ μιλῶ μὲ θάρρος. Δὲν πιστεύω ὅτι τοῦ διαφεύγει κανένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα, διότι δὲν ἔχουν γίνει στὰ κρυφά.
27 Πιστεύεις, βασιλεῦ Ἀγρίππα, εἰς τοὺς προφήτας; Γνωρίζω ὅτι πιστεύεις».
28 Ὁ Ἀγρίππας εἶπε εἰς τὸν Παῦλον, «Κοντεύεις νὰ μὲ πείσῃς νὰ γίνω χριστιανός».
29 Ὁ δὲ Παῦλος εἶπε, «Θὰ εὐχόμουν εἰς τὸν Θεόν, εἴτε εἰς ὀλίγον, εἴτε εἰς μακρὸν χρόνον, ὄχι μόνον ἐσύ, ἀλλὰ καὶ ὅλοι ὅσοι μὲ ἀκούουν σήμερα, νὰ γίνουν τέτοιοι ὅπως εἶμαι ἐγώ, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἁλυσίδες».
30 Καὶ ὅταν εἶπε αὐτὰ ὁ Παῦλος, ἐσηκώθηκε ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ ἡγεμὼν καὶ ἡ Βερνίκη καὶ ὅσοι ἐκάθοντο μαζί τους,
31 καὶ ὅταν ἔφυγαν συνωμιλοῦσαν μεταξύ τους καὶ ἔλεγαν, «Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν κάνει τίποτε ἄξιον θανάτου ἢ φυλακίσεως».
32 Ὁ δὲ Ἀγρίππας εἶπε εἰς τὸν Φῆστον, «Θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε ἀπολυθῆ ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἐὰν δὲν εἶχε ἐπικαλεσθῆ τὸν Καίσαρα».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 27
Ὁ Παῦλος ἀποπλέει διὰ τὴν Ρώμην. – Εἰς Κρήτην
1 Ὅταν ἀπεφασίσθη νὰ ἀποπλεύσωμεν εἰς τὴν Ἰταλίαν, παρέδωκαν τὸν Παῦλον καὶ μερικοὺς ἄλλους φυλακισμένους εἰς κάποιον ἑκατόνταρχον ὀνομαζόμενον Ἰούλιον, τῆς αὐτοκρατορικῆς φρουρᾶς.
2 Ἐπιβιβασθήκαμε εἰς πλοῖον Ἀδραμυττηνόν, ποὺ θὰ ἔπλεε εἰς λιμένας τῆς Ἀσίας, καὶ ξεκινήσαμε, εἴχαμε δὲ μαζί μας τὸν Ἀρίσταρχον, Μακεδόνα ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκην.
3 Τὴν ἑπομένην ἐφθάσαμεν εἰς τὴν Σιδῶνα καὶ ὁ Ἰούλιος ἐφέρθηκε εὐγενικὰ πρὸς τὸν Παῦλον καὶ τοῦ ἐπέτρεψε νὰ μεταβῇ εἰς τοὺς φίλους του διὰ νὰ τὸν περιποιηθοῦν.
4 Ἀπ’ ἐκεῖ ἐφύγαμεν καὶ ἐπλεύσαμεν πρὸς τὰ ὑπήνεμα μέρη τῆς Κύπρου, διότι οἱ ἄνεμοι ἦσαν ἀντίθετοι,
5 καὶ ἀφοῦ ἐπλεύσαμεν τὸ πέλαγος τῆς Κιλικίας καὶ τῆς Παμφυλίας, ἤλθαμεν εἰς τὰ Μύρα τῆς Λυκίας.
6 Ἐκεῖ ὁ ἑκατόνταρχος εὑρῆκε πλοῖον Ἀλεξανδρινὸν ποὺ προωρίζετο διὰ τὴν Ἰταλίαν καὶ μᾶς ἐπιβίβασεν εἰς αὐτό.
7 Ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας ἐπλέαμεν σιγὰ καὶ μὲ δυσκολίαν ἐφθάσαμεν κοντὰ εἰς τὴν Κνίδον, ἐπειδὴ δὲ ὁ ἄνεμος δὲν μᾶς ἐπέτρεπε νὰ προχωρήσωμεν, ἐπλεύσαμεν, ὅταν ἐπεράσαμε τὴν Σαλμώνην, νοτίως τῆς Κρήτης.
8 Πλέοντες μὲ κόπον πλησίον τῆς ἀκτῆς, ἤλθαμεν σὲ κάποιον τόπον ποὺ ὠνομάζετο Καλοὶ Λιμένες, πλησίον τοῦ ὁποίου ἦτο ἡ πόλις Λασαία.
9 Ἐπειδὴ εἶχε περάσει ἀρκετὸς χρόνος καὶ τὸ ταξίδι ἦτο ἐπικίνδυνον, διότι καὶ ἡ νηστεία εἶχε ἤδη περάσει, ὁ Παῦλος εἶπε, «Ἄνδρες, βλέπω ὅτι τὸ ταξίδι θὰ γίνῃ μὲ κακοπάθειαν καὶ μὲ μεγάλην ζημίαν ὄχι μόνον τοῦ φορτίου καὶ τοῦ πλοίου ἀλλὰ καὶ τῆς ζωῆς μας».
11 Ὁ ἑκατόνταρχοε ἐπείθετο μᾶλλον εἰς τὸν κυβερνήτην καὶ εἰς τὸν ἰδιοκτήτην τοῦ πλοίου παρὰ εἰς τὰ λεγόμενα τοῦ Παύλου.
12 Ἐπειδὴ δὲ ὁ λιμὴν δὲν ἦτο κατάλληλος διὰ νὰ παραχειμάσουν, οἱ περισσότεροι ἦσαν τῆς γνώμης ν’ ἀναχωρήσουν ἀπ’ ἐκεῖ, μήπως μπορέσουν νὰ φθάσουν εἰς τὸν Φοίνικα, λιμένα τῆς Κρήτης, ὁ ὁποῖος βλέπει πρὸς τὰ νοτιοδυτικὰ καὶ βορειοδυτικά, καὶ νὰ παραχειμάσουν ἐκεῖ.
Θύελλα καὶ ναυάγιον εἰς Μελίτην (Μάλταν)
13 Ὅταν ἄρχισε νὰ πνέῃ ἐλαφρὸς νότιος ἄνεμος, ἐνόμισαν ὅτι μποροῦν νὰ πραγματοποιήσουν τὸ σχέδιόν τους καί, σηκώσαντες τὴν ἄγκυραν, ἔπλεαν κατὰ μῆκος τῆς Κρήτης, κοντὰ εἰς τὴν ἀκτήν.
14 Ἀλλ’ ὕστερα ἀπὸ λίγο ξέσπασε ἐναντίον της ἕνας ἀνεμοστρόβιλος ποὺ ὀνομάζεται Εὐροκλύδων.
15 Ἐπειδὴ δὲ τὸ πλοῖον συμπαρασύρθηκε καὶ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἀντισταθῇ, παρεδόθημεν εἰς τὸν ἄνεμον καὶ παρεσυρόμεθα.
16 Ὅταν δὲ ἐπλεύσαμεν κάτω ἀπὸ κάποιο νησάκι ποὺ ὀνομάζεται Κλαύδη, μόλις κατωρθώσαμεν νὰ γίνωμεν κύριοι τῆς λέμβου·
17 ἀφοῦ τὴν ἔσυραν ἐπάνω, ἐχρησιμοποιοῦσαν βοηθητικὰ μέσα καὶ ἔζωναν γύρω τὸ πλοῖον μὲ καραβόσχοινο. Ἐπειδὴ δὲ ἐφοβοῦντο μήπως πέσουν ἔξω εἰς τὴν Σύρτιν, κατέβασαν τὰ πανιὰ καὶ ἐσύροντο ἀπὸ τὸ ρεῦμα.
18 Ἐπειδὴ ὑποφέραμεν πολὺ ἀπὸ τὴν θαλασσοταραχήν,
19 ἔρριξαν τὴν ἑπομένην εἰς τὴν θάλασσαν μέρος τοῦ φορτίου καὶ κατὰ τὴν τρίτην ἡμέραν, μὲ τὰ χέρια μας ἐρρίξαμε τὸν ἐξοπλισμὸν τοῦ πλοίου.
20 Ἐπειδὴ δὲ οὔτε ἥλιος οὔτε ἄστρα ἐφαίνοντο ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας καὶ μιὰ φοβερὴ θύελλα ἦτο ἐπάνω μας, εἶχε χαθῆ πλέον κάθε ἐλπίδα νὰ σωθοῦμε.
21 Ἐπέρασαν ἀρκεταὶ ἡμέραι χωρὶς νὰ ἔχουν φάγει τίποτε, καὶ τότε ὁ Παῦλος ἐστάθηκε μεταξύ τους καὶ εἶπε, «Ἔπρεπε, ὦ ἄνδρες, νὰ ἀκούσετε ἐμὲ καὶ νὰ μὴ ἀναχωρήσετε ἀπὸ τὴν Κρήτην καὶ ἔτσι θὰ ἀποφεύγατε τὴν ταλαιπωρίαν αὐτὴν καὶ τὴν ζημίαν.
22 Καὶ τώρα σᾶς προτρέπω νὰ ἔχετε θάρρος· κανεὶς ἀπὸ σᾶς δὲν πρόκειται νὰ χαθῇ, παρὰ μόνον τὸ πλοῖο.
23 Διότι μοῦ παρουσιάσθηκε τὴν νύχτα αὐτὴν ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκω καὶ τὸν ὁποῖον λατρεύω,
24 καὶ μοῦ εἶπε, «Μὴ φοβᾶσαι Παῦλε. Πρέπει νὰ παρουσιασθῇς εἰς τὸν Καίσαρα καὶ ἰδού, ὁ Θεὸς σοῦ ἐχάρισε ὅλους τοὺς συνταξιδιώτας σου».
25 Διὰ τοῦτο ἔχετε θάρρος, ὦ ἄνδρες· πιστεύω εἰς τὸν Θεόν, ὅτι ἔτσι θὰ συμβῇ καθὼς μοῦ ἐλέχθη. Πρέπει ὅμως νὰ πέσωμεν ἔξω σὲ κάποιο νησί».
27 Τὴν δεκάτην τετάρτην νύχτα, ἐνῷ ἐφερόμεθα ἀκόμη εἰς τὸ Ἀδριατικὸν πέλαγος, οἱ ναῦται, κατὰ τὰ μεσάνυχτα, ἔνοιωσαν ὅτι κάποια ξηρὰ ἦτο πλησίον.
28 Ἐβυθομέτρησαν, εὑρῆκαν εἴκοσι ὀργυιές, ὅταν δὲ πέρασε ὁλίγον διάστημα καὶ πάλιν ἐβυθομέτρησαν, εὑρῆκαν δέκα πέντε ὀργυιές.
29 Ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο μήπως πέσωμεν σὲ πετρώδεις τόπους, ἔρριξαν ἀπὸ τὴν πρύμναν τέσσερις ἄγκυρες καὶ παρακαλοῦσαν νὰ ξημερώσῃ.
30 Ἀλλ’ οἱ ναῦται ἐζητοῦσαν νὰ φύγουν ἀπὸ τὸ πλοῖον καὶ εἶχαν κατεβάσει τὴν λέμβον εἰς τὴν θάλασσαν μὲ τὴν πρόφασιν ὅτι θὰ ρίξουν ἄγκυρες καὶ ἀπὸ τὴν πρώραν.
31 Τότε εἶπε ὁ Παῦλος εἰς τὸν ἑκατόνταρχον καὶ τοὺς στρατιώτας, «Ἐὰν αὐτοὶ δὲν μείνουν εἰς τὸ πλοῖον, δὲν θὰ μπορέσετε σεῖς νὰ σωθῆτε».
32 Οἱ στρατιῶται τότε ἀπέκοψαν τὰ σχοινιὰ τῆς λέμβου καὶ τὴν ἄφησαν νὰ πέσῃ ἔξω.
33 Ἐνῷ ἐπερίμεναν νὰ ξημερώσῃ, ὁ Παῦλος προέτρεπε ὅλους νὰ φάγουν, λέγων, «Σήμερα εἶναι ἡ δεκάτη τετάρτη ἡμέρα ποὺ εἶσθε εἰς ἀναμονὴν καὶ νηστικοί, χωρὶς νὰ ἔχετε πάρει τίποτε.
34 Γι’ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ νὰ φᾶτε, διότι πρόκειται περὶ τῆς ζωῆς σας· κανενὸς ἀπὸ σᾶς δὲν θὰ πέσῃ οὔτε τρίχα τῆς κεφαλῆς του».
35 Ὅταν εἶπε αὐτά, ἐπῆρε ψωμί, εὐχαρίστησε τὸν Θεὸν ἐνώπιον ὅλων καὶ ἀφοῦ τὸ ἔκοψε ἄρχισε νὰ τρώγῃ.
36 Τότε ἐπῆραν ὅλοι θάρρος καὶ ἔφαγαν καὶ αὐτοί.
37 Εἰς τὸ πλοῖον ἤμεθα ἐν συνόλῳ διακόσια ἑβδομῆντα ἕξη πρόσωπα.
38 Καὶ ὅταν ἐχόρτασαν ἀπὸ τροφήν, ἐξαλάφρωσαν τὸ πλοῖον ρίχνοντες τὸ σιτάρι εἰς τὴν θάλασσαν.
39 Ὅταν ἔγινε ἡμέρα, δὲν μποροῦσαν νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν χώραν, ἀλλὰ παρετήρησαν κάποιον κόλπον μὲ ἀκρογιαλιά, εἰς τὴν ὁποίαν ἐσχεδίαζαν, ἐὰν ἦτο δυνατόν, νὰ προσαράξουν τὸ πλοῖον.
40 Ἔλυσαν λοιπὸν τὶς ἔγκυρες, τὶς ἔρριξαν εἰς τὴν θάλασσαν, συγχρόνως δὲ ἐχαλάρωσαν τὰ λουριὰ τῶν πηδαλίων, ἐσήκωσαν τὸ πανὶ τῆς πρώρας πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τοῦ ἀνέμου καὶ ἐφέροντο πρὸς τὴν ἀκρογιαλιά.
41 Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἔπεσαν σὲ μέρος ποὺ ἐκυκλώνετο εἰς τὰ δύο μέρη ἀπὸ θάλασσαν, ἔρριξαν τὸ πλοῖον εἰς τὴ ξηρὰν καὶ ἡ μὲν πρώρα, ἐπειδὴ ἀκούμπησε εἰς τὴν ἀμμουδιά, ἔμεινε ἀκίνητη, ἐνῷ ἡ πρύμνη ἄρχισε νὰ διαλύεται ἀπὸ τὴν ὁρμὴν τῶν κυμάτων.
42 Τότε οἱ στρατιῶται ἐσκέφθησαν νὰ σκοτώσουν τοὺς φυλακισμένους διὰ νὰ μὴ κολυμπήσῃ κανεὶς καὶ φύγῃ.
43 Ἀλλ’ ὁ ἑκατόνταρχος, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ σώσῃ τὸν Παῦλον, δὲν τοὺς ἄφησε νὰ ἐκτελέσουν τὸ σχέδιόν τους καὶ διέταξε νὰ ριφθοῦν εἰς τὴν θάλασσαν πρῶτοι ὅσοι ἤξεραν νὰ κολυμποῦν καὶ νὰ κατευθυνθοῦν πρὸς τὴν ξηράν,
44 οἱ δὲ λοιποὶ νὰ βγοῦν, ἄλλοι μὲν ἐπάνω σὲ σανίδια, μερικοὶ δὲ ἐπάνω σὲ συντρίμματα τοῦ πλοίου. Καὶ ἔτσι ἐσώθηκαν ὅλοι εἰς τὴν ξηράν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 28
Ὁ Παῦλος εἰς Μελίτην
1 Ὅταν ἐσωθήκαμε, τότε ἐμάθαμε ὅτι ἡ νῆσος ὀνομάζεται Μελίτη.
2 Οἱ ἰθαγενεῖς μᾶς φέρθηκαν μὲ ἀσυνήθη εὐγένειαν. Μᾶς πῆραν ὅλους κοντὰ σὲ μιὰ φωτιὰ ποὺ εἶχε ἀνάψει ἐπειδὴ εἶχε ἀρχίσει νὰ βράχῃ καὶ ἔκανε κρύο.
3 Ὁ Παῦλος ἐμάζεψε ἀρκετὰ φρύγανα καὶ τὰ ἔβαλε στὴν φωτιὰ καὶ τότε βγῆκε μιὰ ἔχιδνα ἕνεκα τῆς θερμότητος καὶ ἐκρεμάσθηκε ἀπὸ τὸ χέρι του.
4 Ὅταν οἱ ἰθαγενεῖς εἶδαν τὸ φίδι νὰ κρέμεται ἀπὸ τὸ χέρι του, ἔλεγαν μεταξύ τους: «Ἐξάπαντος φωνηὰς πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἀφοῦ ἐνῷ ἐξέφυγε ἀπὸ τὴν θάλασσαν, ἡ θεία δίκη δὲν τὸν ἄφησε νὰ ζήσῃ».
5 Ἀλλ’ ὁ Παῦλος ἐτίναξε τὸ φίδι στὴν φωτιὰ καὶ δὲν ἔπαθε τίποτε.
6 Ἐκεῖνοι ἐπερίμεναν νὰ πρησθῇ ἢ νὰ πέσῃ ξαφνικὰ νεκρός, ἀλλ’ ἀφοῦ ἐπερίμεναν πολλὴν ὥραν χωρὶς νὰ ἰδοῦν νὰ τοῦ συμβῇ κανένα κακό, ἀλλαξαν γνώμην καὶ ἔλεγαν ὅτι εἶναι θεός.
7 Γύρω ἀπὸ τὸν τόπον ἐκεῖνον ὑπῆρχαν κτήματα ποὺ ἀνῆκαν εἰς τὸν πρῶτον τοῦ νησιοῦ ποὺ ὠνομάζετο Πόπλιος, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐδέχθηκε καὶ μᾶς ἐφιλοξένησε φιλόφρονα ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες.
8 Συνέβη δὲ νὰ εἶναι ὁ πατέρας τοῦ Ποπλίου κατάκοιτος ἀπὸ πυρετοὺς καὶ δυσεντερίαν. Ὁ Παῦλος τὸν ἐπισκέφθηκε καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε καὶ ἔβαλε τὰ χέρια ἐπάνω του, τὸν ἐθεράπευσε.
9 Ἔπειτα ἀπὸ αὐτό, καὶ οἱ λοιποὶ εἰς τὸ νησί, ποὺ ἦσαν ἄρρωστοι, ἤρχοντο πρὸς αὐτὸν καὶ ἐθεραπεύοντο,
10 μᾶς ἐτίμησαν δὲ μὲ πολλὰς ἐκδηλώσεις ἀγάπης, καὶ ὅταν ἐφύγαμε μᾶς ἔδωκαν καὶ τὰ ἀναγκαῖα τρόφιμα.
Συνεχίζεται τὸ ταξίδι πρὸς τὴν Ρώμην
11 Μετὰ τρεῖς μῆνας ἀναχωρήσαμεν μὲ πλοῖον Ἀλεξανδρινόν, τὸ ὁποῖον εἶχε παραχειμάσει εἰς τὸ νησὶ καὶ εἶχε γιὰ σῆμα τοὺς Διοσκούρους.
12 Προσεγγίσαμε εἰς τὰς Συρακούσας καὶ ἐμείναμεν ἐκεῖ τρεῖς ἡμέρες.
13 Ἀπ’ ἐκεῖ, ἀφοῦ περιήλθομεν τὴν νῆσον, ἐφθάσαμεν εἰς τὸ Ρήγιον. Μετὰ μίαν ἡμέραν ἔπνευσε νότιος ἄνεμος καὶ ἤλθαμεν εἰς Ποτιόλους ἐντὸς δύο ἡμερῶν.
14 Ἐκεῖ εὑρήκαμε ἀδελφοὺς καὶ μᾶς παρεκάλεσαν νὰ μείνωμεν ἑπτὰ ἡμέρες μαζί τους. Καὶ ἔτσι ἤλθαμεν εἰς τὴν Ρώμην.
15 Οἱ ἐκεῖ ἀδελφοί, ὅταν ἄκουσαν γιὰ μᾶς, ἦλθαν μέχρι τοῦ Ἀππίου Φόρου καὶ τῶν Τριῶν Ταβερνῶν διὰ νὰ μᾶς προϋπαντήσουν καὶ ὅταν ὁ Παῦλος τοὺς εἶδε εὐχαρίστησε τὸν Θεὸν καὶ ἔλαβε θάρρος.
16 Ὅταν ἐμπήκαμε εἰς τὴν Ρώμην, ὁ ἑκατόνταρχος παρέδωκε τοὺς φυλακισμένους εἰς τὸν στρατοπεδάρχην, ἀλλ’ εἰς τὸν Παῦλον ἐπετράπη νὰ μένῃ μόνος του μαζὶ μὲ τὸν στρατώτην ποὺ τὸν ἐφύλαγε.
Ὁ Παῦλος συζητεῖ μὲ τοὺς Ἰουδαίους τῆς Ρώμης
17 Ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρας, ὁ Παῦλος προσκάλεσε τοὺς προὔχοντας ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους· καὶ ὅταν ἐμαζεύθηκαν τοὺς εἶπε, «Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ ποὺ δὲν ἔκανα τίποτε ἐναντίον τοῦ λαοῦ μας ἢ τῶν πατρικῶν ἐθίμων, παραδόθηκα δέσμιος ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα εἰς τὰ χέρια τῶν Ρωμαίων,
18 οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ μὲ ἀνέκριναν, ἤθελαν νὰ μὲ ἀπολύσουν, διότι δὲν ὑπῆρχε σ’ ἐμὲ τίποτε ἄξιον θανάτου.
19 Ἀλλ’ οἱ Ἰουδαῖοι ἔφεραν ἀντιρρήσεις καὶ ἀναγκάσθηκα νὰ ἐπικαλεσθῶ τὸν Καίσαρα· ὄχι διότι εἶχα νὰ κατηγορήσω γιὰ τίποτε τὸ ἔθνος μου.
20 Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἐζήτησα νὰ σᾶς ἰδῶ καὶ νὰ σᾶς μιλήσω, διότι ἐξ αἰτίας τῆς ἐλπίδος τοῦ Ἰσραὴλ εἶμαι δεμένος μὲ τὴν ἁλυσίδα αὐτήν».
21 Αὐτοὶ δὲ τοῦ εἶπαν, «Ἐμεῖς οὔτε ἐπιστολὰς ἐπήραμεν ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν, οὔτε ἦλθε κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς νὰ ἐκθέσῃ ἢ νὰ πῇ τίποτε κακὸ γιὰ σένα.
22 Ἀλλ’ ἐπιθυμοῦμεν νὰ ἀκούσωμεν ἀπὸ σένα ποιά εἶναι τὰ φρονήματά σου· διότι διὰ τὴν θρησκευτικὴν αὐτὴν αἵρεσιν γνωρίζομεν ὅτι παντοῦ κατηγορεῖται».
23 Ἀφοῦ δὲ τοῦ ὥρισαν ἡμέραν, ἦλθαν εἰς αὐτὸν πολλοὶ ἐκεῖ ποὺ ἔμενε, εἰς τοὺς ὁποίους ἀνέπτυσσε τὸ θέμα, δίδων μαρτυρίαν διὰ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ προσπαθῶν νὰ τοὺς ἀποδείξῃ τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως καὶ ἀπὸ τοὺς Προφήτας. Αὐτὸ ἐγένετο ἀπὸ τὸ πρωΐ ἔως τὸ βράδυ.
24 Καὶ μερικοὶ μὲν ἐπείθοντο ἀπὸ ὅσα ἐλέγοντο, ἐνῷ ἄλλοι δὲν ἐπίστευαν.
25 Ἐπειδὴ διαφωνοῦσαν μεταξύ τους, ἔφυγαν, ἀφοῦ ὁ Παῦλος τοὺς εἶπε ἕνα λόγον: «Πόσον ὀρθὰ ἐμίλησε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον διὰ τοῦ Ἡσαΐα τοῦ προφήτου εἰς τοὺς πατέρας μας ὅταν εἶπε:
26 Πήγαινε εἰς τὸν λαὸν τοῦτον καὶ πές: Θὰ ἀκούετε καλά, ἀλλὰ ποτὲ δὲν θὰ καταλάβετε καὶ θὰ κυττάζετε καλὰ ἀλλὰ ποτὲ δὲν θὰ ἰδῆτε.
27 Διότι ἔγινε ἀναίσθητη ἡ καρδιὰ τοῦ λαοῦ τούτου καὶ βαρειὰ ἀκούουν μὲ τὰ αὐτιά τους καὶ ἔκλεισαν τὰ μάτια τους, μὴ τυχὸν ἰδοῦν μὲ τὰ μάτια καὶ ἀκούσουν μὲ τὰ αὐτιὰ καὶ καταλάβουν μὲ τὴν καρδιὰ καὶ μετανοήσουν καὶ ἐγὼ τοὺς θεραπεύσω.
28 Ἂς εἶναι λοιπὸν γνωστὸν σ’ ἐσᾶς ὅτι εἰς τὰ ἔθνη ἀπεστάλη ἡ σωτηρία αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ καὶ θὰ ἀκούσουν».
29 [Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, ἔφυγαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ εἶχαν μεγάλην συζήτησιν μεταξύ τους].
Ἐπίλογος
30 Ἔμεινε δὲ ὁ Παῦλος ὁλόκληρην διετίαν σὲ δικό του μισθωμένο σπίτι καὶ ἐδέχετο ὅλους ποὺ ἐπήγαιναν σ’ αὐτὸν
31 καὶ ἐκήρυττε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐδίδασκε τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν μὲ παρρησίαν καὶ χωρὶς ἐμπόδια.