Βίος Αγίου Ιωάννου του Ρώσσου
Βίος και Πολιτεία του Αγίου Ιωάννου του Ρώσου ου το Τίμιον Λείψανον εύρηται εν Νέο Προκοπίω της Νήσου Ευβοίας
Ἀς δοξάσωμεν καὶ ἂς ὑμνήσωμεν, εὐχαριστοῦντες τὸν πολυεύσπλαγχνον Κύριον, διότι μᾶς ἀξιώνει, εἰς τούτους τοὺς πονηροὺς καιρούς, νὰ βλέπωμεν ἀνατέλλοντας, εἰς τὸν ζοφερὸν οὐρανὸν τῆς ἀπιστίας, νέους φωστῆρας τοῦ νοητοῦ στερεώματος τῆς Ορθοδόξου Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι τοὺς μὲν πιστοὺς φαιδρύνουν καὶ χαροποιοῦν, τοὺς δὲ ἀπίστους καταισχύνουν. Καὶ ἀποστομώνονται οἱ ἀσεβεῖς ὅπου λέγουν, διὰ νὰ εὕρουν πρόφασιν εἰς τὴν ἀπιστίαν των, ὅτι εἰς τὸν σημερινὸν καιρὸν δὲν γίνονται πλέον ἅγιοι, ὡσὰν γὰ ἄλλαξε ἡ θρησκεία μας καὶ ὁ Χριστός, ἡ κεφαλή τῆς, διὰ τὸν ὁποῖον λέγει ὃ. ᾿Απόστολος Παῦλος: «Ὁ Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτός, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας».
Παρεχτὸς ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ἁγίους, ὁσίους, ἱεράρχας καὶ μάρτυρας, ἕνα μέγα καὶ ἀστραφτερὸν νέφος ἀπὸ νέους ἁγίους, τὸ πλεῖστον μάρτυρας, ἐφάνησὰν ἀπὸ τὸ πάρσιμον τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς Τούρκους ἕως σήμερον. Μὲ τὸ μαρτύριόν των ἐστερέωσαν τὴν πίστιν καὶ ἐστόλισαν μὲ νέους ἀμαράντους στεφάνους τὴν γεραρὰν Ορθόδοξον Ἐκκλησίαν μας, ἡ ὁποία, μόνη αὐτή, στέκεται ἀνάλλαχτος καὶ ἀσάλευτος ἀπὸ τὸν καιρὸν τῶν ᾿Αποστόλων, ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἶναι θεμελιωμένη. Καὶ τοῦτο ἐνθυμίζει τὸν λόγον τοῦ προφήτου ᾿Αγγαίου, ὃ ὁποῖος εἶπε: «Μεγάλη ἔσται ἣ δόξα τοῦ οἴκου τούτου, ἣ ἐσχάτη ὑπὲρ τὴν πρώτην» (Αγγαῖος β΄, 9), ἤγουν «Μεγάλη θὰ εἶναι ἡ δόξα τούτου τοῦ οἴκου, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ τελευταία λάμψις τῆς θὰ εἶναι περισσοτέρα ἀπὸ τὴν πρώτην».
Ἕνας ἀπὸ τοὺς νέους αὐτοὺς ἁγίους ἐστάθη καὶ ὁ νῦν ἑορταζόμεγος ἅγιος ᾿Ιωάννης ὃ Ῥῶσος, τοῦ ὁποίου τὸ ἱερὸν σκήνωμα, εἶναι τὸ καύχημα τῆς εὖλογημένης νήσου Εὐβοίας, διότι εἰς τὸ χῶμα τῆς ἠθέλησε νὰ ἀναπαυθῇ τοῦτος ὃ Ἅγιος καὶ νὰ τὸ ἁγιάσῃ περισσότερον, ὄντας ἀπὸ πρὶν ἡγιασμένον ἀπὸ τὸν ὅσιον Δαυῖϊδ τὸν Γέροντα καὶ ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους ἁγίους.
Ὃ ὅσιος ᾿Ιωάννης ἐγεννήθη εἰς ἐν χωρίον τῆς λεγομένης Μικρᾶς Ῥωσίας, ἀπὸ γονεῖς εὐλαβεῖς καὶ ὀρθοδόξους, καθ᾽ ὅσον τὸ εὐλογημένον γένος, τῶν Ρώσων ἔχει τὴν ἰδίαν πνευματικὴν μητέρα μὲ ἡμᾶς, τὴν ᾿Ορθόδοξον Ἐκκλησίαν, καὶ ἐγέννησε πολλοὺς μεγάλους ἁγίους. Ὃ ἅγιος Ἰωάννης ἦλθεν εἰς τοῦτον τὸν κόσμον, βασιλεύοντας εἰς τὴν Ῥωσίαν Πέτρος ὁ Μέγας, κατὰ τὸ ἔτος 1690 περίπου, καὶ εἰκάζω τοῦτο ἀπὸ τὸ ὅτι ἦτο στρατιώτης κατὰ τὸν πόλεμον ὅπου ἔκαμε ἐκεῖνος ὁ τολμηρὸς τσάρος κατεπάνω εἰς τὴν Τουρκίαν κατὰ τὸ ἔτος 1711, ὄντας τότε ὁ ᾿Ιωάγνης παλληκαρόπουλον. Εὶς ἐκεῖνον τὸν πόλεμον ἐστάθη ἄτυχος ὁ Μέγας Πέτρος, ἀφοῦ ἦλθεν εἰς κίνδυνον νὰ θανατωθῇ ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ὃ δὲ ᾿Ιωάννης ἐπιάσθη αἰχμάλωτος ἀπὸ τοὺς Τατάρους, μαζὶ μὲ χιλιάδας Ῥώσους, καὶ οἱ Τάταροι τὸν ἐπώλησαν εἰς ἕνα ᾿Οθωμανὸν ἀξιωματικὸν Ἵππαρχον, ποὺ ἐκατήγετο ἀπὸ τὸ Προκόπιον τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας, τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται πλησίον εἰς τὴν Καισάρειαν τῆς Καππαδοκίας. Ὃ ἀγᾶς τὸν ἐπῆρε μαζί του εἰς τὸ χωρίον του. Ἢ Τουρκία ἐγέμισε ἀπὸ πλῆθος ἀμέτρητων δούλων Μοσκόδων, ὅπου ἐστέναζαν κάτω ἀπὸ τὸν σκληρὸν ζυγὸν τῶν Μωαμεθανῶν, καὶ οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτούς, διὰ νὰ τὸν ἐλαφρώσουν ὀλίγον, ἀρνήθησαν τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγιναν Μουσουλμάνοι, ἀλλοίμονον !
Ὃ Ἰωάννης, ὅμως, ἦτο παιδιόθεν ἀναθρεμμένος «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου», καὶ ἀγαποῦσε πολὺ τὸν Θεὸν καὶ τὴν θρησκείαν τῶν πατέρων του.
Ἦτο ἀπὸ ἐκείνους τοὺς νέους, ὅπου τοὺς σοφίζει” ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐκήρυξεν ὁ σοφὸς Σολομών, λέγοντας: «Ὁ δίκαιος εἶναι γνωστικὸς καὶ εἰς τὴν νεότητά του. Διότι τιμημένον γῆρας δὲν εἶναι τὸ πολυχρόνιον, οὔτε μετρεῖται μὲ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἐτῶν. ᾿Αμὴ ἡ φρονιμάδα εἰς τοὺς νέους ἀνθρώπους εἶναι σεβάσμια ὡσὰν γὰ εἶναι γέροντες, καὶ ὃ καθαρὸς βίος τῶν τοὺς χάμνει ὡσὰν νὰ εἶναι γέροντες πολύξεροι.»
Οὕτω λοιπόν, καὶ ὃ μακάριος Ἰωάννης, ἔχοντας τὴν σοφίαν ὅπου δίδει ὁ Θεὸς εἰς ἐκείνους ὅπου τὸν ἀγαποῦν, ἔκαμνεν ὑπομονὴν εἰς τὴν δουλείαν καὶ εἰς τὴν κακομεταχείρισιν τοῦ αὐθέντου του καὶ εἰς τὰς ὑβρεις καὶ τὰ πειράγματα τῶν Οθωμανῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐφώναζον «κιαφίρην», ἤγουν ἄπιστον, φανερώνοντάς τοῦ τὴν περιφρόνησιν καὶ τὴν ἀπέχθειάν των. Σημείωσε δὲ ὅτι τὸ Προκόπιον ἦτο στρατόπεδον τῶν χριστιανομάχων Γενιτσάρων, καί ὃ ᾿Ιωάννῆς ἦτο τὸ βδέλυγμά των, διότι εἰς τὸν αὐθέντην τοῦ καὶ εἰς ὅσους τὸν ἐπαρακινοῦσαν νὰ ἀρνηθή τὴν θρησκείαν του, ἀπεκρίνετο μὲ σθεναρὰν γνώμην ὅτι προτιμοῦσε νὰ ἀποθάνῃ, παρὰ νὰ πέσῃ εἰς τοιαύτην φοβερὰν ἁμαρτίαν. Εϊς τὸν ἀγᾶν εἶπε: «Ἐὰν μὲ ἀφήσῃς ἐλεύθερον εἰς τὴν θρησκείαν μου, θὰ εἶμαι πολὺ πρόθυμος εἰς τὰς διαταγάς σου. ᾿Αμὴ ἂν μὲ βιάσῃς νὰ ἀλλαξοπιστήσω, γνώριζε ὅτι σοῦ παραδίδω τὴν κεφαλὴν μου, παρὰ τὴν πίστιν μου. Χριστιανὸς ἐγεννήθην καὶ χριστιανὸς θὰ ἀποθάνω».
Ὃ Θεός, βλέποντας τὴν πίστιν του καὶ ἀκούοντας τὴν ὁμολογίαν του, ἐμαλάκωσε τὴν σκληρὰν καρδίαν τοῦ ἀφεντός του, καί, μὲ τὸν καιρόν, τὸν ἐσυμπάθησεν. Εὶς τοῦτο συνήργησε καὶ ἣ μεγάλη ταπείνωσις ὅπου ἐστόλιζε τὸν ᾿Ιωάννην, καθὼς καὶ ἡ πραότης του.
Ἔμεινε λοιπὸν ἥσυχος ὃ μακάριος Ἰωάννης ἀπὸ τὰς ὑποσχέσεις καὶ ἄπειλὰς τοῦ Οθωμανοῦ κυρίου του, ὃ ὁποῖος τὸν εἶχε διωρισμένον εἰς τὸν σταῦλον του διὰ νὰ φροντίζῃ διὰ τὰ ζῶα του. Εἰς μίαν γωνίαν τοῦ σταύλου ἐξήπλωνε τὸ κουρασμένον σῶμα τοῦ καὶ ἀνεπαύετο, εὐχαριστῶν τὸν Θεὸν διότι ἠξιώθη γὰ ἔχῃ ὡς κλίνην τὴν φάτνην εἰς τὴν ὁποίαν ἀνεκλίθη κατὰ τὴν γέννησίν τοῦ ὡς ἄνθρωπος αὐτὸς ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἦτο δὲ ἀφωσιωμένος εἰς τὸ ἔργον του, περιποιούμενος μετὰ στοργῆς τὰ ζῶα τοῦ κυρίου του, τὰ ὁποῖα ἠσθάνοντο τόσην τὴν πρὸς αὐτὰ ἀγάπην τοῦ ᾿Αγίου, ὥστε γὰ τὸν ζητοῦν ὅταν ἀπουσίαζε, νὰ τὸν προσβλέπουν μὲ ἀγάπην, καὶ νὰ χρεμετίζουν μὲ χαρὰν ὅταν τὰ ἐθώπευε, ὡσὰν νὰ συνομιλοῦσαν μαζί του.
Μὲ τὸν καιρὸν ὁ ἀγᾶς τὸν ἀγάπησε, καθὼς καὶ ἢ σύζυγός του καὶ τοῦ ἔδωσαν διὰ κατοικίαν ἕν μικρὸν διαμέρισμα πλησίον εἰς τὸν ἀχυρῶνα. Πλὴν ὃ ᾿Ιωάννης δὲν ἐδέχθη καὶ ἐξηκολούθησε νὰ κοιμᾶται εἰς τὸν ἀγαπητόν του σταῦλον, διὰ νὰ καταπονῇ τὸ σῶμα τοῦ μὲ τὴν κακοπέρασιν καὶ μὲ τὴν ἄσκησιν, μέσα εἰς τὴν δυσοσμίαν τῶν ζώων καὶ εἰς τὰ ποδοβολητά των. Ἔκεῖνος ὅμως ὃ σταῦλος ἐγέμιζε τὴν νύχτα ἀπὸ τὰς προσευχὰς τοῦ ᾿Αγίου καὶ ἣ κακοσμία ἐγίνετο ὃσμὴ εὐωδίας πνευματικῆς. Ὃ μακάριος ᾿Ιωάννης εἶχεν ἐκεῖνον τὸν σταῦλον ὡς ἀσκητήριον, καὶ ἐκεῖ ἐπορεύετο κατὰ τοὺς κανόνας τῶν Πατέρων, ἐπὶ ὥρας γονυπετὴς καὶ προσευχόμενος, λαμβάνων ὀλίγον ὕπνον συμμαζευμένος ἐπάνω εἰς τὸ ἄχυρον, χωρὶς ἄλλο σκέπασμια ἀπὸ μίαν παλαιὰν κάπαν, γευόμενος μὲ διάκρισιν, πολλάκις μόνον ὀλίγον ἄρτον καὶ ὕδωρ νηστεύων τὰς περισσοτέρως ἡμέρας καὶ ψάλλων μὲ χαμηλὴν φωνὴν τοὺς ψαλμοὺς τοῦ Δαυΐδ, τοὺς ὁποίους ἤξευρε νὰ τοὺς λέγῃ εἰς τὴν Ῥωσικὴν γλῶσσαν: «Ὃ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου, ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται. Ἔρεϊ τῷ Κυρίῳ ἀντιλήπτωρ μου εἶ καὶ καταφυγὴ μου, ὃ Θεὸς μου καὶ ἐλπιῶ ἐπ᾽ αὐτόν.
Ὅτι αὐτὸς ρὐσεταῖ με ἐκ παγίδος θηρευτοῦ καὶ ἀπὸ λόγου ταραχώδους. Ἔθεντό με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου. Εγὼ δὲ πρὸς, τὸν Κύριον ἐκέκραξα ἐν τῷ θλίβεσθαί με καὶ εἰσήκουσε μου. Κύριος φυλάξει τὴν εἴσοδόν μου καὶ τὴν ἔξοδόν μου ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος. Πρὸς σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου, Κύριε, τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ. Ἰδοὺ ὡς ὀφθαλμοὶ δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν, οὕτως οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτιρῆσαι ἡμᾶς». ψαλμοὺς ἐσιγόψελνε καὶ τὴν ὥραν ὅπου ἀκολουθοῦσε ὀπίσω ἀπὸ τὸ ἄλογο τοῦ ἀφεντός του, τὸν καιρὸν ὅπου ἐπεριδιάβαζε ἐκεῖνος μέσα εἰς τὴν χώραν, καὶ τοῦτο τὸ ἔκαμνε κατὰ τὴν τάξιν τῶν ἱπποκόμων. Μὲ τὴν εὐλογίαν ὅπου ἔφερεν ὁ Αγιος εἰς τὸν οἶκον τοῦ Τούρκου Ἱππάρχου οὗτος ἐπλούτισε καὶ ἐγένετο εἷς ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς τοῦ Προκοπίου.
Ὃ Αγιος ἱπποκόμος του, παρεκτὸς τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας ὅπου ἔκαμνε νυχθημερόν, μέσα εἰς ἐκεῖνον τὸν σταῦλον, χειμώνα καὶ θέρος, κειτόμενος ἐπὶ τῆς κόπρου, ὡς ἄλλος ᾿Ιώβ, ἐπήγαινε τὴν νύχτα καὶ ἔκαμνε ὄρθιος ἀγρυπνίας εἰς τὸν νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας τοῦ Αγίου Γεωργίου, ἡ ὁποία ἦτο κτισμένη εἰς τὴν κουφάλαν ἑνὸς βράχου καὶ εὑρίσκετο πλησίον εἰς τὸν οἶκον τοῦ Τούρκου ἀφέντου του. Ἔκεί πήγαινε κρυφίως τὴν νύχτα, ἐκοινωνοῦσε δὲ κάθε Σάββατον τὰ ἄχραντα μυστήρια. Καὶ ὁ Κύριος «ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς», ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὸν δοῦλόν τοῦ τὸν πιστόν, καὶ ἔκαμεν ὥστε νὰ παύσουν νὰ τὸν περιπαίζουν καὶ νὰ τὸν ὑβρίζουν οἱ σύνδουλοί του καὶ οἱ ἄλλοι ἀλλόθρησκοι. ἔδωσε δὲ ὃ Κύριος καὶ πλούτη πολλὰ εἰς τὸν ἀφέντην τοῦ ᾿Ιωάν. Νου, ὃ ὁποῖος ἐννόησε πόθεν ἦλθεν εἰς τὸν οἶκόν του ἣ τόση εὐλογία, καὶ τὸ ἐκήρυττεν εἰς τοὺς συμπολίτας του.
Αφοῦ, λοιπόν, ἐπλούτισεν, ἀπεφάσισε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Μέκκαν διὰ προσκύνημα, καὶ μίαν ἡμέραν ἐμίσευσεν ἀπὸ τὸ Προκόπιον, καὶ ὕστερα ἀπὸ πολλὰ ὅπου ὑπέφεραν οἱ χατζῆδες τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, ἔφθασεν εἰς τὴν ἱερὰν πόλιν τῶν Μωαμεθανῶν.
Αφοῦ ἐπέρασαν ἀρκετὲς ἡμέρες ἀπὸ τὸν μισεμόν του, ἡ σύζυγός του παρέθεσε τράπεζαν καὶ προσεκάλεσε τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους τοῦ ἀνδρός της διὰ νὰ εὐφρανθοῦν και νὰ εὐχηθοῦν νὰ ἐπιστρέψῃ ὑγιὴς εἰς τὸν οἶκόν τοῦ ἀπὸ τὴν ἀποδημίαν. Ὃ μακάριος Ἰωάννης διηκόνει εἰς τὴν τράπεζαν. Παρέθεσαν δὲ εἰς αὐτὴν καὶ ἕν φαγητὸν τὸ ὁποῖον ἤρεσε πολὺ εἰς τὸν ἀγᾶν, τὸ λεγόμενον πιλάφι, ὅπου τὸ συνηθίζουν πολὺ εἰς τὴν ᾿Ανατολήν. Τότε ἡ οἰκοδέσποινα, ἐνεθυμήθη τὸν σύζυγόν της καὶ εἶπεν εἰς τὸν Ἰωάννην: «Πόσην εὐχαρίστησιν θὰ ἐλάμβανε, Γιουβάν, ὃ ἀφέντης σου, ἂν ἦτο ἐδῶ καὶ ἔτρωγε μαζί μας ἀπὸ τοῦτο τὸ πιλάφι!» Ὃ ᾿Ιωάννης τότε ἐζήτησεν ἀπὸ τὴν κυράν του ἕνα πιάτον γεμᾶτο πιλάφι, καὶ εἶπεν ὅτι θὰ τὸ ἔστελνε εἰς τὸν ἀφέντη του εἰς τὴν Μέκκαν. Εἰς τὸ ἄκουσμα τῶν λόγων τούτων ἐγέλασαν οἱ προσκεκλημένοι. ᾿Αλλὰ ἡ οἰκοδέσποινα εἶπεν εἰς τὴν μαγείρισσαν νὰ δώσῃ τὸ πινάκιον μὲ τὸ φαγητὸν εἰς τὸν Ἰωάννην, σκεπτομένη καθ᾽ ἑαυτὴν ἢ ὅτι ἤθελε νὰ τὸ φάγῃ ὁ ἴδιος κατὰ μόνας, ἢ νὰ τὸ ὑπάγῃ εἰς καμμίαν πτωχὴν οἰκογένειαν, ὅπως ἐσυνήθιζεν νὰ κάμνῃ, δίδοντας τὸ φαγητόν του.
Ὁ Αγιος τὸ ἐπῆρε καὶ ἐπῆγε εἰς τὸν σταῦλον, καὶ ἐκεῖ ἐγονυπέτησε καὶ ἔκαμε προσευχὴν ἔκ βάθους καρδίας παρακαλῶν τὸν Θεὸν νὰ ἀπαστείλῃ τὸ φαγητὸν εἰς τὸν ἀφέντην του, μὲ ὅποιον τρόπον ἤθελεν οἰκονομνήσει Ἐκεῖνος τῇ παντοδυναμίᾳ Του. Μὲ τὴν ἁπλότητα ὅπου εἶχεν ὁ μακάριος, ἐπίστευεν ὁ Κύριος θὰ εἰσήκουε τὴν προσευχὴν τοῦ καὶ τὸ φαγητὸν θὰ ἐπήγαινεν τερφυῶς εἰς τὴν Μέκκαν. ᾿Ἐπίστευε, «μηδὲν διακρινόμενος» κατὰ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, ἤγουν μὴν ἔχοντες κανένα δισταγμόν, ὅτι θὰ ἐγίνετο ἀπὸ τὸν Θεὸν τὸ ὑπερφυσικὸν πρᾶγμα. Ὅπως λέγει ὃ μέγας ἐν ἀσκηταῖς ἅγιος Ἰσαὰκ ὀ Σύρος «τὰ ὑπερφυῆ ταῦτα σημεῖα συμβαίνουσι τοῖς ἁπλουστέροις τῇ διανοίᾳ και θερμοτέροις τῇ ἐλπίδι», ὅτι, δηλαδή, τὰ τοιαῦτα ὑπερφυσικὰ θαύματα συμβαἰνουσιν εἰς ἐκείνους ὅπου ἔχουν ἁπλουστέραν διάνοιαν καὶ ὅπου εἶναι θερμότεροι εἰς τὴν ἐλπίδα τὴν ὁποίαν ἔχουν πρὸς τὸν Θεόν. Καὶ ὄντως, τὸ πιάτον μὲ τὸ φαγητὸν ἐχάθη ἀπὸ τὰ ὀμμάτιά του, καὶ ὁ μακάριος ᾿Ιωάννης ἐπέστρεψεν εἰς τὴν τράπεζαν, καὶ εἶπεν εἰς τὴν οἰκοδέσποιναν, ὅτι ἔστειλε τὸ φαγητὸν εἰς τὴν Μέκκαν. ᾿Ακούοντας οἱ κεκλημένοι τοῦτον τὸν λόγον, ἐγέλασαν, καὶ εἶπαν ὅτι τὸ ἔφαγεν ὃ ᾿Ιωάννης καὶ εἶπε χάριν ἀστειότητος ὅτι τὸ ἔστειλεν εἰς τὸν ἀφέντην του.
Αλλὰ ὕστερον ἀπὸ ὀλίγας ἡμέρας ἐγύρισεν ἀπὸ τὴν Μέκκαν ὃ κύριος του, καὶ ἔφερε μαζί τοῦ τὸ χάλκινον πιάτον, πρὸς μεγάλην ἔκπληξιν τῶν οἷκείων τόυ. Μόνον ὃ μακάριος Ἰωάννης δὲν ἐξεπλάγη. Ἔλεγε, λοιπόν, ὃ ἀγᾶς εἰς τοὺς οἰκχείους του: «Τὴν δεῖνα ἡμέραν (καὶ ἧτο ἡ ἡμέρα τοῦ συμποσίου, κατὰ τὴν ὁποίαν εἶπεν ὃ ᾿Ιωάννης ὅτι ἔστειλε τὸ φαγητὸν εἰς τὸν ἀφέντὴν τοῦ), τὴν ὥραν ὅπου ἐπέστρεψα ἀπὸ τὸ μεγάλον τζαμὶ εἰς τὸν οἶκον ὅπου ἑκατοικοῦσα, εὑρῆκα ἐπάνω εἰς τὴν τράπεζαν, εἰς ἔνα ὀντᾶν (δωμάτιον) ὅπου τὸν εἶχα κλειδωμένον, τοῦτο τὸ σαχάνι (πιάτο) γεμᾶτο πιλάφι. Ἔστάθην μὲ ἀπορίαν, σκεπτόμενος, ποῖος ἄράγε εἶχε φέρει ἔκεῖνο τὸ φαγητόν, καὶ πρὸ πάντων δὲν ἠμποροῦσα γὰ ἐννοήσω μὲ τὶ τρόπον εἶχε ἀνοίξει τὴν θύραν, τὴν ὁποίαν εἶχα κλείσει καλά. Μὴ γνωρίζοντας πῶς νὰ ἐξηγήσω αὐτὸ τὸ παράδοξον πρᾶγμα, περιεργαζόμουν τὸ πιάτον, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον ἄχνιζε τὸ πιλάφι, καὶ εἶδα μὲ ἀπορίαν ὅτι ἦτο χαραγμένον τὸ ὄνομά μοὺ ἐπάγῳ εἰς τὸ χάλκωμα, ὅπως εἰς ὅλα τὰ χάλκινα σχεύη τῆς οἰκίας μας. Ὠστόσον, μὲ ὅλην τὴν ταραχὴν ὅπου εἶχα ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἀγεξήγητον περιστατικόν, ἐκάθησα καὶ ἔφαγὰ τὸ πιλάφι μὲ μεγάλην ὄρεξιν, καὶ ἰδοὺ τὸ πιάτον ὅπου τὸ ἔφερα μαζί μου, καὶ εἶναι ἀληθινὰ τὸ ἰδικόν μας. Μὰ τὸν Αλλάχ, δὲν ἠμπορῶ νὰ τὸ ἐννοήσω πῶς ἦλθεν ἕως τὴν Μέκκαν καὶ ποῖος τὸ ἔφερε».
Ακούγοντας αὐτὴν τὴν διήγησιν οἱ οἰκιακοὶ τοῦ ἱππάρχου, ἐξέστησαν καὶ ἀπόρησαν, ἣ δὲ σύζυγός του τοῦ ἐξιστόρησε πῶς ἐζήτησεν ὁ ᾿Ιωάννης τὸ πιάτο μὲ τὸ φαγητόν, καὶ εἶπεν ὅτι τὸ ἔστειλεν εἰς τὴν Μέκκαν, καὶ ὅτι, ἀκούοντὰς τον νὰ λέγῃ ὅτι τὸ ἔστειλεν, ἐγέλασαν, ἀλλὰ ἰδοὺ τώρα πὼς ὅ,τι ἔλεγεν ἦτο ἀληθινόν.
Τοῦτο τὸ θαῦμα διεφημίσθη εἰς ὅλον τὸ χωρίον καὶ εἰς τὰ πέριξ, καὶ όλοι ἐθεωροῦσαν πλέον τὸν ᾿Ιωάννην ὡς ἄνθρωπον δίκαιον καὶ ἀγαπητὸν εἰς τὸν Θεόν, τὸν ἔβλεπαν μὲ φόβον καὶ σεβασμόν, καὶ δὲν ἐτολμοῦσε κανεὶς νὰ τὸν ἐνοχλήσῃ. Ὃ κύριός του καὶ ἡ σύζυγός του τὸν ἐπεριποιοῦγτο περισσότερον, καὶ τὸν παρεκάλουν πάλιν νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸν σταῦλον καὶ νὰ κατοικήσῃ εἰς ἕν οἴκημα ὅπου ἦτο πλησίον εἰς τὸν σταῦλον, πλὴν ἐκεῖνος δὲν ἤθελε νὰ ἀλλάξῃ κατοικίαν. Ἔπερνοῦσε λοιπὸν τὴν ζωήν του μὲ τὸν ἴδιον τρόπον, ὡς ἀσκητής, ἐργαζόμενος, ὡς τὸ πρότερον εἰς τὴν περιποίησιν τῶν ζῴων καὶ κάμνοντας μὲ προθυμίαν τὰ θελήματα τοῦ ἀφέντου του, τὴν δὲ νύχτα τὴν ἐπερνοῦσε μὲ προσευχὴν καὶ μὲ ψαλμωδίαν, καὶ ταῦτα τὰ ἔκαμνε κατὰ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου ὅπου εἶπεν: «᾿Απόδοτε τὰ τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ».
Αλλὰ ὕστερον ἀπὸ ὀλίγα ἔτη, κατὰ τὰ ὁποῖα ἔζησε ὃ μακάριος ᾿Ιωάννης μὲ νηστείαν, προσευχὴν καὶ χαμευνίαν, πλησιάζοντας εἰς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἠσθένησε καὶ ἐκείτετο ἐπάνω εἰς τὰ χόρτα μέσα εἰς ἐκεῖνον τὸν σταῦλον ὅπου τὸν εἶχεν ἁγιάσει μὲ τὰς δεήσεις του καὶ μὲ τὴν κακοπάθειαν τοῦ σώματός του διὰ τὸ ὄνομα καὶ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ· ὁ ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος ὧσὰν ἡμᾶς καὶ ἐσταυρώθη διὰ τὴν ἰδικήν μᾶς ἀγάπην. Καὶ προαισθανόμενος τὸ τέλος του, ἐζήτησε νὰ κοινωνήσῃ τῶν ἀχράντων μυστηρίων, καὶ πρὸς τοῦτο ἔστειλε καὶ ἐκάλεσεν ἕνα ἱερέα. ᾿Αλλὰ ὁ ἱερεὺς ἐφοβήθη νὰ μεταφέρῃ φανερὰ τὰ ἄγια μυστήρια εἰς τὸν σταῦλον, διὰ τὸν φανατισμὸν τῶν Τούρκων.
Ὅμως ἐσοφίσθη, κατὰ θείαν φώτισιν, καὶ ἐπῆρεν ἕν μῆλον, τὸ ἔσχαξεν, ἔβαλε μέσα τὴν θείαν κοινωνίαν, καὶ οὕτω μετέβη εἰς τὸν σταῦλον καὶ ἐκοινώνησε τὸν μακάριον ᾿Ιωάννην, ὁ ὁποῖος μόλις ἔλαβε τὸ ἄχραντον σῶμα καὶ τὸ αἷμα, τοῦ Κυρίου παρέδωκε τὴν ἁγίαν ψυχὴν του εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖον τοσοῦτον ἠγάπησε. Τοῦτο δὲ ἔγινε τὴν 27ην Μαΐου τοῦ 1730.
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐκοιμήθη ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὃ Ῥῶσος, ὁ νέος Ἰώβ. ὅπου ἐπέρασε τὴν ζωήν του ἐπάνω εἰς τὴν κόπρον, ὃ δεύτερος Λάζαρος, ὁ ὃποῖος ὑπέμεινε τοὺς ἐμπαιγμοὺς τῶν συνδούλων τοῦ καὶ τὸν ὁποῖον ἔγλειφαν οἱ σκύλοι τοῦ ἀφέντου του, ὅπου ἐκοιμῶντο μαζι.
Τὸν καιρὸν ὅπου ἀπέθανε εἰκάζω ὅτι θὰ ἧτο ἕως τεσσαράκοντα ἐτῶν. Ἔπειδὴ ἦτο ἠγαπημένος ἀπὸ τὸν Θεόν, τὸν ἐπῆρε πλησίον Του ὀγλήγορα, διὰ νὰ μὴ βασανίζεται περισσότερον εἰς ἐτοῦτον τὸν ἁμαρτωλὸν κόσμον, καὶ διὰ νὰ χαίρεται εὐφραινόμενος εἰς τὰς σκηνὰς τῶν δικαίων, «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεγαγμός, ἀλλὰ ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων καὶ βοώντων ἀπαύστως, Κύριε, δόξα σοι».
Καὶ ἂς ἐνθυμηθῶμεν πάλιν τοὺς λόγους τοῦ προφήτου Σολομῶντος, ὅπου ὁμιλεῖ διὰ τὸν θάνατον τοῦ δικαίου, οὕτω λέγοντας: «Εὐάρεστος τῷ Θεῷ γενόμενος, ἠγαπήθη, καὶ ζῶν μεταξὺ ἁμαρτωλῶν, μετετέθη. Ἡρπάγη, μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ, ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ. Βασκανία γὰρ φαυλότητος ἀμαυροῖ τὰ καλά, καὶ ρεμβαομὸς ἐπιθυμίας μεταβάλλει νοῦν ἄκακον. Τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς. ᾿Αρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ. Διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας. Οἱ δὲ λαοί, ἰδόντες καὶ μὴ νοήσαντες, μηδὲ θέντες ἐν διανοίᾳ τὸ τοιοῦτον, ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ὁσίοις αὑτοῦ καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ» (Σοφία Σολομῶντος, δ΄ 10). Τὰ ὀποῖα, θαυμάσια λόγια, τὰ βάζομεν καὶ ἐξηγημένα εἰς τὴν ἁπλῆν γλῶσσαν, οὔτως: «Ὁ δίκαιος ἐπειδὴ ἔγινεν εὐάρεστος εἰς τὸν Θεόν, ἀγαπήθηκε ἀπὸ αὐτόν. Καὶ τὸν ἅρπαξεν ἀπὸ τὸν κόσμον, μήπως ἡ κακία ἀλλάξῃ τὴν φρονιμάδα του, ἢ δόλος ἀπατήσῃ τὴν ψυχήν του. Ἐπειδὴ ἣ ἁμαρτωλὴ βασκαγνία θαμπώνει τὰ καλά, καὶ τὸν ἄκακον νοῦν τὸν διαφθείρει ὁ ρεμβασμὸς τῆς ἐπιθυμίας. Ὃ δίκαιος, μ᾽ ὅλον ὅπου ἀπέθανεν ἔχοντας ζήσει ὀλίγα ἔτη, φαίνεται ὡσὰν νὰ ἔζησε χρόνους μακρούς. Διότι ἦτον ἀρεστὴ ἡ ψυχή του εἰς τὸν Κύριον. Διὰ τοῦτο ἐβιάστηκε νὰ φύγῃ μέσα ἀπὸ τὴν πονηρίαν τοῦ κόσμου τούτου. Οἱ δὲ ἄπιστοι ἄνθρωποι, εἶδαν αὐτὰ καὶ δὲν ἑκατάλαβαν, ὅτι τὸν ἐπῆρε κοντά Του ὁ Θεὸς διότι ἔζησε κατὰ τὰς ἐντολάς Του, μήτε ἔβαλαν εἰς τὸν νοῦν των ἕν τοιοῦτον πρᾶγμα, ὅτι, δηλαδή, ὁ Θεὸς, δίδει χάριν καὶ ἔλεος εἰς τοὺς ὁσίους Του, καὶ τιμὴν εἰς τοὺς ἐκλεκτούς Του».
Ναί. Ὃ κόσμος ζῇ τὴν σαρκικὴν ζωήν, προσπαθώντας νὰ εὐχαριστήσῃ μόνον τὰς αἰσθήσεις του, τρώγοντας, πίνοντας, διασκεδάζοντας καὶ φροντίζοντὰς μόνον διὰ «τὰ τῆς ματαιότητος καὶ πολυμόχθου σαρκός». Καὶ αἱ αἰσθήσεις, μαζὶ μὲ τὰ αἰσθητὰ καὶ μὲ τὰ τερπνὰ τούτου τοῦ κόσμου, ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐπλάσθησᾶν, καὶ δὲν εἶναι ἁμαρτία τὸ νὰ χαίρεται ὁ ἄνθρωπος εἰς τοῦτον τὸν κόσμον. Ὅμως νὰ μὴν εἶναι ἀπορροφημένος ὁλότελα ἀπὸ τὰ ὕλικά, ἀλλὰ νὰ φροντίζῃ καὶ διὰ τὰ πνευματικά, βάζοντας εἰς τὸν νοῦν του ὅτι μέσα εἰς τὸ προσωρινὸν κορμί του κατοικεῖ ψυχὴ ἀθάνατος, ἣ ὁποία εἶναι τόσον περισσότερον τιμημένη καὶ πλέον ἀκριβὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, ὅσον τὸ σῶμα ἀπὸ τὸ ἔνδυμα, ὅπως εἶπεν ὁ Κύριος. Εὰν ἀληθινὰ πιστεύσῃ τοῦτο ὀ ἄνθρωπος, θὰ φροντίσῃ διὰ τὴν σωτηρίαν του, καὶ θὰ εἶναι καὶ εἰς τοῦτον τὸν κόσμον εὐτυχισμένος, ἔχοντας, τὴν χαρὰν τῆς καθαρᾶς συνειδήσεως, καὶ εἰς τὸν ἄλλον, τὸν αἰώνιον καὶ ἀθάνατον, θὰ εὐφραίνεται εἰς τοὺς κόλπους τοῦ ᾿Αβραάμ. Αμὴ ἂν δὲν πιστεύσῃ εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς λόγους του θὰ εἶναι πλέον ἄθλιος καὶ δυστυχὴς ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον, κἂν ἀποκτήσῃ πολλὰ ὑπάρχοντα καὶ μεγάλην δόξαν καὶ τιμὴν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, κατὰ τοὺς λόγους ὅπου εἶπε τὸ πανάγιον καὶ ἀψευδὲς στόμα: «Τί θὰ ὠφελήσῃ ἄραγε τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν κερδίσῃ ὅλον τὸν κόσμον καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν του;»
Ἢ «τί ἠμπορεὶ νὰ δώσῃ ὁ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα διὰ τὴν ψυχὴν του;»
Μακάριος εἶναι, λοιπόν, καὶ τρισμακάριος, ὁ ἄνθρωπος ὅπου ἔβαλε μέσα εἰς τὸ βάθος τῆς καρδίας του ἐτούτους τοὺς λόγους, καὶ τοὺς φυλάττει ὡς θησαυρόν, καὶ τοὺς ἀκούει μέχρι τελευταίας ἀναπνοῆς, καὶ συμμορφώνεται μὲ αὐτοὺς πορευόμενος σύμφωνα μὲ αὐτοὺς εἰς τὴν ζωήν του.
Μακάριος καὶ τρισμακάριος ἦτον καὶ ἐτοῦτος ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης, ὅπου ἕορτάζομεν σήμερον τὴν μνήμην του μὲ μεγάλην κατάνυξιν καὶ πνευματικὴν χαράν. Γράμματα πολλὰ δὲν ἐγνώριζεν, τὰς πονηρίας τοῦ κόσμου δὲν τὰς ἤξευρε.
Ἕζησε μακρὰν ἀπὸ τὰ πολύπλοκα συστήματα τῆς δαιμονικῆς γνώσεως, ἁπλοῖκός, πτωχὸς τῷ πνεύματι, καὶ διὰ τοῦτο πλήρης πίστεως. Μέσα εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἐκατοίκησε τὸ Πνεῦμα τὸ Αγιον. Μέσα εἰς ἐκεῖνο τὸ καταφρονεμένον καὶ τυραννισμένον σῶμα, μέσα εἰς ἐκεῖνον τὸν ὀλιγομιλοῦντα καὶ ρακενδύτον δοῦλον, ἔκαιε ὃ μυστικὸς σπινθήρας τῆς πίστεως.
«Οἱ δὲ λαοί, ἰδόντες καὶ μἡ νοήσαντες, μηδὲ θέντες ἐν διανοίᾳ τὸ τοιοῦτον». ᾿Αλλὰ οἱ γύρω του σαρκικοὶ ἄνθρωποι, ὅπου τὰ μέσα τῶν ἦσαν σκοτεινὰ ὅπως τὸ σβησμένον φανάρι, ἔβλεπαν τὸν Αγιον, ἀλλὰ δὲν ἐκατάλαβαν τίποτε.
Διότι τὸν έβλεπαν μὲ τὰ σωματικὰ ὀμμάτια, μὴ ἔχοντας, οἱ δυστυχεῖς, πνευματικά, διὰ νὰ ἴδουν τὸ μυστήριον τὴς ζωὴς του, καὶ μὲ τὴν ὑπερηφάνειαν ὅποὺ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι τὸν εἶχαν διὰ τρελλὸν ὅπου ἤθελε νὰ κοιμᾶται μαζὶ μὲ τὰ ζῷα καὶ νὰ μὴ ἔχῃ κοινωνίαν μὲ ἄλλους ἀνθρώπους, νὰ νηστεύῃ, νὰ ἐνδύεται μὲ κουρέλια, νὰ ὑπομένῃ τὰς κακολογίας καὶ τὰς ὑβρεις χωρὶς νὰ ἀντιλέγει νὰ μὴν ὑψώνῃ τὰ ὄμματά του εἰς γυναῖκα. Τοῦτος ὃ «τρελλός», τοῦτος ὃ διὰ Χριστὸν σαλὸς,, ποιὸς νὰ ὑποθέσῃ ἀπὸ τοὺς εὐφυεῖς τοῦ κόσμου, ὅτι ἦτο πλέον σοφὸς ἀπὸ τοὺς σοφούς, διότι εἶχε «τὴν ἐν Χριστῷ μωρίαν», ἡ ὁποία φανερώνει εἰς ἐκεῖνον ὅπου τὴν ἔχει τὴν ἀποκάλυψιν τῶν μεγάλων καὶ φρικτῶν μυστηρίων, καὶ χαρίζει εἰς αὐτὸν τὴν μεγάλη ἐλπίδα τῆς Αθανασίας;
Κατὰ τὴν παροῦσαν ὥραν ὅπου τελοῦμεν τὴν πανήγυριν ταύτην ἐπὶ τῇ μνήμῃ τοῦ ὁσίου ᾿Ιωάννου ἐν ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ὡδαῖς πνευματικαῖς, καὶ αἰσθανόμεθα μὲ βεδαιότητα, ὅτι ὁ Άγιος εὑρίσκεται μεταξὺ ἡμῶν, ζῶν καὶ κράζων εἰς ἡμᾶς τὸ «χαίρετε» ἐν μέσῳ δόξης καὶ φωτοχυσίας, ταύτην λοιπὸν τὴν ὥραν ποῦ εὑρίσκονται ἄράγε οἱ λυπήσαντες καὶ καταφρονήσαντες αὐτόν, οἷ ἰσχυροὶ τῆς γῆς, ὃ Ὀθωμανὸς κύριος τοῦ ἀδουλώτου τούτου δούλου, οἱ φοβεροὶ γενίτσαροι καὶ οἱ τάταροι, ὅπου τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ἔδειραν καὶ τὸν ἐπώλησαν ὡς νὰ ἦταν κανένα ζῷον, ποῦ εὑρίσκονται τὰ καλοπερασμένα σώματά των;
Ὧ Διελύθησαν ὡς ἀτμὶς πρωϊνὴ «διεσκορπίσθη τὰ ὀστᾶ αὐτῶν παρὰ τὸν Αδην», κατὰ τὸν προφητάνακτα Δαυΐδ᾽ τοὺς ἐσκέπασεν ἡ ταφόπετρα τῆς λήθης.
Καὶ εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, εἰς τὴν κατοικίαν τῶν πρωτοτόκων ὅπου εὐφραίνονται οι μακάριαι ψυχαὶ τῶν Αγίων, οἱ ὁποῖοι ἐκακοπάθησαν εἰς τοῦτὸν τὸν κόσμον διὰ νὰ περάσουν ἀπὸ «τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδὸν τὴν ἀπάγουσαν εἰς τὴν ζωήν», συνγαγάλλεται μετὰ τῶν ἁγίων πνευμάτων καὶ ὃ ἕορταζόμενος σήμερον ταπεινὸς καὶ ρακενδύτης Ιωάννης, ὁ ἀδελφὸς τῶν ζώων, ὃ νέος Ιώβ, ὃ δεύτερος Λάζαρος.
Ἔκεῖ θὰ στενάζουν ὅσοι ἐλύπησαν τὸν δίκαιον καὶ ἧσαν παραδομένοι εἰς τὰς ἡδονάς των. ᾿Ιδοὺ τί λέγει πάλιν ὃ προφήτης Σολομὼν διὰ τὸν δίκαιον καὶ διὰ τοὺς διώχτας του, ὅταν θὰ ἀνοίξουν τοὺς ὀφθαλμούς τῶν μετὰ θάνατον:
«Τότε θὰ σταθῇ μὲ παρρησίαν πολλὴν ὁ δίκαιος κατὰ πρόσωπον ἐκείνων, ὅπου τὸν ἔθλιψαν καὶ ὅπου τὸν ἐνέπαιξαν διὰ τὸν ἀγῶνα ὅπου ἔκαμνε. Ὅταν τὸν ἰδοῦν θὰ ταραχθοῦν μὲ φόβον μέγα, καὶ θὰ καταπλαγοῦν ἀπὸ τὴν παράδοξον σωτηρίαν του. Τότε θὰ μετανοήσουν δι᾿ ὅσα ἔπραξαν εἰς τὸν δίκαιον, καὶ ἀπὸ τὴν στενοχωρίαν τῆς ψυχῆς τῶν θὰ στενάξουν καὶ θὰ εἴπουν:
Αὐτὸς δὲν εἶναι ἐκεῖνος ὅπου τὸν εἴχαμε κάποτε διὰ γέλωτα καὶ δι᾿ ὀνειδισμὸν ἡμεῖς οἱ ἀνόητοι; Τὴν ζωὴν του τὴν ἐλογαριάζαμεν διὰ παραφροσύνην καὶ τὸν θάνατόν του τὸν ἐθεωρήσαμεν ἀτιμασμένον. Πῶς, λοιπόν, ἐλογαριάσθη ἀνάμεσα εἰς τοὺς Υἱοὺς τοῦ Θεοῦ καὶ ὃ κλῆρος αὐτοῦ εἶναι μεταξὺ τῶν ἁγίων; Ὠστε ἐπλανήθημεν ἀπὸ τὴν ὁδὸν τῆς ἀληθείας, καὶ τὸ φῶς τῆς διακαιοσύνης δὲν μᾶς ἐφώτισε, καὶ ὃ ἥλιος δὲν ἀνέτειλε μέσα εἰς τὴν ψυχήν μας. Γεμίσαμεν ἀπὸ ἀνομίας, καὶ ἐπορεύθημεν εἰς δρόμους τῆς ἀπωλείας, καὶ τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου δὲν ἐγνωρίσαμεν. Ἐὶς τί μᾶς ὠφέλησεν ἣ ὑπερηφάνεια; Καὶ εἰς τί καλὸν συνήργησεν εἰς ἡμᾶς ὁ πλοῦτος καὶ ἡ ἀλαζονεία; Ὅλα ἐκεῖνα ἐπέρασαν ὡς σκιά, καὶ ὡσὰν μία εἴδησις ὅπου περνᾶ καὶ σβήνει. Ὡσὰν τὸ πλοῖον ὅπου ἀρμενίζει καὶ σχίζει τὸ νερὸν τῆς θαλάσσης καὶ ὅταν περάσῃ, δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ εὕρῃ κανὲν σημάδι μήτε τὸ αὐλάκι ὅπου ἔσκαψεν ἡ καρίνα του. Οὕτω καὶ ἡμεῖς, ἐγεννήθημεν καὶ ἐξηφαγίσθημεν, καὶ δὲν ἀποκτήσαμεν μὲν κανὲν σημεῖον ἀρετῆς, ἀλλὰ ἐξοδεύσαμεν τὴν ζωήν μας μὲ τὴν κακίαν”. Διότι ἡ ἐλπίδα τοῦ ἀσεβοῦς είναι ὡσὰν τὸ ἄχυρο ὅπου τὸ παΐρνει ὁ ἄνεμος καὶ ὡσὰν τὴν πάχνη, ὅπου τὴν σκορπίζει ἡ ἀνεμοζάλη, καὶ ὡσὰν τὸν καπνὸν ὅπου ἐχάθη ἀπὸ τὸ φύσημα τῆς κακοκαιρίας».
Ναί. Αὐτὰ θὰ εἴπουν οἱ ἄνομοι εἰς, τὸν ἄλλον κόσμον, ἐκεῖ ὅπου θὰ κρίνῃ τοὺς ἀνθρώπους ὁ δικαιοκρίτης Κύριος. ᾿Αλλὰ δὲν θὰ λάβουν καμμίαν ὠφέλειαν ἀπὸ τὴν μετὰ θάνατον μεταμέλειάν των, ἐπειδὴ ἐν τῷ “Αδῃ οὐχ ἔστι μετάνοια.
Ὃ δὲ ἅγιος Ἰωάννης, κοιμηθεὶς ἐν Κυρίῳ, ἔλαβε τὴν ἀντιμισθίαν τῶν νόπὼν καὶ τῶν μόχθων ὅπου ὑπέμεινε διὰ τὸν Χριστόν, τὸν ὁποῖον ἠγάπησε περισσότερον ἀπὸ ὅλα, τὰ φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα. Καὶ νῦν, ἐν οὐρανοῖς στεφηφορῶν, ἀγάλλεται μὲ τοὺς χοροὺς τῶν ἁγίων καθορῶν ἐν δόξῃ τὸν ἀθλοθέτην Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν. Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος καὶ ἣ προσκύνησις εἰς τοὺς ἀτελευτήτους αἰῶνας.
᾿Αμήν.