ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 1

Πρόλογος καὶ χαιρετισμός

1 Ἀποκάλυψις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποίαν τοῦ ἔδωκε ὁ Θεός, διὰ νὰ δείξῃ εἰς τοὺς δούλους του ἐκεῖνα ποὺ πρέπει νὰ γίνουν γρήγορα. Ὁ Χριστὸς τὰ ἐγνωστοποίησε ἀποστείλας τὸν ἄγγελόν του εἰς τὸν δοῦλόν του Ἰωάννην,
2 ὁ ὁποῖος ἔδωσε μαρτυρίαν διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ δι’ ὅσα εἶδε.
3 Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ διαβάζει καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀκούουν τοὺς λόγους τῆς προφητείας καὶ τηροῦν ὅσα εἶναι γραμμένα εἰς αὐτήν, διότι ὁ καιρὸς πλησιάζει.
4 Ὁ Ἰωάννης πρὸς τὰς ἑπτὰ ἐκκλησίας, αἱ ὁποῖαι εἶναι εἰς τὴν Ἀσίαν. Χάρις νὰ εἶναι σ’ ἐσᾶς καὶ εἰρήνη ἀπὸ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει, ὁ ὁποῖος ὑπῆρχε καὶ ὁ ὁποῖος θὰ ἔλθῃ, καὶ ἀπὸ τὰ ἑπτὰ πνεύματα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἐνώπιον τοῦ θρόνου του, καὶ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν,
5 ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ μάρτυς ὁ ἀξιόπιστος, ὁ πρωτότοκος τῶν νεκρῶν καὶ ὁ ἄρχων τῶν βασιλέων τῆς γῆς. Εἰς ἐκεῖνον ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ καὶ μᾶς ἔλουσε ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας μας μὲ τὸ αἶμά του,
6 καὶ μᾶς ἔκανε ἕνα βασίλειον, ἱερεῖς διὰ τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα του, εἰς αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
7 Ἰδού, ἔρχεται μὲ τὰ σύννεφα. Κάθε μάτι θὰ τὸν ἰδῇ καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἐκέντησαν, καὶ θὰ θρηνήσουν δι’ αὐτὸν ὅλαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς. Ναί, ἀμήν.
8 Ἐγὼ εἶμαι τὸ Α καὶ τὸ Ω, λέγει ὁ Κύριος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει, ὁ ὁποῖος ὑπῆρχε καὶ ὁ ὁποῖος θὰ ἔλθῃ, ὁ Παντοκράτωρ.

Ὅρασις τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου

9 Ἐγὼ ὁ Ἰωάννης, ὁ ἀδελφός σας καὶ συμμέτοχος εἰς τὴν θλῖψιν καὶ τὴν βασιλείαν καὶ τὴν ὑπομονὴν ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ, ἤμουν εἰς τὴν νῆσον ποὺ ὀνομάζεται Πάτμος, ἐξ αἰτίας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς μαρτυρίας διὰ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
10 Κατὰ τὴν Κυριακὴν ἡμέραν ἦλθεν ἐπ’ ἐμὲ τὸ Πνεῦμα καὶ ἄκουσα ὀπίσω μου δυνατὴν φωνήν, σὰν φωνὴν ἀπὸ σάλπιγγα,
11 ποὺ μοῦ ἔλεγε, «Ἐκεῖνο ποὺ βλέπεις γράψε το εἰς τὸ βιβλίον καὶ στεῖλέ το εἰς τὰς ἑπτὰ ἐκκλησίας, εἰς τὴν Ἔφεσον, τὴν Σμύρνην, τὴν Πέργαμον, τὰ Θυάτειρα, τὰς Σάρδεις, τὴν Φιλαδέλφειαν καὶ τὴν Λαοδικείαν».
12 Ἔστρεψα διὰ νὰ ἰδῶ τίνος ἦτο ἡ φωνὴ ποὺ μοῦ ἐμιλοῦσε, εἶδα ἑπτὰ λυχνίες χρυσὲς
13 καὶ εἰς τὸ μέσον τῶν ἑπτὰ λυχνιῶν ἕνα ὅμοιον πρὸς υἱὸν ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἐφοροῦσε χιτῶνα ποὺ ἔφθανε μέχρι τῶν ἄκρων τῶν ποδιῶν καὶ ἦτο ζωσμένος εἰς τὸ στῆθος μὲ ζώνην χρυσῆν.
14 Τὸ κεφάλι του καὶ τὰ μαλλιά του ἦσαν ἄσπρα σὰν τὸ ἄσπρο μαλλὶ καὶ τὸ χιόνι, καὶ τὰ μάτια του σὰν πύρινη φλόγα.
15 Τὰ πόδια του ἦσαν ὅμοια μὲ χαλκὸν ποὺ λάμπει, σὰν νὰ εἶχε καῆ στὸ καμίνι, καὶ ἡ φωνή του σὰν βοὴ ἀπὸ πολλὰ νερά.
16 Εἰς τὸ δεξί του χέρι εἶχε ἑπτὰ ἀστέρας καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἔβγαινε δίστομη κοφτερὴ ρομφαία καὶ ἡ ὄψις του ἦτο σὰν τὸν ἥλιο ὅταν λάμπῃ εἰς ὅλην τὴν δύναμίν του.
17 Ὅταν τὸν εἶδα, ἔπεσα εἰς τὰ πόδια του σὰν νεκρός, ἀλλ’ αὐτὸς ἔβαλε τὸ δεξί του χέρι ἐπάνω μου καὶ εἶπε, «Μὴ φοβᾶσαι· ἐγὼ εἶμαι ὁ πρῶτος καὶ ὁ τελευταῖος καὶ ἐκεῖνος ποὺ ζῆ·
18 ἤμουν νεκρός, ἀλλὰ νά, τώρα εἶμαι ζωντανὸς εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων καὶ ἔχω τὰ κλειδιὰ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾍδη.
19 Γράψε λοιπὸν ἐκεῖνα ποὺ εἶδες καὶ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι καὶ ὅσα μέλλουν νὰ γίνουν ὕστερα.
20 Ὡς πρὸς τὸ μυστήριον τῶν ἑπτὰ ἀστέρων, τοὺς ὁποίους εἶδες εἰς τὸ δεξί μου χέρι, καὶ τὶς ἑπτὰ λυχνίες τὶς χρυσές, οἱ ἑπτὰ ἀστέρες εἶναι οἱ ἄγγελοι τῶν ἑπτὰ ἐκκλησιῶν καὶ αἱ ἑπτὰ λυχνίαι εἶναι αἱ ἑπτὰ ἐκκλησίαι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 2

Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν ἐκκλησίαν τῆς Ἐφέσου

1 Εἰς τὸν ἄγγελον τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου γράψε: «Αὐτὰ λέγει ἐκεῖνος ποὺ κρατεῖ τοὺς ἑπτὰ ἀστέρας εἰς τὸ δεξί του χέρι, ἐκεῖνος ποὺ περπατεῖ μεταξὺ τῶν ἑπτὰ λυχνιῶν τῶν χρυσῶν:
2 Ξέρω τὰ ἔργα σου καὶ τὸν κόπον σου καὶ τὴν ὑπομονήν σου καὶ ὅτι δὲν μπορεῖς νὰ βαστάξῃς τοὺς κακούς, καὶ ἐδοκίμασες ἐκείνους ποὺ λέγουν διὰ τὸν ἑαυτόν τους ὅτι εἶναι ἀπόστολοι, ἐνῷ δὲν εἶναι, καὶ τοὺς εὑρῆκες ψεύτικους.
3 Καὶ ἔχεις ὑπομονὴν καὶ ὑπέφερες διὰ τὸ ὄνομά μου, χωρὶς νὰ ἀποκάμῃς.
4 Ἀλλ’ ἔχω τοῦτο ἐναντίον σου: ὅτι ἔχασες τὴν ἀγάπην σου τὴν πρώτην.
5 Σκέψου ἀπὸ ποῦ ἔχεις πέσει, μετανόησε καὶ κάνε τὰ πρῶτα ἔργα σου, ἀλλοιῶς, ἂν δὲν μετανοήσῃς, θὰ ἔλθω γρήγορα σ’ ἐσέ καὶ θὰ μετακινήσω τὴν λυχνίαν σου ἀπὸ τὸν τόπον της.
6 Ἀλλὰ ἔχεις τοῦτο τὸ καλό: ὅτι μισεῖς τὰ ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν, τὰ ὁποῖα καὶ ἐγὼ μισῶ.
7 Ὅποιος ἔχει αὐτιά, ἂς ἀκούσῃ τί λέγει τὸ Πνεῦμα εἰς τὰς ἐκκλησίας. Εἰς ἐκεῖνον ποὺ νικᾶ θὰ τοῦ δώσω νὰ φάγῃ ἀπὸ τὸ δένδρον τῆς ζωῆς, τὸ ὁποῖον εἶναι εἰς τὸν παράδεισον τοῦ Θεοῦ μου».

Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν ἐκκλησίαν τῆς Σμύρνης

8 Εἰς τὸν ἄγγελον τῆς ἐκκλησίας τῆς Σμύρνης γράψε: «Αὐτὰ λέγει ὁ πρῶτος καὶ ὁ τελευταῖος, ὁ ὁποῖος ἦτο νεκρὸς καὶ ἦλθε πάλιν εἰς τὴν ζωήν:
9 Ξέρω τὰ ἔργα σου καὶ τὴν θλῖψιν σου καὶ τὴν πτωχείαν σου, καὶ ὅμως εἶσαι πλούσιος. Ξέρω καὶ ὅτι συκοφαντεῖσαι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ λέγουν ὅτι εἶναι Ἰουδαῖοι ἐνῷ δὲν εἶναι, ἀλλ’ εἶναι συναγωγὴ τοῦ Σατανᾶ.
10 Μὴ φοβᾶσαι τίποτε ἀπὸ ὅσα μέλλεις νὰ πάθῃς. Ὁ διάβολος θὰ βάλῃ μερικοὺς ἀπὸ σᾶς εἰς τὴν φυλακὴν διὰ νὰ δοκιμασθῆτε καὶ θὰ ὑποφέρετε δέκα ἡμέρες. Νὰ εἶσαι πιστὸς μέχρι θανάτου καὶ θὰ σοῦ δώσω τὸ στεφάνι τῆς ζωῆς.
11 Ὅποιος ἔχει αὐτιά, ἂς ἀκούσῃ τί λέγει τὸ Πνεῦμα εἰς τὰς ἐκκλησίας. Ὅποιος νικᾶ δὲν ἔχει τίποτε νὰ φοβηθῇ ἀπὸ τὸν δεύτερον θάνατον.

Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν ἐκκλησίαν τῆς Περγάμου

12 Εἰς τὸν ἄγγελον τῆς ἐκκλησίας τῆς Περγάμου γράψε: Αὐτὰ λέγει ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν δίστομη καὶ κοφτερὴ ρομφαία:
13 Ξέρω τὰ ἔργα σου καὶ ποῦ κατοικεῖς· ἐκεῖ ποὺ εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Σατανᾶ· ἀλλὰ κρατᾶς στερεὰ τὸ ὄνομά μου καὶ δὲν ἀρνήθηκε τὴν πίστιν σου σ’ ἐμένα, οὔτε κατὰ τὰς ἡμέρας ποὺ ὁ Ἀντίπας, ὁ μάρτυς μου ὁ πιστός, ἐσκοτώθηκε εἰς τὴν πόλιν σας, ὅπου κατοικεῖ ὁ Σατανᾶς.
14 Ἀλλ’ ἔχω ἐναντίον σου ὀλίγα: ἔχεις ἐκεῖ μερικούς, ποὺ κρατοῦν τὴν διδασκαλίαν τοῦ Βαλαάμ, ὁ ὁποῖος ἐδίδαξε τὸν Βαλὰκ νὰ βάλῃ σκάνδαλον εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας διὰ νὰ φάγουν κρέατα ἀπὸ τὰς θυσίας εἰς τὰ εἴδωλα καὶ νὰ πορνεύσουν.
15 Ἔτσι ἔχεις καὶ σὺ μερικοὺς ποὺ κρατοῦν τὴν διδασκαλίαν τῶν Νικολαϊτῶν.
16 Μετανόησε λοιπόν, ἀλλοιῶς θὰ ἔλθω γρήγορα σ’ ἐσὲ καὶ θὰ πολεμήσω ἐναντίον τους μὲ τὴν ρομφαίαν τοῦ στόματός μου.
17 Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει αὐτιά, ἂς ἀκούσῃ τί λέγει τὸ Πνεῦμα εἰς τὰς ἐκκλησίας. Εἰς ἐκεῖνον ποὺ νικᾶ θὰ τοῦ δώσω ἀπὸ τὸ μάννα τὸ κρυμμένον· θὰ τοῦ δώσω καὶ πέτραν λευκὴν καὶ εἰς τὴν πέτραν θὰ εἶναι γραμμένον ἕνα καινούργιο ὄνομα, ποὺ δὲν ξέρει κανεὶς παρὰ ἐκεῖνος ποὺ τὸ παίρνει».

Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν ἐκκλησίαν τῶν Θυατείρων

18 Εἰς τὸν ἄγγελον τῆς ἐκκλησίας τῶν Θυατείρων γράψε: «Αὐτὰ λέγει ὁ Υἱὸς τοῦ θεοῦ, ποὺ ἔχει μάτια σὰν πύρινη φλόγα καὶ τὰ πόδια του εἶναι ὅμοια μὲ χαλκὸν ποὺ λάμπει:
19 Ξέρω τὰ ἔργα σου, τὴν ἀγάπην σου καὶ τὴν πίστιν, τὴν ὑπηρεσίαν σου καὶ τὴν ὑπομονήν σου καὶ ὅτι τὰ ἔργα σου τὰ τελευταῖα εἶναι περισσότερα ἀπὸ τὰ πρῶτα.
20 Ἀλλ’ ἔχω λίγα ἐναντίον σου: ἀνέχεσαι τὴν Ἰεζάβελ, τὴν γυναῖκα ποὺ λέγει ὅτι εἶναι προφῆτις καὶ μὲ τὴν διδασκαλίαν της πλανᾶ τοὺς δούλους μου εἰς τὸ νὰ πορνεύουν καὶ νὰ τρώγουν κρέατα ἀπὸ τὰς θυσίας τῶν εἰδώλων.
21 Τῆς ἔδωσα χρόνον νὰ μετανοήσῃ ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ μετανοήσῃ ἀπὸ τὴν πορνεία της.
22 Θὰ τὴν ρίξω λοιπὸν εἰς τὸ κρεββάτι ἄρρωστη καὶ ἐκείνους ποὺ μοιχεύονται μαζί της, εἰς θλῖψιν μεγάλην, ἐὰν δὲν μετανοήσουν ἀπὸ τὰ ἔργα της,
23 καὶ τὰ παιδιά της θὰ τὰ κτυπήσω μὲ θάνατον. Καὶ ὅλαι αἱ ἐκκλησίαι θὰ γνωρίσουν ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ ἐρευνᾶ σκέψεις καὶ καρδιὲς καὶ θὰ ἀνταμείψω τὸν καθένα ἀπὸ σᾶς κατὰ τὰ ἔργα σας.
24 Λέγω τώρα σ’ ἐσᾶς τοὺς ὑπολοίπους εἰς τὰ Θυάτειρα, ὅσοι δεν ἔχουν τὴν διδασκαλίαν αὐτήν, ὅσοι δὲν ἔμαθαν τὰ βάθη τοῦ Σατανᾶ, ὅπως τὰ λέγουν μερικοί, σ’ ἐσᾶς δὲν θὰ βάλω ἄλλο βάρος,
25 ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἔχετε, κρατῆστέ το ἕως ὅτου ἔλθω.
26 Εἰς ἐκεῖνον ποὺ νικᾶ καὶ κάνει τὸ θέλημά μου μέχρι τέλους, θὰ τοῦ δώσω ἐξουσίαν ἐπάνω εἰς τὰ ἔθνη
27 – ὅπως καὶ ἐγὼ ἔλαβα ἐξουσίαν ἀπὸ τὸν Πατέρα μου – καὶ θὰ τοὺς ποιμάνῃ μὲ σιδερένια ράβδον, σὰν πήλινα σκεύη θὰ συντριβοῦν·
28 καὶ θὰ τοῦ δώσω ἐπίσης τὸν πρωϊνὸν ἀστέρα.
29 Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει αὐτιά, ἂς ἀκούσῃ, τί λέγει τὸ Πνεῦμα εἰς τὰς ἐκκλησίας».

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 3

Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Σαρδέων

1 Εἰς τὸν ἄγγελον τῆς ἐκκλησίας τῶν Σαρδέων γράψε: «Αὐτὰ λέγει ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὰ ἑπτὰ πνεύματα τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἑπτὰ ἀστέρας: Ξέρω τὰ ἔργα σου· ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῆς, εἶσαι ὅμως νεκρός.
2 Ξύπνα καὶ στήριξε ὅ,τι ἔχει μείνει καὶ ἔμελλε νὰ πεθάνῃ, διότι δὲν εὑρῆκα τὰ ἔργα σου τέλεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μου.
3 Θυμήσου λοιπὸν τί παρέλαβες καὶ ἄκουσες· αὐτὰ νὰ τηρῇς καὶ νὰ μετανοήσῃς. Ἐὰν δὲν ξυπνήσῃς, θὰ ἔλθω σ’ ἐσὲ σὰν κλέφτης καὶ δὲν θὰ ξέρης ποιά ὥρα θὰ σοῦ ἔλθω.
4 Ἔχεις ὅμως λίγα πρόσωπα εἰς τὰς Σάρδεις, τὰ ὅποῖα δὲν ἐμόλυναν τὰ ἐνδύματά των καὶ θὰ περπατήσουν μαζί μου μὲ λευκά, διότι εἶναι ἄξιοι.
5 Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ νικᾶ θὰ ἐνδυθῇ λευκὰ ἐνδύματα καὶ δὲν θὰ ἐξαλείψω τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸ βιβλίον τῆς ζωῆς· θὰ ὁμολογήσω τὸ ὄνομά του ἐνώπιον τοῦ Πατέρα μου καὶ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων του.
6 Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει αὐτιὰ, ἂς ἀκούσῃ τί λέγει τὸ Πνεῦμα εἰς τὰς ἐκκλησίας».

Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν ἐκκλησίαν τῆς Φιλαδελφείας

7 Εἰς τὸν ἄγγελον τῆς ἐκκλησίας τῆς Φιλαδελφείας γράψε: «Αὐτὰ λέγει ὁ ἅγιος, ὁ ἀληθινός, ποὺ ἔχει τὸ κλειδὶ τοῦ Δαυΐδ· ὅταν ἀνοίγῃ, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ κλείσῃ καὶ ὅταν κλείνῃ, κανεὶς δὲν μπορεῖ ν’ ἀνοίξῃ·
8 Ξέρω τὰ ἔργα σου. – Ἰδού, ἔχω δώσει ἐνώπιόν σου πόρταν ἀνοικτήν, τὴν ὁποίαν κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ κλείσῃ –. Ξέρω ὅτι ἔχεις ὀλίγην δύναμιν καὶ ὅμως ἐτήρησες τὸν λόγον μου καὶ δὲν ἀρνήθηκες τὸ ὄνομά μου.
9 Ἰδού, θὰ σοῦ παραδώσω ἐνείνους ἀπὸ τὴν συναγωγὴν τοῦ Σατανᾶ, ποὺ λέγουν ὅτι εἶναι Ἰουδαῖοι, ἐνῷ δὲν εἶναι, ἀλλὰ ψεύδονται. Ἰδού, θὰ τοὺς κάνω νὰ ἔλθουν καὶ νὰ πέσουν εἰς τὰ πόδια σου καὶ νὰ γνωρίσουν ὅτι ἐγὼ σὲ ἀγάπησα.
10 Ἐπειδὴ ἐφύλαξες τὴν ἐντολήν μου περὶ ὑπομονῆς, θὰ σὲ φυλάξω καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὴν ὥραν τῆς δοκιμασίας, ἡ ὁποία μέλλει νὰ ἔλθῃ εἰς ὄλην τὴν οἰκουμένην διὰ νὰ δοκιμάσῃ τοὺς κατοίκους τῆς γῆς.
11 Ἔρχομαι γρήγορα. Κράτησε αὐτὸ ποὺ ἔχεις διὰ νὰ μὴ ἀφαιρέσῃ κανεὶς τὸ στεφάνι σου.
12 Ἐκεῖνον ποὺ νικᾶ θὰ τὸν κάνω στῦλον εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ μου· ποτὲ δὲν θὰ βγῇ ἔξω καὶ θὰ γράψω ἐπάνω του τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μου καὶ τὸ ὄνομα τῆς πόλεως τοῦ Θεοῦ μου, τῆς νέας Ἱερουσαλήμ, ἡ ὁποία κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἀπὸ τὸν Θεόν μου, καὶ τὸ ὄνομά μου τὸ νέον.
13 Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει αὐτιά, ἂς ἀκούσῃ, τί λέγει τὸ Πνεῦμα εἰς τὰς ἐκκλησίας».

Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν ἐκκλησίαν τῆς Λαοδικείας

14 Εἰς τὸν ἄγγελον τῆς ἐκκλησίας τῆς Λαοδικείας γράψε: «Αὐτὰ λέγει ὁ Ἀμήν, ὁ μάρτυς ὁ ἀξιόπιστος καὶ ἀληθινός, ἡ πηγὴ τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ:
15 Ξέρω τὰ ἔργα σου· οὔτε κρύος εἶσαι, οὔτε ζεστός. Θὰ ἤθελα νὰ εἶσαι, εἴτε κρύος, εἴτε ζεστός.
16 Ἀλλ’ ἐπειδὴ εἶσαι χλιαρὸς καὶ οὔτε ζεστός, οὔτε κρύος, θὰ σὲ ξεράσω ἀπὸ τὸ στόμα μου.
17 Λέγεις: «Εἶμαι πλούσιος καὶ ἔχω πλουτίσει καὶ δὲν ἔχω ἀνάγκην ἀπὸ τίποτε», καὶ δὲν ξέρεις ὅτι σὺ εἶσαι ὁ δυστυχής, ὁ ἐλεεινός, ὁ πτωχός, ὁ τυφλὸς καὶ ὁ γυμνός.
18 Σὲ συμβουλεύω νὰ ἀγοράσῃς ἀπὸ ἐμὲ χρυσάφι δοκιμασμένο ἀπὸ τὴν φωτιὰ διὰ νὰ πλουτίσῃς· καὶ ἐνδύματα λευκά, διὰ νὰ τὰ φορέσῃς καὶ νὰ μὴ φαίνεται ἡ αἰσχύνη τῆς γυμνότητός σου· καὶ κολλύριον μὲ τὸ ὁποῖον νὰ ἀλείψῃς τὰ μάτια σου διὰ νὰ βλέπῃς.
19 Ἐγὼ ὅσους ἀγαπῶ, τοὺς ἐλέγχω καὶ τοὺς παιδαγωγῶ. Δεῖξε λοιπὸν ζῆλον καὶ μετανόησε.
20 Ἰδού, στέκομαι εἰς τὴν πόρτα καὶ κτυπῶ. Ἐὰν ἀκούσῃ κανεὶς τὴν φωνήν μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν πόρτα, θὰ μπῶ καὶ θὰ δειπνήσω μαζί του καὶ αὐτὸς μαζί μου.
21 Εἰς’ ἐκεῖνον ποὺ νικᾶ θὰ τοῦ ἐπιτρέψω νὰ καθήσῃ μαζί μου εἰς τὸν θρόνον μου, ὅπως καὶ ἐγὼ ἐνίκησα καὶ ἐκάθησα μὲ τὸν Πατέρα μου εἰς τὸν θρόνον του.
22 Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει αὐτιά, ἂς ἀκούσῃ τί λέγει τὸ Πνεῦμα εἰς τὰς ἐκκλησίας».

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 4

1 Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, ἐκύτταξα καὶ ἰδού, μία πόρτα ἀνοικτὴ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἡ φωνὴ ἡ πρώτη, ποὺ εἶχα ἀκούσει νὰ μοῦ μιλῇ σὰν σάλπιγγα, ἔλεγε, «Ἀνέβα ἐδῶ καὶ θὰ σοῦ δείξω ἐκεῖνα ποὺ πρέπει νὰ γίνουν ὕστερα ἀπὸ αὐτά».
2 Καὶ ἀμέσως ἦλθεν ἐπ’ ἐμὲ τὸ Πνεῦμα καὶ ἰδού, ἕνας θρόνος ἦτο τοποθετημένος εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἰς τὸν θρόνον ἐκαθότανε,
3 κάποιος, ὅμοιος, κατὰ τὴν ἐμφάνισιν, πρὸς τὸν πολύτιμον λίθον ἴασπιν καὶ τὸ σάρδιον, καὶ γύρω ἀπὸ τὸν θρόνον ἦτο οὐράνιον τόξο, ὅμοιον, κατὰ τὴν ἐμφάνισιν, μὲ σμάραγδον.

Ἡ ὅρασις τοῦ οὐρανοῦ

4 Γύρω ἀπὸ τὸν θρόνον ἦσαν εἴκοσι τέσσερις θρόνοι καὶ εἰς τοὺς θρόνους ἐκάθοντο εἴκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι, οἱ ὁποῖοι ἐφοροῦσαν λευκὰ ἐνδύματα καὶ εἰς τὰ κεφάλια τους εἶχαν χρυσὰ στεφάνια.
5 Ἀπὸ τὸν θρόνον ἔβγαιναν ἀστραπαὶ καὶ φωναὶ καὶ βρονταί, καὶ ἐμπρὸς εἰς τὸν θρόνον ἔκαιαν ἑπτὰ πύρινες λαμπάδες, ποὺ εἶναι τὰ ἑπτὰ πνεύματα τοῦ Θεοῦ.
6 Ἐμπρὸς εἰς τὸν θρόνον ἦτο ἔκτασις ποὺ ἔμοιαζε μὲ γυάλινη θάλασσα, σὰν κρύσταλλο, καὶ εἰς τὸ μέσον τοῦ θρόνου καὶ γύρω του τέσσερα ζωντανὰ ὄντα μὲ μάτια ὁλόγυρα, ἐμπρὸς καὶ πίσω.
7 Τὸ πρῶτον ἦτο ὅμοιον μὲ λέοντα, τὸ δεύτερον ὅμοιον μὲ μόσχον, τὸ τρίτον εἶχε πρόσωπον ἀνθρώπινον καὶ τὸ τέταρτον ἦτο ὅμοιον μὲ ἀετὸν ποὺ ἐπετοῦσε.
8 Τὰ τέσσερα αὐτὰ ζωντανὰ ὄντα, μὲ ἕξη πτέρυγες τὸ καθένα, εἶχαν μάτια ὁλόγυρα, μέσα καὶ ἔξω, καὶ δὲν παύουν νὰ ψάλλουν ἡμέραν καὶ νύχτα: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ ὁ ὁποῖος ὑπῆρχε, ὑπάρχει καὶ ἔρχεται».
9 Καὶ ὅταν τὰ ζωντανὰ ὄντα δοξάζουν, τιμοῦν καὶ εὐχαριστοῦν τὸν καθήμενον εἰς τὸν θρόνον ποὺ ζῆ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων,
10 πέφτουν οἱ εἴκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι ἐμπρὸς εἰς τὸν καθήμενον εἰς τὸν θρόνον καὶ προσκυνοῦν αὐτὸν ποὺ ζῆ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων καὶ θέτουν τὰ στεφάνια τους ἐμπρὸς εἰς τὸν θρόνον καὶ λέγουν,
11 «Ἄξιος εἶσαι σύ, ὁ Κύριος ὁ Θεός μας, νὰ λάβῃς τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμὴν καὶ τὴν δύναμιν, διότι σὺ ἐδημιούργησες τὰ πάντα καὶ μὲ τὸ θέλημά σου ἔλαβαν ὑπόστασιν καὶ ἐδημιουργήθησαν».

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 5

Ὅρασις τοῦ Ἀρνίου τοῦ Θεοῦ

1 Ὕστερα εἶδα εἰς τὸ δεξὶ χέρι ἐκείνου ποὺ ἐκαθότανε εἰς τὸν θρόνον, βιβλίον γραμμένον ἐσωτερικῶς καὶ ἐξωτερικῶς, σφραγισμένον καλὰ μὲ ἑπτὰ σφραγῖδες.
2 Καὶ εἶδα ἕναν ἄγγελον δυνατὸν νὰ φωνάζῃ μὲ δυνατὴν φωνήν, «Ποιός εἶναι ἄξιος νὰ ἀνοίξῃ τὸ βιβλίον καὶ νὰ λύσῃ τὶς σφραγῖδές του;».
3 Καὶ κανεὶς εἰς τὸν οὐρανὸν ἢ εἰς τὴν γῆν ἢ κάτω ἀπὸ τὴν γῆν δὲν μποροῦσε νὰ ἀνοίξῃ τὸ βιβλίον ἢ νὰ τὸ βλέπῃ.
4 Ἐγὼ ἔκλαια πολύ, διότι δὲν εὑρέθηκε κανεὶς ἄξιος νὰ ἀνοίξῃ τὸ βιβλίον ἢ νὰ τὸ βλέπῃ.
5 Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους μοῦ εἶπε, «Μὴ κλαῖς, διότι ἐνίκησε ὁ Λέων ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα, ἡ Ρίζα τοῦ Δαυΐδ, ὥστε νὰ μπορῇ νὰ ἀνοίξῃ τὸ βιβλίον καὶ τὶς ἑπτὰ σφραγῖδές του».
6 Ὕστερα εἶδα νὰ στέκεται μεταξὺ τοῦ θρόνου καὶ τῶν τεσσάρων ζωντανῶν ὄντων καὶ μεταξὺ τῶν πρεσβυτέρων ἕνα Ἀρνίον σὰν νὰ εἶχε σφαγῆ. Εἶχε ἑπτὰ κέρατα καὶ ἑπτὰ μάτια, τὰ ὁποῖα εἶναι τὰ ἑπτὰ πνεύματα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐστάλησαν εἰς ὅλην τὴν γῆν.
7 Καὶ ἦλθε τὸ Ἀρνίον καὶ ἐπῆρε τὸ βιβλίον ἀπὸ τὸ δεξὶ χέρι ἐκείνου ποὺ ἐκαθότανε εἰς τὸν θρόνον.
8 Καὶ ὅταν ἐπῆρε τὸ βιβλίον, τὰ τέσσερα ζωντανὰ ὄντα καὶ οἱ εἴκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι ἔπεσαν ἐμπρὸς εἰς τὸ Ἀρνίον καὶ ὁ καθένας εἶχε κιθάραν καὶ φιάλες χρυσὲς γεμᾶτες θυμιάματα τὰ ὁποῖα εἶναι αἱ προσευχαὶ τῶν ἁγίων.
9 Καὶ ἔψαλλαν ἕνα καινούργιο ἆσμα: «Εἶσαι ἄξιος νὰ πάρῃς τὸ βιβλίον καὶ νὰ ἀνοίξῃς τὶς σφραγῖδές του, διότι ἐσφάγης καὶ μᾶς ἀγόρασες διὰ τὸν Θεὸν μὲ τὸ αἶμά σου ἀπὸ πᾶσαν φυλὴν καὶ γλῶσσαν καὶ λαὸν καὶ ἔθνος,
10 καὶ τοὺς ἔκαμες διὰ τὸν Θεὸν μας βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς καὶ θὰ βασιλεύσουν ἐπὶ τῆς γῆς».
11 Ὕστερα, καθὼς ἐκύτταζα, ἄκουσα φωνὴν πολλῶν ἀγγέλων, γύρω ἀπὸ τὸν θρόνον, τὰ ζωντανὰ ὄντα καὶ τοὺς πρεσβυτέρους. Ὁ ἀριθμός των ἦτο μυριάδες μυριάδων καὶ χιλιάδες χιλιάδων.
12 Καὶ ἔλεγαν μὲ φωνὴν δυνατήν, «Ἄξιον εἶναι τὸ Ἀρνίον, ποὺ εἶχε σφαγῆ, νὰ λάβῃ τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον, τὴν σοφίαν καὶ τὴν ἰσχύν, τὴν τιμὴν καὶ τὴν δόξαν καὶ τὸν ὕμνον».
13 Καὶ ἄκουσα κάθε δημιούργημα, τὸ ὁποῖον εἶναι εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἰς τὴν γῆν καὶ κάτω ἀπὸ τὴν γῆν καὶ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτά, νὰ λέγουν, «Εἰς τὸν καθήμενον εἰς τὸν θρόνον καὶ εἰς τὸ Ἀρνίον ἀνήκει ὁ ὕμνος καὶ ἡ τιμή, ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμις εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
14 Καὶ τὰ τέσσερα ζωντανὰ ὄντα ἔλεγαν, «Ἀμήν». Καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἔπεσαν καὶ προσκύνησαν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 6

Τὸ ἄνοιγμα τῶν σφραγίδων

1 Ὕστερα ἐκύτταξα καί, ὅταν τὸ Ἀρνίον ἄνοιξε μίαν ἀπὸ τὶς ἑπτὰ σφραγῖδες, ἄκουσα ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα ζωντανὰ ὄντα νὰ λέγῃ μὲ φωνὴν βροντῆς, «Ἔλα».
2 Ἐκύτταξα καὶ ἰδού, ἕνα ἄσπρο ἄλογο καὶ ὁ ἀναβάτης εἶχε τόξον, καὶ τοῦ ἐδόθηκε στεφάνι καὶ ἔφυγε νικητὴς καὶ διὰ νὰ νικήσῃ.
3 Καὶ ὅταν ἔνοιξε τὴν δευτέραν σφραγῖδα, ἄκουσα τὸ δεύτερον ζωντανό ὄν νὰ λέγῃ, «Ἔλα».
4 Καὶ βγῆκε ἄλλο ἄλογο κοκκινωπὸ καὶ εἰς τὸν ἀναβάτην ἐδόθηκε ἡ ἄδεια νὰ ἀφαιρέσῃ τὴν εἰρήνην ἀπὸ τὴν γῆν διὰ νὰ σφάξουν οἱ ἄνθρωποι ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, καὶ τοῦ ἐδόθηκε μάχαιρα μεγάλη.
5 Καὶ ὅταν ἄνοιξε τὴν τρίτη σφραγῖδα, ἄκουσα τὸ τρίτο ζωντανὸ ὄν νὰ λέγῃ, «Ἔλα». Ἐκύτταξα καὶ ἰδού, ἕνα μαῦρο ἄλογο καὶ ὁ ἀναβάτης εἶχε εἰς τὸ χέρι του μιὰ ζυγαριά.
6 Καὶ ἄκουσα κάτι σὰν φωνὴν ἀπὸ τὸ μέσον τῶν τεσσάρων ζωντανῶν ὄντων νὰ λέγῃ, «Ἕνας χοίνιξ σιτάρι ἀξίζει ἕνα δηνάριον καὶ τρεῖς χοίνικες κριθάρι ἕνα δηνάριον, ἀλλὰ τὸ λάδι καὶ τὸ κρασὶ νὰ μὴ τὰ βλάψῃς».
7 Καὶ ὅταν ἄνοιξε τὴν τέταρτην σφραγῖδα, ἄκουσα τὴν φωνὴν τοῦ τετάρτου ζωντανοῦ ὄντος νὰ λέγῃ, «Ἔλα».
8 Ἐκύτταξα καὶ ἰδού, ἕνα πρασινοκίτρινο ἄλογο καὶ ὁ ἀναβάτης ὠνομάζετο Θάνατος καὶ ὁ ᾍδης ἀκολουθοῦσε κατόπιν του. Καὶ τοὺς ἐδόθηκε ἐξουσία ἐπάνω εἰς τὸ τέταρτον τῆς γῆς νὰ φονεύσουν μὲ ρομφαίαν καὶ μὲ πεῖναν καὶ μὲ θάνατον καὶ μὲ θηρία τῆς γῆς.
9 Καὶ ὅταν ἄνοιξε τὴν πέμπτην σφραγῖδα εἶδα κάτω ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον τὰς ψυχὰς ἐκείνων ποὺ εἶχαν σφαγῆ διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τὴν μαρτυρίαν ποὺ εἶχαν δώσει.
10 Καὶ ἔκραξαν μὲ φωνὴν δυνατὴν καὶ εἶπαν, «Ἕως πότε, ὦ Δέσποτα ἅγιε καὶ ἀληθινέ, δὲν θὰ κρίνῃς καὶ δὲν θὰ ἐκδικηθῇς διὰ τὸ αἶμά μας τοὺς κατοίκους τῆς γῆς;».
11 Ὕστερα ἐδόθηκε εἰς τὸν καθένα ἀπ’ αὐτούς, μία ἐνδυμασία λευκὴ καὶ τοὺς εἶπαν νὰ ἀναπαυθοῦν ἀκόμη ὀλίγον χρόνον, ἕως ὅτου συμπληρωθῇ ὁ ἀριθμὸς τῶν συνεργατῶν των καὶ τῶν ἀδελφῶν των, οἱ ὁποῖοι μέλλουν νὰ σκοτωθοῦν, ὅπως καὶ αὐτοί.
12 Ὕστερα ἐκύτταξα καὶ ὅταν ἄνοιξε τὴν ἕκτην σφραγῖδα, ἔγινε μεγάλος σεισμός· ὁ ἥλιος ἔγινε μαῦρος σὰν τρίχινος σάκος καὶ ὁλόκληρη ἡ σελήνη ἔγινε σὰν αἶμα·
13 τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ ἔπεσαν εἰς τὴν γῆν, ὅπως ἡ συκιὰ ρίχνει τὼ πρώϊμα σῦκα, ὅταν σείεται ἀπὸ δυνατὸν ἄνεμον·
14 ὁ οὐρανὸς ἐξαφανίσθηκε σὰν ἕνα ρολὸ ποὺ τυλίγεται· κάθε βουνὸ καὶ νησὶ ἐκινήθησαν ἀπὸ τὶς θέσεις τους.
15 Τότε οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς, οἱ μεγιστᾶνες καὶ οἱ στρατηγοί, οἱ πλούσιοι καὶ οἱ ἰσχυροὶ καὶ ὁ καθένας, δοῦλος καὶ ἐλεύθερος, ἐκρύφθησαν εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τοὺς βράχους τῶν βουνῶν,
16 καὶ ἔλεγαν εἰς τὰ βουνὰ καὶ εἰς τοὺς βράχους, «Πέστε ἐπάνω μας καὶ κρύψτε μας ἀπὸ τὸ πρόσωπον ἐκείνου ποὺ κάθεται εἰς τὸν θρόνον καὶ ἀπὸ τὴν ὀργὴν τοῦ Ἀρνίου,
17 διότι ἦλθε ἡ Ἡμέρα ἡ μεγάλη τῆς ὀργῆς του καὶ ποιός μπορεῖ νὰ σταθῇ;».

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 7

Ἡ σφράγισις τῶν 144 χιλιάδων

1 Μετὰ ἀπ’ αὐτό, εἶδα τέσσερις ἀγγέλους νὰ στέκωνται εἰς τὶς τέσσερις γωνίες τῆς γῆς, νὰ συγκρατοῦν τοὺς τέσσερις ἀνέμους τῆς γῆς, διὰ νὰ μὴ πνέῃ ἄνεμος εἰς τὴν γῆν, οὔτε εἰς τὴν θάλασσαν οὔτε εἰς κανένα δένδρον.
2 Ὕστερα εἶδα ἄλλον ἄγγελον νὰ ἀνεβαίνῃ ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, μὲ τὴν σφραγῖδα τοῦ Θεοῦ τοῦ ζωντανοῦ, καὶ ἐφώναξε μὲ δυνατὴν φωνὴν εἰς τοὺς τέσσερις ἀγγέλους, εἰς τοὺς ὁποίους εἶχε δοθῆ ἡ δύναμις νὰ βλάψουν τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν,
3 καὶ τοὺς εἶπε, «Μὴ βλάψετε τὴν γῆν, οὔτε τὴν θάλασσαν οὔτε τὰ δένδρα, ἕως ὅτου σφραγίσωμεν τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ μας εἰς τὰ μέτωπά των».
4 Τότε ἄκουσα τὸν ἀριθμὸν ἐκείνων ποὺ ἐσφραγίσθησαν, ἑκατὸν σαράντα τέσσερις χιλιάδες, σφραγισμένοι ἀπὸ κάθε φυλὴν τοῦ Ἰσραήλ.
5 Ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα δώδεκα χιλιάδες σφραγισμένοι, ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ρουβὴν δώδεκα χιλιάδες, ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Γὰδ δώδεκα χιλιάδες,
6 ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἀσὴρ δώδεκα χιλιάδες, ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Νεφθαλεὶμ δώδεκα χιλιάδες, ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Μανασσῆ δώδεκα χιλιάδες,
7 ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Συμεὼν δώδεκα χιλιάδες, ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Λευΐ δώδεκα χιλιάδες, ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἰσσάχαρ δώδεκα χιλιάδες,
8 ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ζαβουλὼν δώδεκα χιλιάδες, ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἰωσὴφ δώδεκα χιλιάδες, ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Βενιαμὶν δώδεκα χιλιάδες σφραγισμένοι.

Ἡ ὅρασις τῶν λυτρωμένων εἰς τὸν οὐρανόν

9 Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, ἐκύτταξα καὶ ἰδού, λαὸς πολὺς τὸν ὁποῖον κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ μετρήση, ἀπὸ κάθε ἔθνος, ἀπὸ ὅλας τὰς φυλὰς καὶ λαοὺς καὶ γλώσσας, ἐστέκοντο ἐμπρὸς εἰς τὸν θρόνον καὶ ἐμπρὸς εἰς τὸ Ἀρνίον. Ἐφοροῦσαν ἐνδύματα λευκὰ καὶ εἶχαν φοίνικας εἰς τὰ χέρια τους,
10 καὶ ἐφώναζαν μὲ δυνατὴν φωνὴν καὶ ἔλεγαν, «Ἡ σωτηρία ἀνήκει εἰς τὸν Θεόν μας ποὺ κάθεται εἰς τὸν θρόνον, καὶ εἰς τὸ Ἀρνίον».
11 Καὶ ὅλοι οἱ ἄγγελοι ἐστέκοντο γύρω ἀπὸ τὸν θρόνον, γύρω ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τὰ τέσσερα ζωντανὰ ὄντα, καὶ ἔπεσαν μὲ τὰ πρόσωπά των ἐμπρὸς εἰς τὸν θρόνον καὶ προσκύνησαν τὸν Θεὸν,
12 καὶ ἔλεγαν, «Ἀμήν. Ὁ ὕμνος καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ σοφία, ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ τιμή, ἡ δύναμις καὶ ἡ ἰσχὺς ἀνήκει εἰς τὸν Θεόν μας εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
13 Τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους μοῦ εἶπε, «Αὐτοὶ ποὺ φοροῦν τὰ λευκὰ ἐνδύματα, ποιοί εἶναι καὶ ἀπὸ ποῦ ἦλθαν;».
14 Ἐγὼ τοῦ εἶπα, «Κύριέ μου, σὺ ξέρεις». Τότε αὐτὸς μοῦ εἶπε, «Αὐτοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὴν θλῖψιν τὴν μεγάλην· ἔπλυναν τὰ ἐνδύματά των καὶ τὰ ἔκαναν λευκὰ μὲ τὸ αἶμα τοῦ Ἀρνίου.
15 Διὰ τοῦτο εἶναι ἐμπρὸς εἰς τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν λατρεύουν ἡμέραν καὶ νύχτα εἰς τὸν ναόν του· καὶ ὁ καθήμενος εἰς τὸν θρόνον θὰ κατοικήσῃ μαζί τους.
16 Δὲν θὰ πεινάσουν πλέον, οὔτε θὰ διψάσουν πλέον, οὔτε θὰ τοὺς κτυπήσῃ ὁ ἥλιος ἢ κανένα καῦμα.
17 Διότι τὸ Ἀρνίον ποὺ εἶναι εἰς τὸ μέσον τοῦ θρόνου θὰ εἶναι ὁ βοσκός τους καὶ θὰ τοὺς ὁδηγήσῃ σὲ πηγὲς ποὺ δίνουν νερὸ ζωντανό, καὶ ὁ Θεὸς θὰ ἐξαλείψῃ κάθε δάκρυ ἀπὸ τὰ μάτια τους».

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 8

Τὸ σάλπισμα τῶν ἑπτὰ σαλπίγγων

1 Ὅταν ἄνοιξε τὴν ἑβδόμην σφραγῖδα, ἔγινε σιγὴ εἰς τὸν οὐρανὸν περίπου μισὴ ὥρα.
2 Ὕστερα εἶδα τοὺς ἑπτὰ ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι στέκονται ἐμπρὸς εἰς τὸν Θεόν, καὶ τοὺς ἐδόθησαν ἑπτὰ σάλπιγγες.
3 Τότε ἦλθε ἄλλος ἄγγελος καὶ ἐστάθηκε εἰς τὸ θυσιαστήριον μὲ ἕνα χρυσὸ θυμιατήριον· καὶ τοῦ ἔδωκαν πολὺ θυμίαμα, διὰ νὰ τὸ προσφέρῃ μὲ τὰς προσευχὰς ὅλως τῶν ἁγίων ἐπάνω εἰς τὸ χρυσὸ θυσιαστήριον καὶ ἦτο ἐμπρὸς εἰς τὸν θρόνον.
4 Καὶ ἀνέβηκε ὁ καπνὸς τοῦ θυμιάματος μὲ τὰς προσευχὰς τῶν ἁγίων ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἀγγέλου ἐμπρὸς εἰς τὸν Θεόν.
5 Τότε ἐπῆρε ὁ ἄγγελος τὸ θυμιατήριον, τὸ ἐγέμισε μὲ ἀναμμένα κάρβουνα τοῦ θυσιαστηρίου καὶ τὸ ἔρριξε εἰς τὴν γῆν. Καὶ ἔγιναν βρονταί, φωναί, ἀστραπαὶ καὶ σεισμός.
6 Τότε οἱ ἑπτὰ ἄγγελοι, ποὺ εἶχαν τὶς ἑπτὰ σάλπιγγες, ἐτοιμάσθησαν νὰ σαλπίσουν.
7 Ὁ πρῶτος ἄγγελος ἐσάλπισε καὶ ἦλθε χάλαζα καὶ φωτιά, ἀμακατωμένα μὲ αἷμα, τὰ ὁποῖα ἐρρίχθηκαν εἰς τὴν γῆν· καὶ τὸ τρίτον τῆς γῆς ἐκάηκε καὶ τὸ τρίτον τῶν δένδρων ἐκάηκε καὶ κάθε χλωρὸ χορτάρι ἐκάηκε.
8 Ὁ δεύτερος ἄγγελος ἐσάλπισε καὶ σὰν ἕνα μεγάλο βουνὸ ποὺ καιότανε ἐρρίχθηκε εἰς τὴν θάλασσαν· καὶ ἔγινε τὸ τρίτον τῆς θαλάσσης αἷμα,
9 τὸ τρίτον ἀπὸ τὰ ζωντανὰ δημιουργήματα, ποὺ ἦσαν εἰς τὴν θάλασσαν, πέθαναν, καὶ τὸ τρίτον τῶν πλοίων κατεστράφηκε.
10 Ὁ τρίτος ἄγγελος ἐσάλπισε καὶ ἔπεσε ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἕνα μεγάλο ἄστρον ποὺ καιότανε σὰν λαμπάδα καὶ ἔπεσε ἐπάνω εἰς τὸ τρίτον τῶν ποταμῶν καὶ ἐπάνω εἰς τὰς πηγὰς τῶν νερῶν.
11 Τὸ ἄστρον λέγεται Ἄψινθος. Καὶ μετεβλήθη τὸ τρίτον ἀπὸ τὰ νερὰ σὲ ἄψινθον καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους πέθαναν ἀπὸ τὰ νερά, διότι εἶχαν γίνει πικρά.
12 Ὁ τέταρτος ἄγγελος ἐσάλπισε καὶ κτυπήθηκε τὸ τρίτον τοῦ ἡλίου καὶ τὸ τρίτον τῆς σελήνης καὶ τὸ τρίτον τῶν ἀστέρων, ὥστε τὸ τρίτον μέρος των νὰ σκοτισθῇ, καὶ τὸ τρίτον τῆς ἡμέρας δὲν εἶχε φῶς· ὁμοίως καὶ ἡ νύχτα.
13 Ὕστερα ἐκύτταξα καὶ ἄκουσα ἕνα ἀετὸν ποὺ ἐπετοῦσε εἰς τὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ, νὰ φωνάζῃ μὲ δυνατὴν φωνήν, «Οὐαί, οὐαί, οὐαὶ εἰς τοὺς κατοίκους τῆς γῆς τώρα ποὺ θὰ ἀκουσθοῦν αἱ σάλπιγγες τῶν τριῶν ἀγγέλων ποὺ θα σαλπίσουν».

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 9

1 Τότε ἐσάλπισε ὁ πέμπτος ἄγγελος καὶ εἶδα ἕνα ἄστρον ποὺ εἶχε πέσει ἀπὸ τὸν οὐρανὸν εἰς τὴν γῆν καὶ τοῦ ἐδόθηκε τὸ κλειδὶ τοῦ πηγαδιοῦ τῆς ἀβύσσου·
2 ἄνοιξε μὲ αὐτὸ τὸ πηγάδι τῆς ἀβύσσου καὶ ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ πηγάδι καπνὸς σὰν καπνὸς ἀπὸ καμίνι μεγάλο καὶ ἐσκοτείνιασε ὁ ἥλιος καὶ ὁ ἀέρας ἀπὸ τὸν καπνὸν τοῦ πηγαδιοῦ.
3 Ὕστερα ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸν καπνὸν ἀκρίδες εἰς τὴν γῆν καὶ τοὺς ἐδόθηκε ἐξουσία, σὰν τὴν ἐξουσία ποὺ ἔχουν οἱ σκορπιοὶ τῆς γῆς·
4 τοὺς εἶπαν νὰ μὴ βλάψουν τὸ χορτάρι τῆς γῆς οὔτε κανένα χλωρόν, οὔτε κανένα δένδρον, παρὰ μόνον τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν τὴν σφραγῖδα τοῦ Θεοῦ εἰς τὰ μέτωπά των.
5 Αὐτοὺς ἔλαβαν τὴν ἄδειαν νὰ βασανίσουν ἐπὶ πέντε μῆνες ἀλλὰ νὰ μὴ τοὺς σκοτώσουν, καὶ ὁ βασανισμός των θὰ ἦτο σὰν τὸν βασανισμὸν τοῦ σκορπιοῦ ὅταν κεντήσῃ ἄνθρωπον.
6 Κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας θὰ ζητήσουν οἱ ἄνθρωποι τὸν θάνατον, ἀλλὰ δὲν θὰ τὸν βροῦν καὶ θὰ ἐπιθυμήσουν νὰ πεθάνουν, ἀλλὰ θὰ φεύγῃ ἀπ’ αὐτοὺς ὁ θάνατος.
7 Κατὰ τὴν ἐμφάνισιν αἱ ἀκρίδες ἔμοιαζαν μὲ ἄλογα ἕτοιμα πρὸς πόλεμον. Εἰς τὰ κεφάλια τους ἦτο κάτι σὰν στεφάνια χρυσὰ καὶ τὰ πρόσωπά τους ἦσαν σὰν πρόσωπα ἀνθρώπινα.
8 Εἶχαν τρίχες σὰν τὰ μαλλιὰ τῶν γυναικῶν, καὶ τὰ δόντια τους ἦσαν σὰν δόντια λιονταριῶν·
9 εἶχαν θώρακας σὰν σιδερένιους θώρακας καὶ ὁ θόρυβος τῶν πτερύγων τους ἦτο σὰν τὸν θόρυβον ἁρμάτων μὲ πολλὰ ἄλογα ποὺ τρέχουν εἰς τὸν πόλεμον.
10 Εἶχαν οὐρὰς σὰν τῶν σκορπιῶν καὶ κεντριά, καὶ εἰς τὰς οὐράς των ἐστηρίζετο ἡ δύναμις νὰ βλάψουν τοὺς ἀνθρώπους ἐπὶ πέντε μῆνες.
11 Εἶχαν βασιλέα των τὸν ἄγγελον τῆς ἀβύσσου. Τὸ ἑβραϊκόν του ὄνομα εἶναι Ἀβαδδών, τὸ δὲ ἑλληνικόν του Ἀπολλύων.
12 Τὸ πρῶτον οὐαὶ ἐπέρασε. Ἔρχονται ὕστερα δύο ἀκόμη οὐαί.
13 Τότε ἐσάλπισε ὁ ἕκτος ἄγγελος καὶ ἄκουσα μιὰ φωνὴ ἀπὸ τὰ τέσσερα κέρατα τοῦ χρυσοῦ θυσιαστηρίου, ποὺ εἶναι ἐμπρὸς εἰς τὸν Θεόν,
14 νὰ λέγῃ εἰς τὸν ἕκτον ἄγγελον ποὺ εἶχε τὴν σάλπιγγα, «Λῦσε τοὺς τέσσερις ἀγγέλους ποὺ εἶναι δεμένοι εἰς τὸν ποταμὸν τὸν μεγάλον, τὸν Εὐφράτην».
15 Καὶ ἐλύθηκαν οἱ τέσσερις ἄγγελοι ποὺ εἶχαν προετοιμασθῆ δι’ αὐτὴν τὴν ὥραν, τὴν ἡμέραν, τὸν μῆνα καὶ τὸ ἔτος, διὰ νὰ σκοτώσουν τὸ τρίτον τῶν ἀνθρώπων.
16 Ὁ ἀριθμὸς τῶν στρατευμάτων τοῦ ἱππικοῦ ἄκουσα ὅτι ἦτο διακόσια ἑκατομμύρια.
17 Οἱ ἵπποι καὶ οἱ ἀναβάται, ὅπως τοὺς εἶδα εἰς τὸ ὅραμα, εἶχαν θώρακας πυρίνους, κυανοῦς καὶ κιτρίνους, σὰν τὸ θειάφι. ὰ κεφάλια τῶν ἵππων ἦσαν σὰν κεφάλια λιονταριῶν καὶ ἀπὸ τὰ στόματά των ἔβγαινε φωτιά, καπνὸς καὶ θειάφι.
18 Ἀπὸ τὰς τρεῖς αὐτὰς πληγάς, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν φωτιά, τὸν καπνὸν καὶ τὸ θειάφι, ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὰ στόματά των, ἐσκοτώθηκε τὸ τρίτον τῶν ἀνθρώπων.
19 Ἡ δύναμις τῶν ἵππων ἦτο εἰς τὸ στόμα των καὶ εἰς τὰς οὐράς των. Διότι αἱ οὐραί των, ποὺ εἶχαν κεφάλια, ἔμοιαζαν μὲ φίδια καὶ μὲ αὐτὰς ἔβλαπταν.
20 Οἱ ὐπόλοιποι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ δὲν ἐσκοτώθηκαν ἀπὸ τὰς πληγὰς αὐτάς, δὲν μετενόησαν ἀπὸ τὰ ἔργα τῶν χεριῶν τους, ὥστε νὰ παύσουν νὰ προσκυνοῦν δαιμόνια καὶ εἴδωλα χρυσᾶ, ἀργυρᾶ. Χάλκινα, πέτρινα καὶ ξύλινα, τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦν νὰ βλέπουν, οὔτε νὰ ἀκούσουν οὔτε νὰ περπατοῦν.
21 Οὔτε μετενόησαν ἀπὸ τοὺς φόνους των ἢ τὰς μαγείας των ἢ τὰς πορνείας των ἢ τὰς κλοπάς των.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 10

Ὁ δυνατὸς ἄγγελος καὶ τὸ μικρὸν βιβλίον

1 Ὕστερα εἶδα ἄλλον ἄγγελον δυνατὸν νὰ κατεβαίνῃ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, σκεπασμένον ἀπὸ ἕνα σύννεφο· εἰς τὸ κεφάλι του ἦτο οὐράνιον τόξον καὶ τὸ πρόσωπόν του ἦτο σὰν τὸν ἥλιον· τὰ πόδια του ἦσαν σὰν στῦλοι πύρινοι,
2 καὶ εἰς τὸ χέρι του ἐκρατοῦσε ἕνα μικρὸν βιβλίον ἀνοικτόν. Ἔβαλε τὸ πόδι του τὸ δεξὶ ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν καὶ τὸ ἀριστερὸ ἐπάνω εἰς τὴν ξηράν.
3 Καὶ ἐφώναξε μὲ δυνατὴν φωνήν, σὰν νὰ βρυχᾶται λιοντάρι. Καὶ ὅταν ἐφώναξε, τότε ἐμίλησαν αἱ ἑπτὰ βρονταὶ μὲ τὰς δικάς των φωνάς.
4 Καὶ ὅταν ἐμίλησαν αἱ ἑπτὰ βρονταί, ἑτοιμάσθηκα νὰ γράψω, ἀλλ’ ἄκουσα φωνὴν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν νὰ μοῦ λέγῃ, «Σφράγισε ἐκεῖνα ποὺ εἶπαν αἱ ἑπτὰ βρονταὶ καὶ μὴ τὰ γράψῃς».
5 Τότε ὁ ἄγγελος, ποὺ εἶδα νὰ στέκεται ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν καὶ εἰς τὴν ξηράν, ἐσήκωσε τὸ δεξί του χέρι εἰς τὸν οὐρανόν.
6 Καὶ ὡρκίσθηκε εἰς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ζῆ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων καὶ ἐδημιούργησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὰ ὑπάρχοντα εἰς αὐτόν, τὴν γῆν καὶ τὰ ὑπάρχοντα εἰς αὐτήν, καὶ τὴν θάλασσαν καὶ τὰ ὑπάρχοντα εἰς αὐτήν, ὅτι δὲν θὰ ὑπάρξῃ πλέον καθυστέρησις,
7 ἀλλ’ ὅταν σαλπίσῃ ὁ ἕβδομος ἄγγελος καὶ ἀκουσθῇ ἡ φωνή του, τότε τὸ μυστικὸ σχέδιον τοῦ Θεοῦ θὰ ἐκπληρωθῇ, σύμφωνα μὲ τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα ποὺ ἔδωσε εἰς τοὺς δούλους του τοὺς προφήτας.
8 Ὕστερα, ἡ φωνὴ ποὺ ἄκουσα εἰς τὸν οὐρανόν, μοῦ μίλησε πάλιν καὶ εἶπε, «Πήγαινε, πάρε τὸ μικρὸν βιβλίον τὸ ἀνοικτόν, ποὺ κρατεῖ εἰς τὸ χέρι του ὁ ἄγγελος ποὺ στέκεται ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηράν».
9 Καὶ ἐπῆγα πρὸς τὸν ἄγγελον καὶ τοῦ εἶπα νὰ μοῦ δώσῃ τὸ μικρὸν βιβλίον. Αὐτὸς μοῦ εἶπε, «Πάρε το καὶ κατάφαγέ το· θὰ σοῦ πικράνῃ τὴν κοιλιά, ἀλλ’ εἰς τὸ στόμα σου θὰ εἶναι γλυκὸ σὰν μέλι».
10 Ἐπῆρα τὸ μικρὸν βιβλίον ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἀγγέλου καὶ τὸ κατέφαγα· εἰς τὸ στόμα μου ἦτο γλυκὸ σὰν μέλι ἀλλ’ ὅταν τὸ ἔφαγα, ἐπικράθηκε ἡ κοιλιά μου.
11 Τότε μοῦ εἶπαν, «Πρέπει πάλιν νὰ προφητεύσῃς εἰς πολλοὺς λαοὺς καὶ ἔθνη καὶ γλώσσας καὶ βασιλεῖς».

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 11

Οἱ δύο μάρτυρες

1 Ὕστερα μοῦ ἐδόθηκε ἕνα καλάμι ὅμοιο μὲ ραβδὶ καὶ μοῦ εἶπαν, «Σήκω καὶ μέτρησε τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ θυσιαστήριον καὶ ἐκείνους ποὺ προσκυνοῦν ἐκεῖ,
2 ἀλλὰ τὴν ἐξωτερικὴν αὐλὴν τοῦ ναοῦ νὰ τὴν ἐξαιρέσῃς. Μὴ τὴν μετρήσῃς, διότι ἐδόθηκε εἰς τοὺς ἐθνικοὺς καὶ θὰ καταπατήσουν τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν ἐπὶ σαράντα δύο μῆνες.
3 Καὶ θὰ δώσω ἐντολὴν εἰς τοὺς δύο μάρτυράς μου νὰ προφητεύσουν ἐπὶ χιλίας διακοσίας ἑξῆντα ἡμέρας, ντυμένοι μὲ σάκους».
4 Αὐτοὶ εἶναι αἱ δύο ἐλαῖαι καὶ αἱ δύο λυχνίαι, ποὺ βρίσκονται ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον τῆς γῆς,
5 καὶ ἂν κανεὶς θέλῃ νὰ τοὺς βλάψῃ, βγαίνει φωτιὰ ἀπὸ τὸ στόμα των καὶ κατατρώγει τοὺς ἐχθρούς των· ἔτσι πρέπει νὰ σκοτωθῇ ὅποιος θελήσῃ νὰ τοὺς βλάψῃ.
6 Αὐτοὶ ἔχουν ἐξουσίαν νὰ κλείσουν τὸν οὐρανὸν γιὰ νὰ μὴν πέσῃ βροχὴ κατὰ τὰς ἡμέρας τῆς προφητείας των. Ἔχουν ἐπίσης ἐξουσίαν νὰ μεταβάλουν τὰ νερὰ εἰς αἷμα καὶ νὰ πατάξουν τὴν γῆν μὲ οἱανδήποτε πληγήν, ὅταν τὸ θελήσουν.
7 Ἀλλ’ ὅταν τελειώσουν τὴν μαρτυρίαν των, τὸ θηρίον ποὺ ἀνεβαίνει ἀπὸ τὴν ἄβυσσον θὰ κάνῃ πόλεμον ἐναντίον των καὶ θὰ τοὺς νικήσῃ καὶ θὰ τοὺς σκοτώση.
8 Τὰ πτώματά των θὰ ἀφεθοῦν εἰς τὴν πλατεῖαν τῆς πόλεως τῆς μεγάλης, ἡ ὁποία ἀλληγορικῶς καλεῖται Σόδομα καὶ Αἴγυπτος, ὅπου καὶ ὁ Κύριός των ἐσταυρώθηκε.
9 Καὶ ἄνθρωποι ἀπὸ τοὺς λαούς, τὰς φυλάς, τὰς γλώσσας καὶ τὰ ἔθνη θὰ βλέπουν τὰ πτώματά των ἐπὶ τρεῖς καὶ μισὴ ἡμέρες καὶ δὲν θὰ ἐπιτρέψουν νὰ ταφοῦν σὲ μνῆμα.
10 Οἱ κάτοικοι τῆς γῆς θὰ χαροῦν διὰ τὸν θάνατόν τους καὶ θὰ εὐφρανθοῦν καὶ θὰ στείλουν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον δῶρα, διότι οἱ δύο αὐτοὶ προφῆται ἐβασάνισαν τοὺς κατοίκους τῆς γῆς.
11 Καὶ μετὰ τὰς τρεῖς καὶ μισὴ ἡμέρας πνοὴ ζωῆς ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐμπῆκε μέσα τους καὶ στάθηκαν εἰς τὰ πόδια τους, καὶ φόβος μεγάλος κατέβαλε ἐκείνους ποὺ τοὺς ἔβλεπαν.
12 Τότε ἄκουσα φωνὴν δυνατὴν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ποὺ τοὺς ἔλεγε, «Ἀνεβῆτε ἐδῶ». Καὶ ἀνέβηκαν εἰς τὸν οὐρανόν, μέσα σὲ σύννεφο, καὶ οἱ ἐχθροί των τοὺς εἶδαν.
13 Κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν ἔγινε μεγάλος σεισμὸς καὶ τὸ δέκατον τῆς πόλεως ἔπεσε καὶ ἐφονεύθησαν ἀπὸ τὸν σεισμὸν ἑπτὰ χιλιάδες· οἱ λοιποὶ ἐφοβήθησαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ.
14 Τὸ δεύτερον οὐαὶ ἐπέρασε· τὸ τρίτον οὐαὶ ἔρχεται γρήγορα.

Ἡ ἑβδομη σάλπιγγα

15 Τότε ἐσάλπισε ὁ ἕβδομος ἄγγελος καὶ ἀκούσθησαν φωναὶ δυναταὶ εἰς τὸν οὐρανὸν αἱ ὁποῖαι ἔλεγαν, «Ἡ βασιλεία τοῦ κόσμου ἔγινε βασιλεία τοῦ Κυρίου μας καὶ τοῦ Χριστοῦ του καὶ θὰ βασιλεύσῃ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
16 Καὶ οἱ εἴκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι, ποὺ ἦσαν ἐμπρὸς εἰς τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ, καθήμενοι εἰς τοὺς θρόνους των, ἔπεσαν κάτω μὲ τὰ πρόσωπά των καὶ προσκύνησαν τὸν Θεὸν
17 καὶ ἔλεγαν, «Σὲ εὐχαριτοῦμεν, Κύριε Θεὲ Παντοκράτορ, σὺ ποὺ ὑπάρχεις καὶ ὑπῆρχες καὶ θὰ ἔλθῃς, διότι ἀνέλαβες τὴν δύναμίν σου τὴν μεγάλην καὶ ἐβασίλευσες.
18 Τὰ ἔθνη ὠργίσθησαν ἀλλὰ ἦλθε ἡ ὀργή σου καὶ ὁ καιρὸς νὰ κριθοῦν οἱ νεκροὶ καὶ νὰ ἀνταμείψῃς τοὺς δούλους σου τοὺς προφήτας καὶ τοὺς ἁγίους καὶ ἐκείνους ποὺ φοβοῦνται τὸ ὄνομά σου, τοὺς μικροὺς καὶ τοὺς μεγάλους, καὶ νὰ καταστρέψῃς ἐκείνους ποὺ καταστρέφουν τὴν γῆν».
19 Τότε ἄνοιξε ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἐφάνηκε ἡ κιβωτὸς τῆς διαθήκης τοῦ Κυρίου εἰς τὸν ναόν του, καὶ ἔγιναν ἀστραπαί, φωναί, βρονταί, σεισμὸς καὶ χάλαζα μεγάλη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 12

Ἡ ὅρασις τῆς γυναικὸς καὶ τοῦ δράκου

1 Ὕστερα ἐφάνηκε ἕνα μεγάλο σημεῖον εἰς τὸν οὐρανόν: Μιὰ γυναῖκα, ἡ ὁποία γιὰ ἔνδυμα εἶχε τὸν ἥλιον, ἡ σελήνη ἦτο κάτω ἀπὸ τὰ πόδια της καὶ εἰς τὸ κεφάλι της ἦτο στεφάνι μὲ δώδεκα ἄστρα.
2 Ἦτο ἔγκυος καὶ ἐφώναζε ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ τὴν ἀγωνίαν νὰ γεννήσῃ.
3 Ἐφάνηκε τότε ἕνα ἄλλο σημεῖον εἰς τὸν οὐρανόν· ἰδού, ἕνας μεγάλος κόκκινος δράκος μὲ ἑπτὰ κεφάλια καὶ δέκα κέρατα· εἰς τὰ κεφάλια του ἦσαν ἑπτὰ στέμματα.
4 Καὶ ἡ οὐρά του ἔσυρε τὸ τρίτον τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοὺς ἔρριξε εἰς τὴν γῆν. Ὕστερα ἐστάθηκε ὁ δράκος ἐμπρὸς εἰς τὴν γυναῖκα, ποὺ ἦτο ἑτοιμόγεννη, διὰ νὰ καταφάγῃ τὸ παιδί της, μόλις θὰ τὸ ἐγεννοῦσε.
5 Καὶ ἐγέννησε παιδὶ ἀρσενικό, ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος μέλλει νὰ ποιμάνῃ ὅλα τὰ ἔθνη μὲ σιδερένια ράβδον· ἀλλὰ τὸ παιδί της ἁρπάχτηκε πρὸς τὸν Θεὸν καὶ πρὸς τὸν θρόνον του.
6 Καὶ ἡ γυναῖκα ἔφυγε εἰς τὴν ἔρημον, ὅπου ἔχει τόπον ἐτοιμασμένον δι’ αὐτὴν ἀπὸ τὸν Θεόν, διὰ νὰ τὴν τρέφουν ἐκεῖ χίλιες διακόσιες ἑξῆντα ἡμέρες.
7 Ὕστερα ἔγινε πόλεμος εἰς τὸν οὐρανόν· ὁ Μιχαὴλ καὶ οἱ ἄγγελοί του ἐπολεμοῦσαν κατὰ τοῦ δράκου.
8 Ὁ δράκος καὶ οἱ ἄγγελοί του ἐπολέμησαν, ἀλλὰ δὲν ἐνίκησαν, καὶ δὲν εὑρέθηκε πλέον δι’ αὐτοὺς τόπος εἰς τὸν οὐρανόν.
9 Καὶ ἐρρίχθηκε κάτω ὁ μεγάλος δράκος, τὸ ἀρχαῖο φίδι, ποὺ ὀνομάζεται Διάβολος καὶ Σατανᾶς, ἐκεῖνος ποὺ πλανᾶ ὁλόκληρην τὴν οἰκουμένην, ἐρρίχθηκε κάτω εἰς τὴν γῆν, καὶ μαζί του ἐρρίχθηκαν καὶ οἱ ἄγγελοί του.
10 Τότε ἄκουσα φωνὴν δυνατὴν εἰς τὸν οὐρανὸν νὰ λέγῃ, «Ἦλθε τώρα ἡ σωτηρία, ἡ δύναμις, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μας καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ του, διότι ἐρρίχθηκε κάτω ὁ κατήγορος τῶν ἀδελφῶν μας ποὺ τοὺς κατηγοροῦσε ἐμπρὸς εἰς τὸν Θεόν μας ἡμέραν καὶ νύχτα.
11 Καὶ αὐτοὶ τὸν ἐνίκησαν χάρις εἰς τὸ αἷμα τοῦ Ἀρνίου καὶ χάρις εἰς τὸν λόγον τῆς μαρτυρίας των, καὶ ἀδιαφόρησαν διὰ τὴν ζωήν των μέχρι θανάτου.
12 Χαρῆτε γι’ αὐτό, ὦ οὐρανοὶ καὶ ὅσοι κατοικεῖτε εἰς αὐτούς. Ἀλλοίμονον εἰς τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν, διότι ὁ διάβολος κατέβηκε σ’ ἐσᾶς μὲ μεγάλον θυμόν, ἐπειδὴ ξέρει ὅτι λίγος εἶναι ὁ καιρός του».
13 Ὅταν εἶδε ὁ δράκος ὅτι ἐρρίχθηκε εἰς τὴν γῆν, κατεδίωξε τὴν γυναῖκα ποὺ ἐγέννησε τὸ ἀρσενικὸ παιδί.
14 Ἀλλ’ ἐδόθηκαν εἰς τὴν γυναῖκα δύο πτέρυγες τοῦ ἀετοῦ τοῦ μεγάλου, διὰ νὰ πετάξῃ εἰς τὸν τόπον της εἰς τὴν ἔρημον, ὅπου θὰ τρέφεται ἕνα καιρόν, δύο καιροὺς καὶ μισὸν καιρόν, μακρυὰ ἀπὸ τὸ φίδι.
15 Τότε τὸ φίδι ἔχυσε ἀπὸ τὸ στόμα του νερὸ σὰν ποτάμι, πίσω ἀπὸ τὴν γυναῖκα, διὰ νὰ τὴν παρασύρῃ.
16 Ἀλλ’ ἡ γῆ ἐβοήθησε τὴν γυναῖκα καὶ ἀνοιξε ἡ γῆ τὸ στόμα της καὶ κατάπιε τὸ ποτάμι ποὺ ἔχυσε ὁ δράκος ἀπὸ τὸ στόμα του.
17 Καὶ ὠργίσθηκε ὁ δράκος ἐναντίον τῆς γυναίκας καὶ ἔφυγε διὰ νὰ πολεμήσῃ ἐναντίων τῶν λοιπῶν παιδιῶν της, ἐκείνων ποὺ τηροῦν τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ καὶ δίνουν μαρτυρίαν διὰ τὸν Ἰησοῦν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 13

Ἡ ὅρασις τῶν θηρίων

1 Καὶ στάθηκα εἰς τὴν ἀκτὴν τῆς θαλάσσης. Καὶ εἶδα νὰ ἀνεβαίνῃ ἀπὸ τὴν θάλασσαν θηρίον μὲ δέκα κέρατα καὶ ἑπτὰ κεφάλια. Ἐπάνω εἰς τὰ κέρατά του ἦσαν δέκα στέμματα καὶ εἰς τὰ κεφάλια του ὀνόματα βλάσφημα.
2 Τὸ θηρίον ποὺ εἶδα, ἦτο ὅμοιον πρὸς πάρδαλιν καὶ τὰ πόδια του ἦσαν σὰν τῆς ἀρκούδας καὶ τὸ στόμα του ἦτο σὰν στόμα λιονταριοῦ, καὶ ὁ δράκος τοῦ ἔδωσε τὴν δύναμίν του καὶ τὸν θρόνον του καὶ μεγάλην ἐξουσίαν.
3 Ἕνα ἀπὸ τὰ κεφάλια του φαινότανε νὰ ἔχῃ θανάσιμη πληγή, ἀλλ’ ἡ θανάσιμη πληγή του θεραπεύθηκε καὶ ὁλόκληρη ἡ γῆ ἀκολουθοῦσε τὸ θηρίον μὲ θαυμασμόν.
4 Οἱ ἄνθρωποι προσκύνησαν τὸν δράκον διότι ἔδωκε τὴν ἐξουσία εἰς τὸ θηρίον, καὶ προσκύνησαν τὸ θηρίον καὶ ἔλεγαν, «Ποιός εἶναι ὅμοιος πρὸς τὸ θηρίον; Ποιός μπορεῖ νὰ πολεμήσῃ ἐναντίον του;».
5 Καὶ τοῦ ἐδόθηκε στόμα ποὺ λαλοῦσε ὑπερήφανα καὶ βλάσφημα πράγματα καὶ τοῦ ἐδόθηκε ἐξουσία νὰ κάνῃ πόλεμον σαράντα δύο μῆνες.
6 Καὶ ἄνοιξε τὸ στόμα του διὰ βλασφημίαν κατὰ τοῦ Θεοῦ, νὰ βλασφημήσῃ τὸ ὄνομά του καὶ τὴν σκηνήν του καὶ ἐκείνους ποὺ κατοικοῦν εἰς τὸν οὐρανόν.
7 Τοῦ ἐπετράπη ἐπίσης νὰ κάνῃ πόλεμον κατὰ τῶν ἁγίων καὶ νὰ τοὺς νικήσῃ καὶ τοῦ ἐδόθηκε ἐξουσία ἐπάνω εἰς κάθε φυλὴν καὶ λαόν, γλῶσσαν καὶ ἔθνος.
8 Καὶ θὰ τὸ προσκυνήσουν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς γῆς, τῶν ὁποίων τὸ ὄνομα δὲν ἔχει γραφῆ, ἀπὸ τὸν καιρὸν τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, εἰς τὸ βιβλίον τῆς ζωῆς τοῦ Ἀρνίου ποὺ εἶχε σφαγῆ.
9 Ὅποιος ἔχει αὐτιά, ἂς ἀκούσῃ. Ὅποιος φέρει ἔλλους εἰς αἰχμαλωσίαν, εἰς αἰχμαλωσίαν θὰ μεταβῇ·
10 ὅποιος σκοτώνει μὲ μαχαίρι, θὰ σκοτωθῇ μὲ μαχαίρι. Ἐδῶ θὰ φανῇ ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ πίστις τῶν ἁγίων.
11 Ὕστερα εἶδα ἄλλο θηρίον νὰ ἀνεβαίνῃ ἀπὸ τὴν γῆν· εἶχε δύο κέρατα σὰν τοῦ ἀρνιοῦ, ἀλλὰ μιλοῦσε σὰν δράκος.
12 Καὶ ἐκτελεῖ ὅλην τὴν ἐξουσίαν τοῦ πρώτου θηρίου ἐνώπιόν του, καὶ κάνει τὴν γῆν καὶ τοὺς κατοίκους της νὰ προσκυνήσουν τὸ θηρίον τὸ πρῶτον, τοῦ ὁποίου ἡ θανάσιμη πληγὴ εἶχε θεραπευθῆ.
13 Καὶ κάνει σημεῖα μεγάλα, ὥστε καὶ φωτιὰ ἀκόμη νὰ κατεβάζῃ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν εἰς τὴν γῆν ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους.
14 Καὶ παραπλανᾶ τοὺς κατοίκους τῆς γῆς μὲ τὰ σημεία ποὺ τοῦ ἐπετράπη νὰ κάνῃ ἐμπρὸς εἰς τὸ θηρίον, καὶ ἔλεγεν εἰς τοὺς κατοίκους τῆς γῆς νὰ κάνουν εἰκόνα εἰς τὸ θηρίον, τὸ ὁποῖον εἶχε τὴν πληγὴν ἀπὸ μαχαίρι καὶ ὅμως ἔζησε.
15 Καὶ τοῦ ἐπετράπη νὰ δώσῃ πνοὴν εἰς τὴν εἰκόνα τοῦ θηρίου, ὥστε καὶ νὰ μιλήσῃ ἡ εἰκόνα τοῦ θηρίου καὶ νὰ ἐνεργήσῃ, ὥστε ὅσοι δὲν θὰ προσκυνοῦσαν τὴν εἰκόνα τοῦ θηρίου νὰ σκοτωθοῦν.
16 Καὶ ὑπεχρέωσε ὅλους, μικροὺς καὶ μεγάλους, πλουσίους καὶ πτωχούς, ἐλεύθερους καὶ δούλους, νὰ ἔχουν ἕνα σημάδι χαραγμένο εἰς τὸ δεξί τους χέρι ἢ τὸ μέτωπόν τους,
17 ὥστε νὰ μὴ μπορῇ κανεὶς νὰ ἀγοράσῃ ἢ νὰ πωλήσῃ παρὰ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὸ χαραγμένο σημάδι, δηλαδὴ τὸ ὄνομα τοῦ θηρίου ἢ τὸν ἀριθμὸν τοῦ ὀνόματός του.
18 Ἐδῶ εἶναι ἀναγκαία ἡ σοφία. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει νόησιν ἂς λογαριάσῃ τὸν ἀριθμὸν τοῦ θηρίου· εἶναι ἀριθμὸς ἀνθρώπου καὶ ὁ ἀριθμός του εἶναι χξς’ (666).

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 14

Ἡ ὅρασις τοῦ Ἀρνίου καὶ τῶν λυτρωμένων

1 Ὕστερα ἐκύτταξα καὶ ἰδού, τὸ Ἀρνίον στεκότανε ἐπάνω εἰς τὸ ὄρος Σιὼν καὶ μαζί του ἑκατὸν σαράντα τέσσερις χιλιάδες, ποὺ εἶχαν τὸ ὄνομά του καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Πατέρα του γραμμένον εἰς τὰ μέτωπά τους.
2 Καὶ ἄκουσα φωνὴν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν σὰν βοὴν ἀπὸ πολλὰ νερὰ καὶ σὰν βοὴν μεγάλης βροντῆς· ἡ φωνὴ αὐτὴ ἦτο σὰν φωνὴ κιθαρωδῶν ποὺ ἔπαιζαν μὲ τὶς κιθάρες τους.
3 Καὶ τραγουδοῦσαν ἕνα καινούργιο ἆσμα ἐμπρὸς εἰς τὸν θρόνον καὶ ἐμπρὸς εἰς τὰ τέσσερα ζωντανὰ ὄντα καὶ τοὺς πρεσβυτέρους, καὶ δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβῃ κανεὶς τὸ ἆσμα παρὰ αἱ ἑκατὸν σαράντα τέσσερις χιλιάδες, ποὺ εἶχαν ἀγορασθῆ ἐκ τῆς γῆς.
4 Αὐτοὶ εἶναι ποὺ δὲν ἐμολύνθησαν μὲ γυναῖκες, εἶναι δηλαδὴ παρθένοι. Αὐτοὶ εἶναι ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ Ἀρνίον ὅπου πηγαίνει. Ἐξαγοράσθηκαν ἀπὸ τὴν ἀνθρωπότητα σὰν πρωτογεννήματα διὰ τὸν Θεὸν καὶ διὰ τὸ Ἀρνίον,
5 καὶ δὲν εὑρέθηκε ψεῦδος εἰς τὸ στόμα τους, διότι εἶναι ἄμεμπτοι.

Ἡ ὅρασις τῶν τριῶν ἀγγέλων

6 Ὕστερα εἶδα ἄλλον ἄγγελον νὰ πετᾷ εἰς τὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἕνα αἰώνιον χαρμόσυνον ἄγγελμα νὰ κηρύξῃ εἰς τοὺς κατοίκους τῆς γῆς, εἰς κάθε ἔθνος καὶ φυλὴν καὶ γλῶσσαν καὶ λαόν, καὶ ἔλεγε μὲ φωνὴν δυνατήν,
7 «Φοβηθῆτε τὸν Θεὸν καὶ δοξάστε τον, διότι ἦλθε ἡ ὥρα νὰ κάνῃ κρίσιν· προσκυνῆστε ἐκεῖνον ποὺ δημιούργησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ τὰς πηγὰς τῶν νερῶν».
8 Καὶ ἄλλος ἄγγελος, δεύτερος, ἀκολούθησε καὶ ἔλεγε, «Ἔπεσε, ἔπεσε ἡ Βαβυλὼν ἡ μεγάλη, ἡ ὁποία ἔκανε ὅλα τὰ ἔθνη νὰ πιοῦν ἀπὸ τὸ κρασὶ τοῦ πάθους τῆς πορνείας της».
9 Καὶ ἄλλος ἄγγελος, τρίτος, τοὺς ἀκολούθησε καὶ ἔλεγε μὲ φωνὴν δυνατήν, «Ὅποιος προσκυνεῖ τὸ θηρίον καὶ τὴν εἰκόνα του καὶ ἔχει τὸ σημάδι χαραγμένο εἰς τὸ μέτωπόν του ἢ εἰς τὸ χέρι του,
10 θὰ πιῇ καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸ κρασὶ τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ πού, ἀνόθευτο, περιέχεται εἰς τὸ ποτήρι τῆς ὀργῆς του, καὶ νὰ βασανισθῇ μὲ φωτιὰ καὶ θειάφι ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἁγίους ἀγγέλους καὶ ἐμπρὸς εἰς τὸ Ἀρνίον.
11 Καὶ ὁ καπνὸς τοῦ βασανισμοῦ των θὰ ἀνεβαίνῃ εἰς αἰῶνας αἰώνων καὶ δὲν θὰ ἔχουν ἀνάπαυσιν ἡμέραν καὶ νύχτα ὅσοι προσκυνοῦν τὸ θηρίον καὶ τὴν εἰκόνα του καὶ ὅποιος ἔχει τὸ χαραγμένο σημάδι τοῦ ὀνόματός του».
12 Ἐδῶ θὰ φανῇ ἡ ὑπομονὴ τῶν ἁγίων οἱ ὁποῖοι τηροῦν τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν πίστιν εἰς τὸν Ἰησοῦν.
13 Καὶ ἄκουσα φωνὴν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν νὰ λέγῃ, «Γράψε: Μακάριοι εἶναι εἰς τὸ ἑξῆς οἱ νεκροὶ ποὺ πεθαίνουν ἐν Κυρίῳ. Ναί», λέγει τὸ Πνεῦμα, «διὰ νὰ ἀναπαυθοῦν ἀπὸ τοὺς κόπους των, διότι τὰ ἔργα των τοὺς ἀκολουθοῦν».

Ὁ θερισμὸς καὶ ὁ τρυγητὸς τοῦ κόσμου

14 Τότε, καθὼς ἐκύτταζα, ἰδού, ἕνα σύννεφο λευκὸ καὶ εἰς τὸ σύννεφο καθότανε κάποιος ὅμοιος μὲ υἱὸν ἀνθρώπου, ποὺ εἶχε εἰς τὸ κεφάλι του στεφάνι χρυσὸ καὶ εἰς τὸ χέρι του δρεπάνι κοφτερό.
15 Καὶ ἐβγῆκε ἄλλος ἄγγελος ἀπὸ τὸν ναὸν καὶ ἐφώναξε μὲ δυνατὴν φωνὴν εἰς ἐκεῖνον ποὺ καθότανε ἐπάνω εἰς τὸ σύννεφο, «Στεῖλε τὸ δρεπάνι σου καὶ θέρισε, διότι ἦλθε ἡ ὥρα νὰ θερίσῃς· ἡ συγκομιδὴ τῆς γῆς ἔχει ὡριμάσει».
16 Καὶ ἐκεῖνος ποὺ καθότανε εἰς τὸ σύννεφο ἔρριξε τὸ δρεπάνι του εἰς τὴν γῆν καὶ ἐθέρισε ἡ γῆ.
17 Ὕστερα ἐβγῆκε ἄλλος ἄγγελος ἀπὸ τὸν ναὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ εἶχε καὶ αὐτὸς δρεπάνι κοφτερό.
18 Ἐβγῆκε καὶ ἄλλος ἄγγελος ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον ὁ ὁποῖος εἶχε ἐξουσίαν ἐπὶ τῆς φωτιᾶς, καὶ ἐφώναξε μὲ φωνὴν δυνατὴ εἰς ἐκεῖνον ποὺ εἶχε τὸ δρεπάνι τὸ κοφτερὸ καὶ τοῦ εἶπε, «Στεῖλε τὸ δρεπάνι σου τὸ κοφτερὸ καὶ τρύγησε τὰ σταφύλια τοῦ ἀμπελιοῦ τῆς γῆς, διότι ὡρίμασαν τὰ σταφύλια της».
19 Καὶ ἔρριξε ὁ ἄγγελος τὸ δρεπάνι του εἰς τὴν γῆν καὶ ἐτρύγησε τὰ σταφύλια της καὶ τὰ ἔβαλε εἰς τὸ μεγάλο πατητῆρι τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ.
20 Καὶ ἐπατήθηκε τὸ πατητῆρι ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ ἔρρευσε αἷμα ἀπὸ τὸ πατητῆρι εἰς ὕψος ἕως τὰ χαλινάρια τῶν ἵππων καὶ εἰς ἔκτασιν χιλίων ἑξακοσίων σταδίων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 15

Ἡ ὅρασις τῶν ἑπτὰ φιαλῶν καὶ τῶν ἑπτὰ πληγῶν

1 Ὕστερα εἶδα ἄλλο σημεῖον εἰς τὸν οὐρανόν, μεγάλο καὶ θαυμαστό: ἑπτὰ ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὰς ἑπτὰ πληγὰς τὰς τελευταίας, διότι μὲ αὐτὰς συμπληρώνεται ὁ θυμὸς τοῦ Θεοῦ.
2 Καὶ εἶδα σὰν μία θάλασσαν γυάλινη ἀνακατεμμένη μὲ φωτιά, καὶ ἐκείνους ποὺ ἐνίκησαν τὸ θηρίον καὶ τὴν εἰκόνα του καὶ τὸν ἀριθμὸν τοῦ ὀνόματός του, νὰ στέκωνται εἰς τὴν γυάλινη θάλασσα μὲ κιθάρες τοῦ Θεοῦ.
3 Καὶ ἔψαλλαν τὸ ἆσμα τοῦ Μωϋσέως, τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ ἆσμα τοῦ Ἀρνίου καὶ ἔλεγαν, «Μεγάλα καὶ θαυμαστὰ εἶναι τὰ ἔργα σου, Κύριε Θεὲ Παντοκράτορ· δίκαιαι καὶ ἀληθιναὶ αἱ ὁδοί σου, βασιλεῦ τῶν ἐθνῶν.
4 Ποιός δὲν θὰ φοβηθῇ, Κύριε, καὶ δὲν θὰ δοξάσῃ τὸ ὄνομά σου; Διότι σὺ μόνος εἶσαι ὅσιος. Ὅλα τὰ ἔθνη θὰ ἔλθουν νὰ προσκυνήσουν ἐνώπιόν σου, διότι φανερώθηκαν αἱ δίκαιαι πράξεις σου».
5 Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, ἐκύτταξα καὶ ὁ ναὸς τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου εἰς τὸν οὐρανόν, ἄνοιξε,
6 καὶ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸν ναὸν οἱ ἑπτὰ ἄγγελοι ποὺ εἶχαν τὰς ἑπτὰ πληγάς, ντυμένοι μὲ καθαρὸ λινὸ ποὺ ἔλαμπε, καὶ εἶχαν τὰ στήθη τους ζωσμένα μὲ ζῶνες χρυσές.
7 Καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα ζωντανὰ ὄντα ἔδωκε εἰς τοὺς ἑπτὰ ἀγγέλους ἑπτὰ φιάλες χρυσὲς γεμᾶτες ἀπὸ τὸν θυμὸν τοῦ Θεοῦ ποὺ ζῆ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
8 Καὶ ἐγέμισε ὁ ναὸς μὲ καπνὸν ἀπὸ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δύναμίν του, ὥστε δὲν μποροῦσε νὰ μπῇ κανεὶς εἰς τὸν ναὸν πρὶν συμπληρωθοῦν αἱ ἑπτὰ πληγαὶ τῶν ἑπτὰ ἀγγέλων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 16

1 Ὕστερα ἄκουσα δυνατὴν φωνὴν ἀπὸ τὸν ναὸν νὰ λέγῃ εἰς τοὺς ἑπτὰ ἀγγέλους, «Πηγαίνετε καὶ χύσατε τὶς ἑπτὰ φιάλες τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν γῆν».
2 Καὶ ἔφυγε ὁ πρῶτος ἄγγελος καὶ ἔχυσε τὴν φιάλην του εἰς τὴν γῆν· τότε ἦλθε μία ἄσχημη καὶ κακοήθης πληγὴ εἰς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν τὸ σημάδι τοῦ θηρίου καὶ προσκυνοῦσαν τὴν εἰκόνα του.
3 Ὁ δεύτερος ἄγγελος ἔχυσε τὴν φιάλην του εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἔγινε σὰν αἷμα νεκροῦ ἀνθρώπου, καὶ κάθε ζωντανὸ ὄν εἰς τὴν θάλασσαν ἐπέθανε.
4 Ὁ τρίτος ἄγγελος ἔχυσε τὴν φιάλην του εἰς τοὺς ποταμοὺς καὶ εἰς τὰς πηγὰς τῶν νερῶν καὶ ἔγιναν αἷμα.
5 Καὶ ἄκουσα τὸν ἄγγελον τῶν νερῶν νὰ λέγῃ, «Δίκαιος εἶσαι εἰς τὰς κρίσεις σου, σὺ ὁ Ὅσιος ποὺ ὑπάρχεις καὶ ὑπῆρχες,
6 διότι αἷμα ἁγίων καὶ προφητῶν ἔχυσαν, καὶ αἷμα τοὺς ἔδωκες νὰ πιοῦν· τοὺς ἀξίζει».
7 Καὶ ἄκουσα τὸ θυσιαστήριον νὰ λέγῃ, «Ναί, Κύριε Θεὲ Παντοκράτορ, ἀληθιναὶ καὶ δίκαιαι εἶναι αἱ κρίσεις σου».
8 Ὁ τέταρτος ἄγγελος ἔχυσε τὴν φιάλην του εἰς τὸν ἥλιον καὶ τοῦ ἐπετράπη νὰ κάψῃ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν ζέστη.
9 Καὶ ἐκάησαν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν μεγάλη ζέστη καὶ ἐβλασφήμησαν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε ἐξουσίαν εἰς τὰς πληγὰς αὐτάς, καὶ δὲν μετενόησαν νὰ τὸν δοξάσουν.
10 Ὁ πέμπτος ἄγγελος ἔχυσε τὴν φιάλην του εἰς τὸν θρόνον τοῦ θηρίου καὶ ἐσκοτείνιασε τὸ βασίλειόν του· οἱ ἄνθρωποι ἐδάγκωναν τὶς γλῶσσές τους ἀπὸ τὸν πόνον,
11 καὶ ἐβλασφήμησαν τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ διὰ τοὺς πόνους των καὶ τὰ ἕλκη των ἀλλὰ δὲν μετενόησαν διὰ τὰς πράξεις των.
12 Ὁ ἕκτος ἄγγελος ἔχυσε τὴν φιάλην του εἰς τὸν ποταμὸν τὸν μεγάλον, τὸν Εὐφράτην· καὶ ἐξεράθησαν τὰ νερά του, διὰ νὰ ἑτοιμασθῇ ὁ δρόμος διὰ τοὺς βασιλεῖς ἀπὸ τὴν Ἀνατολήν.
13 Ὕστερα εἶδα νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ δράκου, ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ θηρίου καὶ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ψευδοπροφήτου τρία ἀκάθαρτα πνεύματα ποὺ ἦσαν σὰν βάτραχοι.
14 Αὐτὰ εἶναι πνεύματα δαιμονικὰ ποὺ κάνουν σημεῖα, καὶ ἐπῆγαν εἰς τοὺς βασιλεῖς ὅλης τῆς οἰκουμένης διὰ νὰ τοὺς συγκεντρώσουν εἰς τὸν πόλεμον τῆς Ἡμέρας ἐκείνης τῆς μεγάλης τοῦ Θεοῦ τοῦ Παντοκράτορος.
15 (Ἰδού, ἔρχομαι σὰν κλέφτης· μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἀγρυπνεῖ καὶ ἔχει τὰ ἐνδύματά του, διὰ νὰ μὴ περπατῇ γυμνὸς καὶ βλέπουν τὴν ἀσχημίαν του).
16 Καὶ τοὺς συγκέντρωσαν εἰς τὸν τόπον, ὁ ὁποῖος καλεῖται ἑβραϊστὶ Ἁρμαγεδών.
17 Ὁ ἕβδομος ἄγγελος ἔχυσε τὴν φιάλην του εἰς τὸν ἀέρα καὶ ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ οὐρανοῦ ἐβγῆκε φωνὴ δυνατὴ ἀπὸ τὸν θρόνον, ἡ ὁποία εἶπε, «Ἐτελείωσε».
18 Καὶ ἔγιναν ἀστραπαί, φωναί, βρονταὶ καὶ μεγάλος σεισμός, τέτοιος ποὺ δὲν ἔχει γίνει ποτὲ ἀφ’ ὅτου οἱ ἄνθρωποι ὑπῆρξαν εἰς τὴν γῆν, τόσον μεγάλος ἦτο ὁ σεισμὸς ἐκεῖνος.
19 Καὶ ἡ πόλις ἡ μεγάλη ἐχωρίσθηκε σὲ τρία μέρη καὶ αἱ πόλεις τῶν ἐθνῶν ἔπεσαν. Καὶ ἐθυμήθηκε ὁ Θεὸς τὴν Βαβυλῶνα τὴν μεγάλην νὰ τῆς δώσῃ νὰ πιῇ τὸ ποτῆρι μὲ τὸ κρασὶ τῆς μεγάλης ὀργῆς του.
20 Τὰ νησιὰ ἐχάθηκαν καὶ τὰ βουνὰ ἐξαφανίσθηκαν.
21 Καὶ χάλαζα μεγάλη βάρους ἑνὸς περίπου ταλάντου ἔπεφτε ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἐπάνω εἰς τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐβλασφήμησαν οἱ ἄνθρωποι τὸν Θεὸν ἐξ αἰτίας τῆς πληγῆς τῆς χαλάζης, διότι ἦτο πάρα πολὺ μεγάλη ἡ πληγὴ αὐτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 17

Ἡ ὅρασις τῆς Πόρνης καὶ τοῦ Θηρίου

1 Τότε ἦλθε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ἀγγέλους ποὺ εἶχαν τὶς ἑπτὰ φιάλες καὶ μοῦ εἶπε, «Ἔλα νὰ σοῦ δείξω τὴν καταδίκην τῆς πόρνης τῆς μεγάλης ποὺ κάθεται ἐπάνω σὲ πολλὰ νερά,
2 μὲ τὴν ὁποίαν ἐπόρνευσαν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ ἐμέθυσαν οἱ κάτοικοι τῆς γῆς ἀπὸ τὸ κρασὶ τῆς πορνείας της».
3 Καὶ μὲ ἔφερε ἐν ἐκστάσει εἰς ἔρημον. Καὶ εἶδα γυναῖκα νὰ κάθεται ἐπάνω σὲ θηρίον κόκκινο, τὸ ὁποῖο ἦτο γεμᾶτο ἀπὸ βλάσφημα ὀνόματα καὶ εἶχε ἑπτὰ κεφάλια καὶ δέκα κέρατα.
4 Ἡ γυναῖκα εἶχε ἔνδυμα πορφυρὸν καὶ κόκκινο καὶ ἦτο στολισμένη μὲ χρυσάφι καὶ πολυτίμους λίθους καὶ μαργαριτάρια. Εἰς τὸ χέρι της εἶχε ἕνα ποτῆρι χρυσό, γεμᾶτο ἀπὸ βδελύγματα καὶ ἀπὸ τὰς ἀκαθαρσίας τῆς πορνείας τῆς γῆς,
5 καὶ εὶς τὸ μέτωπόν της ἦτο γραμμένον ἕνα ὄνομα, ἕνα μυστήριον: Ἡ Βαβυλὼν ἡ μεγάλη, ἡ μητέρα τῶν πορνῶν καὶ τῶν βδελυγμάτων τῆς γῆς».
6 Καὶ εἶδα τὴν γυναῖκα νὰ μεθάῃ ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ἁγίων καὶ ἀπὸ τὸ αἷμα ἐκείνων ποὺ εἶχαν δώσει μαρτυρίαν διὰ τὸν Ἰησοῦν.
7 Ὅταν τὴν εἶδα, ἔμεινα κατάπληκτος. Ἀλλ’ ὁ ἄγγελος μοῦ εἶπε, «Γιατὶ ἐκπλήττεσαι; Ἐγὼ θὰ σοῦ ἐξηγήσω τὸ μυστήριον τῆς γυναίκας καὶ τοῦ θηρίου ποὺ τὴν βαστάζει καὶ ποὺ ἔχει τὰ ἑπτὰ κεφάλια καὶ τὰ δέκα κέρατα.
8 Τὸ θηρίον ποὺ εἶδες ὑπῆρχε καὶ δὲν ὑπάρχει τώρα, ἀλλὰ μέλλει νὰ ἀνεβῇ ἀπὸ τὴν ἄβυσσον καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἀπώλειαν, καὶ οἱ κάτοικοι τῆς γῆς, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα δὲν ἔχουν γραφῆ εἰς τὸ βιβλίον τῆς ζωῆς, ἀπὸ τὸν καιρὸν τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, θὰ ἐκπλαγοῦν, ὅταν θὰ βλέπουν τὸ θηρίον, διότι ὑπῆρχε καὶ δὲν ὑπάρχει τώρα, ἀλλὰ θὰ ὑπάρξῃ.
9 Ἐδῶ χρειάζεται ὁ νοῦς ποὺ ἔχει σοφίαν. Τὰ ἑπτὰ κεφάλια εἶναι ἑπτὰ λόφοι, ἐπὶ τῶν ὁποίων κάθεται ἡ γυναῖκα.
10 Παριστάνουν ἐπίσης ἑπτὰ βασιλεῖς· οἱ πέντε ἔπεσαν, ὁ ἕνας ὑπάρχει, ὁ ἄλλος ἀκόμη δὲν ἦλθε καὶ ὅταν ἔλθῃ, ὀλίγον χρόνον πρόκειται νὰ μείνῃ.
11 Ὡς πρὸς τὸ θηρίον, τὸ ὁποῖον ὑπῆρχε καὶ δὲν ὑπάρχει τώρα, αὐτὸς εἶναι ὄγδοος καὶ ὅμως εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ καὶ πηγαίνει εἰς τὴν ἀπώλειαν.
12 Τὰ δέκα κέρατα ποὺ εἶδες εἶναι δέκα βασιλεῖς, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐπῆραν ἀκόμη βασιλείαν, ἀλλὰ θὰ πάρουν ἐξουσίαν σὰν βασιλεῖς διὰ μίαν ὥραν μαζὶ μὲ τὸ θηρίον.
13 Αὐτοὶ ἔχουν μίαν γνώμην καὶ θὰ δώσουν τὴν δύναμιν καὶ τὴν ἐξουσίαν των εἰς τὸ θηρίον.
14 Θὰ πολεμήσουν μὲ τὸ Ἀρνίον, ἀλλὰ τὸ Ἀρνίον θὰ τοὺς νικήσῃ, δίοτι εἶναι ὁ Κύριος τῶν κυρίων καὶ ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλέων, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι μαζί του εἶναι καλεσμένοι καὶ ἐκλεκτοὶ καὶ πιστοί.
15 Καὶ συνέχισε, «Τὰ νερὰ ποὺ εἶδες, ὅπου κάθεται ἡ πόρνη, εἶναι λαοὶ καὶ ὄχλοι, ἔθνη καὶ γλῶσσαι.
16 Καὶ τὰ δέκα κέρατα ποὺ εἶδες, αὐτοὶ καὶ τὸ θηρίον θὰ μισήσουν τὴν πόρνην· θὰ τὴν ἐρημώσουν καὶ θὰ τὴν γυμνώσουν· θὰ φάγουν τὶς σάρκες της καὶ θὰ τὴν κάψουν μὲ φωτιά.
17 Διότι ὁ Θεὸς ἔβαλε εἰς τὶς καρδιές τους τὴν ἰδέαν νὰ πραγματοποιήσουν τὸ σχέδιόν του καὶ νὰ ἐνεργήσουν μὲ μίαν γνώμην καὶ νὰ δώσουν τὴν βασιλείαν τους εἰς τὸ θηρίον μέχρις ὅτου πραγματοποιηθοῦν οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ.
18 Καὶ ἡ γυναῖκα ποὺ εἶδες εἶναι ἡ πόλις ἡ μεγάλη, ἡ ὁποία βασιλεύει ἐπάνω εἰς τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς».

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 18

Ἡ πτῶσις τῆς μεγάλης πόλεως

1 Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, εἶδα ἄλλον ἄγγελον νὰ κατεβαίνῃ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, μὲ μεγάλην ἐξουσίαν καὶ ἡ γῆ ἐφωτίσθηκε ἀπὸ τὴν λαμπρότητά του,
2 καὶ ἐφώναξε μὲ δυνατὴν φωνὴν καὶ εἶπε, «Ἔπεσε, ἔπεσε ἡ Βαβυλὼν ἡ μεγάλη καὶ ἔγινε κατοικία δαιμονίων, καταφύγιο διὰ κάθε πνεῦμα ἀκάθαρτον, καταφύγιον διὰ κάθε ἀκάθαρτον καὶ μισητὸν ὄρνεον,
3 διότι ὅλα τὰ ἔθνη ἔχουν πιῆ ἀπὸ τὸ κρασὶ τοῦ πάθους τῆς πορνείας της καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς ἐπόρνευσαν μὲ αὐτὴν καὶ οἱ ἔμποροι τῆς γῆς ἐπλούτισαν ἀπὸ τὸν πλοῦτον τῆς χλιδῆς της».
4 Ὕστερα ἄκουσα ἄλλην φωνὴν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν νὰ λέγῃ, «Βγὲς ἔξω ἀπ’ αὐτήν, λαέ μου, διὰ νὰ μὴ γίνετε μέτοχοι τῶν ἁμαρτιῶν της καὶ συμμερισθῆτε τὰς πληγάς της·
5 διότι αἱ ἁμαρτίαι της ἔφθασαν ἕως τὸν οὐρανὸν καὶ ἐθυμήθηκε ὁ Θεὸς τὰ ἐγκλήματά της.
6 Νὰ τῆς ἀνταποδώσετε ὅπως καὶ αὐτὴ ἀνταπέδωκε, νὰ τῆς πληρώσετε διπλᾶ σύμφωνα πρὸς τὰ ἔργα της· εἰς τὸ ποτῆρι, ποὺ ἔκανε τὸ δικό της μῖγμα, δῶστε της διπλῆν ποσότητα μίγματος.
7 Ὅσον ἐδόξασε τὸν ἑαυτόν της καὶ παραδόθηκε εἰς ἀκολασίαν, τοσον βασανίστε την καὶ κάμετέ την νὰ πενθήσῃ, ἐπειδὴ μέσα της λέγει, «Κάθομαι σὰν βασίλισσα, δὲν εἶμαι χήρα καὶ δὲν θὰ ἰδῶ πένθος».
8 Γι’ αὐτὸ θὰ ἔλθουν σὲ μιὰ ἡμέρα αἱ πληγαί της, θάνατος, πένθος καὶ πεῖνα, καὶ θὰ καῇ μὲ φωτιὰ, διότι εἶναι ἰσχυρὸς ὁ Κύριος ὁ Θεὸς ποὺ τὴν ἔκρινε.
9 Θὰ τὴν κλάψουν καὶ θὰ τὴν θρηνήσουν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς, ποὺ ἐπόρνευσαν μαζί της καὶ διέπραξαν ἀκολασίες, ὅταν θὰ ἰδοῦν τὸν καπνὸν τῆς φωτιᾶς της·
10 θὰ στέκωνται μακρυὰ ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ βασανισμοῦ της καὶ θὰ λέγουν, «Οὐαί, οὐαί, ἡ πόλις ἡ μεγάλη Βαβυλών, ἡ πόλις ἡ δυνατή, σὲ μιὰ ὥρα ἦλθε ἡ καταδίκη σου».
11 Οἱ ἔμποροι τῆς γῆς ἐπίσης θὰ κλάψουν καὶ θὰ πενθήσουν γι’ αὐτήν,
12 διότι τὸ φορτίον τους κανεὶς δὲν θὰ τὸ ἀγοράζῃ πλέον, φορτίον ἀπὸ χρυσάφι καὶ ἀσῆμι, πολύτιμους λίθους καὶ μαργαριτάρια, λινὰ καὶ πορφύραν, μεταξωτὰ καὶ κόκκινα· κάθε ξύλον μυρωδᾶτο καὶ ἀντικείμενο ἐλεφάντινον, καὶ κάθε πρᾶγμα ἀπὸ πολύτιμον ξύλον, χαλκὸν, σίδηρον ἢ μάρμαρον·
13 κινάμωμον καὶ ἄμωμον, θυμιάματα, μύρον καὶ λιβάνι· κρασὶ, λάδι, σιμιγδάλι καὶ σιτάρι, ζῶα καὶ πρόβατα, ἄλογα, ἁμάξια, δούλους καὶ ψυχὰς ἀνθρώπων.
14 «Τὰ φροῦτα ποὺ ἐπιθυμοῦσε ἡ ψυχή σου ἐχάθηκαν ἀπὸ σὲ καὶ ὅλα τὰ λιπαρὰ καὶ τὰ λαμπρὰ ἔφυγαν ἀπὸ σὲ καὶ δὲν θὰ τὰ βρεῖς πλέον».
15 Οἱ ἐμπορευόμενοι εἰς ὅλα αὐτὰ τὰ εἴδη, ποὺ ἐπλούτισαν ἀπὸ αὐτήν, θὰ σταθοῦν μακρυὰ ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ βασανισμοῦ της, θὰ κλαίουν καὶ θὰ πενθοῦν
16 καὶ θὰ λέγουν, «Ἀλλοίμονον, ἀλλοίμονον, ἡ πόλις ἡ μεγάλη, ποὺ φοροῦσε ἐκλεκτὸν λινὸν καὶ πορφυρὸν καὶ κόκκινον ἔνδυμα, καὶ ἦτο στολισμένη μὲ χρυσάφι καὶ πολύτιμους λίθους καὶ μαργαριτάρια,
17 σὲ μιὰ ὥρα ἐρημώθηκε ὅλος αὐτὸς ὁ πλοῦτος». Ὅλοι οἱ κυβερνῆται πλοίων καὶ θαλασσοπόροι, οἱ ναῦται καὶ ὅσοι ἔμπορεύονται διὰ θαλάσσης ἐστάθηκαν ἀπὸ μακρυὰ καὶ ἐφώναζαν, ὅταν ἔβλεπαν τὸν καπνὸν τῆς φωτιᾶς της,
18 καὶ ἔλεγαν, «Ὑπῆρξε ποτὲ πόλις σὰν τὴν πόλιν τὴν μεγάλην;».
19 Καὶ ἔρριχναν χῶμα εἰς τὰ κεφάλια τους καὶ ἐφώναζαν κλαίοντες καὶ πενθοῦντες, καὶ ἔλεγαν, «Ἀλλοίμονον, ἀλλοίμονον, ἡ πόλις ἡ μεγάλη, εἰς τὴν ὁποίαν ὅλοι ὅσοι εἶχαν πλοῖα εἰς τὴν θάλασσαν ἐπλούτισαν ἀπὸ τὸν πλοῦτόν της.
20 Σὲ μιὰ ὥρα ἐρημώθηκε». Χαρῆτε, οὐρανὲ καὶ σεῖς οἱ ἅγιοι καὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ προφῆται, διότι ὁ Θεὸς σᾶς ἐδικαίωσε διὰ τῆς ἐναντίον της κρίσεως.
21 Καὶ ἕνας ἄγγελος δυνατὸς ἐσήκωσε μιὰ πέτρα, σὰν μιὰ μεγάλη μυλόπετρα καὶ τὴν ἔρριξε εἰς τὴν θάλασσαν καὶ εἶπε, «Ἔτσι μὲ ὁρμὴν θὰ καταπέσῃ ἡ Βαβυλών, ἡ πόλις ἡ μεγάλη, καὶ δὲν θὰ βρεθῇ πλέον.
22 Καὶ φωνὴ κιθαρωδῶν καὶ μουσικῶν, αὐλητῶν καὶ σαλπιγγτῶν δὲν θ’ ἀκουσθῇ πλέον σ’ ἐσέ· καὶ τεχνίτης οἱουδήποτε εἴδους τέχνης δὲν θὰ βρεθῇ πλέον σ’ ἐσὲ καὶ θόρυβος μύλου δὲν θ’ ἀκουσθῇ πλεόν σ’ ἐσέ·
23 φῶς ἀπὸ λυχνάρι δὲν θὰ φέξῃ πλέον σ’ ἐσέ· φωνὴ γαμβροῦ καὶ νύφης δὲν θ’ ἀκουσθῇ πλέον σ’ ἐσέ. Οἱ ἔμποροί σου ἦσαν οἱ μεγιστᾶνες τῆς γῆς καὶ μὲ τὴν μαγείαν σου ἐπλανήθησαν ὅλα τὰ ἔθνη».
24 Τὸ αἷμα προφητῶν καὶ ἁγίων εὑρέθηκε σ’ αὐτὴν καὶ ὅλων ποὺ ἔχουν σφαγῆ εἰς τὴν γῆν».

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 19

Νίκη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ὁ γάμος τοῦ Ἀρνίου

1 Ὕστερα ἀπὸ αὐτά, ἄκουσα σὰν φωνὴν δυνατὴν ἀπὸ λαὸν πολὺν εἰς τὸν οὐρανόν, οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν, «Ἀλληλούϊα!
2 Ἡ σωτηρία καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμις εἶναι τοῦ Θεοῦ μας, διότι αἱ κρίσεις του εἶναι ἀληθιναὶ καὶ δίκαιαι. Κατεδίκασε τὴν πόρνην τὴν μεγάλην ἡ ὁποία μὲ τὴν πορνεία της διέφθειρα τὴν γῆν, καὶ ἐκδικήθηκε τὸ αἷμα τῶν δούλων του ἐναντίον της».
3 Καὶ διὰ δευτέραν φορὰν εἶπαν, «Ἀλληλούϊα! Ὁ καπνός της ἀνεβαίνει εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
4 Καὶ ἔπεσαν οἱ εἴκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι καὶ τὰ αἴκοσι τέσσερα ζωντανὰ ὄντα καὶ προσκύνησαν τὸν Θεὸν ποὺ ἐκαθότανε εἰς τὸν θρόνον, καὶ ἔλεγαν, «Ἀμήν, ἀλληλούϊα».
5 Καὶ ἀπὸ τὸν θρόνον ἐβγῆκε φωνὴν ποὺ ἔλεγε, «Αἰνεῖτε τὸν Θεόν μας ὅλοι οἱ δοῦλοί του καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸν φοβοῦνται, μικροὶ καὶ μεγάλοι».
6 Καὶ ἄκουσα σὰν φωνὴν ἀπὸ λαὸν πολὺν καὶ σὰν βοὴν ἀπὸ πολλὰ νερὰ καὶ σὰν βοὴν ἀπὸ δυνατὲς βροντές ποὺ ἔλεγαν, «Ἀλληλούϊα, διότι ἐβασίλευσεν ὁ Κύριος ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ.
7 Ἂς χαίρωμεν καὶ ἂς ἀγαλλώμεθα καὶ ἂς τὸν δοξάζωμεν, διότι ἦλθε ἡ ἡμέρα τοῦ γάμου τοῦ Ἀρνίου καὶ ἡ γυναῖκά του ἔχει ἑτοιμασθῇ· τὴς ἐδόθηκε ἐκλεκτὸν λινὸν ἔνδυμα λαμπρόν, καθαρόν».
8 Τὸ λινὸν δηλοῖ τὰς δικαίας πράξεις τῶν ἁγίων.
9 Τότε ὁ ἄγγελος μοῦ εἶπε, «Γράψε: Μακάριοι οἱ καλεσμένοι εἰς τὸ δεῖπνον τοῦ γάμου τοῦ Ἀρνίου». Καὶ πρόσθεσεν, «Αὐτοὶ εἶναι ἀληθινοὶ λόγοι τοῦ Θεοῦ».
10 Καὶ ἔπεσα ἐμπρὸς εἰς τὰ πόδια του νὰ τὸν προσκυνήσω, ἀλλ’ αὐτὸς μοῦ εἶπε, «Πρόσεξε, μή. Εἶμαι δοῦλος σὰν ἐσένα καὶ σὰν τοὺς ἀδελφούς σου ποὺ δίνουν μαρτυρίαν διὰ τὸν Ἰησοῦν. Τὸν Θεὸν νὰ προσκυνήσῃς». Ἡ μαρτυρίαν διὰ τὸν Ἰησοῦν εἶναι τὸ πνεῦμα τῆς προφητείας.

Ὁ Χριστὸς θριαμβευτής

11 Ὕστερα εἶδα τὸν οὐρανὸν ἀνοιχτόν, καὶ ἰδού, ἕνας ἵππος λευκὸς καὶ ὁ ἀναβάτης καλεῖται Πιστὸς καὶ Ἀληθινός· μὲ δικαιοσύνην κρίνει καὶ πολεμεῖ.
12 Τὰ μάτια του ἦσαν σὰν πύρινη φλόγα καὶ εἰς τὸ κεφάλι του ἦσαν στέμματα πολλὰ. Ἐπάνω του ἦτο γραμμένον ἕνα ὄνομα, τὸ ὁποῖο κανεὶς δὲν ξέρει παρὰ αὐτός, καὶ φοροῦσε ἕνα ἔνδυμα βαμμένο εἰς τὸ αἷμα.
13 Τὸ ὄνομα μὲ τὸ ὁποῖον καλεῖται εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ·
14 τὰ στρατεύματα τοῦ οὐρανοῦ, μὲ ἔνδυμα λινὸν λευκόν, καθαρόν, τὸν ἀκολουθοῦσαν ἐπάνω σὲ ἵππους λευκούς.
15 Ἀπὸ τὸ στόμα του ἔβγαινε ρομφαία δίστομη κοφτερή, διὰ νὰ πατάξῃ μὲ αὐτὴν τὰ ἔθνη. Αὐτὸς θὰ τοὺς ποιμάνη μὲ ράβδον σιδερένια καὶ θὰ πατήσῃ τὸ πατητῆρι ποὺ βγάζει τὸ κρασὶ τῆς μεγάλης ὀργῆς τοῦ Θεοῦ τοῦ Παντοκράτορος.
16 Ἐπάνω εἰς τὸ ἔνδυμα καὶ εἰς τὸν μηρόν του ἔχει ὄνομα γραμμένον, «Βασιλεὺς τῶν βασιλέων καὶ Κύριος τῶν κυρίων».

Ἡ καταστροφὴ τῶν ἐχθρῶν του

17 Ὕστερα εἶδα ἕνα ἄγγελον νὰ στέκεται εἰς τὸν ἥλιον καὶ ἐφώναξε μὲ φωνὴ δυνατὴν εἰς ὅλα τὰ ὄρνεα ποὺ πετοῦν εἰς τὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ, «Ἐμπρός! συγκεντρωθῆτε εἰς τὸ μεγάλο δεῖπνον τοῦ Θεοῦ,
18 διὰ νὰ φᾶτε σάρκας βασιλέων καὶ στρατηγῶν καὶ πολεμιστῶν καὶ σάρκας ἵππων καὶ τῶν ἀναβατῶν καὶ σάρκας ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἐλεύθερων καὶ δούλων, μικρῶν καὶ μεγάλων».
19 Ὕστερα εἶδα τὸ θηρίον καὶ τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ τὰ στρατεύματά των συγκεντρωμένα διὰ νὰ κάνουν πόλεμον ἐναντίον τοῦ ἀναβάτου τοῦ ἵππου καὶ τοῦ στρατεύματός του.
20 Καὶ ἐπιάσθηκε τὸ θηρίον καὶ μαζί του ὁ ψευδοπροφήτης ποὺ ἔκανε τὰ θαύματα ἐμπρός του, μὲ τὰ ὁποῖα ἐπλάνησε ἐκείνους ποὺ εἶχαν πάρει τὸ χαραγμένο σημάδι τοῦ θηρίου καὶ προσκυνοῦσαν τὴν εἰκόνα του. Ἐρρίχθηκαν καὶ οἱ δύο ζωντανοὶ εἰς τὴν λίμνην τῆς φωτιᾶς ποὺ ἔκαιε μὲ θειάφι.
21 Οἱ λοιποὶ ἐφονεύθησαν μὲ τὴν ρομφαίαν τοῦ ἀναβάτου τοῦ ἵππου, ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα του, καὶ ὅλα τὰ ὄρνεα ἐχόρτασαν ἀπὸ τὰς σάρκας των.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 20

Ὁ Σατανᾶς δένεται διὰ χίλια χρόνια

1 Ὕστερα εἶδα ἄγγελον νὰ κατεβαίνῃ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ὁ ὁποῖος εἶχε τὸ κλειδὶ τῆς ἀβύσσου καὶ μιὰ μεγάλη ἁλυσίδα εἰς τὸ χέρι του.
2 Καὶ ἔπιασε τὸν δράκον, τὸ φίδι τὸ ἀρχαῖον, ποὺ εἶναι ὁ Διάβολος καὶ ὁ Σατανᾶς,
3 καὶ τὸν ἔδεσε διὰ χίλια χρόνια, καὶ τὸν ἔρριξε εἰς τὴν ἄβυσσον, τὴν ὁποίαν ἔκλεισε καὶ ἐσφράγισε ἀπὸ πάνω του, διὰ νὰ μὴ πλανᾷ πλέον τὰ ἔθνη, ἕως ὅτου συμπληρωθοῦν τὰ χίλια χρόνια. Ἔπειτα πρέπει νὰ λυθῇ διὰ μικρὸν χρόνον.
4 Ὕστερα εἶδα θρόνους καὶ εἰς αὐτοὺς ἐκάθοντο ἐκεῖνοι εἰς τοὺς ὁποίους ἐδόθηκε δικαστικὴ ἐξουσία. Εἶδα ἐπίσης τὰς ψυχὰς ἐκείνων ποὺ εἶχαν ἀποκεφαλισθῆ διὰ τὴν μαρτυρίαν των περὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν προσκυνήσει τὸ θηρίον οὔτε τὴν εἰκόνα του καὶ δὲν εἶχαν λάβει τὸ χαραγμένο σημάδι εἰς τὸ πρόσωπόν τους ἢ τὸ χέρι τους. Αὐτοὶ ἦλθαν πάλι εἰς τὴν ζωὴν καὶ ἐβασίλευσαν μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸν χίλια χρόνια.
5 Οἱ ὑπόλοιποι ἀπὸ τοὺς νεκροὺς δὲν ἀνέζησαν πρὶν συμπληρωθοῦν τὰ χίλια χρόνια. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἀνάστασις.
6 Μακάριος καὶ ἅγιος ἐκεῖνος ποὺ συμμετέχει εἰς τὴν πρώτην ἀνάστασιν. Ὁ δεύτερος θάνατος δὲν ἔχει ἐξουσίαν ἐπάνω τους, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ βασιλεύσουν μαζί του χίλια χρόνια.

Ὁ Σατανᾶς λύεται. Ἡ τελικὴ νίκη

7 Ὅταν τελειώσουν τὰ χίλια χρόνια, θὰ λυθῇ ὁ Σατανᾶς ἀπὸ τὴν φυλακήν του
8 καὶ θὰ βγῇ διὰ νὰ πλανήσῃ τὰ ἔθνη εἰς τὶς τέσσερις γωνίες τῆς γῆς, τὸν Γὼγ καὶ τὸν Μαγώγ, καὶ νὰ τοὺς συγκεντρώσῃ εἰς τὸν πόλεμον· εἶναι ἀναρίθμητοι σὰν τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης.
9 Καὶ ἀνέβηκαν εἰς ὅλον τὸ πλάτος τῆς χώρας καὶ περικύκλωσαν τὴν κατασκήνωσιν τῶν ἁγίων καὶ τὴν πόλιν τὴν ἀγαπημένην. Ἀλλὰ κατέβηκε φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ τοὺς κατέφαγε·
10 καὶ ὁ διάβολος ποὺ τοὺς πλανᾶ ἐρρίχθηκε εἰς τὴν λίμνην ποὺ εἶχε τὴν φωτιὰ καὶ τὸ θειάφι, ὅπου ἦσαν τὸ θηρίον καὶ ὁ ψευδοπροφήτης, καὶ θὰ βασανισθοῦν ἡμέραν καὶ νύχτα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Ἡ γενικὴ ἀνάστασις καὶ ἡ τελευταία κρίσις

11 Ὕστερα εἶδα ἕνα μεγάλον θρόνον λευκόν, καὶ ἐκεῖνον ποὺ ἐκαθότανε εἰς αὐτόν, ἀπὸ τοῦ προσώπου τοῦ ὁποίου ἐξαφανίσθηκε ἡ γῆ καὶ ὁ οὐρανὸς χωρὶς νὰ ἀφήσουν ἴχνη.
12 Καὶ εἶδα τοὺς νεκρούς, μεγάλους καὶ μικρούς, νὰ στέκωνται ἐμπρὸς εἰς τὸν θρόνον· καὶ ἀνοίχθηκαν βιβλία. Ὕστερα ἀνοίχθηκε ἄλλο βιβλίον, τὸ ὁποῖον εἶναι τὸ βιβλίον τῆς ζωῆς, καὶ ἐκρίθησαν οἱ νεκροὶ ἀπὸ τὰ γραμμένα εἰς τὰ βιβλία, σύμφωνα πρὸς τὰ ἔργα των.
13 Ἡ θάλασσα ἀπέδωκε τοὺς νεκρούς της καὶ ὁ θάνατος καὶ ὁ ᾅδης ἀπέδωκαν τοὺς νεκροὺς ποὺ ἐφύλαγαν, καὶ ὅλοι ἐκρίθησαν σύμφωνα πρὸς τὰ ἔργα τους.
14 Τότε ὁ θάνατος καὶ ὁ ᾅδης ἐρρίχθηκαν εἰς τὴν λίμνην τῆς φωτιᾶς.
15 Αὐτὸς εἶναι ὁ δεύτερος θάνατος. Καὶ ὅποιος δὲν εὑρέθηκε γραμμένος εἰς τὸ βιβλίον τῆς ζωῆς, ἐρρίχθηκε εἰς τὴν λίμνην τῆς φωτιᾶς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 21

Ὁ νέος Οὐρανὸς καὶ ἡ νέα Γῆ

1 Ὕστερα εἶδα καινούργιον οὐρανὸν καὶ καινούργιαν γῆν, διότι ὁ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἔφυγαν, καὶ ἡ θάλασσα δὲν ὑπάρχει πλέον.
2 Καὶ εἶδα τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν, τὴν νέαν Ἱερουσαλήμ, νὰ κατεβαίνῃ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἀπὸ τὸν Θεόν, ἑτοιμασμένη σὰν νύμφη στολισμένη διὰ τὸν ἄνδρα της.
3 Καὶ ἄκουσα φωνὴν μεγάλην ἀπὸ τὸν οὐρανὸν νὰ λέγῃ, «Ἰδού, ἡ κατοικία τοῦ Θεοῦ εἶναι μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων· θὰ κατοικήσῃ μαζί τους καὶ αὐτοὶ θὰ εἶναι λαός του καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς θὰ εἶναι μαζί τους.
4 Θὰ ἐξαλείψῃ ὁ Θεὸς κάθε δάκρυ ἀπὸ τὰ μάτια τους· ὁ θάνατος δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον, οὔτε πένθος, οὔτε κραυγή, οὔτε πόνος θὰ ὑπάρχει πλέον, διότι τὰ παλαιὰ παρῆλθαν».
5 Τότε ἐκεῖνος ποὺ κάθεται εἰς τὸν θρόνον εἶπε, «Ἰδού, τὰ κάνω ὅλα καινούργια». Καὶ εἰς ἐμὲ εἶπε, «Γράψε το, διότι, αὐτοὶ οἱ λόγοι εἶναι ἀξιόπιστοι καὶ ἀληθινοί».
6 Καὶ προσέθεσε, «Ἐκπληρώθηκαν ὅλα. Ἐγὼ εἶμαι τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. Εἰς ἐκεῖνον ποὺ διψᾶ ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω δωρεὰν ἀπὸ τὴν πηγὴν τοῦ νεροῦ τῆς ζωῆς.
7 Αὐτὰ θὰ κληρονομήσῃ ἐκεῖνος ποὺ νικᾶ καὶ ἐγὼ θὰ τοῦ εἶμαι Θεὸς καὶ αὐτὸς θὰ μοῦ εἶναι υἱός.
8 Ἀλλ’ οἱ δειλοί, οἱ ἄπιστοι καὶ οἱ βδελυροί, οἱ φονηάδες, οἱ πόρνοι, οἱ μάγοι, οἱ εἰδωλολάτραι καὶ ὅλοι οἱ ψεῦτες θὰ ἔχουν τὴν θέσιν τους εἰς τὴν λίμνην ποὺ καίεται μὲ φωτιὰ καὶ θειάφι. Αὐτὸς εἶναι ὁ δεύτερος θάνατος».

Ἡ οὐράνιος Ἱερουσαλήμ

9 Ὕστερα ἦλθε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ἀγγέλους, ποὺ εἶχαν τὰς ἑπτὰ φιάλας μὲ τὰς ἑπτὰ τελευταίας πληγάς, καὶ μοῦ μίλησε καὶ εἶπε, «Ἔλα νὰ σοῦ δείξω τὴν νύμφην, τὴν γυναῖκα τοῦ Ἀρνίου».
10 Καὶ μὲ ἔφερε ἐν ἐκστάσει σ’ ἕνα μεγάλο, ψηλὸ βουνό, καὶ μοῦ ἔδειξε τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν Ἱερουσαλὴμ νὰ κατεβαίνῃ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἀπὸ τὸν Θεόν, ἔχουσα τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
11 Ἡ λάμψις της ἔμοιαζε μὲ πολυτιμότατον λίθον, σὰν τὸν ἴασπιν λίθον ποὺ λάμπει σὰν κρύσταλλο.
12 Εἶχε μεγάλο καὶ ψηλὸ τεῖχος μὲ δώδεκα πύλας, εἰς τὰς ὁποίας ἦσαν δώδεκα ἄγγελοι· καὶ εἰς τὰς πύλας ἦσαν γραμμένα τὰ ὀνόματα τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ.
13 Πρὸς ἀνατολὰς ὑπῆρχαν τρεῖς πύλαι, πρὸς βορρᾶν τρεῖς πύλαι, πρὸς νότον τρεῖς πύλαι καὶ πρὸς δυσμὰς τρεῖς πύλαι.
14 Τὸ τεῖχος τῆς πόλεως εἶχε δώδεκα θεμελίους λίθους, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἦσαν τὰ δώδεκα ὀνόματα τῶν δώδεκα ἀποστόλων τοῦ Ἀρνίου.
15 Καὶ ὁ ἄγγελος ποὺ μιλοῦσε μαζί μου εἶχε ἕνα μέτρον, ἕνα χρυσὸ καλάμι, διὰ νὰ μετρήσῃ τὴν πόλιν, τὰς πύλας της καὶ τὸ τεῖχός της.
16 Καὶ ἡ πόλις εἶναι οἰκοδομημένη τετράγωνη, τὸ μῆκός της ἤτανε ὅσον τὸ πλάτος της. Καὶ ἔμέτρησε τὴν πόλιν μὲ τὸ καλάμι δώδεκα χιλιάδες στάδια. Τὸ μῆκος, τὸ πλάτος καὶ τὸ ὕψος της ἦσαν ἴσα.
17 Ἐμέτρησε ἐπίσης τὸ τεῖχός της, ἑκατὸ σαράντα τέσσερις πήχεις, κατὰ τὸ ἀνθρώπινον μέτρον, τὸ ὁποῖον ἐχρησιμοποιοῦσε ὁ ἄγγελος.
18 Τὸ τεῖχος ἦτο κτισμένο ἀπὸ ἴασπιν καὶ ἡ πόλις ἀπὸ καθαρὸ χρυσάφι, ποὺ ἔλαμπε σὰν καθαρὸ γυαλί.
19 Τὰ θεμέλια τοῦ τείχους ἦσαν στολισμένα μὲ κάθε εἶδος πολυτίμου λίθου. Ὁ πρῶτος θεμέλιος λίθος ἤτανε ἴασπις, ὁ δεύτερος σάπφειρος, ὁ τρίτος χαλκηδών, ὁ τέταρτος σμάραγδος,
20 ὁ πέμπτος σαρδόνυξ, ὁ ἕκτος σάρδιον, ὁ ἕβδομος χρυσόλιθος, ὁ ὄγδοος βήρυλλος, ὁ ἔνατος τοπάζιον, ὁ δέκατος χρυσόπρασος, ὁ ἐνδέκατος ὑάκινθος, ὁ δωδέκατος ἀμέθυστος.
21 Αἱ δώδεκα πύλαι ἦσαν δώδεκα μαργαριτάρια· κάθε πύλη ἤτανε καμωμένη ἀπὸ ἕνα μαργαριτάρι. Ἡ πλατεῖα τῆς πόλεως ἦτο ἀπὸ καθαρὸ χρυσάφι σὰν γυαλὶ διαυγές.
22 Ναὸν δὲν εἶδα εἰς τὴν πόλιν, διότι ναός της εἶναι ὁ Κύριος ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ καὶ τὸ Ἀρνίον.
23 Καὶ ἡ πόλις δὲν ἔχει ἀνάγκην ἀπὸ τὸν ἥλιον οὔτε ἀπὸ τὴν σελήνην διὰ νὰ τὴν φωτίζουν, διότι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ φῶς της καὶ τὸ λυχνάρι της εἶναι τὸ Ἀρνίον.
24 Μὲ τὸ φῶς της θὰ περπατήσουν τὰ ἔθνη, καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς θὰ φέρουν τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμήν των εἰς αὐτήν.
25 Αἱ πύλαι της δὲν θὰ κλεισθοῦν ποτὲ τὴν ἡμέραν· νύχτα ἐκεῖ δὲν θὰ ὑπάρχῃ.
26 Καὶ θὰ φέρουν εἰς αὐτὴν τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμὴν τῶν ἐθνῶν·
27 ἀλλὰ δὲν θὰ μπῇ εἰς αὐτὴν τίποτε τὸ μολυσμένον, οὔτε κανεὶς ποὺ κάνει βδελυκτὰ πράγματα καὶ ψευδῆ, παρὰ μόνον οἱ γραμμένοι εἰς τὸ βιβλίον τῆς ζωῆς τοῦ Ἀρνίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 22

1 Ὕστερα μοῦ ἔδειξε τὸν ποταμὸν τοῦ νεροῦ τῆς ζωῆς, ποὺ ἔλαμπε σὰν κρύσταλλο καὶ ὁ ὁποῖος ἐπήγαζε ἀπὸ τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Ἀρνίου.

2 Εἰς τὸ μέσον τῆς πλατείας της, καὶ ἀπό τὸ ἕνα μέρος τοῦ ποταμοῦ καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο, ὑπῆρχε δένδρον ζωῆς, τὸ ὁποῖον κάνει καρποὺς δώδεκα φορές, μίαν κάθε μῆνα, καὶ τὰ φύλλα τοῦ δένδρου χρησιμεύουν πρὸς θεραπείαν τῶν ἐθνῶν.

3 Δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον ἐκεῖ κανένα ἀνάθεμα. Ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Ἀρνίου θὰ εἶναι ἐκεῖ, καὶ οἱ δοῦλοί του θὰ τὸν λατρεύουν·

4 θὰ ἰδοῦν τὸ πρόσωπόν του καὶ τὸ ὄνομά του θὰ εἶναι εἰς τὰ μέτωπά των.

5 Νύχτα δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ ἀνάγκη ἀπὸ λυχνάρι καὶ φῶς τοῦ ἡλίου, διότι ὁ Κύριος ὁ Θεὸς θὰ τοὺς φωτίζῃ καὶ θὰ βασιλεύσουν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Ἐπίλογος

6 Ὕστερα μοῦ εἶπε, «Αὐτοὶ οἱ λόγοι εἶναι ἀξιόπιστοι καὶ ἀληθινοί. Ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων τῶν προφητῶν ἔστειλε τὸν ἄγγελόν του νὰ δείξῃ εἰς τοὺς δούλους του ἐκεῖνα ποὺ πρέπει νὰ γίνουν γρήγορα.

7 Καὶ ἰδού, ἔρχομαι γρήγορα. Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ τηρεῖ τὰ λόγια τῆς προφητείας τοῦ βιβλίου αὐτοῦ.

8 Ἐγὼ ὁ Ἰωάννης εἶμαι ποὺ ἄκουσα καὶ εἶδα αὐτά. Καὶ ὅταν τὰ ἄκουσα καὶ τὰ εἶδα, ἔπεσα εἰς τὰ πόδια τοῦ ἀγγέλου, ποὺ μοῦ τὰ ἔδειχνε, διὰ νὰ τὸν προσκυνήσω.

9 Ἀλλὰ αὐτὸς μοῦ εἶπε, «Πρόσεξε, μή! Εἶμαι δοῦλος σὰν ἐσένα καὶ σὰν τοὺς ἀδελφούς σου τοὺς προφήτας καὶ ἐκείνους ποὺ τηροῦν τὰ λόγια τοῦ βιβλίου αὐτοῦ. Τὸν Θεὸν νὰ προσκυνήσῃς».

10 Καὶ προσέθεσε, «Μὴ σφραγίσῃς τὰ λόγια τῆς προφητείας τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, διότι ὁ καιρὸς πλησιάζει.

11 Ὅποιος κάνει τὸ κακόν, ἂς κάνῃ ἀκόμη τὸ κακόν, ὁ ρυπαρὸς ἂς εἶναι ἀκόμη ρυπαρός, ὁ καλὸς ἂς κάνῃ ἀκόμη τὸ καλόν, καὶ ὁ ἅγιος ἂς ἁγιασθῇ ἀκόμη.

12 Ἰδού, ἔρχομαι γρήγορα, καὶ φέρω μαζί μου τὴν ἀνταμοιβήν μου, διὰ νὰ ἀποδώσω εἰς τὸν καθένα σύμφωνα πρὸς τὸ ἔργον του.

13 Ἐγὼ εἶμαι τὸ Α καὶ τὸ Ω, ὁ πρῶτος καὶ ὁ τελευταῖος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος».

14 Μακάριοι ἐκεῖνοι ποὺ ἐκτελοῦν τὰς ἐντολάς του, διὰ νὰ ἔχουν δικαίωμα εἰς τὸ δένδρον τῆς ζωῆς καὶ διὰ νὰ μποῦν εἰς τὴν πόλιν ἀπὸ τὰς πύλας.

15 Ἔξω τὰ σκυλιά, οἱ μάγοι καὶ οἱ πόρνοι, οἱ φονηάδες καὶ οἱ εἰδωλολάτραι καὶ καθένας ποὺ ἀγαπᾶ καὶ κάνει τὸ ψεῦδος.

16 «Ἐγὼ ὁ Ἰησοῦς ἔστειλα τὸν ἄγγελόν μου σ’ ἐσᾶς μὲ τὴν μαρτυρίαν αὐτὴν διὰ τὰς ἐκκλησίας. Ἐγὼ εἶμαι ἡ ρίζα καὶ τὸ γένος τοῦ Δαυΐδ, τὸ λαμπρὸ πρωϊνὸ ἀστέρι».

17 Καὶ τὸ Πνεῦμα καὶ ἡ νύμφη λέγουν, «Ἔρχου». Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀκούει, ἂς πῇ, «Ἔλα». Καὶ ἐκεῖνος ποὺ διψᾶ ἂς ἔλθῃ, καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἐπιθυμεῖ, ἂς πάρῃ νερὸ ζωῆς δωρεάν.

18 Ἐγὼ διαβεβαιῶ καθένα ποὺ ἀκούει τὰ λόγια τῆς προφητείας τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, ὅτι ἐὰν προσθέσῃ κανεὶς εἰς αὐτά, θὰ προσθέσῃ εἰς αὐτὸν ὁ Θεὸς τὰς πληγὰς ποὺ εἶναι γραμμέναι εἰς τοῦτο τὸ βιβλίον·

19 ἐὰν ἀφαιρέσῃ κανεὶς ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ βιβλίου τῆς προφητείας αὐτῆς, θὰ ἀφαιρέσῃ ὁ Θεὸς τὸ μερίδιόν του ἀπὸ τὸ δένδρον τῆς ζωῆς καὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν, ποὺ εἶναι γραμμένα εἰς τοῦτο τὸ βιβλίον.

20 Ἐκεῖνος ποὺ μαρτυρεῖ αὐτὰ λέγει, «Ναί, ἔρχομαι γρήγορα». Ἀμήν, ναὶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ.

21 Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους. Ἀμήν.