Εγκώμια εις την Παναγία την Καμαριώτισσαν Σαμοθράκης
Ήχος γ’.
Αί γενεαί πάσαι, Παρθενομήτορ Κόρη, προσφέρουσι τούς ύμνους.
Άγγελοι ύμνοΰσι, και άνθρωποι, Παρθένε τον άφραστόν σου Τόκον.
Άνάμνησιν ποιοΰμεν, της έπισκέψεώς σου, Πανάχραντε Παρθένε.
Αποδημίαν οίδεν, ή πάνσεπτος είκών σου, Καμαριωτίσσης, Μήτερ.
Βουλήν εΐκονομάχων, καί θλάσιν τής μορφής σου, Παρθένε, ούκ ηνέχθης
Γονυκλινώς οί πρώην, θεράποντες, Παρθένε τον χωρισμόν έθρήνουν
Γοερώς έθρήνουν, τον αποχωρισμόν σου, Παρθενομήτορ Κόρη.
Δακρυρροοϋντες, Μήτερ, καί ψυχικώς άλγοϋντες, θέτουσιν έν θαλάσση.
Δακρυρροοΰντες πάνυ, προς τήν άσφάλειάν σου, σήν πρόνοιαν αίτοϋσιν.
Δέσποινα, τοΰ κόσμου, ελπίς καί προστασία, έν πίστει σέ ύμνοϋμεν.(Δίς).
Εν τή θαλάσση θέντες, τήν ίεράν εικόνα τήν θλάσιν ματαιώνουν.
Επί κυμάτων φεύγει, ώς ναΰς ποντοποροΰσα, ή πάνσεπτος είκών σου.
Ζητοΰντες δε ούχ εύρον, τήν ίεράν μορφήν σου, είκονομάχοι τότε.
Ζητοϋντες σήν εικόνα, προς θλάσιν ώ, Παρθένε, φυγοΰσα διασώζεις.
Η μόνη ώς τό πάλαι, διέσωσας σόν Τόκον, Ήρώδου τής μανίας.
Ήρώδου τής μανίας, συ μόνη έκφυγοϋσα, ούτω καί νΰν, Παρθένε.
Θαλάσσιον πορείαν, ή ίερά εικών σου, ποιείται παραδόξως.
Θαυμάσιους, Μήτερ, ώς ναύς ποντοποροΰσα, τούς πόντους διαπλέεις.
Θαύμα όντως μέγα, την αψιξίν σου, Μήτερ, οί άλιείς νοοΰσιν.
Ιδόντες έν πελάγει, όλόλαμπρον σημείον, οί άλιείς ήπόρουν.
‘Ιερά εικών σου, περίλαμπρος όράται, έγγίζουσα προς όρμον.
Καταγαγόντες λέμβους, οί άλιείς τής νήσου, ύπάντησιν ποιοΰσι.
Καταπλαγέντες, Μήτερ, ώς είδαν την μορφήν σου, χαΐρε, σε προσφωνοΰσι.
Λαμπροφόρος ώφθη, Λαμπρής ημέραν Πέμπτην, λαμπρύνουσα την νήσον.
Λαμπροστεφής όφθείσα, προστάτις άνεδείχθης, σόν όνομα διδοΰσα.
Μήτερ Παναγία, Πανάχραντε Παρθένε, ελπίς καί προστασία.
Μαρία Θεοτόκε, δέξου ικεσίας, τών σοί πιστώς βοώντων.
Νήσον κατακοσμοΰσα, ή ίερά εικών σου, αγλάισμα καί κλέος.
Νυχθημερόν υμνείσαι, όμοϋ με τον Υίόν σου, ως μόνη Θεοτόκος.
Ξύλον τό τού Υίοΰ σου, καί σοΰ σεπτήν εικόνα Παρθένε, προσκυνοΰμεν.
Ξενοπρεπώς λοχεύεις, τίκτεις άπορρήτως, καί θαυμαστώς άφίχθης.
Οδονομία θεία, έπίσκεήην ποιείται, ή πάνσεπτος εικών σου.
’Όνομα προσφέρεις, Καμαριωτίσσης θειον, καί δόξαν τε καί κλέος.
’Όνομα, ώ Μήτερ, γλυκύτατον Παρθένε, ελπίς παρηγορία.
Ό σός ναός, Παρθένε, ό τής Καμαριωτίσσης, ιάματα προσφέρει.
Π όνους άπαλύνει, τούς στεναγμούς κουφίζει, καί τήν ελπίδα δίδει.
Παρηγορία ούσα, έν θλίψεσιν, έν πόνοις καί έν κινδύνοις ρύστις.
Προστάτις άνεδείχθη, ή ίερά εικών σου, θαυματουργούσα πάνυ.
Ρωννυμενοι, Παρθένε, οί πάντες καθ’ έκάστην, λιτάς προς σε ποιούμεν.
Ρυσθέντες έκ τής πλάνης, πιστοί προς τον Υίόν σου, ασμένως σέ ύμνούμεν
Σωτήρα τον Υίόν σου. κηρύττοντες ύμνουμεν και σέ Παρθένον Κόρην.
Στειρώσεων την λύσιν, προσφέρουσα και τόκους, τοΐς σέ θερμώς αίτοϋσι.
Τριγλίας πάλαι ούσα, Προστάτις Προποντίδος, νϋν δέ τής Σαμοθράκης.
Την μόνην Θεοτόκον, την άσπιλον Παρθένον, πανευλαβώς ύμνοϋμεν.
Υμνους ώσπερ μΰρα, προσφέρομεν καί ρόδα, τό κρίνον της αγνείας.
Υμνους, Παναγία, καί ικεσίας δέξου, των αναξίων δούλων.
Υπερευλογημένη• καί δεδοξασμένη, τάς ύμνωδίας δέξαι.
Υμνοϋμεν, εύλογοΰμεν καί σέ ύπερυψοΰμεν, ώ, Κόρη, εις αιώνας.
Φώτισον τον νοΰν μου, ψυχήν τε καί καρδίαν, ΐνα ύμνώ σε, Κόρη.
Φώτιζον, Παρθένε, ϊνα ύμνώ άξίως, θεία σου μεγαλεία.
Φύλαξ άποδημουντών συμπλοηγός πλεόντων κατέστη ή είκών σου.
Φύλαττε, ώ Μήτερ, άλώβητον την νήσον, εις δόξαν τού Υίοΰ σου.
Χαρά τών τεθλιμένων, ελπίς άπηλπισμένων, ύπάρχεις, Θεοτόκε.
Χαράν καί εύλογίαν καί την ειρήνην, Μήτερ, παράσχου τω λαω σου.
Ψάλλοντες εκ βάθους, ψυχής τε καί καρδίας, πρεσβείαις μη ελλιπής.
Ψυχών τε καί σωμάτων, την ρώσιν έξαιτοϋμεν, οί δούλοι σου, Παρθένε.
Ω πόσης εύμενείας! έτύχομεν, Παρθένε, θείο; οικονομία.
Ω Παναγία Μήτερ, πρεσβείας τω Υίω σου, ύπέρ ημών μη παύση.
Ώδάς καί ύμνωδίας, σοϋ άναξίου δούλου, πρόσδεξαι, Παναγία.
Ώδάς καί ικεσίας, τών πίστει σοι βοώντων, πρόσδεξαι, Θεοτόκε.
Αί γενεαί πάσαι, πανευλαβώς ύμνοΰσι, Παρθένον Παναγίαν.
Έξαπαστειλάρια. Ήχος γ’.
Ό ουρανόν τοΐς άστροις…
Αποδημίαν οίδας, εν τω καιρω τών διωγμών συν Θεοφάνει την νήσον, καταλαβοΰσα δέ οίκεΐς• καί προστασίαν παρέχεις, τοΐς άποδήμοις, Παρθένε.
Ήχος β΄. Σαρκί ύπνώσας…
Δοχήν ποιοϋμεν εύλαβώς, της ίερας είκόνος σου, Πανυμνητε Θεοτόκε, χαράς πληρούσαν τάς ψυχάς• τής βοηθού έν θλίψεσι, σκεπής των αποδήμων, τής νήσου αγλάισμα.
Τροπάρια. Ήχος πλ. α΄. Ήσαΐα χόρευε…
Σαμοθράκη χόρευε, ή Παρθένος έσται μετά σοΰ, παρέχουσα δεινών την απαλλαγήν, ψυχής τε και σώματος• καταφυγήν πάντων των πιστών, ώ Καμαριώτισσα, Παναγία, μεγαλύνομεν
Δόξα τω Πατρί, καί τω Υίω, καί τω ‘Αγίω Πνεύματι• Νΰν καί άεί, καί είς τούς αιώνας τών αιώνων. ’Αμήν.
Πάτερ μου καί Ύίέ, Παράκλητόν μου Πνεύμα, ‘Υπεραγία Μήτερ• ικέτου αναξίου, τάς ύμνωδίας δέξασθε.
Δοξαστικόν τών Άποστίχων τού Μικρού Εσπερινού.
Προς τό Οίκος τού ΈφραΘά…