Απόσπασμα Προλόγου
…..Οΐ έτήσιες εορτές τής έκκλησίας μας διαιρούνται σέ ακίνητες καί κινητές άνάλογα μέ τό άν είναι σταθερή ή όχι ή ημερομηνία κατά τήν όποια έορτάζονται. Οί έορτές αύτές άπό άποψη περιεχομένου διακρίνονται σέ Δεσποτικές, Θεομητορικές καί έορτές Αγίων. Σ’ αύτές μπορούμε νά έντάξουμε καί τίς έορτές πού άναφέρονται σέ διάφορα γεγονότα καί έχουν μικρότερη ή μεγαλύτερη σχέση μέ τίς γιορτές πού προαναφέραμε. Οί Δεσποτικές έορτές άναφέρονται στό πρόσωπο τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Τό περιεχόμενο τών Θεομητορικών έορτών είναι ή Παναγία Μητέρα τού Θεού, ή Θεοτόκος καί Αειπάρθενος σ’ αύτές εντάσσονται καί μερικές έορτές πού άναφέρονται στά ιερά ένδύματά της. Στίς έορτές τών Αγίων τό περιεχόμενο είναι ό έορταζόμενος ‘Άγιος ή ένα γεγονός άπό τήν ζωή του ή ή άνακομιδή τών λειψάνων του κ. τ. λ. Μιά ιδιαίτερη κατηγορία έορτών είναι αύτές πού άναφέρονται στόν Τίμιο καί Ζωοποιό Σταυρό, οί όποιες μπορούμε νά πούμε ότι άνήκουν στίς Δεσποτικές έορτές……

Ιερομονάχου Ιερώνυμου Δελημάρη
Ναύπακτος 2004

Τι γιορτάζουμε και πότε τις γιορτές του Χριστού

Ακίνητες Δεσποτικές Εορτές.

Τῆ ΙΔ’ τοῦ μηνός Σεπτεμβρίου ἤ παγκόσμιος Ὕψωσις τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ.


Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καί πρῶτος χριστιανός βασιλιάς εἶχε πόλεμο, ὅπως λένε αὐτοί πού ἔγραψαν τις ιστορικές διηγήσεις, στῇ Ῥώμη τό 312 μ’. X. με τόν Μαξέντιο’ πρίν νᾷ γίνῃ βασιλιάς. Βλέποντας, λοιπόν, ὅτι ὅ στρατός τῶν ἐχθρῶν ήταν πολύ περισσότερος ἀπό τόν δικό τοῦ βρισκόταν σέ μεγάλῃ άπορία καί φόβο. Ένώ βρισκόταν σ’ αύτή τήν καταστάσῃ τοῦ φανερώθηκε σημείο στόν οὐρανῷ σέ σχῆμα σταυροῦ στῇ μέση τῆς ἡμέρας ένώ ἔλαμπε ὅ ἥλιος. Ὅ Σταυρός αύτός φαινόταν ὅτι εἷναι φτιαγμένος μέ άστέρια. Γύρῳ τοῦ ήταν ῥωμαϊκά γράμματα φτιαγμένα καί αύτά μέ ἀστέρια πού έγραφαν τῆ φράσῃ «Ἔν τούτῳ νίκα».
Ἀμέσως ἐφτιαξε ἔνα σταυρό ἀπό χρυσάφι σάν αύτόν πού εἶδε στό ὅραμα. Αύτό τό σταυρό διέταξε νᾷ προπορεύεται ὀᾶ σημαία μπροστά ἀπό τό στρατό τοῦ καί ἐπιτέθηκε ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν. Τούς νίκησε κατά κράτος. Οἵ περισσότεροι φονεύθηκαν στό πεδίο τῆς μάχης ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι τό ἒβαλαν στά πόδια γία νᾷ σωθούν.
Ἕξ αἰτίας τού γεγονότος αύτοΰ άντιλήφθηκε τῆ μεγάλη δύναμη τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ καί πίστεψε ὅτι Αὑτός εἷναι ὅ μόνος Ἀληθινός Θεός. Γϊ αύτό άσπάστηκε τῆ χριστιανική πίστη, στήν ὁποῖα εἶχε πιστέψει καί ἤ μητέρα τοῦ Ἀγία Ἑλένη καί ἔλαβε ἀργότερα τό “Αγιο Βάπτισμα σάν τεῖχος ἀκαταμάχητο ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν.
Ὅταν ὅ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀσπάστηκε τῆ χριστιανική πίστη ἔστειλε τήν μητέρα τοῦ στά Ἱεροσόλυμα γία νᾷ βρή τόν Τίμιο Σταυρό τού Χριστοῦ. Αὐτῇ μετά ἀπό πολλές ἒρευνες βρήκε τό Σταυρό τού Χριστοῦ μαζί μέ τούς σταυρούς τῶν δύο λῃστῶν καθώς ἐπίσης καί τά καρφία πού χρησιμοποίησαν γία τήν σταυρώσῃ τού Κυρίου. Βρισκόταν ὅμως σέ ἀπορίᾳ ποιός ἀπό τούς τρεῖς εἷναι ὅ Σταυρός τού Κυρίου. Ἤ άπορία τῆς αύτή λύθηκε μέ ἔνα θαυμαστό σημείο. “Ὅταν βρήκαν τούς σταυρούς εἶχε πεθάνει μιᾷ γυναῖκα χήρα. Άκούμπησαν διαδοχικά πάνῳ στούς τρεῖς σταυρούς τῆ νεκρή γυναῖκα. “Ὅταν τήν έφεραν σέ έπαφή μέ τόν Σταυρό τού Κυρίου ἀμέσως άναστήθηκε ένώ μέ τό άγγιγμα τῶν δύο ἄλλων σταυρῶν δέν έγινε κανένα θαυμαστό σημείο. Τότε τόν Τίμιο ἐκεῖνο Σταυρό ἤ Βασίλισσα τόν προσκύνησε καί τόν ἀσπάστηκε μαζί μέ ὅλους τούς συγκλητικούς πού ἢταν μαζί τῆς.
Ὅταν μαθεύτηκε τό γεγονός ὅλος ὅ λαός ζητούσε νᾷ προσκυνήσῃ τόν Τίμιο Σταυρό καί ἐπειδή δέν μπορούσαν ζητῆσαν ἔστω νᾷ τόν δοῦν. Τότε ὅ μακαριστός Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Μακάριος8 ανέβηκε στόν ἄμβωνα καί ὕψωσε τόν Τίμιο Σταυρό γία νᾷ τόν δοῦν οἵ χριστιανοί. Τότε ὅλος ὅ λαός μέ μιᾷ φωνή άρχισε νᾷ φωνάζη τό «Κύριε έλέησον». “Ἀπό τότε ἐπικράτησε νᾷ ἑορτάζεται ἤ τίμια ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τού Τιμίου Σταυροῦ.

Τῆ ΚΕ’ Δεκεμβρίου ἤ κατά σάρκα Γέννησις τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ


Εἶδε ὅ φιλάνθρωπος Θεός τό γένος τῶν ἀνθρώπων νᾷ τυραννιέται ἀπό τόν διάβολο καί τό ‘ εὐσπλαχνίστηκε. Ἔστειλε λοιπόν τόν αρχάγγελό ἴου Γαβριήλ καί εἶπε σίῃ Θεοτόκο Μαρία ιό «Χαῖρε Κεχαριιωμένη ὅ Κύριος μετά σοῦ» κί ἀμέσως μόλις έκείνη εἰπέ τό «Ἰδού ἤ δούλη Κυρίου, γένοιτο μοι κατά τό ῥῆμα σου» συνελήφθη στά σπλάχνα τῆς ὅ Κύριος μᾷς Ἰησοῦς Χριστός ὅ Υἱός καί Λόγος τοϋ Θεοῦ.
Ὅταν συμπληρώθηκαν οἵ ἐννέα μῆνες ἀπό τῆ συλλήψῃ, βγήκε διάταγμα ἀπό τόν Καίσαρα Αύγουστο τῆς Ῥώμης νᾷ γίνῃ άπογραφή σέ ὄλῃ τήν οἰκουμένη πού βρισκόταν κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ. Στά Ἱεροσόλυμα καί στῇ Βηθλεέμ στάλθηκε ὅ ἡγεμόνας τῆς Συρίας Κυρήνιος γία νᾷ κάνη τήν άπογραφή. Τότε άνέβηκε στῇ Βηθλεέμ ὅ Ιωσήφ ὅ φύλακας καί μνηστῆρας τῆς Θεοτόκου γία νᾷ ἀπογραφοῦν καί αὐτοί ἐκεῖ μαζί. Ὅμως ἤ Παρθένος ἐπρόκειτο σε λίγες μέρες νᾷ γεννήσῃ καί χρειαζόταν ἔνα κατάλληλο κατάλυμα. Παρά τις προσπάθειες ὅμως, ἐπειδή ηταν πλήθη λαοῦ στήν κωμόπολη γία τήν ἀπογραφή, δέν έβρισκαν σπίτι γία νᾷ μείνῃ καί γι’ αὐτό μπήκαν νᾷ μείνουν σ’ ἔνα φτωχικό σπήλαιο. Ἐκεῖ γέννησε χωρίς νᾷ φθαρῇ ἤ παρθενία τῆς τόν Κύριό μᾷς Ἰησοῦ Χριστό καί τόν τύλιξε στά σπάργανα σάν βρέφος, ὅπως συνηθιζόταν τήν έποχή έκείνη. Καί πραγματοποιήθηκε τότε αύτό πού είχαν εἶπε! οἱ προφητείες καί ἔβαλε στῇ φάτνη τῶν άλογων ζῴων τόν Κτίστῃ ὅλου τοΰ κόσμου, Αύτόν δηλαδή πού έπρόκειτο νᾷ μᾷς ἐλευθερώσῃ ἀπό τήν ἀλογία.
Ἀπό τό γεγονός αύτό τῆς ἀνακλίσεως τού θείου Βρέφους στῇ φάτνη τῶν ἀλόγων ζῴων, προῆλθε ἤ παράδοση ὅτι ὅ Χριστός ὅταν γεννήθηκε ἀνακλίθηκε ἀνάμεσα σέ δύο ζῷα τό βόδι καί τόν όνο, πρᾶγμα πού φαίνεται νᾷ τό δικαιολογοῦν καί τά προφητικά λόγια «θα γίνεις γνωστός ἀνάμεσα σέ δύο ζῷα» καθώς ἐπίσης καί «γνώρισε τό βόδι τόν Κύριό τοῦ καί ὅ ὄνος τῆ φάτνη τού Κυρίου τοῦ». Παρ’ ὅτι βέβαια τά ζῷα αύτά ἀναφέρονται παραβολικά γία νᾷ δηλώσουν ὅσους πίστεψαν στό Χριστό εἷτε κατάγονταν ἀπό τούς Ἰουδαίους εἷτε κατάγονταν ἀπό τούς ἐθνικούς.
Ἀλλά ἐνῶ ἤ γῆ τόσο φτωχικά ύποδεχόταν τόν γεννηθέντα Σωτῆρα, ὅ οὐρανός ἀπό ψηλά πανηγύριζε μέ μεγαλοπρέπεια τόν κοσμοσωτήριο έρχομό Τοῦ. κάποιοι βοσκοί στά περίχωρα τῆς Βηθλεέμ, πού ξαγρυπνοΰσαν φυλάγοντας τά κοπάδια τούς, πλημμύρισαν ξαφνικά ἀπό ἔνα εξαίσιο φῶς καί εϊδαν μπροστά ἰούς έναν ἂγγελο πού ἰούς μετέφερε ιό χαρμόσυνο μήνυμα γία ἰή γεννήσῃ τοῦ Κυρίου. Καί ἀμέσως μετά ἀπό τόν άγγελο αύτό εϊδαν καί ἄκουσαν ὁλοκληρῇ στρατιά ἀπό ούράνιες δυνάμεις πού ὑμνοῦσαν τό Θέο καί ἐλεγαν «δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἔν άνθρώποις εὐδοκία».
Αὐτῇ ἤ ἀκαταληπτῇ καί άνερμήνευτη γεννήσῃ τού Χριστοῦ έγινε κατά τῆ χρονολόγηση τῆς ἀνατολικῆς ἐκκλησίας τό ἔτος 5508 ἀπό κτίσεως κόσμου, ὅταν ήταν βασιλιάς τῆς Ἰουδαίας ὅ Ἡρώδης ὅ μέγας. Ὁ Ἡρώδης ήταν ’Ασκαλωνίτης (καταγόταν ἀπό τήν Άσκάλωνα) ἀπό τήν πλευρά τού πατέρα τοῦ καί Ίδουμαϊος στήν καταγωγή ἀπό τῆ μητέρα τοῦ. Δέν εἶχε καμμία σχέση μέ τό γένος τού πατριάρχου Ιακώβ. Πηρέ τῆ βασιλεία ἀπό τόν αὐτοκράτορα τῶν Ῥωμαίων καί καταδυνάστευε ἤδη τόν Ιουδαϊκό λαό τριάντα τρία χρόνια. Ἤ δέ φυλῇ τού Ἰούδα πού μέχρι τότε κυβερνούσε τούς Ἑβραίους, στερήθηκε ἀπό ὄλα τά δικαιώματα τῆς καί άπογυμνώθηκε ἀπό κάθε άρχή καί ἐξουσία. Σ’ αύτή τήν καταστάσῃ ήταν ὅ Ἰουδαϊκός λαός, ὅταν γεννήθηκε ὅ ἀναμενόμενος Μεσσίας καί ἐκπληρώθηκε ἀδιάψευστα ἤ προφητεία τού πατριάρχου Ιακώβ πού εἶχε είπεΐ πρίν ἀπό 1807 χρόνια ὅτι «δέν θα λείψει ἄρχοντας ἀπό τῆ φυλή τού Ἰούδα καί ἡγέτης ἀπό τό σπέρμα τοῦ μέχρι νᾷ ’ρθή Αύτός πού εἷναι προορισμένος καί τόν ἀναμενοῦν οἱ ἐθνικοί».

Τῆ αὑτῇ ἥμερα ΚΕ ‘Δεκεμβρίου ἤ προσκύνησις τῶν μάγων.


Σέ πολύ παλιά χρόνια, ἔζησε σίῃ χώρα ἰών περ- σῶν κάποιος μάντης πού λεγόταν Βαλαάμ. Αύτός, προλέγοντας, μεταξύ ἄλλων εἶπε καί τό έξης: «Θα ἀνατείλῃ ἔνα άοτέρι ἀπό τούς ἀπογόνους τοΰ Ιακώβ καί θα καταστρέψῃ τούς ἀρχηγούς τῆς Μωάβ». Αύτή τήν προφητεία γνώριζαν οἱ μετέπειτα μάντεις καί δίδασκαν τά σχετικά με αύτήν σε ὅλους τούς βασιλεῖς τῶν Περσῶν. Ἤ συγκεκριμένη προφητεία έφτασε καί μέχρι τούς τρεῖς μάγους πού ζοῦσαν στά χρόνια τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καί παρατηροῦσαν μήπως καί διακρινοῦν κάποια στιγμή ἔνα τέτοιο ἀστέρι. Σάν ἀστρονόμοι πού ηταν μόλις είδαν ὅτι τό ἀστέρι τοϋ Χριστοῦ δέν άκολουθοϋσε τήν πορεία (τροχιά) τῶν ἄλλων ἀστεριῶν ἀπό τήν ἀνατολή πρός τῆ δύσῃ, άλλά ἀπό τό βορρᾶ πρός τό νότο, κατάλαβαν ὅτι αύτό προανήγγειλε τῆ γεννήσῃ κάποιου μεγάλου βασιλιά. Ἀκολουθῆσαν λοιπόν τό ἀστέρι γία νᾷ βροϋν τόν τεχθέντα βασιλέα. Καί πράγματι βρήκαν τόν νεογέννητο Κύριό μᾷς Ἰησοῦ Χριστό. Τότε ἔπεσαν καταγῇς, Τόν προσκυνῆσαν καί Τοῦ προσέφεραν τά δῶρα τούς χρυσό, λιβάνι καί σμύρνα.
Οἵ τρεῖς μάγοι πρίν πάνε στῇ Βηθλεέμ ἔφθασαν στά Ἱεροσόλυμα καί ρωτούσαν νᾷ μάθουν πού βρίσκεται ὅ νεογέννητος βασιλιάς τῶν Ἰουδαίων. Ἤ είδηση έφτασε καί στ αύτιά τοῦ Ἡρώδη, ὅ ὁποῖος φοβήθηκε ὅτι ὅ νέος βασιλιάς θα τοϋ πάρη τό θρόνο καί ἔβαλε στό νοῦ τοῦ καταχθόνιο σχέδιο. Κάλεσε κρυφά τούς μάγους γία νᾷ πάρη πληροφορίες. “Ἔμαθε λοιπόν ἀπό ὅσα τοϋ είπαν καί ἀπό τό χρόνο πού φάνηκε τό ἀστέρι γία τό πότε περίπου γεννήθηκε ὅ νέος βασιλιάς. Μετά ἀπό αύτά εἶπε στούς μάγους: «πηγαίνετε καί εξετάστε μέ κάθε ἀκρίβεια τά σχετικά μέ τό παιδί. Ὅταν τό βρήτε ειδοποιήστε με γία νᾷ έρθω νᾷ τό προσκυνήσω κί ἐγώ». Αύτό τό ἔλεγε γία νᾷ μάθη πού εἷναι καί νᾷ στείλῃ ἔπειτα νᾷ σκοτώση τό Παιδί. Βέβαια, ὅπως εἷναι γνωστό, οἵ μάγοι δέν ξαναγύρισαν γιατί ὅ Θεός ἔστειλε τόν άγγελό Τοῦ καί τούς έδωσε έντολή νᾷ μήν ξαναγυρίσουν στόν Ἡρώδη, άλλά ἀκολουθώντας ἄλλο δρόμο νᾷ επιστρέφουν ἀπό τῆ Βηθλεέμ στήν πατρίδα τούς.
Ὅ Ἡρώδης τότε προσκάλεσε τούς Γραμματεῖς καί τούς ρώτησε: «Πού λένε οἵ Γραφές ὅτι θα γεννηθεί ὅ Χριστός». Κί ἐκεῖνοι τού ἀπαντῆσαν: «Στῇ Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας». Τότε ὅ Ἡρώδης ἔστειλε τά στρατεύματα τοῦ γία νᾷ σκοτώση ὄλα τά παιδιά πού ηταν στήν περιοχή τῆς Βηθλεέμ ἀπό δύο χρονῶν καί κάτω σύμφωνα με ιό χρόνο πού εἶχε ἐξακριβώσει ἀπό τούς μάγους.
Στό διάστημα ὅμως αύτό στάλθηκε ἀπό τό Θέο ἄγγελος καί εἰπέ στόν Ιωσήφ: «Σήκω καί πάρε τό Παιδί καί τῆ μητέρα Τοῦ καί φύγε στήν Αίγυπτο καί μείνε ἐκεῖ μέχρι νᾷ πάρης νέα έντολή διότι ὅ Ἡρώδης ψάχνει νᾷ βρή τό παιδί γία νᾷ τό θανατώσῃ». Καί πράγματι ὅ Ιωσήφ ἔκαμε ὅπως τοϋ εἰπέ ὅ ἄγγελος. Σηκώθηκε πηρέ τό Παιδί καί τήν μητέρα Τοῦ καί ἔφυγε γία τήν Αίγυπτο.

Αύτώ ἤ δόξα εἵς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Τῆ Ἀ’ τοῦ μηνός Ἰανουαρίου ἑορτάζομεν τήν κατά σάρκα Περιτομήν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.


Tήν κατά σάρκα περιτομή ὅ Κύριος μᾷς Ἰησοῦς Φ Χριστός, τήν καταδέχτηκε σύμφωνα με τῆ σχετική διατάξῃ τοῦ νόμου. Στόχος Τοῦ ήταν νᾷ καταργήσῃ τῆ σχετική αὐτῇ διατάξῃ τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου με σκοπό νᾷ εἰσαγάγῃ τήν πνευματικῇ καί άχειροποίητη περιτομῇ, δηλαδή τό “Αγιο Βάπτισμα. Τό γεγονός αύτό παρελάβαμε ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες μᾷς νᾷ τό γιορτάζουμε κάθε χρόνο. Τῆ γιορτή αύτή τήν πανηγυρίζουμε ἰδιαίτερα καί τήν έχουμε ἐντάξει στό ἑορτολόγιον τῆς Ἐκκλησίας μᾷς ὦς Δεσποτικῇ ἑορτῇ, αφιερωμένη στό Κύριό μᾷς, ὅ Ὁποῖος καταδέχτηκε ἄκομα καί τήν περιτομῇ πού ἐπέβαλε ὅ νόμος τῶν Ἰουδαίων γία χαρῇ μᾷς, καί μέ τόν τρόπο αὑτό μᾷς τίμησε.
Γιατί ὅ Κύριος ὅπως δέχτηκε γία χαρῇ μᾷς τήν κατά σάρκα γεννήσῃ κί ὄλα τά τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως,δσα βέβαια εἷναι τελείως ἀδιάβλητα καί ἀκατηγόρητα, έτσι δέχτηκε καί τήν περιτομῇ πού ὅριζε ὅ Ἰουδαϊκός νόμος.
Ὅ Κύριος μέ τό νᾷ δεχτή τήν περιτομή, πρῶτον ἔφραξε τά στόματα τῶν αἱρετικῶν, πού μέ θράσος τολμούν νᾷ λένε ὅτι δέν ἔλαβε πραγματικά ἀνθρώπινη σάρκα, άλλά ὅτι έγινε ἄνθρωπος κατά φαντασία. Πώς ὅμως θα μπορούσε νᾷ γίνῃ περιτομῇ, χωρίς προηγουμένως νᾷ ἔχει λάβῃ σάρκα; Καί δεύτερο άποστόμωσε τούς ἀγνώμονες Ἰουδαίους, πού Τόν κατηγοροῦσαν ὅτι δέν τηρεῖ τήν ἀργία τού Σαββάτου καί καταλύει τό Μωσαϊκῷ νόμο. Αύτό ὅμως ήταν μιᾷ ὀλοφάνερη συκοφαντία. Διότι ὅ Κύριος τήρησε τό Μωσαϊκό νόμο ἄκομα καί μέχρι τήν περιτομή τῆς σάρκας.
Γι’ αὐτό λοιπόν ὀκτώ μέρες μετά τήν Ἀγία Τοῦ Γεννήσῃ ἀπό τήν Παρθένο, εὐδόκησε νᾷ μεταφερθή ἀπ’ τῆ Μητέρα Τοῦ καί τόν Ιωσήφ στόν τόπο πού κατά τῆ συνήθεια τῶν Ἰουδαίων γινόταν ἤ περιτομή. Κί ἐκεῖ δέχθηκε τήν περιτομή καί τού δόθηκε τό ὄνομα Ἰησοῦς, αύτό δηλαδή πού εἶχε πεῖ ὅ Ἄγγελος πρίν νᾷ συλληφθῇ στήν κοιλιά τῆς Παρθένου. Μετά τήν περιτομή, ἀφοῦ ἐπέστρεψε στό σπίτι μαζί μέ τούς γονεῖς Τοῦ, ζοῦσε ὅπως ὅλοι οἵ ἄλλοι ἄνθρωποι αὐξάνοντας κατά τό σῶμα, τῆ σοφία καί τῆ χαρῇ Θεού κί ὄλα αύτά γία χαρῇ τῆς δίκης μᾷς σωτηρίας.

Τῆ ΣΤ’ τοϋ μηνός Ἰανουαρίου ἑορτάζομεν τά “Ἀγία Θεοφάνεια τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.


Στίς αρχές τοῦ τριακοσιοῦ ἔτους τῆς ἡλικίας τοῦ Ἰησοῦ, ὅ Ἰωάννης ὅ Πρόδρομος, πού εἶχε περίπου τήν ἴδια ἡλικία μ’ Αύτόν καί ζοῦσε ἀπό ἵην παιδικῇ τοῦ ἡλικία μέχρι τότε στήν έρημο, πηρέ έντολή ἀπό τό Θέο καί ἦρθε στά περίχωρα τοῦ Ἰορδάνη καί κήρυτε βάπτισμα μετανοίας γία τῆ συγχωρήσῃ τῶν ἁμαρτιῶν. Τότε ὅ Υἱός καί Λόγος τοϋ Θεοϋ πού ντύθηκε τόν παλαιό ’Ἀδάμ (δηλ. έγινε ἄνθρωπος) καί ἔκαμε ὄλα ὅσα ὅριζε ὅ Ἰουδαϊκός νόμος πηγέ γία νᾷ βαπτισθῇ στόν Ἰωάννη τόν μεγάλο προφήτῃ. Αύτός ὅμως Τόν ἐμπόδιζε λέγοντας· «Ἐγώ ἔχω άνάγκη (πού εἷμαι ἁμαρτωλός) νᾷ βαπτιστώ ἀπό Εσένα (πού εἷσαι ἀναμάρτητος) καί Σύ έρχεσαι πρός ἕμενα γία νᾷ βαπτισθῇς». Ὅταν ὅμως άκουσε ἀπό τόν Κύριο τό «Άφησε τώρα τις ἀντιρρήσεις, διότι (έτσι) εἷναι ἀναγκαίῳ νᾷ ἐκπληρώσω ὄλα τά ἔργα τοϋ μωσαϊκοῦ νόμου», τότε δέχτηκε νᾷ Τόν βαπτίσῃ.
Ζήτησε, λοιπόν, ὅ Δεσπότης καί ἔλαβε ἀπό τό δοῦλο Τοῦ τό βάπτισμα. Τότε συνέβησαν τά παράδοξα ἐκεῖνα καί ὑπερφυσικά γεγονότα. Δηλαδή, άνοίχθηκαν οἵ ούρανοί. Κατέβηκε τό “Αγιο Πνεῦμα ἐν ει’δει περιστεράς έπάνω στόν βαπτιζόμενο καί άκούσθηκε ἀπό τόν ούρανό ἤ φωνή πού ἔλεγε ὅτι Αύτός πού βαπτιζόταν ἐκεῖ ὦς ἄνθρωπος εἷναι ὅ Υἱός τού Θεοῦ ὅ ἀγαπητός. Ἀπό ὄλα αὐτά ἒγινε γνωστή ἤ θεότητα τού Ἰησοῦ καί τό μεγάλο μυστήριο τῆς Άγιας Τριάδος. ’Ἀπό αύτά τά γεγονότα ἤ σημερινή γιορτή ὀνομάσθηκε Θεοφάνεια ἤ Θεοφάνια, πού σημαίνει φανερώσῃ τού Θεοῦ στούς ἀνθρώπους. Καί μόλις ὅ Χριστός βαπτίσθηκε, αγίασε ὄλῃ τῆ φύσῃ τῶν ύδάτων, κί ἀφοῦ ἔθαψε μέσα στά νερά κάθε ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων βγήκε ἀμέσως ἀπό τά νερά τού Ἰορδάνη.
Ἀπ’ αύτή τῆ σεβάσμια καί ἅγια ἥμερα χρονολογείται τό βάπτισμα τῶν χριστιανῶν καί ἀπ’ αύτή τήν ἡμέρα ξεκίνησε τό σωτήριο κήρυγμα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
’Έτσι ὅ Κύριος μέ τό Βάπτισμα Τοῦ ἀνακαίνισε τήν άνθρώπινη φύσῃ μᾷς, πού εἶχε παλαιωθεΐ ἀπό τήν ἁμαρτία καί μᾷς χάρισε τῆ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Τά “Ἀγία Θεοφάνεια τού Κυρίου καί Θεοῦ καί Σῶτηρός μᾷς Ἰησοῦ Χριστοῦ τά γιορτάζουμε σήμερα στῇ Μεγάλη Ἐκκλησία άλλά καί στις τοπικές Ἂγιες Ἐκκλησίες (τῶν ἄλλων περιοχῶν) κάνοντας ἀγρυπνίᾳ πού ἀρχίζει ἀπό τό βραδύ τῆς προηγουμένης ἡμέρας.

Αύτω ἤ δόξα καί τό κράτος εἵς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ’Ἀμήν.

Τῆ Β’ τοῦ μηνός Φεβρουαρίου ἤ Ὑπαπαντή τοΰ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔν ἡ ἐδέξατο Αὑτόν εἰς τάς ἀγκάλας αὐτοῦ ὅ Δίκαιος Συμεών.


Περᾶσαν σαράντα ήμερες ἀπό τῆ σωτήρια ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου, δηλαδή ἀπό τήν ἄνευ άνδρός γεννήσῃ Τοῦ ἀπό τήν Παρθένο Μαρία. Αύτή τῆ σεβάσμια ἡμέρα τοῦ καθαρισμοῦ τῆς καθαρωτάτης ἀειπαρθένου Μαρίας, όδηγήθηκε στό Ναό ὅ Κύριος μᾷς Ἰησοῦς Χριστός ἀπό τήν Πάναγνη μητέρα Τοῦ καί τόν ἐνάρετο Ιωσήφ. Ὑπῆρχε διατάξῃ στό μωσαϊκῷ Νόμο πού ἔλεγε ὅτι κάθε πρωτότοκο ἀρσενικῷ παιδί ἢταν άφιερωμένο στό Θέο. ’Ἔπρεπε, λοιπόν, σύμφωνα με τό Νόμο νᾷ παρουσιαστή στό Ναό τήν τεσσαρακοστῇ ἡμέρα ἀπό τῆ γεννήσῃ Τοῦ καί νᾷ προσφερθή θυσία στό Θέο αὑτό πού ὅριζε ὅ Νόμος, δηλαδή ἔνα ζευγάρι τρυγόνια ἤ δύο νεοσσοί περιστερίων.
Τότε ὅ ὑπέργηρος Ἱερεύς ὅ δίκαιος Συμεών, πού εἶχε λάβει ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἂγιο τήν πληροφορία ὅτι δέν θα πεθάνη πρίν νᾷ δή τόν Σωτῆρα τοῦ κόσμου, τόν Μεσσία (τόν Χριστό Κυρίου), βρέθηκε στό Ναό όδηγημένος ἀπό τό “Αγιο Πνεῦμα καί Τόν δέχθηκε στήν ἀγκαλιά τοῦ. Εύχαρίστησε καί δόξασε τό Θέο λέγοντας τῆ γνωστή φράσῃ· «Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλον σου, Δέσποτα, κατά τό ῥῆμα Σου» (Τώρα μπορεῖς νᾷ πάρης, Κύριε, τήν ψυχῇ μου σύμφωνα μέ τήν υπόσχεσή Σου…).
Μετά ἀπό αύτό ὅ δίκαιος Συμεών γεμᾶτος άγαλλίαση ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ κί ἀντάλλαξαι έτσι τήν ἐπίγεια πρόσκαιρη ζωή μέ τήν οὐράνια καί αἰώνια.
Ἤ έκκλησιαστική συνάξῃ γία τό γεγονός αύτό γίνεται στόν ιερό Ναό τῆς Ἀχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου πού βρίσκεται στήν περιοχή τῶν Βλαχερνῶν στήν Κωνσταντινούπολη.

Αὐτῷ τῷ Θεῶ ἤ δόξα καί τό κράτος εἵς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.

Τῆ Z τού μηνός Μαΐου τήν ἀνάμνησιν ἑορτάζομεν τοῦ ἔν οὐρανῷ φανέντος σημείου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἐπί Κωνσταντίνου Βασιλέως, υἱοῦ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καί Κυρίλλου ’Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων.

Στήν πολῇ τῶν Ἱεροσολύμων κατά τίς ήμερες τῆς Ἀγίας Πεντηκοστῆς, στις ἑπτά Μαΐου κατά τήν τρίτη ὤρα τῆς ἡμέρας (δηλαδή κατά τις ἐννέα τό πρωί), φάνηκε στόν οὐρανῷ μπροστά στά μάτια ὅλου τοϋ λαοῦ, σάν φῶς δυνατό ὅ Τίμιος καί Ζωοποιός Σταυρός. Ξεκινούσε πάνῳ ἀπό τόν “Αγιο Γολγοθᾶ καί ἔφθανε μέχρι τό ‘Άγιο ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Τό φώς τοῦ ήταν τόσο πολύ δυνατό πού κάλυψε μέ τήν λαμπρότητα τοῦ τις ἀκτῖνες τοῦ ἢλιου. Ἕξ αἰτίας τοϋ θαυμαστοῦ αύτοϋ γεγονότος έτρεξαν ὅλοι στό ναό, νέοι, γέροντες, νήπια καί γυναῖκες μέ τά παιδιά πού θήλαζαν. Ὅλοι μαζί μέ θερμῇ κατάνυξη, άλλά καί χαρά ἀπερίγραπτη δόξασαν καί εὐχαριστῆσαν τό Θέο γία τό θαυμαστῷ καί παράδοξο αύτό θέαμα.

Τῆ ΣΤ τοῦ μηνός Αὐγούστου ἀνάμνησις τῆς θείας Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτήτρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἡ ἅγια ἐκκλησία μᾷς γιορτάζει μέ κάθε χαρά στις ἕξῃ τοῦ μηνός Αὐγούστου τήν ἀναμνήσῃ τῆς Θείας Μεταμορφώσεως  τοϋ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

 
Ἤ υπόθεση τῆς γιορτής ἔχει ὦς έξης:
Ὅ Κύριος μᾷς Ἰησοῦς Χριστός συνομίλησε μέ τούς μαθητές Τοῦ καί τούς εϊπε πολλά γία κινδύνους καί θάνατο, γία τό πάθος Τοῦ καί τῆ σφαγή τῶν μαθητῶν, κί αύτά ὄλα ήταν σχεδόν ὁρατά στήν παροῦσα ζωή (χειροπιαστά). Ἀντίθετα τά ἀγαθά, πού τούς ύποσχέθηκε, ήταν μόνο ἐλπίδα γία τό μέλλον θέλοντας, λοιπόν, νᾷ τούς δώσῃ νᾷ καταλάβουν ποιός ήταν καί ποιά δόξα ἔμελλε νᾷ λάβῃ, μέ τήν όποια καί θα ‘ρχόταν κατά τῆ Δευτέρα Παρουσία Τοῦ, πηρέ ἰδιαιτέρως τούς μαθητές Τοῦ Πέτρο, Ιάκωβο καί Ἰωάννη καί άνέβηκε σ’ ἔνα ψηλό βουνό ὂπου μεταμορφώθηκε μπροστά τούς. Τό πρόσωπο Τοῦ ἔλαμψε σάν τόν ήλιο, τά ἐνδύματα Τοῦ έγιναν λευκά σάν τό φώς. Καί ἐπί πλέον εμφανίσθηκαν μπροστά τούς ὅ Μωυσῆς καί ὅ Ήλίας οἵ ὁποῖοι συνομιλοῦσαν με αὑτόν.
Μετά ἀπό λίγο τούς σκέπασε ἔνα φωτεινό σύννεφο καί μέσα ἀπό τό σύννεφο ἀκούστηκε πάλι ἤ ἴδια φωνῇ πού ἀκούστηκε κατά τῆ βαπτίσῃ τού Ἰησοῦ στόν Ἰορδάνη. Ἤ φωνή αύτή φανέρωσε τῆ θεότητα τού Ἰησοῦ λέγοντας• «Αύτός εἷναι ὅ Υἱός Μου ὅ ἀγαπητός εἰς τόν ὁποῖον εὐαρεστοῦμαι. Αύτόν νᾷ άκοϋτε».
Αὑτά εἷναι τά θεοπρεπῆ καί παράδοξα τῆς σημερινῆς γιορτής. Ἤ γιορτῆ αὐτῇ εἷναι εἰκόνα καί προτύπωση τῆς μελλοντικῆς ἐνδόξου καταστάσεως τῶν δικαίων στῇ Βασιλεία τού Θεοῦ. Τῆ λαμπρότητα τούς τῆ φανέρωσε ὅ Κύριος μέ τό λόγο πού είπε«Τότε οἵ δίκαιοι θα λάμψουν ὅπως ὅ ἥλιος».
Γι’ αὑτό καί τό κοντάκιο τῆς σημερινῆς γιορτής ψάλλεται καθημερινά στις 7 Ωρες γία νᾷ εἷναι μιᾷ καθημερινῇ ὐπενθύμιση γία κείνη τῆ μελλοντικῇ δόξα.
Ὅ Κύριος πηρέ μόνο αύτούς τούς τρεῖς μαθητές ἐπειδή είχαν κάποια ὑπεροχή ὅ καθένας τούς ξεχωριστά ἔναντι τῶν ἄλλων μαθητῶν. Ὅ Πέτρος άγαποϋσε παρά πολύ τόν Κύριο. Ὅ Ἰωάννης ήταν ὅ άγαπημένος  μαθητής τού Κυρίου. Κί ὅ Ἰάκωβος γιατί μπορούσε νᾷ πιῇ τό ποτήριο τού πάθους πού ἤπιε καί ὅ κύριος.
Ἐμφανίστηκαν ἐπίσης ὅ Μωυσῆς καί ὅ Ήλίας γιατί ὅ Κύριος ἤθελε νᾷ διορθώσῃ τις λαθεμένες ἀπόψεις, πού είχαν μερικοί γι’ Αύιόν. Δηλαδή μερικοί Τόν θεωροῦσαν ὀχί εἷναι ὅ Ήλίας, ἤ ὅ Ἱερεμίας ἤ κάποιος ἄλλος προφήτης. Φανερώνει, λοιπόν, ὅ Κύριος τούς δύο κορυφαίους προφήτες τό Μωυσῆ καί τόν Ήλία πού δείχνουν τόν σεβασμό τούς σ’ Αύτόν, έτσι ὥστε ἀφ’ ἑνός μέν νᾷ κατανοήσουν οἵ μαθητές τῆ μεγάλη διαφορά ἀνάμεσα στό Θέο καί Δεσπότῃ (πού εἷναι ὅ Χριστός) καί στούς δούλους Τοῦ (τόν Μωυσῆ, τόν Ήλία καί, κατ’ επέκταση καί τούς ἄλλους μικροτέρους προφήτες) καί, ἀφ’ ἑτέρου, γία νᾷ μάθουν ὅτι ὅ Κύριος εἷναι ὅ άπόλυτος κυρίαρχος καί τού θανάτου καί τῆς ζωῆς, ἀφοῦ τόν προσκυνοῦν ὅ Ήλίας πού ἀντιπροσωπεύει τούς ζῶντες ἐφ’ ὅσον δέν ἔχει πεθάνει, καί ὅ Μωυσῆς πού ἀντιπροσωπεύει τούς τεθνεῶτες.
Αύτω ἤ δόξα καί τό κράτος εἵς τούς αἰῶνας. ’Ἀμήν

Τῆ ΙΑ’ τοῦ μηνός Αὐγούστου, Διήγησις περί τῆς ἀχειροποιήτου Εἰκόνος τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν ’Ἰησοῦ Χριστοῦ.


Στίς ἡμέραις τοῦ αὐτοκράτορα Τιβερίου Ἀ’ (578-582 μ’. X.) έγινε ἔνα μεγάλο καί παράδοξο θαῦμα.
Μία φιλόχρισιη γυναῖκα χήρα πού λεγόταν Μαρία, συγκλητική πού εἶχε ιό ἀξίωμα τῆς πατρικίας, ἀρρώστησε ἀπό άρρώστεια βάρια καί άνίατη. Αύτή, ἀπελπισμένη ἀπό κάθε ἀνθρώπινη βοήθεια, εμπιστεύτηκε τόν ἑαυτό τῆς στά χέρια τού Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μᾷς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τῆς ἦλθε, λοιπόν, μιᾷ καλή ἰδέα, στέλνει ειδοποίηση ἄτους ἱερεῖς τῆς Ἀγίας Δεσποτικῆς καί ἀχειροποιήτου εἰκόνος τού Κυρίου καί τούς ζητούσε νᾷ πάνε στό σπίτι τῆς. Ὅταν οἵ ἱερεῖς πήγαν στό σπίτι τῆς ἔπεσε στά πόδια τούς καί τούς ἔλεγε: Σάς παρακαλῶ, κύριοί μου, ἐπειδή ὅ Θεός η ἕξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μου ἐπέτρεψε νᾷ βασανίζωμαι ἀπό φοβερή καί δυσκολοθεράπευτη ἀρρῶστεια θέλω ἡ ἀνάξια με τις άγιες ευχές σάς νᾷ δεχθῶ στό ταπεινό μου σπίτι τήν ἅγια, δεσποτικῇ καί ἀχειροποίητη Εἰκόνα τού Κυρίου μᾷς Ἰησοῦ Χριστοῦ γία σαράντα ἡμέραις καί ἴσως, μέσῳ αύτής, νᾷ μέ ἐλεήσῃ ὅ Κύριος καί νᾷ βρῶ γιατρειά στήν ἀρρῶστεια μου.
Οἵ ἱερεῖς πού γνώριζαν τήν καλή πνευματικῇ τῆς καταστάσῃ καί διαγωγῇ συγκατατέθηκαν κί έφεραν στό σπίτι τῆς τήν ἅγια καί ἀχειροποίητη εἰκόνα τού Κυρίου. Ἐκεῖ ἀνοῖξαν τήν ἅγια θήκη πού περιεῖχε τήν άχειροποίητη Εἰκόνα καί ἤ ἀρρωστῇ γυναῖκα, ἀφοῦ τήν προσκύνησε καί τήν άσπάστηκε μέ πολλῇ  εὐλάβεια, πηρέ ἔνα βαμβακερό ὕφασμα ίσο μέ τήν ἅγια Εἰκόνα καί τήν σκέπασε μ’ αύτό. “Ἔπειτα, ἀφοῦ τήν ἔβαλε καί τήν άσφάλισε σέ καθαρῇ θήκη, τήν τοποθέτησε στό παρεκκλήσιο τού σπιτιού τῆς ὅπου καί τήν ὑπηρετοῦσαι γία σαράντα ήμέρες.
Ὅταν συμπληρώθηκαν οἵ σαράντα ήμέρες άρχισαν οἱ πόνοι τῆς γυναῖκας νᾷ γίνονται πολύ δυνατοί καί ἀνυπόφοροι. Δέν μπορούσε οὔτε κἀν νᾷ σηκωθή ἀπό τό κρεββάτι τῆς. Κάλεσε, λοιπόν, τότε μία ἀπό ιίς ὐπηρέτριες τῆς πού τήν ήξερε ὦς αγνότερη ἀπό τίς άλλες καί τῆς εἶπε: «Πήγαινε, πάρε καί φέρε μου τῆ θήκη τῆς ἀγίας Εἰκόνος γία νᾷ προσκυνήσω καί νᾷ ἀνακουφισθῶ λίγο ἀπό τούς ἀβάσταχτους πόνους», ἡ ὐπηρέτρια πηγέ στό παρεκκλήσιο γία νᾷ φέρῃ τήν εἰκόνα. ’Ἐκεῖ ὅμως εἶδε θαῦμα μεγάλο, φοβερό καί παράδοξο. Μιᾷ τεράστια φλόγα φωτιάς ἒβγαινε ἀπό τήν ἅγια θήκη, έφτανε μέχρι τῆ στέγη, ἀγκάλιαζε όλο τό θυσιαστήριο, κατέβαινε μέχρι τό δάπεδο χωρίς ὅμως νᾷ προξενῇ οὔτε τήν παραμικρή βλάβη στο παρεκκλήσιο. Ἤ κόπελλα ἐξεπλάγη τόσο πολύ πού ἔπεσε κάτω ἀναισθητῇ ἀπό τήν ἐκπλήξῃ τῆς.
Ἕξ αἰτίας τῆς ἀργοπορίας τῆς ἦλθε κί ἄλλη ύπηρέτρια ἤ όποια εἶδε τό συμβάν καί έτρεξε καί ἀνέφερε τά πάντα στήν κυρία τῆς. Τότε ἤ γυναῖκα αὐτῇ κατατρόμαξε. Κατέβηκε ἀπό τό κρεββάτι τῆς καί με πολύ κόπο έφτασε στό παρεκκλήσιο. Ὅταν εἶδε τήν φλόγα φώναξε τό «Κύριε έλέησον». ’Ἔπειτα κάλεσε τούς κληρικούς πού ὑπηρετοῦσαν τήν ἅγια Εἰκόνα, νᾷ ἒλθουν γρήγορα στό σπίτι τῆς. Ἐκεῖνοι ἒτρεξαν ἀμέσως καί μαζί τούς ἦλθε πολύς λαός.
Ὅταν, λοιπόν, είδαν τό παράδοξο θέαμα ἔμειναν ὅλοι κατάπληκτοι. Ἤ φλόγα ἀνέβαινε καί κατέβαινε ὅπως τά πανιά τού πλοίου, ὅταν φυσάη δυνατός ἄνεμος. “Ὀλοί έβλεπαν τό θαῦμα καί ἒψαλλαν γία πολλές ώρες τό «Κύριε έλέησον». “Ὅταν οἵ Ἱερεῖς διαβᾶσαν διάφορες προσευχές, ἤ φλόγα σταμάτησε. Τότε ἀνοῖξαν τῆ θήκη καί βρήκαν τήν ἅγια Δεσποτική καί άχειροποίητη εἰκόνα ὁλοκληρῇ καί άθικτη. Ὅταν πήραν τό βαμβακερό ὕφασμα πού εἶχε τοποθετήσει ἤ πατρικία βρήκαν ὦ τού θαύματος δεύτερο αντίγραφο τῆς Δεσποτικῆς εἰκόνος ἀχειροποίητο (πού δέν ήταν δηλ. φτιαγμένο ἀπό άνθρώπινο χέρι), ὀμοῖο μέ τό πρωτότυπο. “Ὀλοί δόξασαν τό Θέο γι’ αύτό τό παράδοξο θαῦμα καί άσπάστηκαν τήν άχειροποίητη εἰκόνα. “Ἔπειτα τήν έβαλαν πάνῳ στό μέρος πού πονοϋσε ἤ γυναῖκα καί ἀμέσως εξαφανίστηκαν οἱ πόνοι, ἔφυγε ἤ άρρώστεια καί ἤ γυναῖκα έγινε καλά. Τότε, ἀφοῦ ἦλθε στά συγκαλά τῆς, σηκώθηκε κί αύτή δοξάζοντας τό Θέο μαζί μέ τούς Ἱερεῖς καί μ’ όλο τόν λαό πού εἶχε συγκεντρωθεί.
Μετά ἀπό μερικά χρόνια ἡ τίμια ἐκείνη γυναῖκα, σάν σκεῦος ἐκλογής πού ήταν, προγνώρισε τόν θάνατό τῆς. Φρόντισε, λοιπόν, νᾷ άφιερώση τήν ἅγια έκείνη ἀχειροποίητη εἰκόνα (τό άντίγραφο) στήν Ἱερά Μονή τῆς Θείας Ἀναλήψεως πού ήταν στήν περιοχή τῆς Μελιτηνής τῆς Ἀρμενίας. Συνέβη τότε νᾷ ἔλθῃ γία κάποια ἀποστολῇ στήν βασιλεύουσα ὅ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Μελιτηνής Δομετιανός, πού ήταν ἐξάδελφος τού αὐτοκράτορος Μαυρικίου, μαζί μέ μερικούς ἀπό τούς ἄρχοντες τῆς Μελιτηνής. Ἤ πατρικία ἔμαθε γία τήν ἐπισκέψῃ τῆς ἀντιπροσωπείας αύτής καί παρέδωσε στόν άρχιεπίσκοπο Δομετιανό τήν ἅγια άχειροποίητη εἰκόνα (άντίγραφο) καί έξήγησε τό λόγο, πού δέν ήταν ἄλλος ἀπό τόν επικείμενο θάνατό τῆς, γία τόν οποίο καί άφιέρωνε τό ιερό ἐκεῖνο κειμήλιο στῇ Μελιτηνή.
Δέν πρέπει ὅμως νᾷ παραλείψουμε κί ἔνα δεύτερο σχετικό θαῦμα. Ὅταν έγινε ἤ έπιδρομή τῶν Περσῶν ἐναντίον τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας στά χρόνια τού αὐτοκράτορα Ἡρακλείου οἵ Πέρσες λεηλατοῦσαν τά ἀνατολικά μέρη τῆς αὐτοκρατορίας. Οἵ μοναχές τού παραπάνω μοναστηρίου φοβήθηκαν μήπως συλληφθοϋν κί αύτές ἀπό τούς Πέρσες καί γι’ αύτό άφησαν τό μοναστήρι τούς καί κατέφυγαν στήν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ, ἐπειδή κατάγονταν ἀπό έπίσημες οικογένειες τῆς Πόλεως, ὅ πατριάρχης Σέργιος τούς παραχώρησε ἔνα μοναστήρι γία νᾷ μενοῦν.
Οἵ μοναχές φεύγοντας ἀπό τό μοναστήρι τούς είχαν φέρει μαζί τούς τήν ἀχειροποίητη Εἰκόνα τοϋ Κυρίου. “Ὅταν ὅ πατριάρχης Σέργιος ἔμαθε γία τήν ἀχειροποίητη εἰκόνα πού είχαν οἵ μοναχές ἔστειλε άνθρωπό τοῦ καί πηρέ τό ιερό κειμήλιο παρά τις ἀντιρρήσεις τῶν μοναχῶν. Ὅμως, ἀμέσως μετά ἀπό αύτό, τόν βρήκαν ἔνα πλῆθος θλίψεις καί στενοχώριες. “Ἔπεσε στήν δυσμένεια τῶν βασιλέων καί συγχρόνως δημιουργήθηκαν διάφορες ἐκκλησιαστικαῖς ταραχές. Ενώ βρισκόταν σέ ἀπορία καί σύγχυση μή μπορώντας νᾷ ἐξηγήσῃ γιατί συνέβαιναν ὄλα αύτά, βλέπει τῆ νύκτα ἔνα φοβερό ἄνδρα πού παρουσιάστηκε καί τού εἶπε: «Δώσε πίσω γρήγορα αύτό πού πήρες ἄδικα ἀπ’ τό μοναστήρι». Σηκώθηκε, λοιπόν, καί σκεφτόταν τό λόγια πού άκουσε. Στῇ συνέχεια κάλεσε καί τούς άνθρώπους τούς δικούς τοῦ καί τούς ρώτησε: «Τί στενοχώριες εἷναι αύτές πού περνάω καί σέ ποιά αἴτια μπορεί νᾷ ὀφείλονται;» Μάλιστα δέ, πρέπει νᾷ σάς πῶ ὅτι είδα τήν νύχτα έναν φοβερό ἄνδρα ὅ ὁποῖος στάθηκε καί μοϋ εἶπε: «Δώσε πίσω γρήγορα αύτό πού πήρες ἄδικα ἀπό τό μοναστήρι». Δέν γνωρίζω τί μπορεί νᾷ πήραμε καί ἀπό ποιόν. Αὐτοί τού ἀπαντῆσαν: «Μή σκέφτεσαι τέτοια πράγματα, δέσποτα μου, οὔτε ἀδίκησες ποτέ κανέναν. “Ὄλα αύτά κί οἵ στενοχώριες κί οἵ φαντασίες εἷναι τεχνάσματα τῶν δαιμόνων». “Ὅμως πέρασε ἤ ἡμέρα καί ἦρθε ἤ έπόμενη νύχτα. Τό βραδύ, λοιπόν, τοϋ ἐμφανίζεται καί πάλι ὅ φοβερός ἐκεῖνος ἄνθρωπος καί τοϋ εἶπε μέ πολύ αὐστηρότητα: «Δώσε πίσω γρήγορα αύτό πού πήρες ἀπό τίς καλόγριες τοϋ μοναστηρίου τῆς Άναλήψεως• δέ γνωρίζεις ὅτι ἔχουν έλθει ἔδω ἀπό ἄλλο μέρος μακρινό καί εἷναι απαρηγόρητες;». Ξύπνησε ἀμέσως καί λέει στόν κουβουκλήσιό τοῦ:
«Ἀδελφέ, ὅταν πήρες τήν ἀχειροποίητη Δεσποτικῇ εἰκόνα ἀπό τις μοναχές πώς αντιμετώπισαν τό θέμα αύτό;».
«Στενοχωρήθηκαν παρά πολύ Δέσποτα μου, κί ἄν μπορούσαν θα μᾷς ἐπετίθεντο».
Τότε κατάλαβε ὅ πατριάρχης πού οφείλονταν όλες οἱ θλίψεις καί τά προβλήματα πού συναντούσε καί μετάνοιωσε κατηγορώντας τόν ἑαυτό τοῦ ένώ έδωσε έντολή καί ἐπέστρεψαν ἀμέσως τήν άχειροποίητη ἅγια εἰκόνα στό μοναστήρι τῶν καλογραιῶν μέ παρά πολλές τιμές. Αύτό έγινε στις 29 Νοεμβρίου. Ἀμέσως σταμάτησαν ὅλοι οἵ πειρασμοί καί οἵ θλίψεις τού πατριάρχῃ, άλλά καί οἵ μοναχές, παίρνοντας τήν ἅγια εἰκόνα, πλημμύρισαν ἀπ’ αύτή τῆ χαρά καί τήν άγαλλίαση τοῦ Θεοῦ πού δέν ἔχει τέλος.

Tη ΙΣΤ τοῦ μηνάς Αὐγούστου ἀνάμνησις τῆς εἰσόδου τῆς ἀχειροτεύκτου Μορφῆς τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτίτρος ἡμῶν ’Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐκ τῆς Έδεσσηνών πόλεως, εἰς ταύτην τήν θεοφύλακτον καί Βασιλίδα τῶν πόλεων ἀνακομισθείσης.


Όταv ὅ Ἰησοῦς Χριστός ὅ Κύριος καί Θεός καί Σωτῆρας μᾷς ἀπό τήν πολλῇ Τοῦ ἀγαθότητα έκανε παρά πολλά θαύματα, ὅπως εἷναι γραμμένα στά Εύαγγέλια, ἤ φήμη τοῦ ἔτρεχε στά πέρατα τοϋ κόσμου. Αύτά ὄλα τά ακούσε καί ὅ Αὔγαρος πού ήταν Τοπάρχης στήν ’Ἔδεσσα τῆς Συρίας. Επιθυμούσε μάλιστα νᾷ πάη στά Ἱεροσόλυμα γία νᾷ Τόν δή με τά ἴδια τοῦ τά μάτια, άλλά δε μπορούσε διότι εἶχε ἀρρωστήσει ἀπό διάφορες ἀνίατες άσθένειες. Μιᾷ μαύρη λέπρα εἶχε παρουσιασθεί σ’ ολο τό σῶμα τοῦ πού τόν ἔτρωγε πραγματικά καί τόν κατάπινε. Παράλληλα μία χρόνια ἀρθρίτιδα τόν βασάνιζε ἀλύπητα καί τόν κατατυραννοῦσε. Καί ἤ μέν πρώτη ἀρρῶστεια τόν έκανε ὑπερβολικά σχημο καί τόν ταλαιπωρούσε ἤ δέ δευτερῇ τού προξενούσε ἀβάσταχτους πόνους. Γία τό λόγο αύτό δέν συναντούσε κανέναν καί δέν τόν ἔβλεπε κανένας ἀπό τούς ὑπηκόους τοῦ.
Κατά τις ήμερες ὅμως τοϋ Ἀγίου Πάθους τοϋ Κυρίου καί Θεοϋ καί Σωτῆρος μᾷς Ἰησοῦ Χριστοϋ ἔγραψε ὅ Αὔγαρος μιᾷ ἐπιστολή πρός τόν Ἰησοῦ Χριστό καί τήν ἔστειλε μέ κάποιον, ὀνόματι Άνανία, ὅ ὁποῖος ήταν έξαίρετος ζωγράφος. Ζητοῦσε μάλιστα ἀπό τόν Άνανία νᾷ τοῦ ζωγραφίση λεπτομερῶς μέ κάθε ἀκρίβεια τό πρόσωπο, τά μαλλία, τό ἀνάστημα καί κάθε χαρακτηριστικό τοῦ Χριστοῦ καί νᾷ τοῦ φέρῃ νᾷ δή τῆ μορφή τοῦ Ἰησοῦ.
Ἤ έπιστολή τοῦ Αὒγαρου ἔλεγε σε μεταφράσῃ τά έξης:
«Ὁ Αὔγαρος Τοπάρχης τῆς πόλεως Ἔδεσσα πρός τόν Ἰησοῦ Σωτῆρα, ἀγαθῷ ιατρό πού έμφανίστηκε στά Ἱεροσόλυμα. Χαῖρε.
Ἂκόυσα τά σχετικά μ’ έσένα καί τις θεραπείες τις ὀποίες κάνεις δίχως φάρμακα. Ὅπως λέγεται κάνεις τυφλούς νᾷ βλέπουν, κάνεις κουτσούς νᾷ βαδίζουν καλά, καθαρίζεις ἀπό τήν ἀρρῶστεια τούς λεπρούς, διώχνεις ἀκάθαρτα πνεύματα καί δαίμονες, θεραπεύεις άνθρώπους πού πάσχουν γία πολλά χρόνια ἀπό ἀσθένειες, ἀνασταίνεις νεκρούς. Ὅταν τά ακόυσα ὄλα αύτά σκέφτηκα ὅτι γία νᾷ κάνης αύτά πρέπει νᾷ εἷσαι ἔνα ἀπό τά δύο ἡ υἱός Θεοῦ ἤ Θεός. Γιαύτό, λοιπόν, σοῦ γράφω καί σέ παρακαλῶ νᾷ μπής στόν κόπο νᾷ έρθης ἔδω καί γία νᾷ μοῦ θεραπεύσῃς τηv ἀρρῶστεια πού ἔχω καί νᾷ μείνῃς μόνιμα μαζί μου. Μάλιστα ακόυσα ὅτι οἵ Ἰουδαῖοι γογγύζουν ἐναντίον σου καί θέλουν νᾷ σέ κακοποιήσουν. Ἤ πολῇ μου εἷναι μικρή καί ἂσημη, θα μπορέση ὅμως νᾷ μᾷς χωρέση νᾷ κατοικήσουμε καί οἵ δύο μᾷς μέ εἰρήνη».
Ὅ Ἀνανίας πηρέ τήν ἐπιστολῇ τού Αὒγαρου, ἔφυγε καί πηγέ στά Ἱεροσόλυμα, Ἐκεῖ ἒψαξε βρήκε τόν Κύριο καί τού έδωσε τήν έπιστολή. Μετά στήριξε τό βλέμμα τοῦ σταθερά πάνῳ σ’ Αὑτόν καί τόν παρατηρούσε με πολλῇ προσοχῇ γία Ν’ άρχίση νᾷ ζωγραφίζη. Ἐπειδή ὅμως δέν μπορούσε νᾷ σταθῇ κοντά Τοῦ λόγῳ τού ὅτι ἦλθε πολύς κόσμος ανέβηκε σε μιᾷ πέτρα πού προεξείχε λίγο ἀπ’ τῆ γῆ κί ἐκεῖ καθῖσε. ’Ἔστρεφε τό βλέμμα τοῦ νᾷ δή τόν Κύριο καί ἀφοῦ κοίταζε στήριζε τό χαρτί στό χέρι τοῦ καί ζωγράφιζε αύτό πού εἶδε (τῆ μορφή τού Ἰησοῦ). Δέν μπορούσε ὅμως νᾷ όλοκληρώση τήν μορφή τού Χριστοῦ διότι κάθε λίγο άλλαζε ὄψη καί φαινόταν διαφορετικῇ, ὁ κύριος ὅμως πού γνωρίζει ὄλα τά κρυφά καί ἔρευνα τις καρδιές κατάλαβε τήν πρόθεση τού Άνανία καί τού φανέρωσε αύτό πού προσπαθούσε νᾷ κάνη. Μετά ἀπ’ αύτό ζήτησε νᾷ νιφθῇ καί ὅταν νίφτηκε τού έδωσαν ἔνα πανί τετράδιπλο νᾷ σκουπισθή. Καί ὅπως σκουπίστηκε ὦ τού θαύματος άφησε τήν άχραντη καί θεία μορφή Τοῦ πάνῳ στό πανί. Εκτυπώθηκε, λοιπόν, ἤ θεία ὄψη Τοῦ στό πανί καί τό έδωσε στόν Άνανία λέγοντας τοῦ «Φύγε καί δώσε αύτό σ’ ἐκεῖνον πού σέ ἔστειλε» ’Ἔγραψε μάλιστα καί ἐπιστολῇ πρός τόν Αϋγαρο πού ἔλεγε τά ἐξῇς:
«Εἷσαι μακάριος Αὒγαρε, διότι πίστεψες σ’έμένα, ἔστω κί ἄν δέν μέ εἶδες. ’Ἔχει γραφτεί γία μένα ὅτι αὐτοί πού με ἔχουν δεῖ δέν θα πιστέψουν ὥστε αὐτοί πού δέν θα μέ ἔχουν δεῖ νᾷ πιστέψουν καί νᾷ ζήσουν αἰωνίως. Ὂσο γία αὐτό πού έγραψες νᾷ ἔλθω σ’ έσένα, πρέπει νᾷ ἐκπληρώσω ὄλα ἐκεῖνα γία τά όποια ἔχω σταλεί στῇ γῆ. Κί ὅταν τά ἐκπληρώσω πρέπει νᾷ ἀναληφθῶ πρός τόν Πατέρα μου, ὅ Ὁποῖος μέ ἔστειλε στῇ γῆ. Ὅταν ἀναληφθῶ θα σοϋ στείλω έναν ἀπό τούς μαθητές μου πού ὀνομάζεται Θαδδαῖος. Αὐτός θα θεραπεύσει τήν ἀρρῶστεια σου καί ἐπί πλέον σ’ εσένα καί στούς δικούς σου θα δώσῃ αἰώνια ζωή καί εἰρήνη. Κί ἀκόμη θα κάνει ὅτι εἷναι αναγκαίο γία τήν πολῇ σου ὥστε νᾷ μήν τήν κυριεύσῃ κανένας ἀπό τούς ἐχθρούς».
Στό τέλος τῆς ἐπιστολῆς ὅ Κύριος ἔβαλε ἑπτά σφραγῖδες πού είχαν ἐπάνω τούς γράμματα ἑβραϊκά τά όποια μεταφραζόμενα στά ἑλληνικά σημαίνουν «Θεοῦ θέα θεῖον θαῦμα».
‘Ὁ Αὔγαρος δέχτηκε καταχαρούμενος τόν Άνανία. Ἔπεσε καί προσκύνησε τήν ἂχραντη ἅγια εἰκόνα τού Κυρίου μέ πίστη καί πολύ πόθο κί ἀμέσως γιατρεύτηκε σχεδόν σ’ όλο τό σῶμα τοῦ ἀπό τῆ λέπρα μέ ἐξαίρεση μόνο στό μέτωπό τοῦ. Μετά ἀπό τό σωτήριο πάθος τού Κυρίου καί τήν Ἀναλήψῃ Τοῦ στούς οὐρανούς ὅ ’Ἀπόστολος Θαδδαῖος πηγέ στήν Ἔδεσσα. ’Ἐκεῖ βάπτισε τόν Αὒγαρο καί ὅλους τούς ἀνθρώπους τού περιβάλλοντος τοῦ στό ὄνομα τού Πατρός καί τού Υἱοῦ καί τού Άγιου Πνεύματος. Μόλις ὅ Αὔγαρος βγήκε ἀπό τό νερό τού θείου Βαπτίσματος καθαρίστηκε θαυματουργικά καί ἀπό ἐκεῖνο τό ἀπομεινάρι τῆς λέπρας πού εἶχε στό μέτωπο.
Ἕξ αἰτίας αύτών ὅ Αὔγαρος τιμούσε ἀπό τότε μέ κάθε τρόπο καί σεβόταν τό θεῖο Ὁμοίωμα τῆς μορφῆς τού Κυρίου. ’Ἤθελε, ὅμως, νᾷ τό τιμοῦν παρομοίως καί ἄλλοι ἄνθρωποι. Γι’ αύτό κοντά σ’ ὄλα τά ἄλλα καλά τά όποια εἶχε κάνει πρόσθεσε καί τό ἐξῇς: Ἔνας εἰδωλολάτρης ἀπό τούς παλαιούς κατοίκους τῆς ’Έδεσσας εἶχε στήσει τό ἄγαλμα τοῦ στό μπροστινό μέρος τῆς πόλεως πάνῳ ἀπό τῆ δημόσια πύλη. Έτσι, καθένας πού έμπαινε στήν πολῇ ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νᾷ προσκυνήσῃ τό ἄγαλμα καί νᾷ κάνη θυσία προκειμένου νᾷ εἰσέλθῃ στήν πολῇ. Ὅ Αὔγαρος, λοιπόν, αύτό τό άκάθαρτο ἄγαλμα τό γκρέμισε καί τό εξαφάνισε τελείως. Στῇ θέση τοῦ ἔβαλε τήν ἀχειροποίητη εἰκόνα τού Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μᾷς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τήν κόλλησε πάνῳ σέ μιᾷ σανίδα, τῆ στόλισε καί τήν ἀνάρτησε ψηλά γία νᾷ φαίνεται. Ἐπάνω τῆς δέ, ἔγραψε μιᾷ έπιγραφή πού ἔλεγε: «Χριστέ ὅ Θεός, ἐκεῖνος πού ἐλπίζει σ’ Εσένα δέν ἀποτυγχάνει ποτέ». Ἒβγαλε μάλιστα καί διάταγμα πού ἔλεγε ὅτι ὁποῖος ἒμπαινε ἀπό τήν πύλη έκείνη ἔπρεπε πρῶτα νᾷ ἀποδώσῃ στήν τίμια καί θαυματουργό Εἰκόνα τού Χριστοῦ τόν προσήκοντα σεβασμό καί τήν προσκυνήσῃ καί μετά νᾷ μπή στήν πολῇ. Αύτό τό διάταγμα διατηρήθηκε σέ ἰσχύ μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς τού Αϋγαρου καθώς ἐπίσης καί στά χρόνια τού γιοῦ τοῦ. Ὁ ἔγγονος τοῦ ὅμως, πού έγινε διάδοχος τῆς πατρικῆς ἐξουσίας έγκατέλειψε τήν εὐσεβή πίστη καί ξέφυγε στήν εἰδωλολατρεία, ἐπί πλέον θέλησε νᾷ άναστηλώση τήν παλαιά έκείνη δαιμονική στήλη (τό ἄγαλμα) καί νᾷ κατεβάση τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.
Αύτό τό ἔμαθε ὅ ἐπίσκοπος τῆς πόλεως ἀπό θεία ἀποκαλύψῃ καί ἔλαβε τά κατάλληλα μέτρα. Ἐπειδή τό μέρος ἐκεῖνο πάνῳ ἀπό τήν πύλη, ὅπου ήταν τοποθετημένη ἤ ἅγια Εἰκόνα, ήταν κυλινδροειδές ἂναψε μπροστά στήν εἰκόνα ἔνα λυχνάρι καί ἔβαλε πάνῳ ἔνα κεραμίδι. ’Ἔπειτα ἔφραξε ἐξωτερικά τό μέρος μέ ασβέστη καί μέ πλίνθους. ’Έτσι έγινε ὂλο μία ὁμαλή ἐπιφάνεια καί ἤ ἅγια εἰκόνα ἐτάφη μέσα στό τεῖχος. Ἀφοῦ τελικά ἤ ἱερή Εἰκόνα δέν φαινόταν ὅ δυσεβής ἐκεῖνος ἄρχοντας δέν προχώρησε νᾷ κάνη πράξῃ αύτό πού εἶχε ἀποφασίσει. Στῇ συνέχεια περᾶσαν παρά πολλά χρόνια καί ξεχάστηκε ἀπό τῆ μνήμη τῶν ἀνθρώπων σέ ποιό μέρος βρισκόταν κρυμμένη ἤ θεία Εἰκόνα.
Ὅταν ὅ βασιλιάς τῶν Περσῶν ὅ Χοσρόης κατέλαβε όλες τις πόλεις τῆς Ἀσίας ἔφθασε καί μέχρι τήν ’Ἔδεσσα. Ἐκεῖ ἐτοίμασε πλῆθος πολιορκητικά τεχνάσματα κατά τῆς πόλεως καί οἵ κάτοικοί τῆς κατελήφθησαν ἀπό μεγάλη ἀγωνία καί φόβο. Κατέφυγαν μέ τήν θερμή προσευχή τούς πρός τό Θέο καί Τόν παρακαλέσαν μέ δάκρυα στά μάτια γία τῆ σωτηρία τούς τήν όποια καί βρήκαν πολύ γρήγορα. Συγκεκριμένα, ἔνα βραδύ φανερώθηκε στόν έπίσκοπο τῆς πόλεως Εύλάβιο μία γυναῖκα μέ ἒνδοξο παρουσιαστικό καί τού εἶπε: «πήγαινε καί πάρε τῆ θεία καί ἀχειροποίητη Εἰκόνα τού Σωτῆρος πού εἷναι κρυμμένη πάνῳ ἀπό τήν τάδε πύλη τῆς πόλεως (δείχνοντας τοῦ ἀκριβῶς τό μέρος), καί θα έλθουν ὄλα εὐνοϊκά».
Μετά ἀπό τήν παράδοξη αύτή ὀπτασία καί ἐντολῇ ὅ ἐπίσκοπος Εύλάβιος πηγέ, βρήκε τό σημείο ιό όποιο τού ύποδείχθηκε, γκρέμισε τό χτίσιμο πού ὑπῆρχε καί ὦ τού θαύματος βρήκε τῆ θεία Εἰκόνα σέ τέλεια καταστάσῃ κί ἀκόμη τό φυτίλι τού λυχναρίου πού ήταν μπροστά τῆς ἀναμμένο παρότι είχαν περάσει τόσα χρόνια. ‘Ὑπῆρχε ὅμως καί κάτι ἄλλο περισσότερο θαυμαστό. Στό κεραμίδι πού είχαν βαλεῖ μπροστά ἀπό τό λυχνάρι γία προφυλάξῃ εἶχε έκτυπωθεϊ ἔνα ἀκόμη άχειροποίητο ὁμοίωμα τῆς θείας Εἰκόνας ίδιο κί άπαράλλακτο μέ ιό πρωτότυπο. Ὁ ἐπίσκοπος Εύλάβιος ἔδειξε στό λαό τήν πρωτοτυπῇ ἀχειροποίητη θεία Εἰκόνα καί τό καινούργιο ὁμοίωμα τῆς καί ὅλοι γεμίσαν χαρά καί ἀγαλλίαση.
Στῇ συνέχεια ὅ ἐπίσκοπος Εύλάβιος πηρέ στά χέρια τοῦ τήν θεία Εἰκόνα κί έκανε λιτανεία καί μαζί μέ όλο τό λαό εὐχαριστῆσαν τό Θέο. Ἔπειτα πήγαν στό μέρος ἐκεῖνο στό όποιο οἵ Πέρσες άνοιγαν ἔνα ύπόγειο ὄρυγμα. Οἵ Έδεσσηνοί κατάλαβαν πού βρίσκονται οἵ έχθροίάπό τό χτύπημα πού έκαναν τά χάλκινα σκαπτικά ἐργαλεῖα τῶν Περσῶν. Μόλις ἤ πομπή τῶν κατοίκων πλησίασε ἐκεῖ πού ήταν οἵ Πέρσες ὅ ἐπίσκοπος ἒσταξε λάδι ἀπό τό λυχνάρι τῆς ἀχειροποίητης εἰκόνας πάνῳ στά προετοιμασμένα ξύλα, τά όποια ἁρπάξαν ἀμέσως φωτιά, πού εξαφάνισε τελείως ὅλους τούς Πέρσες πού βρίσκονταν σ’ ἐκεῖνο τό μέρος.
Ἀλλά καί μέ τῆ φωτιά πού ἀναψαν οἵ Πέρσες ἔξω ἀπό τήν πολῇ, ἀνάμεσα σ’ αύτούς καί στό τεῖχος τῆς πόλεως, καί τήν έτρεφαν μέ τά ἄφθονα δένδρα πού έκοβαν (καί τήν κατηύθυναν πρός τήν πολῇ) έγινε τό έξής θαυμαστό: Μόλις πλησίασε ὅ ἐπίσκοπος Εύλάβιος ἔχοντας στά χέρια τοῦ τό θεῖο Ἐκτύπωμα σηκώθηκε ξαφνικά δυνατός ἄνεμος μέ κατεύθυνση ἀπό τήν πολῇ πρός τά ἔξω καί οδήγησε τῆ φωτιά ἐναντίον ἐκείνων πού τήν τροφοδοτούσαν. Καί ὀχί μόνο αύτό, άλλά τούς καταδίωκε καί τούς κατέκαιγε. Ἒτσι οἵ Πέρσες ἀφοῦ έπαθαν πολύ περισσότερα ἀπ’ ὅσα νόμιζαν ὅτι θα κανοῦν ἐναντίον τῆς πόλεως άναγκάσθηκαν τελικά νᾷ φύγουν ἄπρακτοι.
Ὄλα ὅμως τά μεγάλα καλά ήταν συνήθεια νᾷ συγκεντρώνωνται στῇ Βασιλεύουσα. Ἢταν λοιπόν θεῖο θέλημα καί αύτή ἤ θεία Εἰκόνα νᾷ συναριθμηθῇ μαζί μέ τά ἄλλα κειμήλια πού ύπήρχαν στήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Ῥωμανός Ἀ’ ὅ Λεκαπηνός (920-944 μ.Χ.) πού ήταν αὐτοκράτορας τῶν Ῥωμαίων (Βυζαντινῶν) ἔβαλε σκοπό τοῦ νᾷ μεταφέρῃ τόν πολύτιμο ἐκεῖνο θησαυρό στῇ Βασιλεύουσα. “Ἔστειλε λοιπόν πολλές φορές στήν Ἔδεσσα καί ζήτησε τήν ἀχειροποίητη Εἰκόνα τού Κυρίου. Μετά ἀπό πολλές διαβουλεύσεις έγινε συμφωνία νᾷ δώσῃ 12000 ἀσημένια νομίσματα στόν Άμηρά καί νᾷ ἐλευθερώσῃ διακοσίους Σαρακηνούς πού εἶχε τότε αἰχμαλώτους καθώς ἐπίσης ύποσχέθηκε νᾷ μήν έλθουν σέ πόλεμο κατά τῆς χώρας ἐκείνης τῶν Σαρακηνῶν τά στρατεύματα τῶν Ῥωμαίων. Μ’ αύτές λοιπόν τις καλές ὑποσχέσεις τούς ἔπεισε νᾷ δεχθούν καί πέτυχε αύτό πού ζήτησε ἀφοῦ έκανε ὄλα ὅσα ύποσχέθηκε.
Ὅταν ὅ Άμηράς δέχτηκε νᾷ γίνῃ αύτή ἤ μεταφορᾷ τότε πήραν οἵ έπίσκοποι τῶν Σαμοσάτων καί τῆς Ἐδέσσης καί μερικοί ἄλλοι εὐλαβεῖς χριστιανοί τό άγιο ἐκεῖνο Εἰκόνισμα καί τήν έπιστολή έκείνη πού ἔγραψε ὅ Χριστός πρός τόν Αϋγαρο καί ξεκίνησαν γία τήν Κωνσταντινούπολη. Στό δρόμο γίνονταν ἄπειρα θαύματα. Ὅταν έφτασαν στήν έπαρχία πού ὀνομάζεται Όπτίματον στάθηκαν στό ναό τῆς Θεοτόκου πού ονομαζόταν τού Εύσεβίου. Ἐκεῖ πλῆθος κόσμου πού ήλθαν μέ πίστη θεραπεύτηκαν ἀπό διάφορες ἀρρῶστειες. Ἐκεῖ πηγέ κί ἔνας πού ἐνοχλεῖ τό ἀπό δαιμόνιο (ήταν δαιμονισμένος). Αύτός σάν νᾷ προφήτευε εἶπε: «Απόλαυσε, Κωνσταντινούπόλη, χαρά, τιμή καί δόξα καί σύ πορφυρογέννητε, απόλαυσε τῆ βασιλεία σου». Κί ἀμέσως ὅ ἄνθρωπος ἀπαλλάχτηκε ἀπό τό δαιμόνιο.
Στις δέκα πέντε Αὐγούστου κατά τό ἔτος 6452 ἀπό κτίσεως κόσμου αὐτοί πού μετέφεραν τό άγιο Εἰκόνισμα ἔφθασαν στό ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν. ’Ἐκεῖ ὅλος ὅ λαός ύποδέχθηκε μέ ἀνέκφραστη χαρά τῆ θεία έκείνη Εἰκόνα. Ὂλοι, ὅ λαός, οἵ βασιλεῖς καί οἵ ἄρχοντες προσκυνῆσαν μέ κάθε σεβασμό τό πολύτιμο θεϊκό δώρο. Τήν ἄλλη μέρα δηλαδή στις δέκα ἕξῃ Αὐγούστου μετά τόν ἀσπασμό καί τήν προσκυνήσῃ πήραν στούς ὤμους τούς τήν ἅγια Εἰκόνα ὅ πατριάρχης Θεοφύλακτος καί οἵ νεαροί βασιλεῖς (διότι ὅ γέροντας αὐτοκράτορας ἀπουσίαζε λόγῳ ἀσθενείας) άλλά καί ὅσοι ήταν μέλη τῆς γερουσίας μαζί μέ όλο τό πλήρωμα τῆς ἐκκλησίας καί μέ τήν ἐκκλησιαστική αὐτῇ πομπῇ ἔφθασαν μέχρι τῆ Χρυσῇ Πύλη. ’Ἔπειτα ἀπό ἐκεῖ τήν πήραν ξανά μέ ψαλμούς καί ὕμνους καί μεγάλη λαμπαδοφορία καί πήγαν στόν περιώνυμο μεγάλο ναό τῆς Ἀγίας Σοφίας. ’Ἀπό κεῖ ἒκαμαν τήν ἀνάλογη πομπῇ καί ἀνέβηκαν στά ἀνάκτορα καί ἔφθασαν στό ναό τῆς Θεοτόκου, πού ονομαζόταν τοῦ Φάρου. Στό ναό αύτό τοποθέτησαν τό τίμιο καί άγιο ἐκεῖνο Ἐκτύπωμα τῆς μορφῆς τού Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μᾷς Ἰησοῦ Χριστοῦ γία νᾷ εἷναι δόξα τῶν πιστῶν, προστασία τῶν βασιλέων, καί σταθερότητα τοῦ χριστιανικοῦ πληρώματος.
Αύτώ ἤ δόξα καί τό κράτος εἵς τούς αἰῶνας. ’Ἀμήν.

Κινητές Δεσποτικές Εορτές

Tη αὑτῇ ἥμερα, Σαββάτῳ πρό τῶν Βαΐων τοῦ ἀγίου καί δικαίου φίλου τοῦ Χρίστου Λαζάρου τοῦ τετραημέρου.


Λάζαρος ήταν Ἑβραῖος στήν καταγωγή, ἀπ’ τήν  τάξῃ τῶν Φαρισαίων, γιός τοϋ Φαρισαίου Σίμωνα καί καταγόταν ἀπ’ τό μικρό χωριό Βηθανία. Συνδέθηκε μέ στενή φιλία με τόν Κύριό μᾷς Ἰησοῦ Χριστό, πού αφιέρωσε τήν ἐπίγεια ζωή Τοῦ στῇ σωτηρία τοϋ γένους μᾷς. Πολύ συχνά ὅ Χριστός ἐρχόταν σχό σπίτι τοϋ Σίμωνα καί συνομιλούσε μαζί τοῦ, ἐπειδή κί ἐκεῖνος πίστευε βαθιά στήν ἀναστάσῃ τῶν άνθρώπων ἐκ νεκρών. Μ’ αύτή τήν άφορμή γνώρισε κί ὅ Λάζαρος τό Χριστό καί δέχτηκε μέ χαρά τήν άλήθεια, τόσο αὑτός ὅ ἴδιος όσο κί οἵ δύο άδελφές τοῦ, ἤ Μάρθα καί ἤ Μαρία.
Καθώς, λοιπόν, πλησίαζε τό σωτήριο Πάθος κί ἐπειδή ἔπρεπε νᾷ ἐπιβεβαιωθῇ ἀκριβέστερα τό μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως, ὅ Ἰησοῦς βρισκόταν πέρα ἀπ’ τόν Ἰορδάνη, ἀφοῦ εἶχε πρῶτα ἀναστήσει ἐκ νεκρών τήν κόρη τοῦ Ἰαείρου καί τό γίο τῆς χήρας στῇ Ναΐν. Τότε ὅ φίλος Τοῦ ὅ Λάζαρος άρρώστησε βάρια καί πέθανε.
Ὁ Ἰησοῦς, λοιπόν, παρόλο πού ήταν ἀπών, εἶπε στούς μαθητές Τοῦ «Ὁ Λάζαρος, ὅ φίλος μᾷς, κοιμήθηκε». Κί ὕστερα ἀπό λίγο εἶπε πάλι• «Ὅ Λάζαρος πέθανε». Αφήνοντας τότε τόν Ἰορδάνη ἦλθε στῇ Βηθανία, ὕστερα ἀπό τήν ειδοποίηση πού τοϋ ἔστειλαν οἵ άδελφές τοϋ Λαζάρου.
Ἤ Βηθανία ἀπέχει ἀπό τά Ἱεροσόλυμα περίπου δεκαπέντε στάδια (δηλ. διόμισυ περίπου χιλιόμετρα). Ἐκεῖ οἵ άδελφές τοῦ Λαζάρου τόν υποδέχτηκαν λέγοντας• «Κύριε, ἄν βρισκόσουν ἔδω, δέ θα πέθαινε ὅ ἀδελφός μᾷς. ’Ἀλλά καί τώρα, ἄν θέλῃς, μπορείς νᾷ τόν ἀναστήσῃς, γιατί ἔχεις αὑτῇ τῆ δύναμη». ‘Ὁ Ἰησοῦς τότε ρώτησε τό πλήθος• «Ποῦ τόν ἔχετε θάψει;» ’Ἀμέσως ὅλοι Τόν ὁδηγῆσαν στό μνῆμα. Μόλις σήκωσαν τό λίθο, ἤ Μάρθα εἶπε- «Κύριε, ἤδη μυρίζει ἄσχημα, γιατί εἷναι θαμμένος ἔδω καί τέσσερις μέρες».
Τότε, ἀφοῦ προσευχήθηκε ὅ Ἰησοῦς κί έχυσε δάκρυα πάνῳ στόν τάφο τοϋ νεκροῦ, φώναξε δυνατά- «Λάζαρε, ἔλα ἔξω». Κί ἀμέσως ὅ νεκρός βγήκε, κί ἀφοῦ τόν ἔλυσαν ἀπό τό σάβανο, πηγέ στό σπίτι τοῦ.
Αύτό τό εξαίσιο θαῦμα ξεσήκωσε, μέ παρότρυνση τῶν ἄρχόντων, τόν τεράστιο φθόνο τοῦ ἑβραϊκοῦ λαοῦ, ὅ ὁποῖος φούντωσε μέ πολλή μανία κατά τοϋ Χριστοῦ. Κί ὅ Ίησοϋς πάλι ἔφυγε ἀπό ἀνάμεσα τούς καί πηγέ στήν πολῇ Έφραΐμ μέ τούς μαθητές Τοῦ. Οἵ ἀρχιερεῖς τότε σκέφτηκαν νᾷ σκοτώσουν καί τό Λάζαρο, γιατί πολλοί βλέποντας τόν ζωντανό πίστευαν στό Χριστό. Ἐκεῖνος ὅμως, ἐπειδή κατάλαβε τις σκέψεις τούς, διέφυγε στῇ νήσο Κύπρο κί ἔμεινε ἐκεῖ. Ἀργότερα χειροτονήθηκε ἀπ’ τούς Ἀποστόλους ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῶν Κιτιαίων τῆς Κύπρου. Κί ἀφοῦ ἔζησε ὅσια καί θεάρεστα γία τριάντα χρόνια μετά τήν ἀναστάσῃ τοῦ, πέθανε καί πάλι τό 63 μ.Χ. ἐτάφη, λοιπόν, ἐκεῖ καί σῴζεται μέχρι σήμερα ὅ τάφος τοῦ. Μάλιστα δέ, τόσο ἔν ζωή όσο καί μετά τό δεύτερο θάνατό τοῦ έπιτέλεσε πολλά θαύματα. Λέγεται ἄκομα ὅτι μετά τήν ἀναστάσῃ τοῦ δέν ἔτρωγε τίποτα χωρίς νᾷ τό γλυκαίνῃ μέ κάτι, καί ὅτι ἤ Πάναγνη Μητέρα τού Θεοῦ κατασκεύασε μέ τά ϊδια τῆς τά χέρια τό ὠμοφόριό τοῦ καί πηγέ στήν Κύπρο καί τού τό χάρισε.
Τό τίμιο καί ἂγιο λείψανό τοῦ ὅ σοφώτατος βασιλιάς Λέων, ύποκινούμενος ἀπό θεῖο ὅραμα τό μετέφερε ἀπό κεῖ καί τό τοποθέτησε μέ σεμνότητα καί πολυτέλεια στό ναό πού χτίστηκε ἀπό τόν ίδιο στήν Κωνσταντινούπολη πρός τιμήν τού Ἀγίου Λαζάρου, στῇ δεξιά πλευρά τού ναοῦ καθώς μπαίνει κανείς, στούς μπροστινούς τοίχους τού Ἱεροῦ Βήματος. Καί τώρα ἀκόμη βρίσκεται ἐκεῖ τό τίμιο Λείψανό τοῦ ξεχύνοντας μιᾷ άρρητη εύωδία.
Ἤ ἀναστάσῃ τοῦ ορίστηκε νᾷ γιορτάζεται κατά τῆ σημερινῇ ἡμέρα ὕστερα ἀπό τήν τεσσαρακονθήμερη νηστεία. Μέ τῆ νηστεία αὐτῇ ἐμεῖς καθαριζόμαστε ἀπό τά πάθη μᾷς γία νᾷ γιορτάσουμε τά Ἀγία Πάθη τού Κυρίου μᾷς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κί ἐπειδή ἀκριβῶς οἵ ἅγιοι καί θεοφόροι Πατέρες μᾷς καί κυρίως οἵ ἅγιοι Ἀπόστολοι θεωρῆσαν αύτό τό θαῦμα άρχή καί αἴτια τῆς μανίας τῶν Ἰουδαίων ἐναντίον τού Χριστοῦ, γι’ αύτόν τό λόγο
τοποθέτησαν σήμερα (πρίν ἀπό τά πάθη τού Χριστοῦ) αύτό τό ύπερφυσικό καί παράδοξο θαῦμα.
Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης εἷναι ὅ μόνος πού τό ἀναφέρει, ένώ οἵ ἄλλοι Ε’yαγγελιστές τό παραλείπουν, ἴσως ἐπειδή ὅ Λάζαρος ήταν ἄκομα τότε ζωντανός καί τόν έβλεπαν οἵ ἄνθρωποι. Λέγεται μάλιστα ὅτι γι’ αύτό ἀκριβῶς ὅ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης συνέγραψε τό εὐαγγέλιο τοῦ (γία νᾷ μήν ξεχασθή αύτό τό θαῦμα) καί, Φυσικά, γία νᾷ γράψῃ καί γία τήν άναρχη Γεννήσῃ τού Χριστοῦ ἀπό τόν Πατέρα (Ἔν ἄρχῃ ἤν ὅ Λόγος κ.ο.κ), ἀφοῦ οἵ ἄλλοι Εύαγγελιστές δέν ἔγραψαν τίποτα σχετικά με αύτήν. Γιατί πραγματικά, αύτό κυρίως ήταν πού ἔπρεπε νᾷ γίνῃ πιστευτό, ὅτι δηλαδή ὅ Χριστός ήταν Υἱός τού Θεοῦ καί Θεός, ὅτι άναστήθηκε καί ὅτι θα ὑπάρξει ἀναστάσῃ τῶν νεκρών.
Σχετικά μέ τόν Ἀδῆ ὅ Λάζαρος δέν εἶπε τίποτα, (εἷτε ἐπειδή δέν τού ἐπετράπη καθόλου νᾷ δή τί συνέβαινε ἐκεῖ, εἷτε διότι, ἄν τά εἶδε, τού δόθηκε ἡ ἐντολή νᾷ σιωπήσῃ.
Ἀπό τό Λάζαρο ἐκεῖνο, κάθε ἄνθρωπος πού μόλις πέθανε, ὀνομάζεται Λάζαρος, καί τό νεκρικό ἔνδυμα (τό σάβανο) πάλι Λαζάρωμα λέγεται, γιατί αὐτῇ ἤ λέξῃ μᾷς ύπενθυμίζει τόν πρώτο Λάζαρο. Ὅπως δηλαδή ἐκεῖνος μέ τό λόγο τού Χριστοῦ άναστήθηκε κί ἔζησε ξανά, έτσι κί ὅ κάθε νεκρός, παρόλο πού πεθανε, ὅταν ἠχήσῃ ἤ τελευταία σάλπιγγα θα αναστηθεϊ καί θα ζήσει αἰώνια.
Ταῖς τού σοϋ φίλου Λαζάρου πρεσβείαις, Χριστέ Θεός, έλέησον ἤμας. Ἀμήν.

Τῆ αὑτῇ ἥμερα, Κυριακή τῶν Βαΐων, τήν λαμπράν καί ἔνδοξον πανήγυριν τῆς εἰς Ἱερουσαλήμ εἰσόδου τοῦ Κυρίου ήμών Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑορτάζομεν

Ὕστερα ἀπό τήν ἐκ νεκρών άνάσιαση τοῦ Λαζάρου πολλοί ἄνθρωποι πού είδαν ιό γεγονός πίστευαν στό Χριστό. Άποφασίστηκε, λοιπόν, ἀπό τῆ συναγωγή τῶν Ἰουδαίων νᾷ σκοτώσουν ὀχί μόνο τό Χριστό, άλλά καί τόν ίδιο τό Λάζαρο. ’Ἔφυγε, λοιπόν, ὅ Ἰησοῦς δίνοντας τόπο στήν ὀργή. Oi Ἰουδαῖοι μάλιστα σχέδιαζαν νᾷ Τόν φονεύσουν κατά τῆ διάρκεια τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα. Ἕξι ήμερες, λοιπόν, πρίν ἀπό τό Πάσχα -λέει τό ιερό Εύαγγέλιο- ἦρθε ὅ Ἰησοῦς στῇ Βηθανία, ὅπου ἔμενε ὅ Λάζαρος, ὅ ὁποῖος εἶχε πεθάνει (καί άναστήθηκε). Ἐκεῖ Τοϋ παρέθεσαν τράπεζα κί ὅ Λάζαρος ἔφαγε μαζί Τοῦ, ένώ ἤ άδελφή τοϋ Λαζάρου, ἤ Μαρία, άλειψε μέ μύρο τά πόδια τοϋ Χριστοῦ. Τήν επόμενη μέρα ἔστειλε ὅ Ἰησοῦς τούς μαθητές Τοῦ γία νᾷ φέρουν τήν όνο μέ τό πουλάρι τῆς. Καί τότε Αὐτός πού ἔχει θρόνο τόν ούρανό, καθισμένος πάνῳ στό πουλάρι μπήκε στήν Ἱερουσαλήμ. Τά παιδιά τῶν Ἑβραίων ἒστρωναν γία χαρῇ Τοῦ τά ῥοῦχα τούς γία νᾷ περάσῃ ἀπό πάνῳ, καί κόβοντας κλαδιά ἀπό φοίνικες, ἄλλα τά ἒστρωναν στῇ γῆ κί ἄλλα τά κρατοῦσαν στά χέρια τούς καί συμπορεύονταν μέ τόν Ἰησοῦ κραυγάζοντας· «Δόξα στόν ἀπόγονο τοῦ Δαβίδ. Εὐλογημένος νᾷ εἷναι αὑτός πού ἔρχεται σταλμένος ἀπό τόν Κύριο, ὅ Βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ».
Αὐτό συνέβη, ἐπειδή τό Πανάγιο Πνεῦμα κίνησε τις γλώσσες τούς νᾷ δοξολογήσουν καί νᾷ ὐμνήσουν τό Χριστό. Μέσῳ τῶν βαΐων, δηλαδή τῶν κλάδων (βαΐον στά Ἑβραϊκά λέγεται τό τρυφερό κλαδί), φανέρωναν ἐκ τῶν προτέρων τῆ νίκη τού Χριστοῦ ἐναντίον τοῦ θανάτου, γιατί ὁΐ Ἑβραῖοι συνήθιζαν στις γιορτές τῶν Ἐπινικίων νᾷ τιμοῦν καί νᾷ ὑποδέχωνται τούς νικητές ἀγώνων ἤ πολέμων μέ κλωνάρια ἀειθαλῶν δέντρων, τό πουλάρι ἐκεῖνο συμβόλιζε τό πλῆθος τῶν ἐθνικῶν, πάνῳ στό όποϊο καθῖσε ὅ Χριστός καί ἀναπαύτηκε κί ἀνακηρύχτηκε τροπαιοῦχος, νικητής καί Βασιλιάς άλόκληρης τῆς γῆς.
Σχετικά μέ τήν ἑορτῇ αύτή κί ὅ προφήτης Ζαχαρίας Ἔλεγε· «Νᾷ χαίρεσαι πολύ, κόρη Σίων (Ἱερουσαλήμ). Νᾷ, ὁ βασιλιάς σου ἔρχεται σ’ έσένα πρᾶος καί καθισμένος πάνῳ σέ ὐποζύγιο, σ’ ἔνα πουλάρι ὄνου, γέννημα ζῴου πού μπαίνει στό ζυγό». Κί ὅ Δαβίδ πάλι ἔλεγε γία τά μικρά παιδιά (πού ὑμνοῦσαν τό Χριστό)· «’Ἀπ’ τό στόμα νηπίων καί μικρῶν παιδιῶν πού ἄκομα θηλάζουν, ουνέθεσες ύμνο». Ὅταν μπήκε ὅ Χριστός στά ἱεροσόλυμα, -λέει πάλι τό ίερό Εύαγγέλιο – σείστηκε “ὁλοκληρῇ ἤ πολῇ ἀπό τις ἐπευφημίες τοῦ πλήθους.
Ἤ ἀντιδράσῃ τῶν ἀρχιερέων, λοιπόν, ἢταν άμεση. Ξεσήκωσαν τό λαό ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ καί σχέδιαζαν νᾷ Τόν σκοτώσουν. Αύτός ὅμως διέφυγε καί, ἄλλοτε κρυβόταν, ἄλλοτε φανερωνόταν καί τούς μιλούσε μέ παραβολές.
Tη ἀφάτω σου εὐσπλαγχνία, Χριστέ ὅ Θεός ἡμῶν, νικητάς ἡμᾶς τῶν παραλόγων παθῶν ποίησον, καί τήν σήν ἐναργῆ κατά θανάτου νίκην, τήν φαιδρόν σου καί ζωηφόρον Άνάστασιν ἰδεῖν καταξίωσον, καί ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Τῆ ἀγία καί Μεγάλη Παρασκευή τά ἅγια καί σωτήρια καί φρικτά Πάθη τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χρίστου ἐπιτελοῦμεν· τούς ἐμπτυσμούς, τά ῥαπίσματα, τά κολαφίσματα, τάς ὕβρεις, τούς γέλωτας, τήν πορφύραν χλαῖναν, τόν κάλαμον, τόν σπόγγον, τό ὄξος, τούς ἤλους, τήν λόγχην καί προπάντων τόν Σταυρόν, καί τόν θάνατον, ὁ δι’ ἡμᾶς ἑκών κατεδέξατο· ἔτι δε καί τήν τού εὐγνώμονος Λῃστοῦ, τού συσταυρωθέντος αύτώ, σωτήριον ἔν τῷ Σταυρῶ ὁμολογίαν.

Ἀφοῦ ὅ Κύριος μᾷς παραδόθηκε ἀπό τό φίλο καί μαθητῇ Τοῦ, πού τόν πούλησε γία τριάντα άργύρια, πρῶτα – ^ πρῶτα ὁδηγεῖται στόν Ἄννα, τόν ἀρχιερέα. Αύτός με τῆ σειρά τοῦ Τόν στέλνει στόν Καϊάφα. Ἐκεῖ Τόν φτύνουν στό πρόσωπο καί Τόν χτυπούν στό μάγουλο. Τήν ὤρα μάλιστα πού Τόν ἐμπαίζουν καί Τόν περιγελούν, ἀκούει νᾷ Τοῦ λένε- «Προφήτευσέ μᾷς, Χριστέ, ποιός σέ χτύπησε»; Ἐκεῖ ήλθαν καί ψευδομάρτυρες πού Τόν κατηγοροῦσαν ὅτι εἶπε- «Γκρεμίστε αύτόν τό ναό, καί σέ τρεῖς μέρες θα τόν ξαναχτίσω». Ἐπιπλέον ισχυρίζονταν ὅτι ονόμασε τόν ἑαυτό Τοῦ Υιό τοῦ Θεοῦ. Τότε κί ὅ ἀρχιερέας μή μπορώντας τάχα Ν’ άντέξη τῆ βλασφημία, ἔσχισε τό χιτῶνα τοῦ.
Ὅταν ξημέρωσε, ὁδηγεῖται στόν Πιλάτο, στό Πραιτώριο, ὅμως οἵ Ἰουδαῖοι -λέει τό Εύαγγέλιο- δέ μπήκαν μέσα, γία νᾷ μή μολυνθοῦν, γιατί ήθελαν νᾷ φανέ τό Πάσχα καθαροί….!
Βγαίνει, λοιπόν, ἔξω ὅ Πιλᾶτος καί τούς ρωτάει- «Τί τόν κατηγορεῖτε;». Κί ἐπειδή δέν Τού βρήκε τίποτα ἂξιο κατηγορίας, Τόν στέλνει πίσω στόν Καϊάφα. Ἐκεῖνος ὅμως πάλι Τόν γύρισε στόν Πιλάτο, γιατί ὅ Καϊάφας ήταν αὑτός ὅ ὁποῖος παρακινούσε τούς Ἰουδαίους νᾷ Τόν σκοτώσουν. Ὅ Πιλᾶτος τότε τούς λέει* «Πάρτε τόν ἕσεις, κρίνετε τόν σύμφωνα μέ τό νόμο σάς, καί σταυρώστε τόν». Αὐτοί ὅμως τοῦ ἀπαντοῦν «Ἐμάς δέ μᾷς ἐπιτρέπεται νᾷ σκοτώσουμε κανέναν», προκαλώντας έτσι τόν Πιλάτο νᾷ Τόν σταυρώσῃ. Ρωτάει, λοιπόν, τό Χριστό ὅ Πιλᾶτος, ἄν εἷναι βασιλιάς τῶν Ἰουδαίων. Ἐκεῖνος τό παραδέχεται, ἀλλά διευκρινίζει ὅτι εἷναι αἰώνιος Βασιλιάς. «Δέν εἷναι σ’ αὑτόν τόν κόσμο ἤ Βασιλεία μου», τού λέει. Ὅ Πιλᾶτος, ἐπειδή θέλει νᾷ Τόν ἐλευθερώσῃ, ἀρχικά λέει στούς Ἰουδαίους ὅτι δέ βρίσκει καμιά πειστική κατηγορία ἐναντίον Τοῦ. ’Ἔπειτα τούς προβάλλει τό έθιμο τῆς ἑορτῆς, δηλαδή τό νᾷ ἀπελευθερώνη κάθε χρόνο έναν ἀπό τούς φυλακισμένους. Ὅμως σ’ αύτούς ὅ Βαραββάς εἷναι πιό ἀρεστός ἀπό τό Χριστό. ’Έτσι ὅ Πιλᾶτος, κάνοντας τό χατήρι τῶν Ἰουδαίων, πρώτα-πρώτα μαστιγώνει τόν ’Ἰησοῦ. Ὕστερα τούς Τόν ξαναπαρουσιάζει δεμένο καί κυκλωμένο ἀπό στρατιώτες, ντυμένο μέ μιᾷ κόκκινη χλαμύδα, νᾷ φοράη ἂγκάθινο στεφάνι, νᾷ κρατάη ἔνα κάλαμι στό δέξι Τοῦ χέρι καί νᾷ ἐμπαίζεται ἀπό τούς στρατιώτες πού Τού έλεγαν «Χαῖρε, βασιλιά τῶν Ἰουδαίων!». ’Έτσι, ἀφοῦ έκανε όλες αὐτές τις παρανομίες γία νᾷ τούς εὐχαριστήσῃ, πάλι τούς λέει ὅ Πιλᾶτος· «Δέν τού βρίσκω καμία κατηγορία γία νᾷ τόν καταδικάσω ὦς ένοχο θανάτου». Αὐτοί ὅμως έπέμεναν «Ἐμεῖς θα τόν τιμωρήσουμε, γιατί ὀνομάζει τόν ἑαυτό τοῦ υιό τού Θεοῦ».
Καθώς λέγονταν ὄλα αύτά, ὅ Ίησοϋς σώπαινε. Κί οἱ ὄχλοι κραύγαζαν πρός τόν Πιλάτο- «Σταύρωσέ τόν, σταύρωσέ τόν». “Ηθελαν νᾷ Τόν καταδικάσουν σέ ἀτιμωτικό θάνατο, γία νᾷ έξαλείψουν μ’ αύτόν τόν τρόπο κάθε καλή ἀναμνήσῃ γι’ Αύτόν. Τότε ὅ Πιλᾶτος, γία νᾷ τούς κάνη νᾷ ντραπούν (καί νᾷ σκεφθοῦν πιό συνετά), τούς λέει- «Τό Βασιλιά σάς νᾷ σταυρώσω;» Αὐτοί ὅμως άπαντοϋν ὅτι δέν ἔχουν ἄλλο βασιλιά ἕκτος ἀπό τόν Καίσαρα. Κί ἐπειδή δέν κατάφεραν τίποτα κατηγορώντας Τόν μόνο ὦς βλάσφημο, γι’ αΰτό ἀκριβῶς άναφέρουν τόν Καίσαρα, γία νᾷ ικανοποιήσουν μ’ αύτόν τόν τρόπο τῆ μανία τούς (γία τήν καταδίκη τού Χριστοῦ). Γιατί είχαν ἔνα νόμο πού ἔλεγε ὅτι, ὁποῖος θεωρεῖ τόν ἑαυτό τοῦ βασιλιά, άντιστέκεται στόν Καίσαρα.
Κί ένώ συνέβαιναν αύτά, ἤ γυναίκα,(τοϋ Πιλάτου τού στέλνει ἀγγελιοφόρο ζητώντας τοῦ νᾷ άθωώση τόν Ἰησοῦ, γιατί τῆ νύχτα κατατρόμαξε καί βασανίστηκε γία χαρῇ Τοῦ ἀπό φοβερά ὄνειρα. Τοϋ λέει λοιπόν «Μήν ἀναμιχθῇς στήν υπόθεση αὐτοῦ τοῦ δικαίου άνθρώπου. ’Ἤδη ὄλῃ τῆ νύχτα, ταλαιπωρήθηκα πολύ γία χαρῇ Τοῦ». Έτσι ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἔνιψε τά χέρια τοῦ, θεώρησε ὅτι τάχα άπαλλάχτηκε ἀπό τήν εὐθύνη γία ἐκεῖνο τό αθώο αἷμα πού θα χυνόταν. Oi Ἰουδαῖοι πάλι ἀπό κάτω φώναζαν «Τό αἷμα τοῦ ἆς πέση σε ἐμάς καί στά παιδιά μᾷς. Έάν τόν ἀφήσης ελεύθερο, δέν θα εἷσαι φίλος τού Καίσαρα».
Τότε, λοιπόν, ὅ Πιλᾶτος Τόν έδεσε, παρόλο πού ήταν σίγουρος ὅτι δέν έφταιγε, καί Τόν παρέδωσε στῇ σταυρικῇ καταδίκη, ἀφοῦ πρῶτα ἐλευθέρωσε τό Βαραββά. Ὅταν τά εἶδε αὑτά ὅ Ἰούδας, πηγέ καί πέταξε τά άργύρια στό Ναό (μπροστά ἄτους ἀρχιερεῖς) κί ἀφοῦ ἔφυγε ἀπό κεῖ, κρεμάστηκε ἀπό ἔνα δέντρο. Ὅμως δέν πέθανε ἀμέσως, άλλά πρήστηκε τόσο πολύ, ὥστε ἔσπασε στῇ μέση καί χύθηκαν ἔξω τά ἐντόσθια τοῦ. Ἒτσι τιμωρήθηκε ὅ προδότης μ’ αύτόν τόν τόσο ἐξευτελιστικό καί φρικιαστικό τρόπο.
Οἵ στρατιώτες, ἀφοῦ πρῶτα ἐνέπαιξαν τόν Ἰησοῦ χτυπώντας Τόν μέ τό κάλαμι στό κεφάλι, Τού φόρτωσαν τό Σταυρό. Σύντομα ὅμως άγγάρευσαν τό Σίμωνα τόν Κυρηναϊο νᾷ τόν σηκώση στόν ύπόλοιπο δρόμο. Ἒφτασαν στόν τόπο τού Κρανίου περίπου τήν τρίτη ὤρα τῆς ἡμέρας, (δηλαδή κατά τις έννέα τό πρωί), κί ἐκεῖ Τόν σταυρῶσαν. Δίπλα Τοῦ, άριστερά καί δεξιά, κρεμάσαν καί ἄλλους δύο ληστές, γία νᾷ θεωρηθῇ ἀπ’ ὅσους θα Τόν έβλεπαν κί Ἐκεῖνος σάν κακοῦργος. Καί μάλιστα, γία νᾷ Τόν έξευτελίσουν μοιράστηκαν μεταξύ τούς τά ἱμάτια Τοῦ. Τόν άρραφο χιτῶνα Τοῦ ὅμως τόν έρριξαν σέ κλήρο (γία νᾷ μήν τόν σχίσουν). Ὄλα αύτά τά έκαναν μέ τόση ὐπερβολή, σά νᾷ ήταν μεθυσμένοι. Κί ὀχί μόνο αύτά, άλλά καί πάνῳ στό Σταυρό Τόν χλεύαζαν λέγοντας: «ἐμπρός, λοιπόν, έσύ πού θα γκρέμιζες τό Ναό καί σέ τρεῖς μέρες θα τόν ξανάχτιζες, σώσε τόν ἑαυτό σου». Κί ἄκομα- «Ἄλλους ἔσωσε, τόν ἑαυτό τοῦ ὅμως δέ μπορεί νᾷ τόν σώσῃ». Καί πάλι· «Ἀν εἷναι βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ, ἆς κατέβη τώρα ἀπ’ τό σταυρό καί θα τόν πιστέψουμε». Βέβαια, ἄν ἒλεγαν ἀλήθεια, ἔπρεπε ἀμέσως χωρίς δισταγμό νᾷ πιστέψουν σ’ Αύτόν, γιατί άποδείχθηκε ὅτι ήταν Βασιλιάς ὀχί μόνο τοΰ Ἰσραήλ, άλλά καί ὅλου τοῦ κόσμου. Αλλιώς, τί ἤθελε ὅ ἥλιος κί ἔκρυψε τις ἀκτῖνες τοῦ γία τρεῖς ολόκληρες ώρες, καί μάλιστα στῇ μέση τῆς ἡμέρας; Ἀσφαλῶς γία νᾷ γίνῃ τό Πάθος ολοφάνερο σέ ὅλους. Καί ἤ γῆ γιατί σείστηκε; Οἵ πέτρες γιατί ἀνοῖξαν, ἄν ὀχί γία νᾷ έλέγξουν τῆ σκληρότητα τῶν Ἰουδαίων; Κί ἄκομα δέν άναστήθηκαν πολλά σώματα νεκρών, γία νᾷ ἐπιβεβαιώσουν τήν κοινή ’Ἀναστάσῃ καί γία νᾷ φανερώσουν τῆ δύναμη τοῦ Πάσχοντος; Καί τέλος, τό καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ πού σχίσθηκε στά δύο, δέν ἒδειχνε κατά κάποιο τρόπο τό θυμό τοῦ Ναοΰ γία Ἐκεῖνον πού ἔπασχε καί δοξαζόταν μέσα σ’ αύτόν; ’Ἐξάλλου, ὅ Ναός δέν ξεσκέπαζε μ’ αύτόν τόν τρόπο κί αύτά πού ὦς τότε ήταν κρυμμένα γία τούς άνθρώπους;
Τήν τρίτη ὤρα, λοιπόν, σταυρώθηκε ὅ Χριστός, ὅπως λέει ὅ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος. Κί ἀπό τήν ἕκτη ὤρα ὦς τήν ένάτη (δηλαδή ἀπό τις δώδεκα τό μεσημέρι ὦς τις τρεῖς τό ἀπόγευμα), έγινε σκοτάδι σέ ὄλῃ τῆ γῆ.
Τότε κί ὅ Λογγῖνος ὅ Ἑκατόνταρχος, βλέποντας ὄλα αύτά τά παράδοξα καί ἰδίως τό ὅτι ἐσκοτίσθη ὅ ἥλιος, ὀμολόγησε μεγαλόφωνα: «Ἀληθινά, αύτός ἢταν Υἱός τοῦ Θεοῦ!».
Ἔν τῷ μεταξύ ὅ ἔνας ἀπό τούς ληστές έβριζε τόν Ἰησοῦ. Ὅ ἄλλος ὅμως τόν ἐμπόδιζε κί ἔντονα τόν μάλωνε κί ομολογούσε πώς εἷναι Υἱός τοῦ Θεοῦ. Τότε κί ὅ Σωτῆρας μᾷς ἀνταμείβοντάς τόν γία τήν πίστη τοῦ, τοῦ υπόσχεται ὅτι θα μείνει γία πάντα μαζί Τοῦ στόν Παράδεισο.
Τελικά ἀφοῦ έκτοξεύθηκε κατά τού Χριστοῦ κάθε εἶδος ὕβρεως, ὅ Πιλᾶτος ἔγραψε κί ἐπιγραφή ἀπό πάνῳ Τοῦ, ἤ όποια ἔλεγε: «Αύτός εἷναι ὅ Ἰησοῦς, ὅ Ναζωραῖος, ὅ Βασιλιάς τῶν Ἰουδαίων». Βέβαια, οἵ Ἑβραῖοι τόν πίεζαν νᾷ μή γράψῃ έτσι, άλλά νᾷ γράψῃ ὅτι Ἐκεῖνος εἶπε πώς εἷναι βασιλιάς τούς. Μά ὅ Πιλᾶτος τούς άποκρίθηκε· «”Ο,τι ἔγραψα, ἔγραψα».
Ἔπειτα, ὅταν ὅ Σωτῆρας μᾷς εἶπε- «Διψῶ», ἀνακάτεψαν ὒσσωπο (ἔνα πολύ πικρό χορτάρι) μέ ξύδι καί Τού τό πρόσφεραν. Τότε Ἐκεῖνος εἶπε- «Τετέλεσται», δηλαδή ὄλα πιά τελειῶσαν, κί ἀφοῦ ἔγειρε τό κεφάλι παρέδωσε τό Πνεῦμα. Ὕστερα ὅλοι Τόν ἐγκατέλειψαν κί έφυγαν. Ἤ μητέρα Τοῦ ὅμως καθόταν δίπλα στό Σταυρό μαζί μέ τήν ἀδελφῇ τῆς τῆ Μαρία, τῆ σύζυγο τού Κλωπᾷ (καί τῆ Μαρία τῆ Μαγδαληνή). Ἐπιπλέον δίπλα στό Σταυρό καθόταν κί ὅ Ἰωάννης, ὅ άγαπημένος Τοῦ μαθητής.
Οἱ ἀγνώμονες Ἰουδαῖοι, λοιπόν, μή ἀνεχόμενοι νᾷ βλέπουν τά σώματα κρεμασμένα στό Σταυρό (ἐπειδή ήταν σπουδαία ἤ ἡμέρα τού Πάσχα καί ἤ Παρασκευή), ζητῆσαν ἀπ’ τόν Πιλάτο νᾷ συντρίψουν τά σκέλη τῶν καταδίκων, γία νᾷ έπισπευθή ὅ θάνατος τούς. Καί πράγματι, ἔσπασαν τά κόκκαλα τῶν δύο λῃστῶν, γιατί ήταν ἄκομα ζωντανοί. Ὅταν ὅμως έφτασαν στόν Ἰησοῦ, βλέποντας Τόν ἤδη νεκρό, διστάσαν νᾷ τό κανοῦν. “Ἔνας ὅμως ἀπό τούς Ῥωμαίους στρατιώτες, γία νᾷ κάνη τό άπάνθρωπο χατήρι τῶν άχαρίστων Ἰουδαίων, σήκωσε τό δόρυ τοῦ καί λόγχισε τό Χριστό στῇ δεξιά πλευρά Τοῦ. Κί ἀμέσως χύθηκε αἷμα καί νερό. Τό ἔνα ήταν γία τήν ἀνθρώπινη φύσῃ τοῦ Ἰησοῦ, ἐνῶ τό ἄλλο γία τῆ θεϊκή. Κί ἐπιπλέον, τό αἷμα συμβόλιζε τῆ Μεταλήψῃ τῶν θείων ἁγιασμάτων, ένώ τό νερό τό Βάπτισμα. Κί έκείνη ἤ δίκρουνη πηγή άποτέλεσε πραγματικά τῆ βάσῃ τῶν Μυστηρίων τῆς πίστεως μᾷς. Αύτά τά εἶδε κί ὅ Ἰωάννης καί τά ἐπιβεβαιώνει κί εἷναι ἀληθινῇ ἤ μαρτυρία τοῦ, γιατί ήταν παρών σέ ὄλα καί τά καταγράφει. Ἐξάλλου, ἄν ἤθελε νᾷ γράψῃ ψέμματα, δέ θα συνέγραφε κί ἐκεῖνα πού φαίνονται ὅτι προξενοῦν ντροπή στό Διδάσκαλό τοῦ (ὅπως π.χ. ἤ εἰρωνική έπιγραφή κί ὅ λογχισμός). Ὅ Ἰωάννης, λένε, ὅτι καθώς ήταν τότε παρών, συγκέντρωσε τό θεῖο καί ύπεράγιο Αἷμα πού έρρεε ἀπό τῆ ζωήρρυτη πλευρά, μέσα σέ κάποιο δοχείο πού βρήκε ἐκεῖ κοντά.
Ὄλα αύτά συνέβησαν μ’ αύτόν τόν υπερφυσικό τρόπο. Κί ὅταν ἒφτασε πιά τό δειλινό, βγαίνει ὅ Ίωσήφ ἀπ’ τήν Άριμαθαία, ἔνας μαθητής πού κρυβόταν ἕξ άρχής, ὅπως κί oi ὑπόλοιποι. Αύτός πηγαίνει μέ τόλμη στόν Πιλάτο, πού ήταν γνωστός τοῦ, καί ζητάει τό σῶμα τοΰ Ἰησοῦ. ’Ἐκεῖνος τοϋ ἐπιτρέπει νᾷ τό πάρη. Κί ὅ Ιωσήφ τό κατέβασε ἀπ’ τό Σταυρό μέ ὄλῃ τοῦ τήν εύλάβεια. “Ὅταν σέ λίγο ἔπεσε ἤ νύχτα, ἦλθε κί ὅ Νικόδημος, φέρνοντας κάποιο μεῖγμα φτιαγμένο ἀπό σμύρνα καί άλόη, κατάλληλο γία τῆ περιστάσῃ. Αὐτοί οἱ δύο Τόν τυλίξαν μ’ ἔνα σεντόνι, ὅπως συνήθιζαν οἵ Ἰουδαῖοι νᾷ ενταφιάζουν, καί Τόν τοποθέτησαν ἐκεῖ κοντά, στό μνημείο πού εἶχε σκαλίσει ἀπό πέτρα γία τόν ἑαυτό τοῦ ὅ Ιωσήφ καί στό όποιο κανείς ἄλλος δέν εἶχε ταφεῖ πρωτύτερα. Τόν ἒβαλαν μάλιστα στό κενό μνῆμα μή τυχόν, ὅταν άναστηθή ὅ Ἰησοῦς, οἵ ἐχθροί Τοῦ είποϋν, ὅτι ἄλλος άναστήθηκε.
Ὅ Εὐαγγελιστής, μάλιστα, έπίτηδες ἀναφέρει τό μεῖγμα τῆς ἀλόης καί τῆς σμύρνας, πού εἷναι δύο πολύ κολλητικές ούσίες, γία νᾷ μή νομίσουν οἵ Ἰουδαῖοι ὅτι ὅ Ἰησοῦς κλάπηκε, ὅταν δοῦν τό σουδάριο καί τό σεντόνι έγκατελειμμένα στόν τάφο. Γιατί πώς θα μπορούσε νᾷ γίνῃ αύτό; Καί νᾷ τό ήθελαν οἵ μαθητές Τοῦ, δέ θα μπορούσαν νᾷ τό κανοῦν, γιατί δέν είχαν τόση άνεση χρόνου καί τόση τόλμη, ὥστε νᾷ καθήσουν νᾷ τά ξεκολλήσουν ἀπ’ τό σῶμα Τοῦ καί νᾷ τ’ άφήσουν ἐκεῖ μέσα.
Ὄλα αύτά, τά όποια έγιναν μέ τόσο παράδοξο τρόπο τήν ἡμέρα τῆς Παρασκευῆς, θέσπισαν οἵ θεοφόροι Πατέρες μᾷς νᾷ τά φέρνουμε κί ἐμεῖς σήμερα στῇ μνήμη μᾷς μέ συντριβῇ καρδιᾷς καί μέ κατάνυξη.
Πρέπει νᾷ ξέρουμε ὅμως ὅτι ὅ Κύριος μᾷς σταυρώθηκε τήν ἕκτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας, δηλαδή τήν Παρασκευῇ, ἐπειδή στήν άρχή τῆς Δημιουργίας τού κόσμου, ὅ ἄνθρωπος πλάστηκε τήν ἕκτη ἡμέρα. Ἀλλά καί τήν ἕκτη ὤρα τῆς ἡμέρας καρφώθηκε ὅ Κύριος στό Σταυρό ἐπειδή, ὅπως λένε, κί ὅ Ἀδάμ τήν ί’δια ὤρα άπλωσε τά χέρια τοῦ κί ἔφαγε τόν ἀπαγορευμένο καρπό καί πέθανε. ’Ἔπρεπε, δηλαδή, ὅ ἄνθρωπος, νᾷ ἀναπλαστή καί πάλι, τήν ϊδια ἀκριβῶς ὤρα μ’ έκείνη πού συντρίφτηκε ἀπ’ τό διάβολο καί νικήθηκε.
Ὁ Ἰησοῦς σταυρώθηκε σε κήπο, γιατί κί ὅ Ἀδάμ στόν κήπο τού Παραδείσου αμάρτησε. Ἤ πικρή γεύσῃ πού αίσθάνθηκε ὅ Κύριος μᾷς ὅταν ἤπιε τό ξύδι μέ τόν ὒσσωπο, θεράπευσε τῆ ζημιά πού προκάλεσε ὅ Ἀδάμ μέ τῆ γεύσῃ τού άπαγορευμένου γλυκού καρποῦ στόν Παράδεισο. Τό ῥάπισμα πού δέχτηκε ὅ Κύριος, φανέρωνε τῆ δική μᾷς ἀπελευθερώσῃ. Τό φτύσιμο κί ἤ άτιμωτική πορεία Τοῦ έδειχνε τήν πρός ἐμάς τιμή. Τό αγκάθινο στεφάνι φανέρωνε τήν άπομάκρυνση τῆς κατάρας ἀπό πάνῳ μᾷς. Ἤ πορφυρῇ χλαμύδα συμβόλιζε τούς δερματίνους χιτῶνες, δηλαδή τήν άνθρώπινη φύσῃ πού φορέσαν έκείνη τήν ἡμέρα ὅ Ἀδάμ καί ἤ Εὖα, άλλά καί τῆ βασιλικῇ στολή πού μᾷς χάρισε ὕστερα ὅ Ἰησοῦς. Τά καρφία συμβόλιζαν τήν προηγούμενη ὁλοκληρωτική άκινητοποίησή μᾷς ἀπό τήν άμαρτία. Ὅ Σταυρός θύμιζε τό ξύλο (δηλαδή τό δέντρο) στόν Παράδεισο. Ἤ λογχευμένη πλευρά τού Ἰησοῦ είκόνιζε τήν πλευρά τού Ἀδάμ, ἀπό τήν όποια δημιουργήθηκε ἤ Εὖα, ἀπ’ τήν όποια (Εὖα) προῆλθε τελικά ἤ παραβάσῃ. Ἤ λόγχη μᾷς θυμίζει τήν πύρινη ῥομφαία μέ τήν όποια φυλασσόταν ὅ Παράδεισος (καί μέ τήν όποια ὅ ἄγγελος ἐδίωξε τούς Πρωτοπλάστους ἀπό ἐκεῖ). Τό νερό πού έτρεξε ἀπό τήν πλευρά Τοῦ, ήταν εἰκόνα τού Βαπτίσματος. Τό αἷμα καί τό κάλαμι σήμαιναν ὅτι ὅ Χριστός σάν βασιλιάς μᾷς χάρισε τήν άρχαία πατρίδα, σάν μέ ἒγγραφο γραμμένο μέ κόκκινα γράμματα.
Λέγεται μάλιστα δτι τό κρανίο τού Ἀδάμ βρισκόταν ἐκεῖ ὅπου σταυρώθηκε ὅ Χριστός, ἡ κεφαλῇ ὅλων μᾷς. Βαπτίστηκε, λοιπόν, κί ὅ Ἀδάμ με τό αἷμα τοϋ Χριστοῦ πού χύθηκε ἐκεῖ. Λέγεται μάλιστα ὅ Γολγοθᾶς Κρανίου τόπος, γιατί ἀκριβῶς ἐκεῖ, τόν καιρό τού κατακλυσμοῦ ἤ γῆ έβγαλε ἔξω τό κρανίο τού ’Ἀδάμ κί ήταν θέαμα φοβερό νᾷ τό βλέπη κανείς. Γι’ αύτό τό λόγο ὅ σοφός βασιλιάς Σολομῶν, ἀπό σεβασμό στόν προπάτορα μᾷς Ἀδάμ ἔβαλε τό στρατό τοῦ καί κάλυψε μέ πολλές πέτρες τήν περιοχή. “Ετσι ὅ τόπος αύτός ἀπό τότε ονομάστηκε Λιθόστρωτο.
Λένε μάλιστα κάποιοι ἔγκριτοι ἅγιοι πατέρες πώς ἤ παράδοση ἀναφέρει ὅτι καί ὅ ἴδιος ὅ Ἀδάμ τάφηκε ἐκεῖ ἀπό κάποιον άγγελο. Ἐκεῖ, λοιπόν, ὅπου ήταν τό πτῶμα τοῦ Ἀδάμ, ἐκεῖ παρουσιάστηκε κί ὅ οὐράνιος ἀετός, ὅ Χριστός, ὅ αἰώνιος Βασιλιάς, ὅ νέος Ἀδάμ, γία νᾷ θεραπεύσῃ μέ τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ τόν παλαιό Ἀδάμ πού εἶχε ξεπέσει καί ἁμαρτήσει μέ τό πρώτο ἐκεῖνο ξύλο, τό δέντρο τῆς παρακοῆς.
Τῆ ύπερφυεϊ καί περί ἡμᾶς παναπείρω σου εὐσπλαγχνία. Χριστέ ὅ Θεός, έλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Τῆ ἅγια καί μεγάλη Κυριακή τοῦ Πάσχα αὑτήν τήν ζωηφόρον Άνάστασιν ἑορτάζομεν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν ’Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Τῆ σημερινή γιορτή τήν ονομάζουμε Πάσχα. Στήν ἑβραϊκή γλῶσσα Πάσχα σημαίνει διαβάσῃ, πέρασμα. Αὑτῇ τήν ἥμερα, τήν Κυριακή, ὅ Θεός άρχισε ἀπ’ τό μηδέν τῆ Δημιουργία τοῦ κόσμου. Αύτή τήν ἡμέρα βοήθησε τούς Ισραηλίτες νᾷ περάσουν τήν Ἐρυθρά Θάλασσα (τούς άνοιξε διαβάσῃ, πέρασμα) καί τούς λύτρωσε ἀπ’ τῆ δουλεία τοῦ Φαραώ. Αύτή τήν ἡμέρα, τήν Κυριακή, κατέβηκε ὅ Κύριος ἀπό τόν ουρανό (κατά τόν Εύαγγελισμό) καί κατοίκησε στῇ μήτρα τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας. Αύτή τήν ἡμέρα ἀρπαξε ὅ Θεός όλο τό άνθρώπινο γένος ἀπ’ τόν πυθμένα τοῦ Ἀδῆ, τό άνέβασε στόν οΰρανό καί τό οδήγησε στήν άρχαία δόξα τῆς ἀφθαρσίας. Βέβαια, ὅταν κατέβηκε στόν “Ἀδῆ, δέν τούς έλευθέρωσε ὅλους, άλλά μόνο ὅσους θελῆσαν νᾷ πιστέψουν σ’ Αύτόν. Σέ όλες ὅμως τις ψυχές τῶν ἁγίων ἀπ’ τῆ Δημιουργία τού κόσμου μέχρι τότε, χάρισε τήν έλευθερία καί τούς έδωσε τῆ δυνατότητα Ν’ ἀνεβοῦν στόν οὐρανῷ. Γι’ αύτό τό λόγο μέ ὑπερκόσμια καί πανευφρόσυνη χαρά γιορτάζουμε σήμερα μέ λαμπρότητα τήν ’Ἀναστάσῃ, δείχνοντας μ’ αύτόν τόν τρόπο τό πόσο μεγάλη χαρά πηρέ ἤ άνθρώπινη φύσῃ μᾷς ἀπό τήν πλούσια δωρεᾷ τού πανελεήμονος Κυρίου καί Θεοῦ μᾷς. Κί ἄκομα δίνουμε τόν άσπασμό τῆς ἀγάπης ὅ ἔνας στόν ἄλλον, δείχνοντας τήν καταργήσῃ τῆς ἔχθρας καί τήν ἑνώσῃ μᾷς μέ τό Θέο καί τούς ἀγγέλους.
Ἤ Ἀναστάσῃ τού Κυρίου έγινε ὦς ἐξῇς: Ένώ oi στρατιώτες φύλαγαν τόν τάφο, κατά τά μεσάνυχτα έγινε σεισμός. Κί αὐτό, ἐπειδή κατέβηκε ἔνας ’Ἄγγελος κί άπομάκρυνε τό λίθο ἀπ’ τῆ θύρα τού μνημείου. Ὅταν oi φύλακες συνήλθαν κί είδαν τί έγινε, ἀπ’ τό φόβο τούς έφυγαν. Τότε ήλθαν οἵ γυναῖκες «ὀψέ Σαββάτου», ὅπως λέει τό Εύαγγέλιο, δηλ. στῇ μέση περίπου τῆς νύχτας τού Σαββάτου.
Πρώτα-πρώτα ἤ ’Ἀναστάσῃ έγινε φανερή στῇ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἤ όποια καθόταν ἀπέναντι ἀπ’ τόν τάφο μαζί μέ τῆ Μαρία τῆ Μαγδαληνή, ὅπως λέει ὅ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος. Γία νᾷ μήν εἷναι ὅμως άμφισβητούμενη ύπόθεση ἤ ’Ἀναστάσῃ, oi Εύαγγελιστές δέν άναφέρουν ὅτι τήν εἶδε πρῶτα ἤ Μητέρα Τοῦ, άλλά ἤ Μαρία ἤ Μαγδαληνή. Αὐτῇ εἶδε καί τόν ἂγγελο πού καθόταν πάνῳ στό λίθο κί έσκυψε καί εἶδε καί τούς ἄλλους ἀγγέλους μέσα στόν τάφο. Αὐτοί μάλιστα τῆς μίλησαν καί τῆς ἀνήγγειλαν τήν Ἀναστάσῃ. «’Αναστήθηκε», τῆς είπαν «δέν εἷναι ἔδω- νᾷ ὅ τόπος πού είχαν τοποθετήσει τό νεκρό». Ἤ Μαρία, λοιπόν, μόλις ακούσε αύτά, τρέχει καί πηγαίνει στούς ἐνθέρμους μαθητές, τόν Πέτρο καί τόν Ἰωάννη, καί τούς φέρνει τῆ χαρμόσυνη είδηση. Κί ὅταν αύτή ἐπέστρεφε μαζί μέ τήν ἄλλη Μαρία (τήν Παναγία), τις συνάντησε ὅ Χριστός λέγοντας τούς «Χαίρετε». Αύτό έγινε, γιατί ἔπρεπε τό φύλο τῶν γυναικών, τό όποιο ακούσε πρώτο τῆ θλιβερή ἀποφάσῃ «Μέ λύπες θα γεννᾷς τά παιδιά σου», αύτό πρώτο Ν’ ἀκούσῃ καί τῆ χαρμόσυνη άγγελία τῆς Ἀναστάσεως. Αύτές, λοιπόν, ἀπ’ τήν πολλῇ ἀγάπη πού είχαν γία τόν Διδάσκαλο, πλησιάζουν γία νᾷ βεβαιωθούν πραγματικά γία τό γεγονός, καί γονατίζοντας αγγίζουν τά ἄχραντα πόδια Τοῦ. Ὁ Πέτρος ἔν τῷ μεταξύ κί ὅ Ἰωάννης πήγαν στό μνημείο. Ὅ Πέτρος έσκυψε μόνο, εἶδε τό μνημείο κί ἔφυγε. Ὅ Ἰωάννης ὅμως μπήκε καί μέσα. Αὐτός έξέτασε μέ περισσότερη περιέργεια κί άγγιξε τό σινδόνι καί τό σουδάριο, μέ τά όποια είχαν τυλίξει τό σῶμα καί τό κεφάλι τού Ἰησοῦ.
Τήν ὤρα τού ὄρθρου ἤ Μαρία ἤ Μαγδαληνή ξαναήλθε μέ ἂλλες γυναῖκες γία νᾷ βεβαιωθῇ καλύτερα. Στήν ἀρχή καθῖσε ἔξω ἀπό τόν τάφο κί έκλαιγε. Κί ὅταν έσκυψε νᾷ κοιτάξη μέσα, εἶδε δύο ἀγγέλους μέ ἀπαστράπτουσα λαμπρότητα, οἵ ὁποῖοι ἐπιτιμῶντας τήν κατά κάποιον τρόπο, τῆς είπαν «Γυναῖκα, γιατί κλαΐς; Ποιόν ζητάς; Ζητάς τόν ’Ἰησοῦ τό Ναζαρηνό, τόν Εσταυρωμένο; ’Αναστήθηκε, δέν εἷναι ἔδω». Κί ἀμέσως σηκώθηκαν όλες φοβισμένες καί βλέποντας μπροστά τούς τόν Κύριο, έφυγαν. Ἤ Μαρία ὅμως γύρισε πίσω καί βλέπει πάλι τό Χριστό νᾷ εἷναι ἐκεῖ. Νομίζοντας, λοιπόν, ὅτι εἷναι ὅ κηπουρός (γιατί τό μνῆμα ήταν μέσα στόν κήπο) λέει- «Κύριε, ἄν Τόν πήρες εσύ, πες μου πού Τόν ἔβαλες κί ἐγώ θα Τόν πάρῳ». Κί ὅταν αύτή ἔστρεψε ξανά πίσω τό βλέμμα τῆς πρός τούς ἀγγέλους τού τάφου, ὅ Σωτῆρας μᾷς τῆς εἶπε- «Μαρία». Ἐκείνη τότε κατάλαβε τῆ γνώριμη καί γλυκιά φωνή τού Χριστοῦ καί θέλησε νᾷ Τόν άγγίξη. Ὅμως Ἐκεῖνος τῆς εἶπε- «Μή μ’ άγγίζης, δέν άνέβηκα ἄκομα στόν Πατέρα μου» (γιατί ὅ Χριστός γνώριζε ὅτι Τόν θεωρούσε ἀκόμη άνθρωπο), «Πήγαινε στούς ἀδελφούς καί πές τούς ὅσα εἶδες κί ακόυσες». Καί βέβαια, ἤ Μαγδαληνῇ αύτό έκανε. Ὅταν πλέον ξημέρωσε ἤ μέρα ἦλθε καί πάλι στόν τάφο μαζί μέ τις ύπόλοιπες. Αύτές μαζί μέ τήν Ἰωάννα καί τῆ Σαλώμη ήλθαν στό μνημείο ὅταν πλέον εἶχε άνατείλει ὅ ἥλιος. Θα πρέπει νᾷ σημειωθῇ ὅτι ὅ έρχομός τῶν γυναικών στό μνημείο έγινε σέ διαφορετικούς χρόνους. Ἀνάμεσα στις γυναικείες μορφές ήταν κί ἤ Θεοτόκος. Αύτή (ἤ Θεοτόκος) εἷναι ἤ Μαρία (ἤ μητέρα) τού Ίωσή τήν όποια ἀναφέρει τό Εύαγγέλιο. Ὅ Ίωσής ήταν υἱός τού Ιωσήφ τού μνήστορος. Θα πρέπει πάντως νᾷ πούμε ὅτι εἷναι άγνωστο πότε ἀκριβῶς άναστήθηκε ὅ Κύριος. “Ἄλλοι λένε μέ τό πρώτο λάλημα τού πετεινοῦ, ἄλλοι ὅταν έγινε ὅ σεισμός κί ἄλλοι διαφορετικά.
Ὅταν έγιναν αύτά, κάποιοι ἀπ’ τῆ στρατιωτικῇ φρουρά ήλθαν στοάς ἀρχιερεῖς καί τούς άνέφεραν ὄλα ὅσα συνέβησαν. Αὐτοί ὅμως δίνοντάς τούς χρήματα τούς ἔπεισαν νᾷ ποϋν ὅτι ήλθαν οἵ μαθητές Τοῦ τῆ νύχτα καί Τόν ἔκλεψαν.
Τό βραδύ τῆς ἡμέρας αὑτῆς, καθώς oi Μαθητές ήταν συγκεντρωμένοι ὅλοι μαζί ἕξ αἰτίας τοϋ φόβου τῶν Ἰουδαίων κί ένώ οἵ πόρτες τοῦ σπιτιού ήταν καλά κλεισμένες καί άσφαλισμένες, εἰσῆλθε ὅ Χριστός. Αύτό έγινε, γιατί τό σῶμα Τοῦ δέν ήταν πλέον σάν τό δικό μᾷς, άλλά άφθαρτο. Τούς χαιρέτησε μέ τό συνήθη χαιρετισμό τῆς εἰρήνης. Αὐτοί, ὅταν Τόν είδαν, χάρηκαν ὑπερβολικά. Κί ’Ἐκεῖνος μέ τό φύσημα τῆς πνοῆς Τοῦ τούς έδωσε τελειότερα τήν ένέργεια τοϋ Ἀγίου Πνεύματος (τό Εύαγγέλιο ἀναφέρει «ἐνεφύσησε καί λέγει αὐτοῖς· “Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον”»).
“Οσο δέ γία τό τί ἐννοοῦμεν ὅταν λέμε ὅτι ὅ Χριστός ἀναστήθηκε τριήμερος (σέ τρεῖς μέρες) ισχύουν τά έξής: Τό βραδύ τῆς Πέμπτης καί ἤ ἡμέρα τῆς Παρασκευῆς λογίζονται σάν μία ἡμέρα (24ωρο), γιατί έτσι μετροῦν οἵ Ἑβραῖοι τό ημερονύκτιο (τό λένε νυχθήμερο δηλ. νύχτα + ἡμέρα). Ἤ νύχτα τῆς Παρασκευῆς καί ἤ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου εἷναι δεύτερο νυχθήμερο. Τρίτο νυχθήμερο ἤ νύχτα τοϋ Σαββάτου καί ἤ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, κατά τήν ὁποῖα ἒγινε ἤ Ἀναστάσῃ τοῦ Κυρίου.
Αύτω ἤ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ’Ἀμήν.

Τῆ αύτή ἥμερα, Κυριακή δεύτερα ἀπό τοῦ Πάσχα, τά ἐγκαίνια ἑορτάζομεν τῆς Χρίστου Ἀναστάσεως, καί τήν τοῦ Ἀγίου ’Ἀποστόλου Θωμᾶ ψηλάφησιν

Οἱ Ἑβραῖοι συνήθιζαν κάθε χρόνο νᾷ τελοῦν τήν ἑορτή τῶν ἐγκαινίων. Τά ἐγκαίνια ήταν ἤ ἀναμνήσῃ ορισμένων σπουδαίων καί σημαντικῶν γεγονότων καί τελούνταν κάθε χρόνο στήν ἴδια ἀκριβῶς ἡμερομηνία μ’έκείνη πού συνέβησαν. Σκοπός τῶν ‘Ἑβραίων ήταν νᾷ μήν ξεχνιούνται μέ τό πέρασμα τοΰ χρόνου τέτοια ἐπίσημα καί μεγάλα γεγονότα. Ἤ ἐνθυμήσῃ τούς μάλιστα γινόταν άφορμή διδασκαλίας καί ὠφελείας. “Ετσι γία πρώτη φορά έκαναν ἐγκαίνια στά Γάλγαλα. Ἐκεῖ γιόρτασαν τῆ διαβάσῃ τῆς Ἐρυθράς θαλάσσης, τό πώς δηλαδή σώθηκαν ἀπ’ τῆ μανία τῶν Αἰγυπτίων περνῶντας έκείνη τῆ θάλασσα πού άνοιξε δρόμο γι’ αύτούς μέ τήν ἐπεμβάσῃ τοϋ Θεοῦ, καί πώς οἵ Αἰγύπτιοι, ὅταν τούς ἀκολουθῆσαν, καταποντίσθηκαν. ’Ἀκόμη γιόρταζαν ἐπίσημα καί μέ πολυτέλεια τήν κατασκευή τῆς Σκηνῆς τοΰ Μαρτυρίου. Γιόρταζαν ἐπίσης τῆ βασιλεία τοῦ Δαβίδ καί πολλά ἄλλα, τά όποϊα δέν εἷναι άναγκαίο νᾷ άναφέρουμε ένα-ένα.
’Ἐπειδή, λοιπόν, ἀπ’ ὄλα τά πράγματα τοϋ βίου τῶν άνθρώπων τό μεγαλύτερο καί σπουδαιότερο, τό όποιο ξεπερνά κάθε λογική καί φαντασία άνθρώπου, εἷναι τό θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, γιαὑτό τό γιορτάζουμε κάθε χρόνο. Κί ἀκόμη τό γιορτάζουμε καί κάθε ἑβδομάδα (κάθε Κυριακή). Πρῶτος ὅμως ἐγκαινισμός εἷναι ἤ σημερινή Κυριακή, ἤ όποια ὀνομάζεται πρώτη καί όγδοη ἥμερα. Όγδοη, γιατί εἷναι ἤ όγδοη ἥμερα ἀπό τό Πάσχα. Λέγεται ὅμως καί πρώτη, γιατί εἷναι ἤ άρχή τῶν ὑπολοίπων. Κί ἀκόμη λέγεται όγδοη εἰς τύπον τῆς αἰωνίου ζωῆς, τῆς ἀτελευτήτου ἡμέρας τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στό μέλλοντα αἰῶνα, ὅταν δέ θα ὑπάρχει πλέον νύχτα γία νᾷ διακόπτῃ τήν ἡμέρα. Αύτά, λοιπόν, ὦς πρός τά ἐγκαίνια.
Τά σχετικά μέ τήν ψηλαφήσῃ τοϋ Θωμᾶ ἔχουν ὦς ἐξῇς: Ὅταν έμφανίσθηκε ὅ Χριστός στούς Μαθητές Τοῦ κατά τήν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως Τοῦ, δέν ήταν μαζί τούς ὅ Θωμᾶς ἐξ αἰτίας τοϋ φόβου τῶν Ἰουδαίων. Ὅταν μετά ἀπό λίγο ἐπέστρεψε κί ἔμαθε τά σχετικά μέ τήν Ἀναστάσῃ τοϋ Κυρίου, δέν πίστεψε τίποτα ἀπ’ ὅσα τοϋ είπαν οἵ ἄλλοι Μαθητές. Παρ’ ὅτι ήταν κί αύτός ἔνας ἀπ’ τούς δώδεκα, ἀμφέβαλλε ὀχί μόνο γία τό ὅτι Τόν είδαν, άλλά καί γι’ αὐτῇ καθ’ ἑαυτῇ τήν ’Ἀναστάσῃ. Ὅ Θεός ὅμως εἷναι ἐφευρετικός στις εύεργεσίες Τοῦ γία τῆ σωτηρία μᾷς. ’Έτσι, λοιπόν, γία νᾷ ὁδηγήσῃ στῇ σωτηρία τόν ἔνα, τό Θωμᾶ, ἀλλά καί, χρησιμοποιώντας τῆ θεία Τοῦ οἰκονομία, γία νᾷ ὠφελήσῃ περισσοτέρους, καθιστώντας πιό βέβαιο τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως, έκανε τό έξης· ’Άφησε νᾷ περάσουν ὀκτώ ήμερες, γία νᾷ ἀνάψῃ μέσα στό Θωμᾶ περισσότερο ὅ πόθος νᾷ δή τό Χριστό, καί μή βλέποντας Τόν νᾷ καταλήξῃ στό νᾷ μήν πιστέφη τελικά αύτά πού τού έλεγαν. Αύτή ἤ άπιστία θα ήταν μετά τό πιό δυνατό ἐπιχείρημα γία τῆ βεβαιώσῃ τῆς Ἀναστάσεως. Τότε, (μετά ἀπό ὀκτώ ημέρες), ἐμφανίζεται καί πάλι ὅ Ἰησοῦς. Οἵ πόρτες ήταν ἑρμητικά κλεισμένες, ὅπως πρίν, γία τό φόβο τῶν Ἰουδαίων. Τώρα ὅμως ήταν παρών κί ὅ Θωμᾶς. Ὅ Κύριος τούς χαιρέτησε μέ τό συνηθισμένο χαιρετισμό τῆς εἰρήνης. Κί ὕστερα ἀπευθύνθηκε στό Θωμᾶ καί εἶπε- «Φέρε ἔδω τό δάκτυλό σου καί έλεγξε τις πλῆγες τῶν χερίων μου. Φέρε τό χέρι σου καί βάλ’ τό στῇ λογχισμένη μου πλευρά καί μήν εἷσαι ἄπιστος, άλλά πιστός. Κί αύτά, ἐπειδή θέλησες ὀχί μόνο νᾷ δής μέ τά μάτια, άλλά ζήτησες καί νᾷ ψηλαφήσῃς μέ τά χέρια -μέ τά λόγια Τοῦ αύτά ἔδειξε ὅτι, ὅταν ὅ Θωμᾶς ἔλεγε αύτά, ὅ Κύριος ήταν παρών καί τόν άκουγε- Βάλε, λοιπόν, τό χέρι σου στήν πλευρά μου». Αὑτό φανερώνει, ὅτι ἤ πληγή στήν πλευρά Τοῦ ήταν ἀρκετά μεγάλη, ὥστε νᾷ χωράη μέσα χέρι άνθρώπου! Ὅ Θωμᾶς έκανε ὅπως τοῦ εἶπε ὅ Χριστός· Ερεύνησε καί μέ τήν άφή καί βεβαιώθηκε καί πίστεψε. (Ηταν παραχωρήσῃ Θεοῦ γία τήν άσφάλεια τῆς πίστεως νᾷ τά δή αύτά καί νᾷ τά ψηλαφήσῃ, ἔστω κί ἄν τό σῶμα τοῦ Κυρίου ήταν θεωμένο καί ἂφθαρτο). Τότε ὅ Θωμᾶς φώναξε- «(Εἷναι) ὅ Κύριος μου καί ὅ Θεός μου»· ἐκφράσῃ πού αποδίδει χήν άνθρώπινη καί τῆ θεϊκή φύσῃ χοῦ Κυρίου. Κί ὅ Κύριος τού απάντησε· «ἰού με εἶδες καί πίστεψες. Μακάριοι εἷναι αὐτοί οἵ ὁποῖοι πίστεψαν χωρίς νᾷ με δοῦν».
Ὁ Θωμᾶς ἔχει τήν ἐπωνυμία Δίδυμος. Ἔχει τήν έπωνυμία αύτή ἤ ἐπειδή γεννήθηκε μαζί μέ κάποιον ἄλλον, ἤ γιατί δίστασε νᾷ πιστέψη στήν ’Ἀναστάσῃ ἡ ἐπειδή ἐκ φύσεως ήταν κολλημένα τά δύο δάχτυλα τού χερίου τοῦ, ὅ μεσαῖος δηλαδή καί ὅ διπλανός τοῦ πού ὀνομάζεται λιχανός. Ἴσως, θα μπορούσε νᾷ πῇ κανείς, καί ἐπειδή δίσταζε νᾷ ψηλαφήσῃ μ’ αΰτά τά δύο δάκτυλα. Ἄλλοι λένε, -κί αύτό μᾶλλον εἷναι τό σωστότερο- ὅτι τό ὄνομα Θωμᾶς στά Ἑλληνικά μεταφράζεται Δίδυμος.
Αύτή ἤ ἐμφανίσῃ τού Χριστοῦ ήταν ἤ δευτερῇ κατά σειρά.
Ἤ τρίτη ἐμφανίσῃ έγινε στῇ θάλασσα τῆς Έβεριάδας, ὅταν έπιασαν oi Μαθητές τά πολλά ψάρια, τότε πού ὅ Χριστός ἔφαγε μαζί τούς (καί ἤ τροφή ἐκείνη έξαφανίσθηκε ἀπό τό πῦρ τῆς Θεότητος μέ τρόπο πού μόνο ὅ Θεός γνωρίζει) κί έκανε έτσι πιό ζωντανή τήν παρουσία Τοῦ μετά τήν ’Ἀναστάσῃ Τοῦ. Ἔπειτα έμφανίσθηκε στούς δύο μαθητές πού πήγαιναν στήν κώμη Έμμαούς. Πέμπτη φορά έμφανίσθηκε στῇ Γαλιλαίο. “Ὅπως φαίνεται ἀπ’ τά Ἱερά Εύαγγέλια φανερώθηκε ἕνδεκα φορές μέχρι τήν Ἀναλήψῃ Τοῦ. Ἒκανε πολλά καί ὑπερφυσικά θαύματα ἐνώπιον τῶν Μαθητῶν Τοῦ μετά τήν Ἀναστάσῃ Τοῦ, τά όποια δέν γίνονταν μπροστά σέ ἄλλους. Oi Εύαγγελιστές, βέβαια, δέν τά ἔγραψαν ὄλα αύτά, γιατί δέν ήταν δυνατόν οἵ πολλοί πού ζοϋν καί συμφύρονται μέ τούς ἀνθρώπους μέσα στόν κόσμο νᾷ δεχθούν, Ν’ ακούσουν καί νᾷ πιστέψουν ὄλα αύτά τά ὑπερφυσικά σημεία, πού ήταν πραγματικά πάνῳ ἀπό κάθε άνθρώπινη (κοσμική) ἀντιλήψῃ.
Ταῖς τοῦ σου ’Ἀποστόλου Θωμᾶ πρεσβείαις, Χριστέ ὅ Θεός ἡμῶν, έλέησον ἡμᾶς. ’Ἀμήν.

Tη Τετάρτη τοῦ Παραλύτου, τήν τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἑορτάζομεν ἑορτήν

Αὑτῇ τήν ἑορτή τήν εορτάζουμε ἐξ αἰτίας τῶν δύο μεγάλων έορτών τοϋ Πάσχα καί τῆς Πεντηκοστῆς. Ἤ σημερινή ἐορτή εὑρίσκεται ἀκριβῶς στῇ μέση καί συνδέει αυτές τις δύο μεγάλες έορτές τῆς πίστεως μᾷς, γι αύτό παίρνει τῆ λαμπρότητα τῆς καί μεγαλύνεται καί ἀπό τις δύο. Ἔδω πρέπει νᾷ σημειώσουμε πώς, ὅταν λέμε Πάσχα καί Πεντηκοστή, δέν ἐννοοῦμε τις έορτές τῶν Ἑβραίων, άλλά τις δικές μᾷς.
Ἤ ύπόθεση τῆς σημερινῆς ἑορτῆς ἔχει ὦς ἐξῇς: Ὅταν ὅ Χριστός έκανε τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ Παραλύτου στήν Προβατική κολυμβήθρα, τό οποίο εορτάσαμε τήν περασμένη Κυριακή, οἵ Ἰουδαῖοι έψαχναν νᾷ βροϋν τρόπο γία νᾷ Τόν θανατώσουν. Αἴτια; Σκανδαλίζονταν, λέει, γιατί τάχα ὅ Χριστός δέν τηρούσε τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου, καθότι τό θαῦμα ἐκεῖνο έγινε τήν ἡμέρα τοϋ Σαββάτου.
Ὅ Χριστός, λοιπόν, ἔφυγε ἀπό κεῖ, πηγέ στῇ Γαλιλαίο καί ζοῦσε στά βουνά τῆς περιοχῆς ἐκείνης. Τότε έκανε καί τό μέγιστο ἐκεῖνο θαῦμα, ὅταν με πέντε ψωμία καί δύο ψάρια χόρτασε πέντε χιλιάδες ἀνθρώπους, χωρίς νᾷ ὐπολογιστοῦν τά παιδιά καί οἵ γυναῖκες πού ήταν μαζί τούς. Σέ λίγο ἔφθασε καί ἤ έορτή τῆς Σκηνοπηγίας, πού ήταν πολύ σημαντική γία τούς Ἰουδαίους.
’Αποφάσισε, λοιπόν, ὅ Χριστός νᾷ πάει πάλι στά Ἱεροσόλυμα, Ἐκινεῖτο ὅμως στά κρυφά”, ὀχί δημόσια. Περίπου στά μισά τῆς ἑορτῆς (ἤ όποια εἶχε διάρκεια ὀκτώ ημέρες) άνέβηκε στό ιερό καί δίδασκε. Ὀλοί ἔμειναν κατάπληκτοι ἀπ’ τῆ διδασκαλία Τοῦ. Ἐπειδή Τόν φθονῆσαν ὅμως, ἒλεγαν «Πώς αύτός ξέρει γράμματα, χωρίς νᾷ ἔχῃ πάη σέ κάποιο σχολείο γία νᾷ μάθη»; Ὅ Χριστός ὅμως δέν εἶχε άνάγκη ἀπό σχολείο. Ηταν ὦς ἄνθρωπος ὅ νέος Ἀδάμ καί ήταν πλήρης σοφίας, ὅπως καί ὅ πρῶτος Ἀδάμ μέσα στόν Παράδεισο. ’Ἐπί πλέον ὅμως ήταν καί Θεός. Καί σάν Θεός ήταν πάνσοφος.
Έγόγγυζαν, λοιπόν, ἐναντίον Τοῦ οἵ Ἰουδαῖοι κί έτοιμάζονταν νᾷ Τόν φονεύσουν. Αύτός ὅμως καί πάλι τούς ἤλεγξε καί τούς ἀπέδειξε διά τοϋ Νόμου ὅτι δέν ένδιαφέρονται πραγματικά γία τήν τηρήσῃ τοϋ Νόμου, άλλά τόν χρησιμοποιούν μόνο σάν ἐπιχείρημα ἐναντίον Τοῦ. Τούς προκάλεσε μάλιστα λέγοντας· «Γιατί ζητάτε νᾷ μέ σκοτώσετε»; Καί συνέχισε: «Έάν ένδιαφέρεστε πραγματικά γία τήν τηρήσῃ τοῦ Νόμου, γιατί στρέφεσθε ἐναντίον μου καί θυμώνετε μαζί μου; Ἐπειδή θεράπευσα έναν άνθρωπο τήν ἡμέρα τού Σαββάτου”; Ὅ Μωυσῆς δέν ἔχει νομοθετήσει ὅτι μπορείτε νᾷ καταλύσετε τό Σάββατο; Δέν τό γράφει αὑτό, ὅταν ὁμιλῇ γία τήν περιτομῇ, ὅτι μπορεί νᾷ γίνῃ καί τό Σάββατο»; Συνομίλησε μαζί τούς παρά πολύ γία τό θέμα αύτό καί τούς ἀπέδειξε ὅτι Αύτός εἷναι ’Ἐκεῖνος πού έδωσε τό Νόμο, κί ἑπομένως δέ μπορούν νᾷ Τόν κατηγοροῦν γία παραβάτῃ τοῦ. Τούς ἀπέδειξε ὅτι εἷναι ἴσος μέ τόν Πατέρα καί ὅτι, ἐφ’ ὅσον ὅ Πατήρ ἐργάζεται μέχρι τώρα, κί Αύτός ὦς Υἱός ἴσος μέ τόν Πατέρα ἐργάζεται καί δέ δεσμεύεται ἀπό τήν άργία τού Σαββάτου. Οἵ Ἰουδαῖοι ὅμως κινήθηκαν ἐναντίον Τοῦ. Έτσι τήν τελευταία ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Σκηνοπηγίας Τόν λιθοβολῆσαν. Ὅμως οὔτε μία ἀπό τις πέτρες πού πέταξαν ἐναντίον Τοῦ δέν Τόν άγγιξε. Ὕστερα, ἀφοῦ ἔφυγε ἀπό κεῖ, βρήκε τόν ἐκ γενετῆς τυφλό καί τού έδωσε τήν ὀρασή τοῦ.
Θεωρούμε ὅμως σκόπιμο νᾷ γνωρίζουμε ὅτι τρεῖς ήταν οἵ πιό μεγάλες εορτές τῶν Ἰουδαίων. Πρώτη ήταν ἤ γιορτή τού Πάσχα, ἤ όποια έορταζόταν τόν μῆνα Νισάν πού άντιστοιχεϊ περίπου στό δικό μᾷς Μάρτιο. Τήν έορτή αύτή τήν έκαναν σέ ἀναμνήσῃ τῆς διαβάσεως τῆς Ἐρυθράς Θαλάσσης. Δευτερῇ μεγάλη έορτή ήταν ἤ Πεντηκοστή. Αύτή τούς θύμιζε τῆ ζωή τούς μέσα στήν έρημο μετά ἀπό τῆ διαβάσῃ τῆς Ἐρυθράς Θαλάσσης. Πενήντα ολόκληρες μέρες είχαν ζήσει μέσα στήν έρημο μετά τῆ διαβάσῃ μέχρι τότε πού πήραν τό νόμο τού Μωυσῆ (στό ὄρος Σινᾶ). Τρίτη μεγάλη έορτή τούς ήταν ἤ Σκηνοπηγία. Γινόταν σέ ἀναμνήσῃ τῆς Σκηνῆς τού Μαρτυρίου, τήν όποια ἔστησαν μέ ἀρχιτέκτονα τόν Βεσελεήλ. Τό σχέδιό τῆς τό εἶδε ὅ Μωυσῆς μέσα στῇ νεφέλη ἐπάνω στό ὄρος Σινᾶ καί αύτός κατηύθυνε τόν Βεσελεήλ γία τήν κατασκευή τῆς. Αύτή ἤ έορτή κρατούσε ἑπτά ημέρες. Τούς θύμιζε τῆ συγκομιδή τῶν καρπῶν καί τήν καταπαύσῃ (ἀναπαύσῃ ἀπό κάθε έργο) μέσα στήν έρημο. Κατά τῆ διάρκεια αύτής τῆς ἑορτῆς, μάλιστα, στάθηκε ὅ Ἰησοῦς καί φώναξε μέ δυνατή φωνή· «”Ὁποῖος διψάει, ἆς έρθη κοντά μου καί ἆς πιῇ».
’Ἐπειδή, λοιπόν, μέ τῆ διδασκαλία Τοῦ έκείνη ὅ Χριστός ἀπέδειξε τόν ἑαυτό Τοῦ ὅτι ήταν ὅ άναμενόμενος Μεσσίας, ὅ μεσίτης μεταξύ τού αἰωνίου Πατρός καί τῶν άνθρώπων, Αύτός πού ένωσε τά διεστῶτα, γι’ αύτό έορτάζουμε τῆ σημερινή έορτή. Τήν ονομάζουμε μάλιστα Μεσοπεντηκοστή, ἐπειδή εἷναι τό μέσον τῶν πενήντα ἡμερῶν ἀπό τό Πάσχα μέχρι τήν ἐλεύσῃ τού Παναγίου Πνεύματος. Έτσι ἤ Μεσοπεντηκοστή παίρνει τήν τιμή καί τῆ λαμπρότητα τῆς καί ἀπό τις δύο μεγάλες έορτές (Πάσχα καί Πεντηκοστή). Γία παρόμοιο λόγο νομίζω ὅτι θεσπίσθηκε νᾷ έορτάζεται ἤ έορτή τῆς Σαμαρείτιδος μετά τῆ Μεσοπεντηκοστή, ἐπειδή καί στήν ἐορτή αὐτῇ ἀναφέρονται πολλά περί τού Μεσαίου καί λέγονται πολλά ἀπ’ τό Χριστό καί τῆ Σαμαρείτιδα γία τήν πνευματικῇ πείνα καί δίψα, ὅπως κί ἔδω. Πέρα ἀπ’ αύτό κατά τόν εὐαγγελιστῇ Ἰωάννη, ὅ διάλογος μέ τήν Σαμαρείτιδα έγινε ἀρκετά πρίν ἀπό τῆ θεραπεία τού ἐκ γενετῆς τυφλοῦ.
Τῷ άπείρω έλέει σου, Χριστέ ὅ Θεός ἡμῶν, έλέησον ἡμᾶς. ’Ἀμήν.

Τῆ αὑτῇ ἥμερα, Πέμπτη τῆς ἕκτης Ἑβδομάδος ἀπό τοῦ Πάσχα, τήν Ἀνάληψιν ἑορτάζομεν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ήμών Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ὅταν ὅ Ίησους ήταν μαζί μέ τούς μαθητές Τοῦ πρίν ἀπ’ τό έκούσιο πάθος Τοῦ, τούς ύποσχέθηκε τόν έρχομό τοϋ Παναγίου Πνεύματος μέ τά έξης λόγια: «Εἷναι συμφέρον σάς νᾷ φύγω ἐγώ, γιατί ἄν δέ φύγω, δέν πρόκειται νᾷ ἔλθῃ ὅ Παράκλητος» (= ὅ Παρηγορητής, τό Ἂγιο Πνεῦμα). Κί ἄλλη φορά τούς εἶπε κάτι σχετικό· «Ὅταν ἔλθῃ Ἐκεῖνος (ὅ Παράκλητος, τό “Αγιο Πνεῦμα), θα σάς διδάξει ὄλῃ τήν άλήθεια».
Μετά τήν Ἀναστάσῃ Τοῦ, λοιπόν, γία σαράντα μέρες φανερωνόταν στούς μαθητές Τοῦ, ὀχί πάντοτε, άλλά περιστασιακά. Ἔτρωγε κί ἔπινε μαζί τούς κί έτσι τούς βεβαίωνε καλύτερα γία τήν Ἀναστάσῃ Τοῦ. Τίς τελευταίες μέρες μάλιστα τούς μίλησε καί τούς ύποσχέθηκε πολλά γία τῆ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τότε τούς παρήγγειλε νᾷ μή φύγουν ἀπ’ τήν Ἱερουσαλήμ, άλλά νᾷ περιμενοῦν ἐκεῖ τόν έρχομό ιοϋ Παναγίου Πνεύματος, ὥστε νᾷ βαπτισθοῦν μ’ Αύτό.
Μέχρι τότε ήταν βαπτισμένοι μόνον μέ νερό (ἔν ὕδατι) ἀπ’ τόν Ἰωάννη τόν Βαπτιστῇ κί ὀχί μέ Ἂγιο Πνεῦμα. (Ἑπομένως, άργότερα, λανθασμένα ὅ Ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου ἔγραψε ὅτι ὅ Ἰωάννης ὅ Θεολόγος ἐβάπτισε τῆ Θεοτόκο κί ὅ ’Ἀπόστολος Πέτρος τούς ὑπολοίπους Ἀποστόλους).
Ὁ Κύριος τούς ἒδωσε έντολή νᾷ μείνουν στήν Ἱερουσαλήμ καί νᾷ ἐδραιώσουν ἐκεῖ τό κήρυγμα τού Εὐαγγελίου, γιατί ἀν έφευγαν ἀμέσως γία ἄλλους τόπους ὑπῆρχε κίνδυνος νᾷ συκοφαντηθοῦν (ὅτι έφυγαν ἀπό φόβο γία τῆ ζωή τούς). Ἐξάλλου ἔπρεπε νᾷ προετοιμαστούν πρῶτα μέ τά ὅπλα τού Πνεύματος σά στρατιώτες τοῦ Χριστοῦ, καί μετά νᾷ προχωρήσουν σέ μάχη μέ τούς ἐχθρούς.
Ὅταν ἔφθασε ὅ καιρός νᾷ ἀναληφθῇ, πηρέ τούς Μαθητές Τοῦ καί τούς έβγαλε ἔξω ἀπό τήν πολῇ τῆς Ἱερουσαλήμ, στό ’Ὄρος τῶν Έλαιών – ὀνομάζεται έτσι, γιατί εἷναι κατάφυτο ἀπό έλιές. Συζήτησε πολλά μαζί τούς γία τῆ διάδοση τοῦ κηρύγματος Τοῦ στά πέρατα τῆς γῆς καί γία τῆ μέλλουσα Βασιλεία Τοῦ, πού θα εἷναι άκατάλυτη καί δέ θα ἔχει τέλος. Συζήτησε μαζί τούς, γιατί ήξερε ὅτι ήθελαν νᾷ Τόν ρωτήσουν γία ὄλα αύτά. Μαζί τούς ήταν κί ἤ πανάμωμος ἀγία Μητέρα Τοῦ. Τότε παρουσιάστηκαν οἵ ἄγγελοι πού έπρόκειτο νᾷ συνοδεύσουν τήν ἀνοδό Τοῦ στούς οὐρανούς. Καί πραγματικά, ένώ Τόν έβλεπαν ἀνάμεσα τούς, σηκώθηκε ἀπ’ τῆ γῆ. Μία νεφέλη Τόν σήκωσε μπροστά στά ἔκπληκτα βλέμματα τούς. ’Έτσι ἔφυγε ἀπό ἀνάμεσα τούς συνοδευόμιενος ἀπ’ τούς ἀγγέλους, πού μιλούσαν μεταξύ τούς κί έλεγαν γία τό ἄνοιγμα τῶν ούρανίων θυρών καί γία τό ὅτι τό σῶμα Τοῦ εἶχε βαφεῖ κόκκινο ἀπό τό αἷμα Τοῦ (πρβλ. τήν φράσῃ τού Ήσαία «Διατί σου έρυθρά τά ἱμάτια;» (ξγ,2) ). Ἀνέβαινε, λοιπόν, πρός τόν ούρανό, μέχρι πού Τόν έχασαν ἀπό τά μάτια τούς καί, σάν Θεός καί Υἱός Θεοῦ πού ήταν, κάθησε στά δεξιά τού Θεοῦ Πατρός. Ἒτσι ὅμως θέωσε καί τῆ δική μᾷς σάρκα, μέ τήν ὁποῖα ἢταν ἐνδεδυμένος, γιατί κάθησε καί μέ τήν ἀνθρώπινη φύσῃ μᾷς στά δεξιά τού θρόνου τῆς μεγαλωσύνης τού Θεοῦ. Καί δέ θα ήταν ύπερβολή νᾷ πούμε ὅτι έτσι έκανε τήν φύσῃ μᾷς όμόθεη, γιατί τήν ἔβαλε δίπλα στό θρόνο τού Θεοῦ. Ἐξάλλου μ’ αύτόν τόν τρόπο συμφιλιωθήκαμε καί πάλι μέ τό Θέο, γιατί διαλύθηκε ἤ παλιά ἔχθρα πού εἶχε δημιουργηθεΐ ἀνάμεσα σ’ Αύτόν καί στούς Πρωτοπλάστους.
Τότε ἄγγελοι παρουσιάσθηκαν στούς ’Ἀποστόλους μέ μορφή άνδρών καί τούς είπαν «’Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί σταθήκατε κατάπληκτοι μέ τό βλέμμα προσηλωμένο στόν ούρανό; Αύτός πού βλέπετε ὦς Θέο μέ σάρκα, ὅ Ἰησοῦς, θα ξανάρθει κάποτε μέ τόν ίδιο τρόπο, δηλαδή μέ τῆ σάρκα Τοῦ. Μόνο πού τότε δέν θα ‘ρθει φτωχός καί ταπεινός. Θα έρθει μέ δόξα μεγάλη, ὅπως τώρα βλέπετε νᾷ Τόν συνοδεύῃ πλῆθος άγγέλων».
Ὅταν πιά οἵ Ἀπόστολοι ἀπόκαμαν νᾷ άτενίζουν στόν ούρανό πρός τά κεῖ ὅπου άνέβηκε ὅ Ἰησοῦς, ἐπέστρεψαν ἀπό τό ὄρος τῶν Έλαιών. Αύτό βρίσκεται κοντά στήν Ἱερουσαλήμ σέ ἀποστάσῃ δύο χιλιάδων σαράντα βημάτων, γιατί τόση εἷναι ἤ ἀποστάσῃ πού λέγεται ἀπό ἰούς Ἰουδαίους Σαββάτου ὀδός (δηλ. ἤ ἀποστάσῃ πού μπορεί νᾷ βαδίζῃ κανείς τό Σάββατο). Τέτοιο νόμο ἔλαβε ὅ Μωυσῆς, δηλ. τόσα βήματα νᾷ βαδίζουν οἵ Ἰουδαῖοι τό Σάββατο, γιατί τόσα βήματα ἀπεῖχε ἤ Σκηνή τού Μαρτυρίου ἀπ’ τό στρατόπεδο τῶν Ἑβραίων. Τούς έπιτρεπόταν νᾷ πάνε νᾷ προσκυνήσουν ἄκομα καί τήν ἡμέρα τού Σαββάτου, ὀχί ὅμως πιό μακριά ἀπό ’κεῖ. Γι’ αύτό ονομάσθηκε «Σαββάτου ὀδός». Ἕξ αἰτίας αὑτοῦ μερικοί ὑπέθεσαν ὅτι ἤ ’Ἀναλήψῃ έγινε ἡμέρα Σάββατο, ὅμως αύτό εἷναι τελείως άπίθανο.
Ὅταν ἐπέστρεψαν οἵ ’Ἀπόστολοι κλείσθηκαν στό ὐπερώο, ὅπου έμεναν καί προηγουμένως, μαζί μέ τίς μυροφόρες γυναῖκες καί τῆ Μητέρα τού Κυρίου. Ἐκεῖ άφιερώθηκαν στήν προσευχῇ καί στῇ νηστεία καί περίμεναν τόν ἐρχομό τού Ἀγίου Πνεύματος, ὅπως τούς ύποσχέθηκε ὅ Κύριος.
Ὁ Ἀναληφθείς ἐν δόξῃ, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Τῆ αὑτῇ ἥμερα Κυριακή όγδοη ἀπό τοῦ Πάσχα, τήν ἀγίαν Πεντηκοστήν ἑορτάζομεν.

Κί αύτή τήν ἑορτή τήν έχουμε πάρει ἀπ’ τήν έβραϊκή παράδοση. Ἐκεῖνοι (οἵ Ἑβραῖοι) · έορτάζουν τῆ δική τούς Πεντηκοστή τιμῶντας τόν άριθμό ἑπτά (7X7=49. Ἤ έπομένη ἥμερα μετά τις σαρανταεννιά εἷναι ἤ Πεντηκοστή).
Συγκεκριμένα οἵ Ἑβραῖοι γιορτάζουν τήν Πεντηκοστῇ ἥμερα μετά ἀπ’ τό πάσχα τούς. Τό Πάσχα τό γιορτάζουν σέ ἀναμνήσῃ τῆς διαβάσεως τῆς ’Ἐρυθρός θαλάσσης, ἐνῶ τήν Πεντηκοστῇ, ἐπειδή πενήντα ήμερες μετά τῆ διαβάσῃ (=Πάσχα) πήραν στήν έρημο τό νόμο τοῦ Μωυσῆ, τό Δεκάλογο.
’Έτσι τώρα κάνουμε κί ἐμεῖς- Εορτάζουμε τό Πάσχα καί πενήντα μέρες άργότερα, σήμερα, παίρνουμε τό Ἂγιο Πνεῦμα. Καί, ὅπως παλιά ὅ Νόμος καθοδηγούσε τούς Ἑβραίους, έτσι τώρα ἐμάς μᾷς καθοδηγεῖ τό “Αγιο Πνεῦμα. Αύτό μᾷς νομοθετεῖ, μᾷς ὁδηγεῖ σέ
κάθε άλήθεια, Αύτό μᾷς διδάσκει καί μᾷς δίνει έντολή νᾷ κάνουμε ὄλα ὅσα άρέσουν στό Θέο.
Πρέπει νᾷ γνωρίζουμε ὀχί τρεῖς ήταν οἵ μεγάλες γιορτές τῶν Ἑβραίων Τό Πάσχα, ἤ Πεντηκοστῇ καί ἤ Σκηνοπηγία.
Τό Πάσχα τό έκαναν, ὅπως προαναφέρθηκε, σέ ἀναμνήσῃ τῆς διαβάσεως τῆς Ἐρυθρός θαλάσσης. Ἤ έβραϊκή λέξῃ Πάσχα στά Ἑλληνικά σημαίνει διαβάσῃ, πέρασμα, Ἐκείνη ἤ γιορτή ήταν προτύπωση τῆς δίκης μᾷς γιορτής τοῦ Πάσχα Φανέρωνε τῆ δική μᾷς διαβάσῃ καί έπιστροφή ἀπό τῆ σκοτεινή ζωή, τῆ ζωή τῆς ἁμαρτίας, στόν Παράδεισο.
Τήν Πεντηκοστῇ τῆ γιόρταζαν σέ ἀναμνήσῃ τῆς κακοπαθείας τούς μέσα στήν ἒρημο, γία νᾷ θυμοῦνται ὅτι μπήκαν στῇ γῆ τῆς Ἐπαγγελίας μετά ἀπό πολλές θλίψεις. Τότε, ὅταν μπήκαν στῇ γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, ἀπολαῦσαν τούς καρπούς τῶν δένδρων, τό κρᾶσι καί τό ψωμί, τό όποιο γίνεται ἀπό τό σιτάρι. Κί αύτό ήταν μιᾷ προτύπωση γία τῆ δική μᾷς πορεία. Κί ἐμεῖς μετά ἀπό τις θλίψεις καί τήν κακοπάθεια τῆς ἁμαρτίας μπαίνουμε στήν Ἐκκλησία καί μέσα σ’ αύτήν μεταλαμβάνουμε κί απολαμβάνουμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τού Δεσπότου Χριστοῦ. Ἄλλοι, λοιπόν, λένε ὅτι γι’ αύτόν τό λόγο γιόρταζαν οἵ Ἑβραῖοι τήν Πεντηκοστῇ, ένώ ἄλλοι, ὅπως προαναφέραμε, λένε ὅτι τῆ γόρταζαν σέ τιμή καί ἀναμνήσῃ τῶν πενήντα ἡμερῶν πού νήστεψε ὅ Μωυσῆς καί πηρέ ὕστερα τό θεόγραφο Νόμο, τις Δέκα Ἐντολές. Ταυτόχρονα μέ τῆ γιορτή αύτή θυμοϋνταν καί τῆ θυσία τού μόσχου κί ὄλα τ’ ἄλλα πού έκανε ὅ Μωυσῆς πρίν ἀνέβη στό Ὄρος, ἀλλά καί ὅταν κατέβηκε. ’Ἄλλοι πάλι θεωροῦν ὅτι ἤ πεντηκοστῇ έπινοήθηκε ἀπό τούς Ἑβραίους γία νᾷ δείξουν τήν τιμῇ τούς πρός τόν άριθμό ἑπτά, ὅ ὁποῖος θεωρεῖται ἱερός. Πραγματικά ὅ ἀριθμός αὑτός τῶν ἡμερῶν, ἄν προστεθῇ στόν ἑαυτό τοῦ ἑπτά φορές, μᾷς κάνει τόν ἀριθμό πενήντα. Μᾷς λείπει, βέβαια, μία ἡμέρα (πού εἷναι ἤ άρχή τῆς ἑπομένης ἑπτάδος τῶν ἡμερῶν). Οἵ Ἑβραῖοι μάλιστα τιμοῦν ὀχί μόνο μέ τις ημέρες τόν άριθμό πενήντα, άλλά καί μέ τά ἔτη. ’Έτσι τό πεντηκοστόν ἔτος τό ἔχουν σέ τιμή καί τό ονομάζουν Ιωβηλαίο. Στό ἔτος αύτό άφήνουν τῆ γῆ άκαλλιέργητη (γία νᾷ ξεκουραστή), ἀφήνουν έλεύθερα τά ζῷα κί ελευθερώνουν τούς δούλους πού είχαν ἀγοράσει.
Τρίτη μεγάλη ἑορτή τῶν Ἑβραίων ήταν ἤ Σκηνοπηγία. Αύτή τήν γιόρταζαν μετά τῆ συγκομιδῇ τῶν καρπῶν τό φθινόπωρο, δηλ. πέντε μῆνες μετά τήν ἑορτῇ τού Πάσχα. Τῆ Σκηνοπηγία τήν είχαν σέ ἀναμνήσῃ τῆς ἡμέρας ἐκείνης, κατά τήν όποια ὅ Μωυσῆς ἔστησε τῆ σκηνῇ πού εἶδε μέσα στῇ νεφέλη στό ὄρος Σινᾶ, καί τήν όποια στῇ συνέχεια κατεσκεύασε ὅ ἀρχιτέκτονας Βεσελεήλ μέ τις οδηγίες τοῦ (’Ἔξοδος κεφ. λα’). Μάλιστα οἵ Ἑβραῖοι ὅταν τιμοῦν τήν ἑορτή αύτή φτιάχνουν σκηνές. Τότε ὄλῃ μέρα ζοϋν στά χωράφια τούς εύχαριστώντας τόν Θέο καί συγκεντρώνουν τούς καρπούς τῶν κόπων τούς. Σ’ αύτή τήν ἡμέρα φαίνεται ὅτι ἔγραψε καί ὅ Δαβίδ τούς ψαλμούς πού ἔχουν τήν ἐπιγραφή «ὑπέρ τῶν ληνών». Ἤ έορτή αύτή εἷναι προτύπωση τῆς ἀναστάσεως μᾷς στῇ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τότε θα διαλυθούν οἱ σάρκινες σκηνές, τά σώματα μᾷς, θα ξαναγίνουν πάλι ἄφθαρτα καί θα απολαύσουμε τούς καρπούς τῶν κόπων μᾷς πανηγυρίζοντας στις αιώνιες σκηνές, στῇ Βασιλεία τού Θεοῦ.
Ἐμεῖς πού γιορτάζουμε τῆ δική μᾷς Πεντηκοστή, πρέπει νᾷ γνωρίζουμε δτι τήν ἡμέρα αύτή, ὅταν εορταζόταν ἤ Πεντηκοστή τῶν Ἑβραίων, ἦλθε τό Ἂγιο Πνεῦμα στούς Μαθητές τού Χριστοῦ. ’Ἐπειδή, λοιπόν, οἵ Ἅγιοι Πατέρες θεωρῆσαν καλό νᾷ ξεχωρίσουν τις γιορτές γία νᾷ τιμήσουν μέ τόν τρόπο αύτό τό μεγαλείο τού Παναγίου καί Ζωοποιοῦ Πνεύματος, γι’ αύτό τήν έπομένη τῆς Πεντηκοστῆς έορτάζουμε τό Πανάγιο Πνεῦμα, πού εἷναι μία ὑποστάσῃ τῆς Ἀγίας Τριάδος καί θα πούμε τό πώς ἦλθε στούς ’Ἀποστόλους.
Ταῖς τῶν ἁγίων Ἀποστόλων πρεσβείαις, Χριστέ ὅ Θεός ἡμῶν, έλέησον ἡμᾶς. ’Ἀμήν.

Τῆ αύτή ἥμερα, Δευτέρα τῆς Πεντηκοστῆς, αύτό τό Πανάγιον καί ζωοποιόν καί παντοδύναμον ἑορτάζομεν Πνεῦμα, τόν ἔνα τῆς Τριάδος Θεόν, τό ὁμότιμον καί ὁμοούσιον καί ὁμόδοξον τῷ Πατρί καί τῷ Υίω.

Τnv ἥμερα πού oi Ἑβραῖοι γιόρταζαν τήν Πεντηκοστῇ τούς, ἦλθε τό Ἄγιο Πνεῦμα με μορφή πύρινων γλωσσῶν στούς ’Ἀποστόλους. Αὐτοί ήταν συγκεντρωμένοι στό ύπερώο κί Ἐκεῖνο πηγέ καί καθῖσε πάνῳ σέ καθέναν ἀπ’ αὐτούς. Οἵ ἅγιοι Πατέρες μᾷς πού έβαλαν σέ άριστη σειρά καί τάξῃ ὄλα τά θέματα τῆς πίστεως μᾷς, γία νᾷ δώσουν τιμή στό Ἂγιο Πνεῦμα, ὁρίσαν νᾷ τό εορτάζουμε καί κατά τήν Πεντηκοστῇ, ἀλλά καί ξεχωριστά σήμερα.
Ὅ Κύριος μᾷς πρίν ἀπ’ τό σωτήριο πάθος Τοῦ εἶχε ύποσχεθεϊ ὅτι θα στείλει τό Ἂγιο Πνεῦμα. Κί ὅπως ὐποσχέθηκε, έτσι κί έκανε. Εἶχε πεῖ τότε στούς Μαθητές Τοῦ- «Σάς συμφέρει νᾷ φύγω Ἐγώ. “Ἀν δέν φύγω ’Ἐγώ δέν θα έλθει ὅ Παράκλητος (=τό “Αγιο Πνεῦμα)». Κί ἀλλοῦ εἶπε· «Ὅταν ἔλθῃ ’Ἐκεῖνος (δηλ. ὅ Παράκλητος=τό Άγιο Πνεῦμα), θα σάς διδάξει καί θα σάς όδηνήσει σέ κάθε άλήθεια138». Κί ἀκόμη· «Θα παρακαλέσω τόν Πατέρα καί θα σάς στείλει ἄλλον Παράκλητο (ἐννοεῖται· ἀντί γία ’Ἕμενα πού θα φύγω), θα σάς στείλει τό “Αγιο Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, τό όποιο ἐκπορεύεται άπ’τόν Πατέρα». Καί ἐπίσης μετά τό Πάθος, ὅταν άνερχόταν πρός τόν οΰρανό, τούς εἶπε* «Ἕσεις νᾷ μείνετε στην Ἱερουσαλήμ, ἕως ὅτου πάρετε δύναμη ἀπ’ τόν οΰρανό». Αύτό, λοιπόν, τό οποίο ύποσχέθηκε ὅ Χριστός, συνέβη τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Ένώ ήταν ὅλοι συγκεντρωμένοι στό υπερώο τῆς Ἱερουσαλήμ καί περίμεναν, ὅταν ἦλθε ἤ μέρα τῆς Πεντηκοστῆς, περίπου κατά τις ἐννέα ἤ ὤρα τό πρωί (μέ τό δικό μᾷς ώρολόγιο), ξαφνικά άκούστηκε βροντή ἀπ’ τόν ούρανό τέτοια, ὥστε νόμιζες ὅτι θα άκουσθεϊ σέ ὄλῃ τήν οἰκουμένη. Τότε φάνηκε τό “Αγιο Πνεῦμα μέ τῆ μορφή πύρινων γλωσσῶν καί καθῖσε σέ καθέναν ἀπ’ αύτούς. Καθῖσε ὀχί μόνο στούς δώδεκα Μαθητές, άλλά καί στούς ἑβδομήκοντα! Καί μιλούσαν πλέον ὅλοι ξένες γλώσσες! Καθένας δηλαδή ἀπ’ τούς ἀποστόλους μιλούσε όλες τις γλώσσες! Κί ἆς μή νομισθῇ ὅτι ὅ ἀπόστολος μιλούσε τῆ δική τοῦ τήν ἑβραϊκή γλῶσσα, ένώ oi άκροατές άκουγαν τῆ γλῶσσα τῆ δική τούς! ’Ὀχί! Ὅ κάθε Ἀπόστολος καταλάβαινε καί μιλούσε τῆ γλῶσσα κάθε ἄλλου ἔθνους.
Ήταν τόσο παράξενο καί πρωτόγνωρο αύτό, ὥστε οἵ ἄνθρωποι πού συγκεντρώθηκαν νομίσαν ὅτι οἵ Μαθητές ήταν μεθυσμένοι. Μή μπορώντας οἵ ἄνθρωποι νᾷ καταλάβουν πώς ήταν δυνατό οἵ ἀπόστολοι νᾷ μιλάνε τῆ γλῶσσα τοῦ καθενός, τούς περᾶσαν γία μεθυσμένους. ’Ἄλλοι πάλι ἀποροῦσαν κί ἀναρωτιοῦνταν «Τΐ νᾷ σημαίνῃ ἆραγε αύτό τό φαινόμενο,·». ’Ηταν τότε ἐκεῖ συγκεντρωμένοι γία τήν ἑορτή ἄνθρωποι ἀπό ὄλα τά πέρατα τῆς γῆς· Πάρθοι, Μῆδοι κί Έλαμίτες, oi ὁποῖοι πρό ὀλίγου είχαν αίχμαλωτισθεΐ ἀπό τόν Άντίοχο.
‘Ἡ ἐμφανίσῃ τοϋ Παναγίου Πνεύματος έγινε ἀφοῦ περᾶσαν δέκα μέρες ἀπ’ τήν Ἀναλήψῃ τού Χριστοῦ. Δέν έγινε ταυτόχρονα μέ τήν Ἀναλήψῃ. Οἵ ’Ἀπόστολοι ἔπρεπε νᾷ Τό περιμενοῦν, γιατί αὑτῇ ἤ προσμονή ἒκανε έντονώτερη τήν έπιθυμία τούς γι’ Αύτό. Μερικοί λένε ὅτι καθημερινά κατά τό διάστημα αύτών τῶν ήμερων, καθένα ἀπ’ τά ἀγγελικά τάγματα πήγαινε καί προσκυνούσε τῆ θεωθεϊσα σάρκα τοῦ Κυρίου μᾷς Ἰησοῦ Χριστοῦ, κί ὅτι τῆ δέκατη ἡμέρα, έμφανίσθηκε τό Ἂγιο Πνεῦμα. Ὁ έρχομός Τοῦ σήμαινε τῆ συμφιλίωση τοϋ Θεοῦ μέ τό άνθρώπινο γένος, κί ἤ συμφιλίωση αύτή έγινε διά τοϋ Υἱοῦ.
Τό Ἂγιο Πνεῦμα ἦλθε πενήντα μέρες μετά τό Πάσχα, γία νᾷ μᾷς ύπενθυμίζη τόν Παλαιό Νόμο (τις Δέκα ’Εντολές) πού δόθηκε στό Μωυσῆ. Οἵ Ισραηλίτες πήραν τις Δέκα ’Εντολές πενήντα ημέρες μετά τῆ διαβάσῃ τῆς ’Ἐρυθρός θαλάσσης. ’Αξιοπρόσεκτη, μάλιστα, εἷναι ἤ σχέση πού ἔχουν τά τωρινά μ’ ἐκεῖνα τά παλιά. ’Ἐκεῖ ήταν τό ὄρος, ἔδω τό ύπερώο. Ἐκεῖ ήταν τό πῦρ, ἔδω οἵ πύρινες γλώσσες. ’Ἀντί γία τις βρόντες καί τῆ νεφέλη πού είχαμε ἐκεῖ, ἔδω τώρα έχουμε τό δυνατό φύσημα τοϋ άνέμου.
Τό Ἂγιο Πνεῦμα κατέβηκε μέ τῆ μορφή γλωσσῶν, γία νᾷ καταδείξῃ τῆ συγγένειά Τοῦ μέ τό ζῶντα Λόγο, τό Χριστό, άλλά καί γία νᾷ διαβεβαιώσῃ ὅτι οἵ Ἀπόστολοι έπρόκειτο νᾷ διδάξουν καί νᾷ οδηγήσουν μέ τῆ γλῶσσα ὄλα τά ἔθνη. Οἵ γλώσσες ήταν πύρινες, ἐνδείξῃ τοϋ ὅτι ὅ Θεός εἷναι πῦρ καταναλίσκον καί καθαρτήριο. Οἵ γλώσσες φάνηκαν χωριστά πάνῳ ἀπ’ τόν καθένα γία νᾷ δειχθοϋν έτσι τά χαρίσματα τού Ἀγίου Πνεύματος, τά όποια μοιράζονται στόν καθένα. Κάποτε, πολύ παλιότερα, στήν έποχή τῆς πυργοποιίας στῇ Βαβέλ, τό Ἂγιο Πνεῦμα ὅλους ἐκείνους πού χρησιμοποιούσαν μία γλῶσσα, τούς χώρισε καί τούς οδήγησε στῇ σύγχυση μέ τῆ χρησιμοποίηση πολλῶν γλωσσῶν. ’Έτσι καί στούς Ἀποστόλους πού ήξεραν μία γλῶσσα, έδωσε τῆ δυνατότητα νᾷ γνωρίσουν πολλές, γία νᾷ μπορέσουν νᾷ συγκεντρώσουν ὅλους ἐκείνους πού μέ τό χωρισμό τῶν γλωσσῶν στῇ Βαβέλ σκορπίστηκαν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης. Ὅ έρχομός τοϋ Ἀγ. Πνεύματος έγινε μάλιστα ἡμέρα ἑορτῆς γία νᾷ εἷναι πολλοί ἄνθρωποι συγκεντρωμένοι, οἵ ὁποῖοι καί θα γνωστοποιήσουν τό γεγονός δοξάζοντας τό Θέο. ’Έγινε δέ ἤ ἐπιφοιτήσῃ τού Άγιου Πνεύματος κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, γιατί ἔπρεπε τήν ϊδια ἡμέρα νᾷ ξεχυθή πλούσια ἤ Χαρῇ Τοῦ. Ἒτσι έκανε κί ὅ Χριστός, ὅ Ὁποῖος στῇ διάρκεια τοϋ νομικοῦ Πάσχα παρέδωσε στούς Μαθητές Τοῦ τό δικό Τοῦ Πάσχα, τό άληθινό.
Τό Ἂγιο Πνεῦμα δέν καθῖσε στό στόμα, άλλά στά κεφάλια τῶν ’Ἀποστόλων, γιατί μέ τόν τρόπο αύτό περιέλαβε (καί περιέβαλε) τό ηγεμονικό τοϋ άνθρώπου, καί τό πιό σπουδαίο μέρος τοῦ σώματος καί τόν ίδιο τό νοῦ, ἀπ’ τόν όποιο ἤ γλῶσσα παίρνει τό λόγο. Ἄκομα θα μπορούσαμε κί αλλιώς νᾷ τό έξηγήσουμε· ’Ἐπειδή ἤ χειροτονία γίνεται στήν κεφαλή τού χειροτονουμένου, έτσι καί τό Ἂγιο Πνεῦμα χειροτονεῖ τούς ἀποστόλους στό κεφάλι, καί ὦς γλῶσσα διακηρύττει ὅτι ἀπό τώρα αὐτοί θα εἷναι διδάσκαλοι ὅλης τῆς οἰκουμένης.
’Ἐπίσης προχωρώντας στήν ἀναλύσῃ τῶν συμβάντων τῆς Πεντηκοστῆς βλέπουμε νᾷ ὑπάρχει ὅ «ἦχος» καί ἤ «φωτιά», πού ἤ παρουσία τούς ήταν έντονη στό ὄρος Σινᾶ, ὅταν οἵ Ἑβραῖοι έλαβαν τό Νόμο. Αύτό έγινε γία νᾷ ἐπιβεβαιωθῇ ὅτι καί τότε καί τώρα τό Ἂγιο Πνεῦμα εἷναι τό ’ίδιο τό Ὀποίο νομοθετεῖ καί ὁρίζει τά πάντα. Ἀκόμη βλέπουμε ὅτι δημιουργήθηκε σύγχυση ἀνάμεσα στό πλῆθος, ὅταν άκούστηκε σάν νᾷ φυσούσε ξαφνικά δυνατός ἄνεμος. Αύτό τούς ἔκαμε ὅλους νᾷ νομίσουν ὅτι ἔφθασε ἤ ὤρα νᾷ έκπληρωθοϋν ὄλα ὅσα τούς εἶχε προαναγγείλει ὅ Χριστός γία τό τέλος καί τήν καταστροφῇ τού κόσμου. ’Ἀκόμη χρειάζεται νᾷ προσέξουμε, ὅτι εἶπε «ώσεί» πυρός, δηλ. «σάν φωτιά», γία νᾷ μή θεωρήσῃ κανείς άκούγοντας αύτά, ὅτι ὑπάρχει κάτι ύλικό στό “Αγιο Πνεῦμα.
Κατηγορήθηκαν ἐπίσης οἱ ἀπόστολοι ὅτι ήταν μεθυσμένοι. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ὅμως μίλησε ἐνώπιον τού λαοῦ καί εἶπε ὅτι κάτι τέτοιο εἷναι ψέμα, έξηγώντας ὅτι αύτό πού έγινε, εἷναι ἐκεῖνο πού γράφει στήν προφητεία τοῦ ὅ Προφήτης Ίωήλ. Κί αύτό εἶχε σάν ἀποτέλεσμα νᾷ πιστέψουν στό Χριστό τρεῖς χιλιάδες ἄνθρωποι Τό Ἂγιο Πνεῦμα ὀνομάζεται καί Παράκλητος ^Παρηγορητής), γιατί μπορεί νᾷ μᾷς παρηγορεϊ καί νᾷ μᾷς δίνει ἀναψυχή. ’Ἀλλά κί ὅ Χριστός ὀνομάζεται Παράκλητος (=Παρηγορητής). ’Ἔφυγε, λοιπόν, ὅ Χριστός κί ἦλθε ἄλλος Παράκλητος γία μᾷς, τό Ἂγιο Πνεῦμα. Δηλαδή ἔφυγε ὅ Παράκλητος (Παρηγορητής) Ἰησοῦς Χριστός καί ἀντί γι’ Αύτόν πήραμε ἄλλον Παράκλητο τό Ἄγιο Πνεῦμα. Τόν Παράκλητο Ἄγιο Πνεῦμα τόν έχουμε διά τού Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅ Χριστός μᾷς Τόν ἔστειλε. Ἐπίσης ὀνομάζεται Παράκλητος, ἐπειδή μεσιτεύει γία μᾷς πρός τό Θέο με στεναγμούς πού δε μπορούν νᾷ ἑκφραστοῦν μέ λέξεις, εἷναι φιλάνθρωπο (άγαπά τούς ἀνθρώπους) καί ένδιαφέρεται γία μᾷς, ἀκριβῶς ὅπως κί ὅ Χριστός. Γι’ αύτόν ἀκριβῶς τό λόγο καί ὀνομάζεται «’Ἄλλος Παράκλητος». Καί λέει ὅ ’Ἀπόστολος· «’Έχουμε Παράκλητο (=μεσίτῃ, συνήγορο) κοντά στόν Πατέρα, τόν ’Ιησού». ’Ὀνομάζεται δέ «’Ἄλλος» τό Άγιο Πνεῦμα, ἐπειδή εἷναι όμοούσιο μέ τόν Πατέρα καί τόν Υιό. Δηλαδή τό «ἄλλος» καί «ἄλλος» λέγεται γία ὁμοούσια καί ὁμοφυῆ, ένώ oi λέξεις «ἄλλο» καί «ἄλλο» χρησιμοποιούνται γία διαφορετικῆς φύσεως πράγματα.
Τό “Αγιο Πνεῦμα ὑπάρχει μέσα στόν Πατέρα καί στόν Υιό καθ’ ὄλα. Δημιουργεῖ τά πάντα μέ τόν Πατέρα καί μέ τόν Υίό. Μαζί μέ τόν Πατέρα καί τόν Υίό θα κάνει τήν Ἀναστάσῃ, πού θα γίνει στῇ μέλλουσα ζωή. Τό Ἂγιο Πνεῦμα κάνει ὅτι θέλει- Ἁγιάζει, ἀφορίζει, ἀνανεώνει, ἀποστέλλει, δίδει σοφία, χρίει τούς προφήτες. Μέ ἄλλα λόγια κάνει τά πάντα, γιατί εἷναι αύτεξούσιο, παντοδύναμο, άγαθό, εύθές, ἡγεμονικό. ’Ἀπ’ Αύτό προέρχεται κάθε σοφία, ζωή, κινήσῃ καί κάθε τι τό όποϊο ἔχει άγιωσύνη καί ζωή. Με συντομία, λοιπόν, θα λέγαμε πώς ὅτι ἔχει ὅ Πατήρ καί ὅ Υἱός, αύτά ἔχει καί τό Ἂγιο Πνεῦμα. Τό μόνο διαφορετικό πού ἔχουν εἷναι ὅτι ὅ Πατήρ εἷναι ἀγέννητος, ὅ Υἱός γεννητός κί Αύτό ἐκπορεύεται ἀπ’ τόν Πατέρα.
Ὅταν ἦλθε τό Ἂγιο Πνεῦμα, ὅ κόσμος πλημμύρισε ἀπ’ τά χαρίσματα Τοῦ. Ὄλα τά ἔθνη δι’ Αύτοΰ οδηγήθηκαν στῇ γνώσῃ τού Θεοῦ καί κάθε άσθένεια κί άδυναμία διώχθηκε μακρυά.
Τό “Αγιο Πνεῦμα δόθηκε τρεῖς φορές μέ διαφορετικό τρόπο ἀπ’ τό Χριστό στούς Μαθητές Τοῦ. Τήν πρώτη φορά πρίν ἀπ’ τό Πάθος Τοῦ, άλλά πολύ άμυδρά. Πάλι, μετά τήν Ἀναστάσῃ Τοῦ ὅ Χριστός μέ ἐμφύσημα εἶπε στούς Μαθητές Τοῦ πιό καθαρά· «Λάβετε Πνεῦμα “Ἅγιον…». Καί τώρα ξεκάθαρα καί ολοφάνερα τούς ἔστειλε τό Ἂγιο Πνεῦμα. ’Ἤ γία νᾷ τό πούμε καλύτερα, Αύτό, τό “Αγιο Πνεῦμα κατέβηκε, φωτίζοντας πιό τέλεια καί ἁγιάζοντας τούς Ἀποστόλους καί μέσῳ αύτών έκανε δική Τοῦ ὁλοκληρῇ πραγματικά τήν οἰκουμένη!
Τῆ ἐπιφοιτήσει τού Ἀγίου Πνεύματος, πρεσβείαις τῶν Ἀποστόλων σου, Χριστέ ὅ Θεός, έλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Τι γιορτάζουμε και πότε τις γιορτές της Παναγίας

Ακίνητες Θεομητορικές Εορτές 

Τῆ Ἡ’ τοῦ αὐτοῦ μηνός, τό Γενέθλιον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας.

Ὁ πατέρας τῆς Θεοτόκου καταγόταν ἀπό βασιλική οἰκογένεια. Ήταν ἀπόγονος τοϋ Δαβίδ δηλαδή καταγόταν ἀπό τῆ φυλή τοῦ Ἰούδα. Τόν βασάνιζε ὅμως τό πρόβλημα τῆς ἀτεκνίας παρ’ ὅλον ὅτι πρόσφερε, σάν πλούσιος καί εὐλαβής πού ήταν διπλά δῶρα ὦς θυσία στόν Θέο γία τήν ἀπόκτηση τέκνου. Μή βλέποντας λύσῃ στό πρόβλημα τῆς ἀτεκνίας πληγώθηκε πραγματικά στήν καρδιᾷ τοῦ. Ἕξ αἰτίας αὐτοῦ ἤ μέν γυναῖκα τοῦ Ἄννα πηγέ μέσα στόν κήπο, αύτός δέ άνέβηκε στό βουνό καί ἐκεῖ μέ δάκρυα παρακαλοῦσαν τόν Θέο νᾷ τούς χαρίσῃ ἔνα παιδί καί νᾷ λύσῃ τήν ἀτεκνία τούς. Κί ὅ Θεός τούς έδωσε παιδί Ἂγιο τήν Ύπεραγία Θεοτόκο.
Στῇ συνέχεια θα σάς διηγηθῶ λεπτομερῶς τά σχετικά μέ τούς προγόνους καί τούς ἀπογόνους τῆς ’Άννας.

Ὅ Ματθάν ήταν εἰκοστός τρίτος ἀπόγονος ἀπό τό γένος τοῦ Δαβίδκαί τοϋ Σολομῶντα. Αύτός νυμφεύθηκε τήν Μαρία ἀπό τήν φυλή τοῦ Ἰούδα. Τό ζευγάρι αὑτό απόκτησε ἔνα γίο τόν Ιακώβ ὅ ὁποῖος ήταν πατέρας τοῦ Ιωσήφ τοῦ ξυλουργοῦ (πού ἐμνηστεύθη τήν Θεοτόκο) καί τρεῖς θυγατέρες τήν Μαρία, τήν Σωβή καί τήν Ἄννα. Ἤ Μαρία αὑτῇ γέννησε τήν Σαλώμη τήν μαίᾳ (μαμή). Ἤ Σωβή γέννησε τήν Ιλισάβετ (τήν μητέρα τοϋ Προδρόμου) καί ἤ Ἄννα γέννησε τήν Θεοτόκο. “Ετσι ἤ Θεοτόκος εἷναι έγγονή τοϋ Ματθάν καί τῆς γυναῖκας τοῦ Μαρίας, ἐπίσης ἤ Ιλισάβετ καί ἤ Σαλώμη ήταν άνηψιές τῆς Ἂννας καί πρώτες ἐξαδέλφες τῆς Θεοτόκου.

Τἡ ΚΗ’ τοῦ μηνάς’Οκτωβρίου τήν ἀνάμνησιν ἑορτάζομεν τῆς Σκεπῇς τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, τῆς πάντοτε καί κατ’ έξαίρετον τρόπον σκεπούσης τό εὐσεβές ἡμῶν ἔθνος, ὦς πάλαι έσκεπε τήν Βασιλίδα τῶν πόλεων.

Κάποτε πού γινόταν ἀγρυπνία στήν ἅγια Σορό πού βρισκόταν στό ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν, πηγέ ἐκεῖ καί ὅ μακάριος Ἀνδρέας ὅ διά Χριστόν σαλός κάνοντας κατά τήν συνήθειά τοῦ. Μαζί τοῦ ήταν ὅ μαθητής τοῦ Ἐπιφάνιος καί ἔνας ὑπηρέτης τοῦ Ἐπιφανίου. Ὅ Ἐπιφάνιος εἶχε φιλακόλουθο ζήλο καί καθόταν στήν ἀγρυπνία ἄλλοτε μέχρι τά μεσάνυχτα καί ἄλλοτε μέχρι τό πρωί ἀνάλογα με τό κουράγιο τοῦ. Κατά τήν τέταρτη ὤρα τῆς νύχτας βλέπει ὅ μακάριος Ἀνδρέας μέ τά μάτια τοῦ -ὀχί σέ ὅραμα- τήν Παναγία μεγαλοπρεπέστατη νᾷ μπαίνη στόν ιερό ναό ἀπό τις βασιλικές πύλες ακολουθούμενη ἀπό μιᾷ φοβερή συνοδεία. Δίπλα τῆς βάδιζαν ὅ τίμιος Πρόδρομος καί ὅ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὅ υἱός τῆς Βροντῆς. Οἵ δύο τούς ήταν ἔνας ἀπό τά δεξιά καί ἔνας ἀπό τά άριστερά καί τῆς κρατοῦσαν τά χέρια. Πολλοί ἅγιοι λευκοντυμένοι προπορεύονταν κί ἄλλοι ἀκολουθοῦσαν ψάλλοντας ὕμνους καί ώδές πνευματικές.
Ὅταν ἤ Θεοτόκος έφτασε κοντά στόν ἄμβωνα ὅ ὅσιος Ἀνδρέας πλησίασε τόν Έπιφάνιο καί τού εἶπε: Βλέπεις τήν Κυρία καί Δέσποινα τού κόσμου; Κί αύτός άπάντησε: Ναί! πατέρα μου πνευματικέ.
Τότε ἤ Κυρία Θεοτόκος γονάτισε μπροστά στά ἔκπληκτα μάτια τούς καί γία πολλή ὤρα προσευχόταν καί ἔβρεχε μέ δάκρυα τό θεοειδές καί άχραντο πρόσωπό τῆς. Ὅταν τελείωσε τήν προσευχῇ τῆς πλησίασε στό ιερό θυσιαστήριο κί ἐκεῖ προσευχήθηκε γία ὅλους ὅσοι ήταν παρόντες στήν άγρυπνία. Ὅταν τέλειωσε κί ἔδω τήν προσευχή τῆς έβγαλε ἀπό τό κεφάλι τῆς τό μαφόριο (τῆ σκέπη τῆς) πού άστραποβολούσε καί μέ μιᾷ σεμνοπρεπῆ κινήσῃ τῶν παναχράντων χερίων τῆς τό άπλωσε καί σκέπασε ὅλους τούς χριστιανούς πού συμμετείχαν στήν άγρυπνία. Έτσι απλωμένο πάνῳ ἀπ’ ὅλους τούς χριστιανούς τό ἐβλεπαν ὁΐ μακάριοι Ἀνδρέας καί Ἐπιφάνιος γία πολλή ὤρα κί ἀκτινοβολοῦσε τῆ δόξα τού Κυρίου σάν ήλεκτρο. Όσο βρισκόταν ἐκεῖ ἤ Ύπεραγία Θεοτόκος έβλεπαν καί τό μαφόριό τῆς πάνῳ ἀπό τούς χριστιανούς. Ὅταν ἤ Θεοτόκος ἔφυγε ἀπό ἐκεῖ δέν τό ξαναεΐδαν. Τό πηρέ ὁπωσδήποτε μαζί τῆς, άλλά άφησε τῆ χαρῇ τῆς σ’ ὅλους ὅσοι ήταν ἐκεῖ.
Ταῖς τῆς ἀχράντου Μητρός Σου πρεσβείαις, Χριστέ ὅ Θεός, έλέησον καί διαφύλαξον ἡμᾶς ἕξ ὁρατῶν καί ἀοράτων ἐχθρῶν καί σῶσον τάς ψυχάς ἡμῶν. Ἀμήν.

Τῆ ΚΑ’ τόν μηνός Νοεμβρίου, μνήμη τῆς ἔν τῷ Ναῶ Εἰσόδου τῆς Θεομήτορος

Ἡ εἴσοδος τῆς Θεομήτορος στό Ναό τοῦ Σολομῶντος δημιούργησε γία τούς εὐσεβείς χριστιανούς αύτή τῆ θαυμαστῇ καί παγκόσμια ἑορτή τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου. Τά πράγματα έγιναν ὦς έξης:

Ἤ πανύμνητη ’Ἄννα ἔβλεπε ὅτι πλησίαζε στό τέλος τῆς χωρίς νᾷ ἀποκτήση παιδί. Γία τό λόγο αύτό μαζί μέ τόν ένάρετο ἄνδρα τῆς τόν Ιωακείμ παρακαλοῦσε θερμά μέ νηστείες καί προσευχές τό Δεσπότῃ τῆς φύσεως νᾷ σπλαχνισθή τήν ἀτεκνία τῆς καί νᾷ τῆς χαρίσῃ ἔνα παιδί. Ύποσχέθηκε μάλιστα πώς ἄν ὅ Θεός ίκανοποιήση τό αἴτημα τῆς θα ἀφιερώσει τό παιδί αύτό στό Θέο. Μέ τήν χαρῇ τοῦ Θεοῦ ἔφερε στόν κόσμο τήν Παναγία Θεοτόκο Μαρία, αύτή πού έγινε ἤ πρόξενος τῆς σωτηρίας τοῦ γένους τῶν άνθρώπων, αύτή πού έγινε τό μέσο τῆς εἰρηνεύσεως τοῦ Θεοῦ πρός τούς άνθρώπους, τήν αἴτια τῆς ἀναδημιουργίας τού πεσόντος Ἀδάμ καί τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς θεώσεως τοῦ. Ὅταν, λοιπόν, ἤ κόρη αύτή ήταν στόν τρίτο χρόνο τῆς ἡλικίας τῆς τήν έφεραν οἵ γονεῖς τῆς, σύμφωνα μέ τήν ὐπόσχεση τῆς μητέρας, στό Ναό καί τήν παρέδωσαν στούς ἱερεῖς. Αὐτοί, κινούμενοι προφανῶς ἀπό τῆ θεία βουλῇ τήν έβαλαν στό πλέον άγιο μέρος στό εσωτερικό τού ναοῦ, στό Ἀγία τῶν Ἁγίων. Τήν έβαλαν κί ἔζησε δώδεκα χρόνια μόνη τῆς ἐκεῖ πού ήταν καθορισμένο νᾷ μπαίνη ὅ ἀρχιερέας μία φορά τόν χρόνο.
Ἐκεῖ στά ἄδυτα τοῦ ναοῦ ἔμενε μόνη τῆς μέρα καί νύχτα καί τρεφόταν διαρκῶς μέ ούράνια τροφή πού τῆς έφερνε παραδόξως ἅγιος ἄγγελος. Ἔμεινε μέχρις ὅτου ἔφθασε ὅ καιρός τοῦ θείου Εὐαγγελισμοῦ καί τῶν θείων μηνυμάτων πού μιλούσαν γία τῆ σαρκώσῃ τού Θεοΰ, ὅ ὁποῖος θα γινόταν ἄνθρωπος προκειμένου νᾷ σώσῃ τό γένος τῶν ἀνθρώπων πού βάδιζε στήν ἀπώλεια, Ἔδω, λοιπόν, περνούσε τόν χρόνο τῆς ζωῆς τῆς κί ἀξιωνόταν καθημερινά θείες φανερώσεις ἐνῶ θεῖος ἄγγελος, πού εἶχε ὁρισθῇ νᾷ ὑπηρετήσῃ αὑτῇ τήν ἀποστολή γία τήν δόξα τοῦ Θεοῦ τῆς έφερνε συνεχῶς ούράνια τροφή.
Σ’ Αύτόν άνήκει ἤ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις, ὅ Θεός, έλέησον ἤμας. Ἀμήν.

Τῆ Θ’ τοῦ μηνάς Δεκεμβρίου, ἤ Σύλληψις τῆς Ἀγίας ’Ἄννης, μητρός τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Ὁ Κύριος καί Θεός μᾷς, θέλοντας νᾷ ἑτοιμάσῃ ἂγιο οἰκοδόμημα καί ἒμψυχο ναό ὦς κατοικία γία τόν ἑαυτό Τοῦ, ἔστειλε τόν ἀγγελό Τοῦ πρός τό δίκαιο (ένάρετο) ζεῦγος τόν Ιωακείμ καί τήν ’Ἄννα, ἀπ’ τούς ὁποίους θέλησε νᾷ προέλθῃ ἤ κατά σάρκα μητέρα Τοῦ. Τούς προμήνυσε, λοιπόν, ὅτι θα συλλάβῃ ἤ πρώην ἄγονος καί στείρα “Ἄννα γία νᾷ βεβαιώσῃ τῆ δική Τοῦ γεννήσῃ ἀπό τήν ἅγια Παρθένο.
Ἒτσι λοιπόν συνελήφθη καί γεννήθηκε ἤ ‘Ἀγία Παρθένος Μαρία· ὀχί βέβαια σέ ἑπτά μῆνες ὅπως λένε μερικοί ἡ χωρίς σαρκική συνάφεια τῶν γονέων τῆς· γεννήθηκε σέ έννέα μῆνες. Καί ναί μέν ήταν καρπός τῆς ὑποσχέσεως τού Θεοῦ, ἀλλά έγινε μέ σπέρμα άνδρός μέ τῆ συνεύρεση τῶν γονέων τῆς. Μόνο ὅ κύριος μᾷς Ἰησοῦς Χριστός γεννήθηκε ἀπό τήν ‘Ἀγία Παρθένο Μαρία μέ τρόπο ἀνέκφραστο καί άνερμήνευτο, ὅπως ’Ἐκεῖνος Μόνος γνωρίζει, χωρίς νᾷ ύπάρχη τό σαρκικό θέλημα. Καί Αύτός, ὄντας τέλειος Θεός, πηρέ ὄλα τά χαρακτηριστικά τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως σέ τέλεια μορφή, ὅπως τῆ δημιούργησε καί τήν ἔπλασε στήν ἀρχή κατά τόν καιρό τῆς δημιουργίας.
Αύτή λοιπόν τήν ἡμέρα τήν πανηγυρίζουμε ἐπειδή μᾷς ὐπενθυμίζει τήν υπόσχεση τοῦ ἀγγέλου, πού ἔφερε τό χαρμόσυνο μήνυμα γία τῆ συλλήψῃ τῆς άγνής Θεομήτορος καί Ἀειπαρθένου Μαρίας. Αύτή τήν υπόσχεση τήν ἔκαμε πράξῃ ὅ Θεός, πού δημιούργησε τά σύμπαντα ἀπό τό μηδέν, καί ἀναζωογόνησε γία παιδοποιήσῃ τῆ στείρα μήτρα τῆς Ἂννας. ’Έτσι, αύτήν πού ἔζησε καί ἔφθασε χωρίς παιδιά στά γηρατεῖα τῆς, τήν ἔκαμε νᾷ άποκτήση τέκνο μέ τρόπο παράδοξο στά τέλη τῆς ζωῆς τῆς.
Τό τέκνο αύτό πού τῆς έδωσε ὅ Θεός ἢταν τό άντάξιο τέλος τῆς πολύχρονης καί δίκαιης προσευχῆς τοϋ ἐναρέτου ζευγαρίου τοϋ Ιωακείμ καί τῆς ’Άννας. Αύτός ὅ Θεός εὐδόκησε νᾷ ἀποκτήσουν αύτή τήν κόρη οἵ θεόφρονες γονεῖς τῆς καί νᾷ πάρει ὅ Ἴδιος σάρκα ἀπό αύτήν γία τῆ σωτηρία ὅλου τοϋ κόσμου. Καί βέβαια στό έργο αύτό τήν εἶχε ἐκλέξει ἀπ’ όλες τίς γυναῖκες ὅλων τῶν ἐποχῶν καί τήν εἶχε προορίσει γι’ αύτό πρίν ἀπ’ ὅλους τούς αἰῶνες.
Αύτή ἤ ἐκκλησιαστικῆ συνάξῃ πρός τιμήν τῆς Θεομήτορος τελεῖται στόν Πάνσεπτο Ναό τῆς Θεοτόκου πού ὑπάρχει στά Εύόρανα κοντά στήν ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησία.

Tη ΚΣΤ’ Δεκεμβρίου ἤ Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου. Περί τῆς εἰς Αἴγυπτον φυγῆς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Ὅταν ὅ Ἡρώδης πηρέ τήν ἀποφάσῃ νᾷ θανατωθούν ὄλα τά παιδιά τῆς περιοχῆς Βηθλεέμ ἀπό δύο χρόνων καί κάτω, ἐμφανίστηκε σε ὂνειρο στόν Ιωσήφ ’Ἄγγελος Κυρίου καί τοῦ εἶπε: «σήκω, πάρε τό Παιδί καί τήν μητέρα Τοῦ καί φύγε καί πήγαινε στήν Αίγυπτο καί μείνε έκε μέχρι νᾷ σοῦ πῶ πάλι τί θα κάνεις».
’Ἔφυγε, λοιπόν, καί πηγέ στήν Αίγυπτο ἤ Θεοτόκος μαζί μέ τό Θεῖο Βρέφος καί τόν Ιωσήφ ἀφ’ ἑνός μέν γία νᾷ ἐκπληρωθῇ ἤ προφητεία πού ἔλεγε· «κάλεσα τόν Υιό μου ἀπό τήν Αίγυπτο» καί ἀφ’ ἑτέρου γία νᾷ κλείσῃ τά στόματα τῶν αἱρετικῶν. Αύτό σημαίνει τό ἐξῇς: έάν δέν ἔφευγε θα συλλαμβανόταν τό Βρέφος καί ἤ θα φονευόταν, ὁπότε θα έμποδιζόταν ἤ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἤ, έάν σωζόταν γία νᾷ πραγματοποιηθή τό σχέδιο τῆς σωτηρίας, τότε πολλοί θα ισχυρίζονταν ὅτι ὅ Χριστός γεννήθηκε κατά φαντασίαν καί δέν πηρέ πραγματικά άνθρώπινη σάρκα. Διότι, θα έλεγαν, ἄν ήταν πραγματικά ἄνθρωπος (με σάρκα ὅπως ἐμεῖς) δέν μπορούσε παρά νᾷ θανατωθῇ με ξίφος, πρᾶγμα πού τό ισχυρίστηκαν μερικοί αἱρετικοί παρότι δέν στηρίχτηκαν σε συγκεκριμένα ἐπιχειρήματα.
Γι αύτούς, λοιπόν, τούς δύο λόγους ἔφυγε καί πηγέ στήν Αίγυπτο. Ἐπί πλέον ὅμως καί γία νᾷ συντρίψῃ τά εἴδωλα πού ήταν ἐκεῖ. Μέ τόν τρόπο αύτό, ἀποφεύγοντας, δηλαδή, τῆ σφαγή ἀπό τόν Ἡρώδη καί ἐπιστρέφοντας άργότερα, ἔμελλε νᾷ σώσῃ ὁλοκληρῇ τήν οἰκουμένη μέ τῆ Σταυρώσῃ Τοῦ.

Τῆ KE’ τοῦ μηνός Μαρτίου ὅ Εὐαγγελισμός τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας.

Ὁ φιλάνθρωπος καί ἐλεήμων Θεός, πού φροντίζει πάντοτε γία τό γένος τῶν άνθρώπων, βλέποντας σάν φιλόστοργος πατέρας τό πλάσμα τῶν χερίων Τοῦ νᾷ σκλαβώνεται κάθε μέρα καί νᾷ τυραννιέται ἀπό τό διάβολο, νᾷ ύποδουλώνεται στά πάθη τῆς ἀτιμίας καί νᾷ βρίσκεται στό ζυγό τῆς εἰδωλολατρείας, θέλησε νᾷ στείλῃ τόν Υιό Τοῦ τόν μονογενῆ, τόν Κύριό μᾷς Ἰησοῦ Χριστό, γία νᾷ τό ἐλευθερώσῃ ἀπό τά χέρια τοῦ διαβόλου. Ἐπειδή ὅμως θέλησε νᾷ μήν γίνῃ άντιληπτό τό Μυστήριο αΰτό ὀχί μόνο ἀπό τό διάβολο, άλλά κί ἀπ’ αύτές τις ἀγγελικές δυνάμεις, τό ἀνέθεσε σ’ έναν ἀπό τούς ἀρχαγγέλους τόν ένδοξο Γαβριήλ. Ταυτόχρονα φρόντισε ἀπό πρίν νᾷ γεννηθῇ καί νᾷ διαφυλαχθῇ ἂσπιλη καί όμόλυντη διά τού Ἀγίου Πνεύματος ἤ Ἀγία Παρθένος ὡς ἄξια γία ἔνα τέτοιο μεγάλο καλό. Ἕξι μῆνες μετά τήν συλλήψῃ τού τιμίου Προδρόμου ὅ Θεός ἔστειλε τόν αρχάγγελο Γαβριήλ στήν πολῇ Ναζαρέτ τῆς Γαλιλαῖος πρός τήν Παρθένο Μαρία. Ἤ Παρθένος Μαρία εἶχε βγεῖ ἀπό τό Ναό τέλεια κόρη πλέον, πρίν ἀπό τέσσερις μῆνες, ὅπως λέει ἤ παράδοση τῶν πατέρων, καί ήταν ἀρραβωνιασμένη μέ τόν Ιωσήφ. Ἦλθε λοιπόν ὅ ’Ἄγγελος στῇ Ναζαρέτ καί τῆς λέει* Χαῖρε έσύ πού εἷσαι γεμάτη ἀπ’ όλες τίς χάρες (ἀπ’ ὄλῃ τῆ χαρῇ)* ὅ Κύριος εἷναι μαζί σου. Εύλογημένη εἷσαι σύ ἀνάμεσα στις γυναῖκες… Θα μείνεις ἔγκυος καί θα γεννήσεις Υιό καί θα τόν ὀνομάσεις Ἰησοῦ. Αύτός θα εἷναι μέγας καί θα ονομαστεί Υἱός τού Ύψίστου. Κί αύτή εἶπε* Πώς εἷναι δυνατόν νᾷ γίνῃ αὑτό σέ μένα; Κί αύτός άπάντησε* Θα ἔλθῃ σ’ έσένα τό Ἂγιο Πνεῦμα καί θα σέ σκεπάσῃ ἤ Δύναμη τού Ὑψίστου. Καί έκείνη άπάντησε· Εἷμαι δούλη τού Κυρίου προθυμῇ, ἆς γίνῃ σ’ ἕμενα σύμφωνα μέ τόν λόγο σου. Καί τότε ταυτόχρονα μέ τόν λόγο τού ἀγγέλου καί τό δικό τῆς συνέλαβε στήν ἂχραντη μήτρα τῆς ὑπερφυσικῶς τόν Υιό καί Λόγο τού Θεοῦ τού Ὑψίστου, πού εἷναι καί ἤ ἐνυπόστατη Σοφία Τοῦ καί δύναμη, μέ τήν ἐπισκιάσῃ Τοῦ καί μέ τόν έρχομό τού Άγιου Πνεύματος. Ἤ μακαρία Παρθένος Μαριάμ, λοιπόν, ἔχοντας μέσα στά σπλάγχνα τῆς Αύτόν πού δέν Τόν χωράει τό σύμπαν, ἔφυγε βιαστικά ἀπό τήν Ναζαρέτ γία κάποια πολῇ στά ὀρεινά τῆς Ἰουδαίας, ὅπου κατοικούσε τό εύλογημένο άνδρόγυνο ὅ Ζαχαρίας καί ἤ ’Ελισάβετ. Σκοπός τῆς ήταν νᾷ βρή τήν Ελισάβετ, πού ήταν συγγενής τῆς, καί νᾷ τῆ συγχαρῇ γία τήν έγκυμοσύνη τῆς γεροντικῆς τῆς ἡλικίας, τήν
όποια πληροφορήθηκε ἀπό τόν άγγελο. Περισσότερο ὅμως γία νᾷ τῆς διηγηθῇ τά μεγάλα καί θαυμαστά πού εὐδόκησε καί ἔκαμε σ’ αύτήν ὅ παντοδύναμος Θεός. Ἤ Ελισάβετ μόλις ακούσε τό χαιρετισμό τῆς Παρθένου αίσθάνθηκε ὅτι τό εξάμηνο βρέφος στά σπλάγχνα τῆς σκίρτησε ἀπό χαρά μέσα στην κοιλιά τῆς. Καί μέ τό σκίρτημα αὑτό, πρίν ἄκομα ἴδει τό φώς τῆς ζωῆς, προφητεύει τήν ἀνατολή τού νοητοῦ Ήλιου (τού Χριστοῦ). ’Ἀμέσως τότε ἤ γερόντισσα Ελισάβετ, μέ τό φωτισμό τού Ἀγίου Πνεύματος, άναγνώρισε τήν Παρθένο Μαριάμ σάν μητέρα τού Κυρίου καί Θεοῦ μᾷς καί δοξολόγησε μεγαλόφωνα τό Χριστό πού ἔφερε στά σπλάγχνα τῆς. Καί ἤ Παρθένος Μαρία πλημμυρισμένη ἀπό τήν άγαλλίαση πού τῆς έδωσε τό “Αγιο Πνεῦμα, ἔψαλλε τήν ώδή τῆς Θεοτόκου πού ὑπάρχει στήν Καινή Διαθήκη καί ἀναφέρει τά ἐξῇς: «Δοξάζει ἤ ψυχή μου τόν Κύριο καί εὐφραίνεται τό πνεῦμα μου γία τόν Θέο καί Σωτῆρα μου…» (Λουκ. ἀ, 39-55). Ἀπό τότε πραγματοποιήθηκε τό μυστήριο τῆς οἰκονομίας τού Θεοῦ Λόγου γία τήν δική μᾷς σωτηρία καί ἀπολυτρώσῃ.

Tην B’ τοῦ μηνός Ἰουλίου, μνήμην ποιούμεθα τῆς ἔν τῆ ἀγία σορῷ καταθέσεως τῆς τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἔν Βλαχέρναις ἐπί Λέοντος τοϋ Μεγάλου καί Βηρίνης τῆς αὑτοῦ γυναικός.

Δύο ἀδέλφια πατρίκιοι ὅ Γάλβιος καί ὅ Κάνδιδος πηγαίνοντας νᾷ προσκυνήσουν στά Ἱεροσόλυμα ἔφθασαν στην Παλαιστίνη. “Ὅταν ἔφθασαν στά μέρη τῆς Γαλιλαῖος συναντῆσαν μία γυναῖκα έβραία πού εἶχε στό σπίτι τῆς, μέσα σέ ειδικό κιβώτιο, καί τιμούσε τήν τίμια ἐσθῆτα (φόρεμα) τῆς Θεοτόκου. Ἀφοῦ βεβαίως προσκυνῆσαν τήν τίμια ἐσθῆτα έβαλαν σκοπό τούς νᾷ τήν πάρουν καί νᾷ τῆ φέρουν στήν Κωνσταντινούπολη.
Γία νᾷ ολοκληρώσουν τό προσκύνημα τούς ταξίδεψαν στῇ συνέχεια μέχρι τά Ἱεροσόλυμα καί προσκυνῆσαν ὅλους τούς ‘Ἁγίους Τόπους. Κατόπιν έφτιαξαν μία σορό (θήκη, κιβώτιο) ὅμοια με ἐκείνη πού περιεῖχε τήν τίμια ἐσθῆτα καί ἐπιστρέφοντας περᾶσαν ἀπό τό σπίτι τῆς ἑβραίας. ἐκεῖ βρήκαν τήν εύκαιρία καί πήραν τῆ σορό πού περιεῖχε τήν τίμια Ἐσθῆτα κί ἒβαλαν στῇ θέση τῆς αύτή πού είχαν φτιάξει, χωρίς νᾷ τό ἀντιληφθῇ ἤ ίδιοκτήτρια. Πήραν, λοιπόν, τήν ἅγια σορό με τήν τίμια Ἐσθῆτα κί έφυγαν.
Ὅταν ἔφθασαν στήν Κωνσταντινούπολη πήγαν στήν περιοχή τούς, πού ονομαζόταν Βλαχέρνες, καί προσπάθησαν νᾷ κρύψουν τόν πολύτιμο θησαυρό. Τελικά ὅμως δέ μπορούσαν καί τό ἀνακοινῶσαν στόν αὐτοκράτορα. Ὅταν ἐκεῖνος ακούσε τήν ἀφίξῃ τέτοιου θησαυροῦ έτρεξε, άσπάστηκε τό ιερό ἐκεῖνο ἔνδυμα καί γέμισε ἀπό άνέκφραστη χαρά.
Στήν περιοχή έκείνη τῶν Βλαχερνῶν ὅ αὐτοκράτορας οικοδόμησε ναό καί ἔβαλε μέσα τήν ἅγια Σορό μέ τήν τίμια Ἐσθῆτα. Ἐκεῖ βρίσκεται μέχρι σήμερα αύτή ἤ ἅγια Σορός καί εἷναι φυλακτήριο γία τήν πολῇ καί διώχνει τις άρρώστειες καί τούς ἐχθρούς.

Τῆ IE’ τοῦ μηνός Αὐγούστου μνήμη τῆς πανσέπτου Μεταστάσεως τῆς ὑπερενδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας.

Ὅταν ὅ Κύριος μᾷς Ἰησοῦς Χριστός αποφάσισε νᾷ πᾷρη κοντά Τοῦ στῇ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν τήν παναγία Μητέρα Τοῦ, μέ ἂγγελο, τρεῖς μέρες νωρίτερα, τῆς γνωστοποίησε τῆ μεταστάσῃ τῆς. Παρουσιάστηκε λοιπόν σ’ αύτήν ὅ ἄγγελος καί τῆς εἶπε: «Εἷναι καιρός, λέει ὅ Υἱός σου, νᾷ παραλάβω πλησίον Μου τήν μητέρα Μου. Δέξου μέ χαρά καί εὐφροσύνη αύτό τό λόγο καί μή ταραχθῇς καθόλου διότι πρόκειται νᾷ μεταβῇς πρός τήν ἀθάνατη ζωή».
Τότε ἐκείνη πλημμυρισμένη ἀπό τῆ χαρά τῆς μεταστάσεως πρός τόν Υιό τῆς άνέβηκε βιαστικά στό δρος τῶν Έλαιών γία νᾷ προσευχηθή, ήταν ἄλλωστε κάτι πού τό έκανε πολύ συχνά. Συνέβη ὅμως (αύτή τῆ φορά) νᾷ γίνῃ κάτι παράδοξο. Τά διάφορα φυτά τοϋ ὄρους, σάν νᾷ ήταν ἄνθρωποι ύπηρέτες, τῆς έκαναν υπόκλιση ὅπου περνούσε καί άπέδιδαν ἰόν προσήκοντα σεβασμό στῇ Μητέρα τού Θεοῦ.
Μετά τήν προσευχή τῆς στό ὄρος τῶν Έλαιών ἤ παρθένος Μαρία ἐπέστρεψε στό σπίτι τῆς· ἀμέσως τότε τό οἰκοδόμημα σείσθηκε ολόκληρο. ’Ἔκαμε μεγάλη φωτοχυσία καί ευχαρίστησε τό Θέο μέ θερμές προσευχές, ένώ συγχρόνως, κάλεσε κοντά τῆς τούς συγγενεῖς καί τούς γείτονες. Σάρωσε καί τακτοποίησε όλο τό σπίτι τῆς καί ἐπί πλέον ετοίμασε τό νεκρικό κρεββάτι τῆς καί ὄλα τά σχετικά μέ τήν ταφή. Στῇ συνέχεια γνωστοποίησε στούς συγγενεῖς καί στούς γείτονες ὅσα τῆς εἶπε ὅ ἄγγελος γία τήν μεταστάσῃ τῆς στούς οὐρανούς. Γία νᾷ κάνη πιό ἀξιόπιστα τά λόγια τῆς τούς ἔδειξε τό νικητήριο σύμβολο πού τῆς έδωσε ὅ ἄγγελος, τό όποιο ήταν ἔνα κλαδί ἀπό φοίνικα. Οἵ γυναῖκες πού συγκεντρώθηκαν ὅταν ακόυσαν αύτά πνίγηκαν στό κλᾶμα καί θρηνοῦσαν μέ φωνές σπαρακτικές. Σέ κάποια στιγμή σταμάτησαν τό θρήνο καί παρακαλοῦσαν τήν Παρθένο νᾷ μήν τις ἀφήσῃ ορφανές. Αύτή τις διαβεβαίωνε ὅτι ἔπειτα ἀπό τῆ μεταστάσῃ τῆς θα ἐπιβλέπει καί θα προστατεύει ὀχί μόνο αύτές, άλλά καί όλο τόν κόσμο. ’Έτσι μέ τά παρηγορητικά τῆς λόγια μετρίαζε τήν ὑπερβολική τούς λύπη. ’Ἔπειτα άφησε παραγγελία γία τούς δύο χιτῶνες τῆς. ’Έδωσε, δηλαδή, ἐντολή νᾷ πάρουν ἀπό έναν οἵ δύο φτωχές χῆρες πού ήταν γνωστές καί βρίσκονταν συνέχεια κοντά τῆς ένώ ἤ ἴδια φρόντιζε γία τήν καθημερινῇ διατροφή τούς.
Καθώς, λοιπόν, αύτή τακτοποιούσε ὅσα άναφέραμε καί έδινε τίς σχετικές έντολές άκούστηκε ξαφνικά ἔνας ἦχος δυνατῆς βροντῆς. Συγκεντρώθηκαν πολλά σύνεφα καί έφεραν τούς μαθητές τοΰ Χριστοῦ διά μιᾶς στό σπίτι τῆς Θεομήτορος ἁρπάζοντας τούς ἀπό τά πέρατα τοΰ κόσμου ὅπου ὅ καθένας κήρυττε τό Εύαγγέλιο τοΰ Χριστοῦ. Μαζί με αὑτούς ήταν καί οἵ θεόσοφοι ιεράρχες Διονύσιος ὅ ’Ἀρεοπαγίτης, ὅ Ἱερόθεος καί ὅ Ἀπόστολος Τιμόθεος. Αὐτοί, λοιπόν, ὅταν έμαθαν τήν αἴτια τῆς άπρόσμενης παρουσίας τούς άπευθύνθηκαν πρός τῆ Θεοτόκο καί τῆς είπαν: «Δέσποινα, όσο ήσουνα μαζί μᾷς στόν κόσμο, σέ βλέπαμε καί ἀντλούσαμε παρηγοριά, γιατί ήταν σά νᾷ βλέπαμε τό Δεσπότῃ καί διδάσκαλό μᾷς. Τώρα πώς θα ύπομείνουμε αύτή τῆ στερήσῃ καί τήν ἀναχωρήσῃ ἀπό τήν παροῦσα ζωή; Βέβαια χαιρόμαστε γία τῆ μεταστάσῃ σου μέ τό θέλημα τοΰ Υἱοῦ καί Θεοῦ Σου καί γία ὅσα εὐχάριστα γίνονται σ’ έσένα». Καί λέγοντας αύτά κυλούσαν δάκρυα άσταμάτητα ἀπ’ τά μάτια τούς. Κί αύτή τούς άπάντησε: «’Αγαπημένοι μαθητές τοῦ παιδίου μου καί Θεοῦ, μή, σάς παρακαλῶ, μή μετατρέψετε σέ πένθος τῆ χαρά μου- ένταφιάστε, σάς παρακαλῶ, τό σῶμα μου ὅπως θα τό τακτοποιήσω ἐγώ στό νεκρικό κρεββάτι».
Ὅταν ἤ Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ τελείωσε τά λόγια αύτά, ἔφθασε καί ὅ θεσπέσιος Παύλος, τό σκεῦος τῆς έκλογής, ὅ ὁποῖος ἔπεσε στά πόδια τῆς Θεομήτορος καί προσκύνησε καί ἂνοιξε τό στόμα τοῦ κί άρχισε νᾷ τήν ἐγκωμιάζει λέγοντας: «Χαῖρε μητέρα τῆς ζωῆς, έσύ πού εἷσαι τό ἀντικείμενο τοΰ κηρύγματος μου. Διότι παρότι δέν είδα τό Χριστό, βλέποντας έσένα νόμιζα πώς έβλεπα ’Ἐκεῖνον».
’Ἔπειτα ἤ Παρθένος τούς κάλεσε ὅλους καί τούς ἀποχαιρέτησε. Ξάπλωσε στῇ συνέχεια στήν κλίνη τῆς καί τακτοποίησε ιό πανάχραντο σῶμα τῆς ὅπως ἀκριβῶς ἤθελε. Στῇ συνέχεια ἔκαμε προσευχές καί δεήσεις γία τῆ στηρίξῃ καί τήν εἰρήνη ὅλου τοϋ κόσμου, εὐλόγησε τούς παρισταμένους καί ἀφοῦ ἔκαμε ὄλα αὑτά άφησε τό πνεῦμα τῆς στά χέρια τοϋ Υἱοῦ καί Θεοῦ τῆς.
Τότε ὅ Πέτρος άρχισε πρῶτος νᾷ ψάλλῃ τούς ἐπικηδείους ὕμνους. Οἱ ὑπόλοιποι ἀπόστολοι σήκωσαν τό νεκρικό κρεββάτι κί ἄλλοι μέν προπορεύονταν μέ λαμπάδες καί ψαλμωδίες ἄλλοι δέ ἀκολουθοῦσαν τό θεοδόχο ἐκεῖνο σῶμα οδηγώντας τό πρός τό μνῆμα. Κατά τήν ὤρα τῆς ἱερής ἐκείνης πομπῆς πρός τόν έτοιμασμένο τόπο τῆς ταφῆς ἀκούγονταν ἄγγελοι πού ὑμνοῦσαν καί οἵ έξαίσιες υμνωδίες τούς γέμιζαν τόν ἀέρα.
Οἵ ἄρχοντες ὅμως τῶν Ἰουδαίων δέν άνέχονταν νᾷ βλέπουν καί Ν’ ἀκοῦνε ὄλα αύτά τά ἐξαίσια καί γι’ αὑτό ξεσήκωσαν μερικούς μέσα ἀπό τόν όχλο καί τούς ἔπεισαν νᾷ προσπαθήσουν νᾷ ρίξουν ἀπό τά χέρια τῶν άποστόλων τό φέρετρο πάνῳ στό οποίο εἶχε τοποθετηθεί τό ζωαρχικό σῶμα καί νᾷ τό πετάξουν κάτω στῇ γῆ. Ὅμως ὅλους αύτούς πού τολμῆσαν κάτι τέτοιο τούς πρόφθασε ἤ θεία δίκη καί τούς τιμώρησε μέ τυφλώσῃ τῶν ματιῶν τούς κί έτσι δέν μπόρεσαν νᾷ έπιτύχουν τόν άνόσιο σκοπό τούς. “Εναν μάλιστα ἀπ’ αύτούς, πού ρίχτηκε πιό ὁρμητικά ἀπ’ ὅλους κί άκούμπησε τήν ἱερή ἐκείνη κλίνη τοϋ ἔκοψε καί τά χέρια. Αὑτός, λοιπόν, ἔμεινε θέαμα έλεεινό καί άξιο γία λυπήσῃ ἀπ’ ὅλους, γιατί τά αὐθάδη χέρια τοῦ τά ἔκοψε ἤ θεία δίκη καί ἔμειναν κρεμασμένα πάνῳ στό φέρετρο μέχρι πού πίστεψε μ’ ὄλῃ τοῦ τήν ψυχή ὁπότε ἐπῆλθε καί ἤ θεραπεία τοῦ. Τό ιδιο συνέβη καί μέ ὅσους τυφλώθηκαν. Αὐτοί ἀπό τῆ στιγμή πού πίστεψαν καί δέχτηκαν έπάνω τούς ἔνα τεμάχιο ἀπό τό σάβανο τού νεκρικοῦ ἐκείνου κρεββατιοῦ άπόκτησαν τήν ύγεία τούς.
Οἵ ἀπόστολοι ὅταν έφτασαν στήν τοποθεσία πού λέγεται Γεθσημανή τοποθέτησαν στό μνῆμα τό ζωαρχικό ἐκεῖνο σῶμα κί ἔμειναν ἐκεῖ γία τρεῖς μέρες άκούγοντας ἀγγελικές φωνές πού έψαλλαν ἀκατάπαυστα.
Κατά θεία οἰκονομία ἔνας ἀπό τούς ἀποστόλους δέν ήταν παρών στήν κηδεία τού ζωαρχικοῦ σώματος. Ἔφθασε τήν τρίτη μέρα κί ὅταν ἔμαθε ὄλα τά σχετικά ήταν καταστενοχωρημένος διότι δέν ἀξιώθηκε κί αύτός νᾷ παρευρεθή καί νᾷ συμμετάσχη σ’ ὄλα ὅπως οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι. Τότε μέ κοινή ἀποφάσῃ συμφωνῆσαν ὅλοι νᾷ ἀνοίξουν τόν πανάγιο ἐκεῖνο τάφο γία νᾷ προσκυνήσῃ κί ἐκεῖνος τό πανάμωμο σκήνωμα τῆς Θεοτόκου. Τόν ἀνοῖξαν κί ἔμειναν ὅλοι ἔκπληκτοι, διότι βρήκαν τόν τάφο ἀδειανό παρότι ήταν παρόντες ἐκεῖ, ὦς φύλακες καί τις τρεῖς ημέρες. Στόν τάφο εἶχε μείνει μόνο ἤ σινδόνη (τό σάβανο) ὦς παρηγοριά γία ὅλους τούς πιστούς, άλλά καί ὦς άψευδής μαρτυρία γία τῆ μετάθεση αύτή.
Αύτός ὅ τάφος πού ήταν λαξευμένος μέσα στήν πέτρα, έτσι φαίνεται καί προσκυνεῖται μέχρι σήμερα στῇ Γεθσημανή κενός ἀπό τό σῶμα, γία νᾷ τιμᾶται καί νᾷ δοξάζεται ἤ Ύπερευλογημένη Δέσποινα μᾷς Μαρία, ἤ Θεοτόκος καί Ἀειπάρθενος.
Της ταῖς ἁγίαις πρεσβείαις, ὅ Θεός έλέησον καί σῶσον ἤμας ὦς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος.

Τῆ ΛΑ τοῦ αὐτοῦ μηνάς Αὐγούστου, ἀνάμνησις τῆς ἔν τῆ Ἀγία Σορῷ καταθέσεως τῆς τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἔν τῷ σεβασμίῳ αύτής οϊκω, τῷ ὄντι ἔν τοῖς Χαλκοπρατείοις, ἀνακομισθείσης ἀπό τῆς έπισκοπής Ζήλας, ἐπί ’Ἰουστινιανοῦ τού βασιλέως. Ἔτι δε καί τού γενομένου θαύματος, διά τῆς ἐπιθέσεως τῆς Τιμίας Ζώνης εἰς τήν βασιλίδα Ζωήν, τήν σύζυγον Λέοντος τού βασιλέως.

Ὁ γιός καί διάδοχος τοϋ θρόνου τοῦ μεγάλου Θεοδοσίου Ἀρκάδιος, ἔφερε στήν Κωνσταντινούπολη τήν τίμια Ζώνη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Μέχρι τότε φυλασσόταν μαζί μέ τήν τίμια ἐσθῆτα τῆς ἀπό κάποια γυναῖκα παρθένο στά Ἱεροσόλυμα. Τήν τοποθέτησε, λοιπόν, σέ μιᾷ λαμπρή θήκη τήν ὁποῖα καί ονόμασε Ἀγία Σορό.
Μετά ἀπό τριακόσια δέκα χρόνια ὅ αὐτοκράτορας Λέων ἂνοιξε τήν Ἀγία Σορό γία χαρῇ τῆς γυναῖκας τοῦ Ζωῆς πού πειραζόταν ἀπό δαιμόνιο καί εἶχε δεῖ θεία ὀπτασία ὅτι ἄν τοποθετηθή έπάνω τῆς ἤ Τίμια Ζώνη θα ἐλευθερωθῇ ἀπό τό δαιμόνιο καί θα ἐπιτυχεῖ τήν θεραπεία τῆς.
Ὅταν, λοιπόν, ἀνοῖξαν τήν Ἀγία Σορό βρέθηκε ἤ τίμια Ζώνη ἀπαστράπτουσα σά νᾷ ήταν νεοΰφαντη. Ήταν σφραγισμένη μέ χρυσή βούλα (σφραγῖδα) καί εἶχε έπάνω τῆς κωδίκελλο δηλ. ἔνα σύντομο ὑπόμνημα (ἀπό τό λατινικό codicellum) πού ἔγραφε μέ λεπτομέρεια τό χρόνο, τήν ἰνδικτιῶνα καί τήν ἡμέρα κατά τήν όποια εἶχε μεταφερθή στήν Κωνσταντινούπολη. Κί ἀκόμη ὅτι τήν εἶχε τοποθετήσει μέσα στῇ θήκη ὅ ἴδιος ὅ βασιλιάς Ἀρκάδιος μέ τά χέρια τοῦ καί τῆ σφράγισε.
Τήν ἀσπάστηκε, λοιπόν, ὅ βασιλιάς Λέων καί τότε τήν πηρέ ὅ πατριάρχης ἐκείνου τού καιροῦ καί τήν άπλωσε πάνῳ στῇ βασίλισσα καί ἀμέσως ἤ βασίλισσα Ζωή ἀπαλλάχθηκε ἀπό τό δαιμόνιο.
Μετά ἀπό τό θαῦμα αύτό ὅλοι δόξασαν τό Σωτῆρα κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί Θέο μᾷς καί ἀφοῦ έψαλλαν εὐχαριστηρίους ὕμνους στήν Πάναγνη Μητέρα Τοῦ τοποθέτησαν πάλι τήν ἅγια Ζώνη στήν τίμια Σορό, ἐκεῖ πού βρισκόταν προηγουμένως.

Κινητές Θεομητορικές Εορτές

Τῆ αὑτῇ ἥμερα, Σαββάτῳ τῆς πέμπτης ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν, ἑορτάζομεν τόν ’Ἀκάθιστον ‘Ὕμνον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ήμών Θεοτόκου καί ’Ἀειπαρθένου Μαρίας.

Ὅταν ήταν αύτοκράτορας τῶν Ῥωμαίων στήν Κωνσταντινούπολη ὅ Ἡράκλειος, ὅ βασιλιάς τῶν Περσῶν Χοσρόης ὅ Β’ ἔστειλε ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων (Ρωμιών) έναν ἀπό τούς στρατηγούς τοῦ, πού ὀνομαζόταν Σάρβαρος, μέ πολλές χιλιάδες στρατό. Τού έδωσε έντολή νᾷ κατακυριεύσῃ καί νᾷ ύποδουλώση όλο τό άνατολικό μέρος τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἢξερε ὅ Χοσρόης ὅτι οἱ Χριστιανοί δέ θα μπορούσαν νᾷ άντιδράσουν μετά ἀπό τήν κακοδιοίκηση τού προηγουμένου αὐτοκράτορα Φωκᾶ. Νωρίτερα μάλιστα ὅ χοσρόης εἶχε ἐκστρατεύσει ξανά ἐναντίον τῶν ἐπαρχιῶν τού Βυζαντίου. Τότε εἶχε αἰχμαλωτίσει έκατό χιλιάδες Χριστιανούς, τούς ὁποίους ἀγοράσαν oi ‘Ἑβραῖοι καί τούς σκότωσαν ὅλους. Ὁ αρχηστράτηγος, λοιπόν τῶν Περσῶν, ὁ Σάρβαρος, λεηλάτησε με τό στρατό τοῦ ὄλῃ τήν Ἀνατολή καί ἔφθασε μέχρι τῆ Χρυσούπολη. Στρατοπέδευσε μάλιστα ἀπέναντι ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, στῇ Χαλκηδόνα (ἤ όποια βρίσκεται στήν άσιατική άκτή). Τότε ὅ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος, πού εἶχε ἀναλάβει πρίν λίγο τό θρόνο, βρέθηκε σέ πολύ δύσκολη θέση. Δέν εἶχε πολύ στρατό καί τά βασιλικά ταμεία ήταν ἄδεια. Πηρέ, λοιπόν, τά χρυσά καί τά ἀργυρά σκεύη τῶν Ἐκκλησιῶν, τά ἔκοψε νομίσματα γία τις άνάγκες τῆς προετοιμασίας τού στρατοῦ καί ύποσχέθηκε νᾷ τά ἐπιστρέψῃ πολύ περισσότερα μετά τό τέλος τού πολέμου. Τότε μέ πλοῖα ἐπιτέθηκε διά τού Εὐξείνου Πόντου ἐναντίον τῆς Περσίας καί νίκησε κατά κράτος τό Χοσρόη κί ὁλοκληρῇ τῆ στρατιά τοῦ. Μετά ἀπό λίγο ὅμως ὅ Σιρόης, ὅ γιός τού Χοσρόη, έπαναστάτησε ἐναντίον τού πατέρα τοῦ, έγινε βασιλιάς τῶν Περσῶν καί συνέλαβε τόν πατέρα τοῦ, τόν όποιο καί ἐφόνευσε. Αύτός, λοιπόν, ὅ Σιρόης στῇ συνέχεια έκανε συνθήκη εἰρήνης μέ τόν Ηράκλειο.
ἀπογοητευθῇ μπροστά στόν κίνδυνο. Προσπαθούσε νᾷ τούς πείσῃ ὂλους νᾷ ἔχουν μέ τήν καρδιᾷ τούς τήν ἐλπίδα τούς στό Θέο καί στήν Παναγία Μητέρα Τοῦ. Ἀλλά κί ὅ πατρίκιος Βώνος πού εἶχε μείνει διοικητής τῆς Βασιλευούσας, ἑτοίμαζε κί αύτός ἀπό τήν πλευρά τοῦ ὅ,τι ήταν άπαραίτητο γία νᾷ ἀποκρούσουν τούς ἐχθρούς, γιατί πρέπει πάντοτε ἐκτός ἀπό τήν ἐκ Θεοῦ βοήθεια νᾷ κάνουμε κί ἐμεῖς ὅ,τι εἷναι αναγκαίο.
‘Ὁ πατριάρχης Σέργιος, λοιπόν, μαζί μέ όλο τό λαό έκανε λιτανεία μέ τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου πάνῳ στά τείχη καί στήριζε τούς μαχητές νᾷ προσμενοῦν τήν ἄνωθεν βοήθεια. Μετά ἀπό λίγο άρχισαν oι συγκρούσεις. Ὁ Σάρβαρος ἀπ’ τά ἀνατολικά κί ὅ Χαγᾶνος ἀπό τά δυτικά άρχισαν νᾷ πυρπολοῦν τά πάντα ἔξω ἀπό τήν Πολῇ. Ὁ Πατριάρχης μέ τήν άχειροποίητη εἰκόνα τού Χριστοῦ στά χέρια, τό Τίμιο Ξύλο τού Σταυροῦ καί τήν Τίμια Ἐσθῆτα τῆς Θεοτόκου περιήρχετο τά τείχη καί έμψύχωνε τούς στρατιώτες.
Ὁ Χαγᾶνος ἐπιτέθηκε ἀπ’ τά δυτικά ἐναντίον τῶν τειχῶν μέ άπειρο πλῆθος τέλεια εξοπλισμένου στρατοῦ, στόν ὀποῖο ἀντιστοιχοῦσαν δέκα Σκῦθες πρός ἔνα Ρωμιό! Τότε ἤ Ὑπέρμαχος Στρατηγός, ἤ Κυρία Θεοτόκος, έκανε τό θαῦμα τῆς. Τούς έδωσε θάρρος κί έτσι οἱ ἐλάχιστοι στρατιώτες πού ήταν κοντά στό ναό τῆς, στό ἁγίασμα τῆς Χρυσοπηγής, ἀπέκρουσαν τήν έπίθεση τῶν ἐχθρῶν κί ἀφανίσαν πολλούς ἀπ’ αὑτούς. Ἀπ’ τῆ νίκη αύτή οἵ Ρωμιοί (“Ἕλληνες) ἀναθαρρῆσαν. Γιγαντώθηκε τό φρόνημα τούς, κί ἀπό κεῖ καί πέρα μέ τῆ βοήθεια τῆς Θεοτόκου νικούσαν τούς ἐχθρούς σέ κάθε έπίθεση! Γνωρίζοντας ὅμως τῆ δύσκολη θέση
Ὅ Χαγᾶνος ὅμως, ὅ ἡγεμόνας τῶν Μυσῶν καί τῶν Σκυθῶν, ὅταν ἔμαθε ὅτι ὅ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος πέρασε τῆ θάλασσα καί βρίσκεται σέ ἐκστρατεία στήν Πέρσια, καταπάτησε τῆ συμφωνία εἰρήνης πού εἶχε μέ τούς “Ἕλληνες. Συγκέντρωσε ἄπειρα πλήθη στρατοῦ (πεζούς καί ἱππεῖς) καί ἐπιτέθηκε ἀπό τά δυτικά ἐναντίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑβρίζοντας τό Θέο. Ταυτόχρονα ἀπό τῆ θάλασσα πλῆθος ἐχθρικῶν πλοίων τοῦ πολιορκῆσαν τήν Πολῇ.
Ἔν τῷ μεταξύ ὅ Πατριάρχης Σέργιος παρηγοροϋσε καί στήριζε τό λαό τῆς Κωνσταντινουπόλεως νᾷ μήν τούς, γρήγορα ἔστειλαν πρέσβεις γία νᾷ κανοῦν συνθήκη εἰρήνης μέ τό Χαγάνο. Ὡστόσο ἐκεῖνος φέρθηκε ἀλαζονικά κί ἀπέκρουσε τήν πρόταση αύτή. «Μήν ξεγελάτε τόν ἑαυτό σάς ἐλπίζοντας ὅτι θα νικήσετε μέ τῆ βοήθεια τοϋ Θεοϋ πού πιστεύετε», τούς εἶπε. «Σίγουρα αύριο θα κυριεύσω τήν πολῇ σάς». “Ὅταν οἵ κάτοικοι τῆς Πόλεως ακόυσαν αύτά τά λόγια, σήκωσαν τά χέρια τούς σέ προσευχή πρός τό Θέο καί ζητῆσαν πάλι τῆ βοήθειά Τοῦ.
Ἔν τῷ μεταξύ ὅ Χαγᾶνος καί ὅ Σάρβαρος συμφωνῆσαν νᾷ ἐπιτεθοῦν μαζί ἐναντίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἤ έπίθεση έγινε ἀπό στεριά καί θάλασσα. ’Έφτιαξαν πολεμικές μηχανές, μέ τις οποίες ήταν σίγουροι ὅτι θα κυριεύσουν τήν Πολῇ. Έπαθαν ὅμως τέτοια πανωλεθρία, πού δέν πρόφταιναν οἵ ζωντανοί νᾷ κάψουν τούς νεκρούς! Στῇ θάλασσα πάλι τούς βρήκε ἄλλο κακό. Μέ τά μονόξυλα τούς γεμᾶτα ἀπό πολλούς στρατιώτες κινήθηκαν μέσῳ τοϋ Κερατίου Κόλπου γία νᾷ φτάσουν στό Ναό τῆς Θεοτόκου πού βρίσκεται στις Βλαχέρνες. Ξεσηκώθηκε ὅμως άπότομη καταιγίδα κί έγινε ἀνεμοστρόβιλος στῇ θάλασσα. Μονομιάς τά μονόξυλα μέ ὅλους τούς στρατιώτες καταποντίσθηκαν κί ἤ θάλασσα τούς έβγαλε ἄλλους νεκρούς κί ἄλλους μισοπεθαμένους στῇ στεριά στήν περιοχή τῶν Βλαχερνῶν. Ἀμέσως ὅλος ὅ λαός κινήθηκε μέ μεγάλη ταχύτητα. ’Ἀνοῖξαν τις πύλες, ἔπεσαν καταπάνω στούς ναυαγούς καί τούς άποδεκάτισαν. Ἐκεῖ ἔβλεπε κανείς νᾷ ἀγωνίζωνται ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν ἄκομα καί παιδιά καί γυναῖκες. Τότε οἵ ἀρχηγοί τῶν ἐχθρῶν ἔλυσαν τήν πολιορκία κί έφυγαν κλαίοντες καί ὀδυρόμενοι γία τῆ μεγάλη συμφορά πού τούς βρήκε. Κί ὅ λαός τῆς Κωνσταντινουπόλεως άφιέρωσε στῇ Θεοτόκο όλονύκτιο ύμνο εὐχαριστίας, τόν οποίο έψαλλαν ἀκάθιστοι, γιατί ’Ἐκείνη άγρύπνησε γι’ αϋτούς καί μέ τήν ἀκατανίκητη δύναμή τῆς τούς χάρισε τέτοια περιφανῆ νίκη.
Ἀπό τότε, γία νᾷ ἐνθυμούμεθα αύτό τό μεγάλο καί ὑπερφυές θαῦμα, ἤ Ἐκκλησία καθιέρωσε αύτή τήν ἑορτή καί τήν άφιέρωσε στῇ Μητέρα τοϋ Θεοῦ. Τήν ὀνομάσαν δέ ’Ακάθιστο, γιατί τότε ἔμειναν ἀκάθιστοι ὅλοι, ὅ λαός καί ὅ κλῆρος τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Μετά ἀπό τριάντα ἕξι χρόνια, τό 672, ἐπί τῆς βασιλείας τοϋ Κωνσταντίνου Δ’ τοϋ Πωγωνάτου, οἵ Ἀγαρηνοί έπιτέθηκαν πάλι ἐναντίον τῆς Βασιλευούσας μέ άναρίθμητο στρατό. Μάλιστα γία ἑπτά ὁλόκληρα χρόνια πολιορκοῦσαν τήν Πολῇ. “Οσο ήταν καλός ὅ καιρός έκαναν συνεχεῖς ἐπιθέσεις. Τό χειμῶνα παραχείμαζαν στά μέρη τῆς Κυζίκου καί ἐξολοθρεῦσαν πολλούς ἀπ’ τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς. Κάποια στιγμή ὅμως άπογοητεύτηκαν καί μέ τό στόλο τούς πήραν τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ὅταν, λοιπόν, ἔφθασαν στά μέρη τοϋ Συλαίου (στήν περιοχή τῆς Παμφυλίας), καταποντίστηκαν ὅλοι μέ πρόσταγμα τῆς ‘Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Γία τρίτη φορά πάλι, στά χρόνια τοϋ Δέοντος Γ τοϋ Ίσαύρου οἵ ’Ἀγαρηνοί (Ἄραβες μουσουλμᾶνοι) μέ πολλές δεκάδες χιλιάδες στρατό πρῶτα έπιτέθηκαν ἐναντίον τῶν Περσῶν καί κατέστρεψαν τό βασίλειό τούς, ὕστερα έπιτέθηκαν ἐναντίον τῆς Αίγύπχου καί τῆς Λιβύης καί, στῇ συνέχεια, ἐναντίον ἰών Ἰνδῶν, τῶν Αἰθιόπων καί τῶν Ἱσπανῶν. Τελευταία έπιτέθηκαν ἐναντίον καί αύτής τῆς Κωνσταντινουπόλεως, στήν όποια ἔφθασαν μέ πολύ στρατό καί χίλια οχτακόσια πλοῖα. Σύντομα τήν περικυκλῶσαν καί πίστευαν ὅτι θα τήν κυριεύσουν ἀμέσως.
Τότε ὅ ἱερός λαός τῆς Πολῇς πηρέ καί πάλι τό Τίμιο Ξύλο τού Ζωοποιοῦ Σταυροῦ καί τῆ σεβάσμια Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τῆς Ὁδηγητρίας καί μέ δάκρυα έκαναν ὅλοι λιτανεία πάνῳ στά τείχη τῆς Πολῇς παρακαλώντας τό
Θέο.
Οἵ Ἀγαρηνοί τότε σκέφτηκαν ὅτι θα ήταν καλύτερα νᾷ χωριστούν σέ δύο μέρη. Χωρίστηκαν, λοιπόν, καί τό ἔνα ἀπ’ αὑτά ἐξεστράτευσε ἐναντίον τῶν Βουλγάρων. Στήν πορεία ὅμως νικήθηκαν καί σκοτώθηκαν περίπου εἴκοσι χιλιάδες. Οἵ ἄλλοι ἔμειναν μέ σκοπό νᾷ καταλάβουν τήν Πολῇ. Ἀλλά καί αὐτοί εμποδίστηκαν νᾷ περάσουν τά πλοῖα τούς στόν Κεράτιο Κόλπο ἀπό τήν άλυσίδα πού ένωνε τό Γάλατα μέ τά τείχη τῆς Πόλεως. Ἔφθασαν, λοιπόν, μέχρι τό Σωσθένιο. ’Ἐκεῖ ὅμως σηκώθηκε δυνατός βοριάς καί τά περισσότερα πλοῖα τούς ἔσπασαν τό ἔνα πάνῳ στό ἄλλο καί καταποντίσθηκαν. “Ὅσοι ἔμειναν ἔπεσαν σέ μεγάλη πείνα. Ἔφθασαν μάλιστα στό σημείο νᾷ τρώνε ανθρώπινες σάρκες καί νᾷ ψήνουν κοπριές γία νᾷ χορτάσουν. ’Αναγκάσθηκαν τότε μπροστά σέ τόση καί τέτοια καταστροφή νᾷ φύγουν. Περνῶντας ὅμως τό Αίγαΐο Πέλαγος τούς περίμενε ἄλλη συμφορά- Τά πλοῖα τούς καταστράφηκαν καί βυθίσθηκαν μαζί μέ χά πληρώματα τούς. ’Ἀπ’ τόν τεράστιο ἐκεῖνο στόλο σώθηκαν μόνο τρία πλοῖα, γία νᾷ άναγγείλουν τήν καταστροφή τούς.
Γι’ αύτά, λοιπόν, τά μεγάλα θαύματα τῆς Παναγίας Μητέρας τοῦ Θεοῦ μᾷς γιορτάζουμε τήν παροῦσα ἑορτή. Λέγεται δέ ’Ἀκάθιστος, ὅπως προείπαμε, ἐπειδή ὅλος ὅ λαός ὄρθιος ἔψαλλε έκείνη τῆ νύχτα αύτόν τόν ύμνο στῇ Μητέρα τοϋ Θεοῦ. Κί ἀκόμη, ὅπως ξέρουμε, σέ ὄλῃ τήν διάρκεια τού ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ὅταν ψάλλωνται οἵ ἄλλοι Οἴκοι (τροπάρια πού ὀνομάζονται Οἴκοι), καθόμαστε, ένώ στούς Οἴκους τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στεκόμαστε καί τούς ἀκοῦμε ὅλοι ὄρθιοι.
Ταῖς τῆς σής ὑπερμάχου τε καί ἀπροσμάχου Μητρός πρεσβείαις, Χριστέ ὅ Θεός, τῶν περικειμένων καί ἡμᾶς άπάλλαξον συμφορῶν καί έλέησον ἡμᾶς ὦς μόνος φιλάνθρωπος. ’Ἀμήν.

Τῆ Παρασκευή τῆς Διακαινησίμου ἑορτάζομεν τά ἐγκαίνια τοϋ ναοϋ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν καί Θεομήτορος, τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς ἔτι δε καί μνείαν ποιούμεθα τῶν ἔν τούτῳ τελεσθέντων ὑπερφυῶν θαυμάτων παρά τῆς Θεομήτορος.

ναός τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς χτίστηκε στην άρχή ἀπ’ τό μεγάλο Βασιλέα Λέοντα, ὁποῖος ἐπωνομαζόταν Μακέλλης. ἄνθρωπος αύτός ήταν πολύ καλός κί έδειχνε μεγάλη συμπόνοια σέ ὅσους είχαν άνάγκη. Κάποτε, πρίν νᾷ γίνῃ αὐτοκράτορας, ἐνῶ ήταν ἀκόμη ἁπλός πολίτης, εἶχε βρει έναν τυφλό σ’ αὑτῇ τήν περιοχή κί ἐπειδή εἶδε ὅτι βασανιζόταν τριγυρίζοντας ἔδω κί ἐκεῖ, τόν ἐπιασε ἀπό τό χέρι, γία νᾷ τόν πάη στό μέρος πού τού ζήτησε.
Ὅταν ἔφθασαν κάπου ἐκεῖ κοντά ὅπου βρίσκεται σήμερα ναός, τυφλός δίψασε ὑπερβολικά. Παρακαλοῦσε, λοιπόν, θερμά τό Λέοντα νᾷ τοῦ φέρῃ νερό νᾷ ξεδιψάση. Λέων κινούμενος ἀπ’ τήν πολλή τοῦ συμπάθεια μπήκε μέσα στό δάσος πού ὑπῆρχε ἐκεῖ, γία νᾷ βρή νερό. Τότε ἐκεῖνος τόπος ήταν κατάφυτος ἀπό πολλά εἴδη δένδρων καί θάμνων. Δέ βρήκε ὅμως νερό καί γύριζε λυπημένος. Καθώς, λοιπόν, ἐπέστρεφε, ακούσε μιᾷ φωνῇ ἄνωθεν νᾷ ἰού λέει· «Δέν εἷναι άνάγκη Ν’ άγωνιας, Λέων. Τό νερό εἷναι κοντά». Γύρισε, λοιπόν, πίσω καί συνέχισε τό ψάξιμο. Κουράστηκε ὅμως νᾷ ψάχνη χωρίς ἀποτέλεσμα. Τότε ξανάκουσε τήν οὐράνια ἐκείνη φωνῇ νᾷ λέει· «Λέων, Βασιλιά, προχώρα πιό μέσα στό πυκνό δάσος καί θα βρεις νᾷ ύπάρχη νερό γάργαρο. Πάρε ἀπ’ αὐτό καί δώσε νᾷ ξεδιψάση τυφλός. Κί ἀκόμη νᾷ χρίσῃς μέ τό νερό αύτό τά μάτια τοῦ τυφλοῦ καί τότε θα καταλαβεῖς ἀμέσως ποιά εἷμαι ἐγώ πού κατοικῶ πρό πολλοῦ σ’ αύτόν τόν τόπο». Λέων έκανε ἀμέσως ὅπως τόν πρόσταξε Θεοτόκος (δική τῆς ήταν φωνῇ). Κί ἀμέσως θεραπεύτηκε τυφλός καί βρήκε τήν ὀρασή τοῦ.
Λέων, λοιπόν, σύμφωνα μέ τήν προφητεία τῆς Θεοτόκου, έγινε αὐτοκράτορας κί ἐχτισε μέ βασιλικά ἔξοδα κοντά στήν πηγῇ μεγαλοπρεπῆ ναό.
Στῇ συνέχεια στό ναό αύτό γίνονταν πολλά θαύματα. Μετά ἀπό χρόνια καί μεγάλος αὐτοκράτορας τῶν Ῥωμαίων Ἰουστινιανός Μέγας θεραπεύτηκε μέ τό ἁγίασμα τῆς Πηγῆς αὐτῆς ἀπό τῆ δυσουρία ἀπό τήν όποια ἔπασχε. Τότε, γία νᾷ ἀνταποδώσῃ εύχαριστία πρός τήν ύπεραγία Θεοτόκο, ἀνήγειρε καινούργιο μεγάλο ναό. ναός αύτός ὅμως ἔπαθε ἀργότερα πολλές ρωγμές ἀπό διαφόρους σεισμούς. Τίς ζημιές αύτές ἀποκατέστησε αὐτοκράτορας Βασίλειος Μακεδών καί στῇ συνέχεια συμπλήρωσε τίς Ἐπιδιορθώσεις γιός τοῦ Λέων ΣΤ’ Σοφός. Στις μέρες τούς Πηγῇ τῆς Θεοτόκου ἐνήργησε πάμπολλα θαύματα. Θεράπευσε πολυχρόνια ἀποστήματα, δυσουρίες, φυματιώσεις, καρκίνους, αίμόρροιες διαφόρων βασιλισσῶν καί ἄλλων γυναικῶν, πλῆθος ἀνθρώπων πού ύπέφεραν ἀπό πυρετό, ἔλυσε στειρώσεις καί, γία νᾷ μή μακρηγορούμε, θεράπευε κάθε εἶδος ἀσθενείας. Δώρο αύτής τῆς Πηγῆς ήταν τό 905 μ’. X. κί αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος Πορφυρογέννητος, γιατί μέ τό νερό τῆς ζωηφόρου αὐτῆς Πηγῆς λύθηκε στειρότητα τῆς Βασιλίσσας Ζωῆς.
Αύτή ζωηφόρος Πηγῇ ἀνέστησε κί έναν νεκρό ἀπ’ τῆ Θεσσαλία. Αύτός ταξίδευε μέ τό πλοίο, γία νᾷ ἔλθῃ νᾷ προσκυνήσῃ στό ναό τῆς ζωηφόρου Πηγῆς. Στό ταξίδι ὅμως πέθανε. Πρίν ξεψυχήση παρακάλεσε φορτικά τούς ναύτες νᾷ τόν πάνε ἔστω καί νεκρό στό ναό τῆς Πηγῆς, νᾷ χύσουν έπάνω τοῦ τρεῖς κάδους νερό κί ὕστερα νᾷ τόννταφιάσουν.τσι κί έγινε. Ὅταν ὅμως έχυσαν πάνῳ τοῦ τούς τρεῖς κάδους νερό, νεκρός άναστήθηκε.
Μετά ἀπό χρόνια ναόςρειπώθηκε ἀπό τήν πολυκαιρία κί ἀπ’ τούς σεισμούς καί, ἐνῶ ἐπρόκειτο νᾷ πέση, παρουσιάστηκε ξαφνικά Θεοτόκος όποια τόν κράτησε (γία νᾷ μήν πέση), μέχρις ὅτου βγήκε ἀπό μέσα όλο τό πλῆθος. Αξίζει ὅμως ἔδω νᾷ σημειώσουμε ορισμένα ἀπό τά θαύματα πού ἒγιναν χαρῇ στις θαυματοργικές ἰδιότητες τού ζωήρρυτου αὐτοῦ νερού. Τό ζωήρρυτο αΰτό νερό άπάλλαξε πολλούς δαιμονισμένους ἀπό τό δαιμόνιο. Ἄκομα ελευθέρωσε φυλακισμένους, θεράπευσε τόν βασιλιά Λέοντα τόν ΣΤ’ τόν Σοφό ἀπό λιθίαση, τῆ γυναῖκα τοῦ τῆ Θεοφανώ ἀπ’ τόν υψηλότατο πυρετό πού τήν βασάνιζε, θεράπευσε τόν άδελφό τοῦ Στέφανο τόν Πατριάρχῃ (886-893 μ’. X.) ἀπό φυματιῶδες νόσημα, ἀποκατέστησε τήν άκοή τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἰωάννου, ἔπαυσε τόν ύψηλό πυρετό τοϋ πατρικίου Ταρασίου καί τῆς μητέρας τοῦ Μαγίστρισσας, θεράπευσε ἀπό τῆ δυσουρία τό γίο κάποιου Στυλιανοῦ κί ἐπίσης μιᾷ γυναῖκα πού ὡνομαζόταν Σχίζαινα ἀπό τῆ δυσεντερία. Ἐπίσης αὐτοκράτωρ Ῥωμανός Λακάπης ἔλαβε θαυματουργικά μέ τό νερό τῆς Πηγῆς τῆ θεραπεία τοῦ καί ἀπό εὐκοιλιότητα καί ἀπό δυσκοιλιότητα. Τό ίδιο κί γυναῖκα τοῦ. Κί ἄκομα στά μέρη τῆς Χαλδίας μοναχός Πέπερις κί μαθητής τοῦ θεραπεύθηκαν ἐπικαλεσθέντες τῆ χαρῇ τῆς Θεοτόκου, τῆς ζωηφόρου αὐτῆς Πηγῆς. Ἐπιπλέον οἵ μοναχοί Ματθαῖος καί Μελέτιος πού είχαν συκοφαντηθεΐ στό βασιλέα, απαλλάχθηκαν θαυματουργικά ἀπό τῆ συκοφαντία έπικαλεσθέντες τῆ χαρῇ τῆς. Τέλος ὑπεύθυνος στῇ διακονία τοῦ θυμιάματος τοῦ Ναοῦ Στέφανος ἔλαβε κί αύτός τῆ θεραπεία τῆς ἰσχυαλγίας τοῦ. Τό ίδιο καί πολλοί ἄλλοι ἀξιωματοῦχοι, ὅπως πατρίκιοι, πρωτοσπαθάριοι, άλλά καί πλῆθος ἁπλοί πολίτες. “Ἄπειρα εἷναι τά θαύματα τῆς Πηγῆς!
Ποιά γλῶσσα θα ήταν ἱκανή νᾷ διηγηθῇ ὅσα θαυμάσια ἐνήργησε καί ἐνεργεῖ τό αγιασμένο αύτό νερό; Εἷναι περισσότερα ἀπό τις σταγόνες τῆς βροχῆς κί ἀπό τ’ άστέρια τοῦ οὐρανοῦ κί ἀπό τά φύλλα τῶν δένδρων. Κί ὀχί μόνο τά παλιά, άλλά κί αύτά πού είδαμε στά χρόνια ἰά δικᾷ μᾷς. Καί χῖ δε θεράπευσε! Καρκίνους, γάγγραινες, συρίγγια, θανάσιμες πλῆγες, ἄνθρακες, λέπρα, άναπηρίες, ὄγκους γυναικών, ψυχικά νοσήματα. Κί ἀκόμη έξοφθαλμιάσεις, παθήσεις νεφρῶν, γλαυκώματα, ἄκομα καί τήν ύδρωπικία τοΰ Βαράγγου Ἰωάννου, καί ἑνός ἄλλου Βαράγγου τις δυσίατες πλῆγες. Θεράπευσε τόν Ιερομόναχο Μάρκο, τῆ δεκαπενταετῆ τυραννικῇ δύσπνοια τοϋ μοναχοῦ Μακαρίου καί τῆ λιθίαση πού εἶχε ἴδιος. Κοντά σ’αύτά κί ἔνα πλῆθος ἄλλα, πού εἷναι άδύνατο νᾷ ἀπαριθμηθοῦν, τά όποια καί ἐνήργησε καί ένεργεί καί δέ σταματά νᾷ ἐνεργή διά τῆς ζωηφόρου αὑτῆς Πηγῆς Ὑπεραγία Θεοτόκος, Ζωοδόχος Πηγή.
Ταῖς τῆς σής Μητρός πρεσβείαις Χριστέ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.