Βίος Αγίου Νικόλαου Καβάσιλα (1322-1392), διαπρεπὴς θεολόγος
ΒΙΟΣ
῾Ο Νικόλαος Καβάσιλας, γόνος τῆς Θεσσαλονίκης, δευτέρας πόλεως τῆς αὐτοκρατορίας κατὰ τοὺς ὑστέρους βυζαντινοὺς χρόνους, συνέδεσε τὴ δραστηριότητά του τόσο μὲ αὐτὴ ὅσο καὶ μὲ τὴν πρωτεύουσά της, τὴ γεμάτη ἀγωνία κατὰ τὸν τελευταῖο αἰῶνα τοῦ βίου τῆς αὐτοκρατορίας. ῾Η μετριοπάθεια καὶ ἡ μειλιχιότης μπορεῖ νὰ συνετέλεσαν ὥστε κατὰ τοὺς χρόνους του νὰ ἐπισκιασθῆ ἀπὸ ἄλλους δυναμικωτέρους θεολόγους, τοῦ ἔδωσαν ὅμως ἀργότερα τέτοιο κῦρος, ὥστε νὰ ἐκτιμᾆται γενικῶς ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς στερεωτέρους παράγοντας τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς ὀρθοδοξοτέρους μυστικοὺς τῆς ᾿Εκκλησίας. Πολὺ μεγαλυτέρα εἶναι ἡ ἐκτίμησις γι᾿ αὐτὸν σήμερα σ᾿ ὁλόκληρο τὸ χριστιανικὸ κόσμο.
Τὸ πατρικὸ ἐπώνυμο τοῦ Νικολάου ἦταν Χαμαετός, αὐτὸ ὅμως παρὰ τὴν ἐπισημότητά του ὑποχώρησε ἀπέναντι στὸ μητρικὸ Καβάσιλας, τὸ ὁποῖο περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον στοὺς χρόνους του ἐσέμνυνε ὁ μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Νεῖλος Καβάσιλας, ἀδελφὸς τῆς μητέρας του. ῾Η ἐπιφανὴς αὐτὴ οἰκογένεια, προερχομένη πιθανῶς ἀπὸ τὴν ῎Ηπειρο, ἀνέδειξε πολλὲς ἀξιόλογες προσωπικότητες ἀπὸ τὸ 14ο αἰῶνα καὶ ἔπειτα.
῾Η γνώμη ὅτι ὁ Νικόλαος ἐγεννήθηκε γύρω στὰ 1300, ποὺ ἐπικρατοῦσε παλαιότερα, ἔχει ἐγκαταλειφθῆ τελείως σήμερα, ὁπότε ἡ καλυτέρα γνῶσις τῶν συνθηκῶν τοῦ βίου του ἐπιτρέπει ἀκριβεστέρους ὑπολογισμούς. Τὸ γεγονὸς ὅτι γράφοντας τὸ 1351 τὴν ἀναφορά του περὶ τόκων πρὸς τὴν ῎Αννα Παλαιολογίνα, ποὺ διέμενε τότε στὴ Θεσσαλονίκη, λέγει ὅτι δὲν εἶχε συμπληρώσει ἀκόμη τὸ τριακοστὸ ἔτος τοῦ βίου του, σημαίνει ὅτι τὸ ἐπλησίαζε καὶ ἄρα ὅτι ἐγεννήθηκε κατὰ τὸ 1322 ἢ 1323. Τὸ γεγονὸς ἔπειτα ὅτι γιὰ τελευταία φορὰ ἐμφανίζεται τὸ 1391, ὡς παραλήπτης ἐπιστολῶν τοῦ Μανουὴλ Β¢ καὶ τοῦ ᾿Ιωσὴφ Βρυεννίου, σημαίνει ὅτι ἀπέθανε ὀλίγο μετὰ τὸ ἔτος αὐτό.
῾Η Θεσσαλονίκη ἦταν αὐτὴ τὴν ἐποχὴ “μητρόπολις τῆς φιλοσοφίας”, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Νικόλαος στὸ ἐγκώμιό του στὸν ἅγιο Δημήτριο, καὶ διακρινόταν γιὰ τὶς ἀξιόλογες σχολές της, τοῦτο ὅμως δὲν ἀπέτρεψε τὸ Νικόλαο ἀπὸ τὸ ν᾿ ἀναχωρήση, ἔφηβος ἀκόμη, στὴν Κωνσταντινούπολι γιὰ συνέχισι τῶν σπουδῶν του. ῾Ο πατέρας του παρακολουθοῦσε μὲ προσοχὴ τὴν πορεία τῆς προόδου του κι ἐζητοῦσε διαρκῶς ἐπιστολές, ἐκεῖνος ὅμως καθυστεροῦσε τὴν ἀλληλογραφία, προφασιζόμενος τὸ φόρτο τῶν μαθημάτων, ὅπως κάμουν οἱ φοιτηταὶ ὅλων τῶν ἐποχῶν (᾿Επιστολὲς 1.2.3). Στὶς σπουδές του συμπεριέλαβε τὴ ρητορική, τὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες καὶ τὴ θεολογία.
Κατὰ τὴν ἔναρξι τοῦ ἐμφυλίου πολέμου φαίνεται ὅτι ὁ Νικόλαος, λόγῳ νεαρᾆς ἡλικίας, δὲν ἔλαβε ἐνεργὸ μέρος, τὸ ἑπόμενο ὅμως ἔτος (1342) ἀπεφάσισε νὰ ἐπιστρέψη στὴν γενέτειρά του, ὅπου εὑρέθηκε σὲ μιὰ διάσπασι χειροτέρα ἀπὸ τῆς πρωτευούσης. Οἱ ταραχὲς τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχαν δώσει τὴν ἀφορμὴ τῆς κινητοποιήσεως τῶν δυνάμεων στὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα. Στὴ Θεσσαλονίκη οἱ εὐγενεῖς ἐτάχθηκαν στὸ πλευρὸ τοῦ ᾿Ιωάννου Καντακουζηνοῦ, ἐνῶ ὁ λαός, συγκινούμενος πάντοτε ἀπὸ τὸ δρᾆμα μιᾆς χήρας βασίλισσας καὶ ἑνὸς ἀνηλίκου διαδόχου, τῶν ὁποίων κινδυνεύουν τὰ δίκαια, ἐτάχθηκε μὲ τὸ μέρος τοῦ ᾿Ιωάννου Παλαιολόγου. Τὰ αἰσθήματα αὐτὰ τοῦ λαοῦ ὑπὲρ τοῦ νομίμου βασιλέως ἐκμεταλλεύθηκαν μερικοὶ φιλόδοξοι δημοκόποι, οἱ ὁποῖοι ἐχρησιμοποίησαν τοὺς Ζηλωτὰς -ἕνα μῖγμα φανατικῶν καλογήρων καὶ ἐπαιτῶν- γιὰ νὰ τὸν ξεσηκώσουν σὲ ἐπανάστασι.
῎Ετσι, ὅταν ὁ Καντακουζηνὸς ἐζήτησε τὴ βοήθεια τοῦ ἀναποφασίστου διοικητοῦ τῆς πόλεως Θεοδώρου Συναδηνοῦ, οἱ Ζηλωταί, μὲ ὑψωμένο τὸ σύμβολο τοῦ σταυροῦ, ἐπαναστάτησαν καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρες σφαγῶν καὶ λεηλασιῶν κατέλαβαν τὴν ἐξουσία τὸν ᾿Ιούλιο τοῦ 1342, ἐνῶ ὁ Συναδηνὸς μὲ 1000 εὐγενεῖς κατέφυγε στὸ Γυναικόκαστρο.
῾Η ἀπομόνωσις τῆς πόλεως ὡδήγησε τὴ μεγάλη πλειονότητα τῶν κατοίκων της νὰ ζητήση συμβιβασμὸ μὲ τὸν Καντακουζηνὸ κι ἔτσι τὸ 1345 ἐστάλθηκε στὸν ἀντιπρόσωπό του στὴ Βέροια ἐπιτροπὴ ἀποτελουμένη ἀπὸ τὸ Νικόλαο Καβάσιλα καὶ τὸ Γεώργιο Φαρμάκη. Τοῦτο ὅμως εἶχε ὡς συνέπεια νέο ξέσπασμα τῆς μήνεως τῶν Ζηλωτῶν, ἀπὸ τὸ ὁποῖο μόλις διέφυγε ὁ Νικόλαος.
Μετὰ τὴν ἐπικράτησι τοῦ Καντακουζηνοῦ, τὸ 1347, ὁ Νικόλαος προσκλήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολι ἀπὸ τὸ Δημήτριο Κυδώνη, προφανῶς κατ᾿ ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορος, καὶ ἔκτοτε ἀρχίζει τὸ πολιτικό του στάδιο ποὺ δὲν φαίνεται νὰ διήρκεσε περισσότερο ἀπὸ ἑπτὰ ἔτη. ῾Ο αὐτοκράτωρ ἐξετίμησε τόσο πολὺ τὶς ἱκανότητες τοῦ νέου, ὥστε τὸν κατέστησε μαζὶ μὲ τὸν Κυδώνη κύριο σύμβουλό του. Γράφει ὁ ἴδιος: “πολλῆς αὐτοὺς ὁ βασιλεὺς ἠξίου εὐμενείας καὶ ἐν πρώτοις μάλιστα τῶν φίλων ἦγε καὶ τῶν ὁμιλητῶν” (Καντακουζηνός, ἔκδ. Bonn IV, 107, 18-20).
᾿Εξ ἄλλου, ὑπῆρχε ἡ ἀγαθὴ συγκυρία ὅτι ὁ νέος πατριάρχης ᾿Ισίδωρος (1347-1349) ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους διδασκάλους του στὴ Θεσσαλονίκη. Τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1347 μαζὶ μὲ ἄλλους συνώδευσε τὸ Γρηγόριο Παλαμᾆ στὸ ταξίδι του πρὸς τὴν Θεσσαλονίκη γιὰ τὴν ἐνθρόνισι, ἀλλ᾿, ὅπως εἶναι γνωστό, δὲν ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τοὺς Ζηλωτάς, ἀπεχώρησαν μαζὶ στὸ ῞Αγιο ῎Ορος κι ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Καβάσιλας ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολι. Εἶναι πιθανὸ ὅτι ἀργότερα συνώδευσε τὸν Καντακουζηνὸ κατὰ τὴν ἐκστρατεία του ποὺ ἔθεσε τέρμα στὴν ἀνταρσία τῶν Ζηλωτῶν (1350).
῾Η ψυχρότης στὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν αὐτοκρατόρων, τῶν δύο ᾿Ιωαννῶν, πενθεροῦ καὶ γαμβροῦ, Καντακουζηνοῦ καὶ Παλαιολόγου, συνεχιζόταν πάντοτε, ἡ δὲ σύνοδος τοῦ 1351, ὅπου ἐθριάμβευσε ὁριστικῶς ἡ ἡσυχαστικὴ διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾆ, προεκάλεσε νέα διάστασι. ῎Εκτοτε ὁ Κυδώνης ἔκλινε πρὸς τὸν Παλαιολόγο καὶ ὁ Καβάσιλας πρὸς τὸν Καντακουζηνό. Οἱ λόγοι αὐτῆς τῆς διαφοροποιήσεως ἦσαν δογματικοὶ καὶ ἐκκλησιαστικοπολιτικοί. Στὸ δογματικὸ θέμα ὁ Καβάσιλας ἀποδέχθηκε τὸν ἡσυχασμό, μὲ τὴ μετριοπάθεια ποὺ τὸν ἐχαρακτήριζε πάντοτε, ἐνῶ ὁ Κυδώνης ἐκδηλώθηκε κατὰ τοῦ ἡσυχασμοῦ. ῎Επειτα στὸ θέμα τῶν σχέσεων μὲ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ ᾿Εκκλησία ὁ Καβάσιλας ἐτάχθηκε ὑπὲρ τῆς προσεγγίσεως χωρὶς ὑποχωρήσεις δογματικὲς ἢ ἐκκλησιολογικές, ἐνῶ ὁ Κυδώνης ὑπεδείκνυε τὴν χωρὶς ὅρους ἕνωσι μὲ τὴν Ρώμη. ῾Ο Καντακουζηνὸς ἦταν πεπεισμένος ὅτι τὸ θέμα τῶν σχέσεων αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἀνήκει στὴν ἁρμοδιότητα τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐφ᾿ ὅσον μάλιστα τὸ κακὸ προηγούμενο τοῦ Μιχαὴλ Παλαιολόγου εἶχε καταστήσει χειρότερα τὰ πράγματα. Γι᾿ αὐτὸ ἐπρότεινε σύγκλησι οἰκουμενικῆς συνόδου μὲ συμμετοχὴ ὅλων τῶν ἐπισκόπων ᾿Ανατολῆς καὶ Δύσεως σὲ ἕνα ἐνδιάμεσο τόπο. Φαίνεται ὅτι ἡ πολιτικὴ αὐτὴ καθωρίσθηκε μὲ βάσι τὶς συμβουλὲς τοῦ Νείλου Καβάσιλα, θείου τοῦ Νικολάου ποὺ ὡς λαϊκὸς ἔφερε καὶ αὐτὸς τὸ ὄνομα Νικόλαος, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀνεψιοῦ Νικολάου.
Μὲ τὴν ὁριστικὴ νίκη τοῦ ᾿Ιωάννου Παλαιολόγου στὴ μὲν ἐξωτερικὴ ἐκκλησιαστικὴ πολιτικὴ ἐπικράτησε ἡ φιλενωτικὴ γραμμή, στὴν ἐσωτερικὴ ὅμως δὲν κατωρθώθηκε ν᾿ ἀπορριφθῆ ὁ ἡσυχασμός. ῾Ο αὐτοκράτωρ ᾿Ιωάννης Ε¢ καὶ ὁ κύριος σύμβουλός του Δημήτριος Κυδώνης ἔφθασαν σὲ σημεῖο νὰ προσχωρήσουν προσωπικῶς στὸ ρωμαιοκαθολικισμό, ἀλλὰ πέραν ὀλίγων διανοουμένων δὲν ἔπεισαν καμμία μερίδα τοῦ λαοῦ. ῾Ο Καβάσιλας φαίνεται ὅτι γιὰ μιὰ στιγμὴ ἐταλαντεύθηκε καὶ ἴσως ἐσκέφθηκε ν᾿ ἀκολουθήση τὸ παράδειγμα τοῦ φίλου του Κυδώνη, ἢ τουλάχιστο νὰ τὸν δικαιολογήση, ἂν αὐτὸ τὸ νόημα ἔχουν οἱ λόγοι τοῦ ᾿Ιωσὴφ Βρυεννίου κατὰ τοὺς ὁποίους: “εὑρίσκεσαι στὴν ἀνόθευτη καὶ γνήσια μερίδα τῶν χριστιανῶν· ἀπαλλάχθηκες ὁριστικὰ ἀπὸ τὴν νοθευμένη καὶ κίβδηλη παράταξι. ᾿Απογοητευμένος ἀπὸ τὴν συναγωγὴ ἐκείνων ἀποφάσισες νὰ συνταχθῆς μὲ τὴν ὑγιαίνουσα ποίμνη” (᾿Επιστολὴ ᾿Ιωσὴφ Βρυεννίου, ΕΕΒΣ 29 [1959] 31).
Μετὰ τὸ 1354 ὁ Καβάσιλας δὲν φαίνεται ν᾿ ἀσχολήθηκε μὲ τὰ πολιτικά, ἀσχολήθηκε ὅμως μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ στὸ πλευρὸ τοῦ πατριάρχου Φιλοθέου (1353-1355, 1364-1376). Τὸ 1362 οἰκογενειακὰ θέματα τὸν ἐκάλεσαν στὴ Θεσσαλονίκη. Προσπάθησε νὰ θέση ὑπὸ ἔλεγχο τὸ μέρος ἐκεῖνο τῆς μεγάλης περιουσίας του, ἀστικῆς καὶ ἀγροτικῆς, ποὺ εἶχε ἀπομείνει μετὰ τὶς ἁρπαγὲς τῶν Ζηλωτῶν καὶ τῶν Σέρβων. Μόλις ἔφθασε ἐκεῖ, ἐπληροφορήθηκε τὸν πρόσφατο θάνατο τοῦ πατέρα του, καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος εἶδε τὸ θάνατο τοῦ θείου του Νείλου, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. ῾Η μητέρα του ἔπειτα εἰσῆλθε ὡς μοναχὴ στὴν ἁγία Θεοδώρα.
Δὲν εἶναι γνωστὸ ἂν ὁ Νικόλαος εἶχε λάβει ἱερατικὴ χειροτονία, ἂν καὶ οἱ γνώσεις του καὶ ὁ τρόπος ἐκφράσεως στὰ δύο κύρια συγγράμματά του προϋποθέτουν κληρικὴ ἰδιότητα. Φυσικὰ στηρίζεται σὲ σύγχυσι ἡ παλαιὰ καὶ νέα ἄποψις ὅτι διετέλεσε ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὀφειλομένη κυρίως στὸ γεγονὸς ὅτι καὶ ὁ θεῖος του Νεῖλος ἔφερε ὡς κοσμικὸς τὸ ὄνομα Νικόλαος. ᾿Εκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ θεωρηθῆ βέβαιο εἶναι ὅτι ἦταν μοναχός, πιθανῶς ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς εἰσόδου τῆς μητέρας του στὸ μοναχικὸ βίο, ποὺ συμπίπτει μὲ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Κωνσταντινούπολι καὶ τὴν δευτέρα ἄνοδο τοῦ Φιλοθέου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τοῦ βίου του ἐζοῦσε στὴ μονὴ τῶν Μαγγάνων. ᾿Απέθανε ἤρεμα καὶ διακριτικά, ὅπως ἔζησε σ᾿ ὅλη του τὴ ζωή, γύρω στὸ 1392.
ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ
῾Ο Γεώργιος Σχολάριος παρετήρησε ὅτι τὰ ἔργα τοῦ Νικολάου Καβάσιλα εἶναι ἕνα στολίδι: “κόσμος εἰσὶ τῇ τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησίᾳ” (Miklosich-Müller, Acta Patriarchatus Constantinopolitani, II, 27). Μὲ τὰ νεώτερα δεδομένα θὰ ἠμπορούσαμε νὰ προσθέσουμε ὅτι εἶναι ἀπὸ τὰ καλύτερα προϊόντα τῆς θρησκευτικῆς γραμματείας γενικῶς. Διακρίνονται γιὰ τὴ χάρι, τὴ ζωντάνια, τὴν πειθώ, τὴ δύναμι, πρὸ πάντων δὲ γιὰ τὴ γνησιότητα τοῦ θρησκευτικοῦ φρονήματος τὸ ὁποῖο προβάλλουν, τὴ θέρμη καὶ τὸ βάθος τῆς πίστεως.
Μαρτυροῦν πηγαία δύναμι ἐκφράσεως καὶ ἀξιόλογο συγγραφικὸ τάλαντο. ῾Η μέθοδος καὶ ἡ διάθεσις τῆς ὕλης εἶναι ἄψογοι. Θὰ ἠμποροῦσε νὰ εἰπῆ κανεὶς ὅτι εἶναι καὶ γλωσσικῶς ἄψογα, ἂν δὲν ὑπῆρχε ἐδῶ κάποια δυσκολία. ᾿Ενῶ οἱ σκέψεις τοῦ Νικολάου εἶναι σαφεῖς καὶ ἡ ἔκθεσίς τους ἐξ ἴσου σαφής, παρατηρεῖται πολὺ συχνὰ δυσχέρεια στὴν κατανόησί τους. Τοῦτο δὲν ὀφείλεται τόσο στὴν προσπάθεια ἀττικισμοῦ, ποὺ διακρίνει ἕως ἕνα βαθμὸ τὸ συγγραφέα, ὅσο στὸ ἐλλειπτικὸ τῆς ἐκφράσεως. ῾Ο Νικόλαος παραλείπει συχνὰ ἕνα μέρος τῆς σκέψεώς του, γιὰ νὰ νοηθῆ ἀπὸ τὸν ἀναγνώστη καὶ πολὺ συχνότερα ἕνα μέρος τῆς προτάσεως, κυρίως μάλιστα τὸ ρῆμα.
῞Ολα αὐτὰ ὅμως δὲν ἐμποδίζουν τὸν ἔμπειρο ἀναγνώστη νὰ χαίρεται τὸ ρωμαλέο ὕφος του καὶ τὴ θέρμη τῆς ἐκφράσεως.
῾Η λειτουργικὴ ζωὴ εἶναι τὸ κύριο θέμα γύρω ἀπὸ τὸ ὁποῖο πλέκεται ὅλη σχεδὸν ἡ συγγραφικὴ παραγωγὴ τοῦ Νικολάου Καβάσιλα. Γύρω ἀπὸ αὐτὴν κινεῖται ἡ πνευματική του σκέψις, ὁ λόγος του, ἡ ποίησίς του, ὡς ἕνα βαθμὸ μάλιστα καὶ ἡ ἐπιστολογραφία του. ῾Η πνοή της διέπει σ᾿ ὅλη τους τὴν ἔκτασι καὶ τὰ δύο μεγάλα πνευματικά του ἔργα.
Α. Πνευματικὰ Συγγράμματα. Τὸ πρῶτο ἀπὸ αὐτὰ φέρει τὸν τίτλο ῾Ερμηνεία τῆς θείας λειτουργίας. ᾿Ακολουθώντας τὴν πορεία τῆς λειτουργίας τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, μὲ ὀλίγες ἀναφορὲς καὶ στὴν λειτουργία τοῦ Βασιλείου, δίδει τὴν ἑρμηνεία της σὲ 52 κεφάλαια. ῾Η συμβολικὴ μέθοδος περιγραφῆς καὶ ἑρμηνείας, ποὺ ἀκολουθεῖται στὸ ἔργο, ἂν καὶ ὑπῆρχε ἐπίσης παλαιότερα, ὁριστικοποιήθηκε τὸ 500 μ.Χ. μὲ τὴν ἔκθεσι τοῦ Διονυσίου ᾿Αρεοπαγίτου στὴν ᾿Εκκλησιαστικὴ ῾Ιεραρχία, κεφ. 3. ῾Ο Μάξιμος στὴ Μυσταγωγία, ὁ Γερμανὸς στὴν ᾿Εκκλησιαστικὴ ῾Ιστορία, ὁ Νικόλαος ᾿Ανδίδων στὴν Κεφαλαιώδη προθεωρία περὶ τῶν ἐν τῇ θείᾳ λειτουργίᾳ γινομένων συμβόλων καὶ μυστηρίων, συνεχίζουν τὴν ἴδια παράδοσι. ῾Ο Νικόλαος γνωρίζει ὅλη αὐτὴ τὴν ἑρμηνευτικὴ παράδοσι, τὴν χρησιμοποιεῖ κάπου κάπου, δίδοντας προσοχὴ κυρίως στὸ Διονύσιο, ἀλλὰ ἐνεργεῖ αὐτοτελῶς καὶ ἐργάζεται πρωτοτύπως. ῾Η λειτουργία γι᾿ αὐτὸν εἶναι, ὅπως γιὰ ὅλη τὴν ὀρθοδοξία, ἡ θυσία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὁ δὲ Χριστὸς εἶναι συγχρόνως θύτης, θῦμα, προσδεχόμενος. ᾿Απὸ αὐτὸ ξεκινᾆ γιὰ νὰ τονίση ὅτι ἡ θεία λειτουργία εἶναι ἡ βασικὴ ὁδὸς γιὰ τὴν πνευματικὴ μεταποίησι τοῦ κόσμου. ῾Ο ἄρτος τῆς λειτουργίας μεταπλάσσει τοὺς πιστοὺς καὶ τοὺς ἀφομοιώνει· γίνονται ἄρτοι, καὶ ἐπειδὴ ἄρτος εἶναι ὁ Χριστός, γίνονται Χριστοί. Τὸ ἔργο ἐγράφηκε σὲ περίοδο πνευματικῆς ὡριμότητος, ὁπωσδήποτε μετὰ τὸ 1363, καὶ φαίνεται ὅτι ὑποβλήθηκε σὲ δύο ἀνασυντάξεις ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν συγγραφέα καὶ σὲ μιὰ τρίτη ἀπὸ ἄλλο πρόσωπο.
Στὸ ἔργο Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς προσφέρει μία ἀνατομία τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὴν ὁποία τοποθετεῖ στὰ πλαίσια τῆς ἐνανθρωπήσεως, συνεχιζομένης καὶ ἐπαναλαμβανομένης στὰ τρία βασικὰ μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας. Στὸ πρῶτο βιβλίο ἡ πνευματικὴ ζωὴ ὁρίζεται ὡς ζωὴ ἐν Χριστῷ καὶ δηλώνεται ὅτι ἐξαρτᾆται ἀπὸ δύο παράγοντες, τὸ θεῖο καὶ τὸν ἀνθρώπινο. ῾Η προσφορὰ τοῦ θείου παράγοντος, πραγματοποιουμένη διὰ τῶν τριῶν μυστηρίων ποὺ ἀποτελοῦν ἐπέκτασι καὶ πολλαπλασιασμὸ τοῦ ἑνιαίου μυστηρίου τῆς ἐνανθρωπήσεως, ἐξετάζεται στὰ τρία ἑπόμενα βιβλία, δεύτερο (βάπτισις, λουτρό), τρίτο (χρῖσμα, μύρο) καὶ τέταρτο (θεία εὐχαριστία, τράπεζα). Στὸ πέμπτο βιβλίο σὰν παράρτημα ἀναπτύσσεται ὁ συμβολισμὸς τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ καὶ στὸ πρόσθετο τμῆμα του ἐξηγεῖται ἡ ἀρχὴ τῆς συνεργίας τῶν δύο παραγόντων. ῾Η προσφορὰ τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς νοήσεως καὶ τῆς βουλήσεως, χωρὶς μεσάζοντας πλέον ἀλλὰ σὲ ἄμεση κοινωνία μὲ τὸ Θεό, ἐξετάζεται στὰ δύο τελευταῖα βιβλία, ἕκτο καὶ ἕβδομο. ᾿Επειδὴ σὲ ἀρκετὰ χειρόγραφα ἀπουσιάζει τὸ ἕβδομο βιβλίο, ἀπαντᾆται μάλιστα στὸ τέλος τοῦ ἕκτου ἡ λέξις “τέλος”, θεωρεῖται βέβαιο ὅτι καὶ αὐτὸ τὸ ἔργο ἐγράφηκε τμηματικά. ῍Αν τὸ πρόσθετο κείμενο τοῦ πέμπτου βιβλίου ἀνήκει στὸν Καβάσιλα, πρέπει νὰ ἐντάχθηκε σ᾿ αὐτὸ ἀπὸ ἄλλο πρόσωπο.
Β. Φιλοσοφικὰ κείμενα. Τέσσερα τουλάχιστον μικρὰ κείμενα ἀναφέρονται σὲ θέματα τῆς κοσμικῆς σοφίας καὶ ἐπιστήμης, εἶναι δὲ ὅλα προφανῶς δοκίμια φοιτητικά. Στὸ πρῶτο ἐξετάζεται τὸ πρόβλημα τῆς κοσμικῆς σοφίας ἀπὸ χριστιανικὴ σκοπιά, ἀλλὰ μὲ παραστάσεις τῆς κλασικῆς ἀρχαιότητας. Στὸ δεύτερο γίνεται λόγος περὶ τοῦ κριτηρίου τῆς ἀληθείας κατὰ τὴν ἀγνωσιαρχία τοῦ Πύρρωνος. Σὲ ἕνα ἀστρονομικὸ δοκίμιο ἐπιχειρεῖται συμπλήρωσις κενῶν στὶς ἐργασίες ἀστρονομίας τῆς ᾿Αλεξανδρείας καὶ ἰδιαιτέρως τοῦ Πτολεμαίου. Σ᾿ ἕνα δοκίμιο περὶ τοῦ βωμοῦ ἐλέους τῶν ᾿Αθηνῶν δίνει συμβουλὲς ὁμονοίας στοὺς συμπατριῶτες του κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου πολέμου μὲ παραστάσεις ἀπὸ τὴν ἀθηναϊκὴ πολιτεία τοῦ ἕκτου π.Χ. αἰῶνος. ῾Υπάρχει κάποια πιθανότης νὰ ἀνήκουν αὐτὰ τὰ κείμενα στὸν θεῖο τοῦ Νικολάου Νικόλαο Καβάσιλα, ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες διδάσκαλο καὶ τέλος μητροπολίτη Θεσσαλονίκης μὲ τὸ ὄνομα Νεῖλος.
Γ. ῾Ερμηνευτικά. Τρεῖς θαυμάσιοι λόγοι του Εἰς τὴν ὅρασιν τοῦ ᾿Ιεζεκιὴλ ἑρμηνεύουν τυπολογικῶς καὶ χριστοκεντρικῶς τὴν ὅρασι ποὺ εἶδε ὁ ᾿Ιεζεκιὴλ στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Χοβάρ.
Δ. Κοινωνικὰ κείμενα. ῾Ο Νικόλαος συνέταξε δύο δοκίμια περὶ τοῦ τοκισμοῦ τῶν ὁποίων τὸ ἕνα ὑπέβαλε στὴν βασίλισσα ῎Αννα Παλαιολογίνα. Κατὰ τὴν λῆξι τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, τὸ 1347, ἔγραψε ἕνα λόγο μὲ τὸν ὁποῖο ἐπικρίνει τὴν κατάληψι ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας ἀπὸ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία.
Ε. Λόγοι πανηγυρικοί. ᾿Απὸ τοὺς δώδεκα λόγους τοῦ Νικολάου ποὺ ἔχουν ἐκδοθῆ, ἕνας, ἀναφερόμενος στὰ σωτήρια πάθη, τονίζει τὶς οἰκουμενικὲς διαστάσεις τοῦ σταυρικοῦ θανάτου, ἐνῶ ἕνας ἄλλος ἔχοντας θέμα τὴν ἀνάληψι συνοψίζει τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας. Τρεῖς ὁμιλίες ἀναφέρονται στὰ κύρια γεγονότα τοῦ βίου τῆς Θεοτόκου. Τρεῖς λόγοι εἶναι ἀφιερωμένοι στὸν ἅγιο Δημήτριο, ὁ τρίτος μάλιστα σὲ 208 δακτυλικὰ ἑξάμετρα. ῞Ενα ἐγκώμιο εἶναι ἀφιερωμένο στὴν ὁσία μυροβλύτιδα Θεοδώρα, στὴ μονὴ τῆς ὁποίας ἐμόναζε ἡ μητέρα τοῦ Νικολάου. Οἱ ὑπόλοιποι πανηγυρικοὶ ἀναφέρονται στοὺς Τρεῖς ῾Ιεράρχες, στὸν ἅγιο Νικόλαο καὶ στὸν νεομάρτυρα ᾿Ανδρέα.
ΣΤ. ᾿Επιστολές. Σώζονται ἐπίσης δεκαεπτὰ ἐπιστολὲς τοῦ Νικολάου πρὸς συγγενεῖς, φίλους καὶ διακεκριμένες προσωπικότητες τῶν χρόνων του. Πρὸς τὸν πατέρα του, τὸν αὐτοκράτορα ᾿Ιωάννη Καντακουζηνό, τὸν ἱερέα Δοσίθεο Καραντηνό, τὸν Δημήτριο Κυδώνη καὶ ἄλλους.
Ζ. ᾿Επιγράμματα. Εἶναι γνωστὰ δεκατρία σύντομα ἐπιγράμματα τοῦ Νικολάου, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δύο ἀναφέρονται στὸν ἅγιο Δημήτριο, ἕνα στὴν ἁγία Θεοδώρα, ἕνα στὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾆ καὶ ἕνα στὸν θεῖο του Νεῖλο Καβάσιλα.
Μερικὰ ἀντιρρητικὰ κείμενα ποὺ φέρουν τὸ ὄνομά του ἀνήκουν μᾆλλον στὸν θεῖο του Νεῖλο.
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
῾Η σκέψις τοῦ Νικολάου στρέφεται συνεχῶς γύρω ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας καὶ τῆς ἑνώσεως μὲ τὸ Θεό. ᾿Εγνώριζε ἄριστα ὅλη τὴν πνευματικὴ παράδοσι τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὸ χριστοκεντρισμὸ τοῦ ἀποστόλου Παύλου καὶ τὸν ἐνανθρωπιστικὸ πραγματισμὸ τοῦ εὐαγγελιστοῦ ᾿Ιωάννου καὶ ἔπειτα, διὰ τοῦ ᾿Ιγνατίου, τῶν ᾿Αλεξανδρινῶν, τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, τοῦ Διονυσίου ᾿Αρεοπαγίτου, τοῦ Μαξίμου μέχρι τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾆ. ᾿Αλλὰ δὲν ἐξαρτᾆται πλήρως ἀπὸ καμμία γραμμὴ σκέψεως, ἀφοῦ μάλιστα ἀποφεύγει συστηματικὰ νὰ ἀναφερθῆ σὲ πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας ὀνομαστικά, πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων. Τὴ γραμμὴ καθορίζει μόνος του καὶ ἡ γραμμὴ εἶναι ἀπολύτως ὀρθόδοξος καὶ ἐξόχως ἑλκυστική.
Σκοπὸς τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητος κατὰ τὴν ἄποψι τοῦ Καβάσιλα εἶναι ἡ ἕνωσις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό. Αὐτὴ ὑπῆρξε ἀπὸ τὴν ὥρα τῆς πλάσεώς του ἡ προοπτικὴ καὶ σ᾿ αὐτὸ ἀπέβλεπε ἡ συγκρότησίς του.
᾿Απὸ τὶς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ ξεχωρίζει δύο, τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴ δικαιοσύνη· σ᾿ αὐτὲς συνοψίζεται τὸ σύνολο τῶν ἰδιοτήτων καὶ αὐτὲς τελικὰ συνιστοῦν τὴν “ἀρετή” τοῦ Θεοῦ. “῾Η τοῦ Θεοῦ περὶ τὸ γένος ἐσχάτη φιλανθρωπία καὶ ἀγαθότης, ἥτις ἐστὶν ἡ θεία ἀρετὴ καὶ δικαιοσύνη” (Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, 1,17). ᾿Εξετάζει καὶ τὶς δύο ἀπὸ τὴ θετική τους, τὴν εὐνοϊκή, πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα πλευρά, πρὸ πάντων φυσικὰ τὴν ἀγαθότητα, ποὺ δὲν μπορεῖ κἂν νὰ ἔχη ἀρνητικὴ πλευρά. ᾿Αγαθὸς λοιπὸν κατ᾿ ἐξοχὴν ὁ Θεός. Καὶ ἡ φύσις τοῦ ἀγαθοῦ εἶναι νὰ ἐκχύνεται καὶ νὰ μεταδίδεται. ῞Οπως ὅλα ποθοῦν τὸ ἀγαθό, ἔτσι καὶ αὐτὸ διαχέεται πρὸς τὰ πάντα, ἀλλοιῶς δὲν θὰ συνέβαινε τὸ πρῶτο (Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, 7,33).
Καρπὸς αὐτῆς τῆς ἐκχύσεως εἶναι μεταξὺ ἄλλων ἡ πλάσις τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ χαρακτηριστικὸ δὲ εἶναι ὅτι ἐπλάσθηκε ἐκ τῶν προτέρων ὡς μίμημα τοῦ Χριστοῦ, ἦταν χριστοειδής. Σκοπὸς λοιπὸν τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ φθάση στὴ στιγμὴ ποὺ θὰ ἑνωθῆ μαζί του ὁ θεῖος Λόγος καὶ θὰ φανερωθῆ στὴν ἱστορία ὁ Χριστός, θὰ ἀναδειχθῆ ὁ Θεάνθρωπος. “Διὰ τὸν κοινὸν ἄνθρωπον ἀνθρώπου φύσις συνέστη τὸ ἐξ ἀρχῆς”, γιὰ τὸ Θεάνθρωπο. ᾿Ελάβαμε λογισμὸ γιὰ νὰ γνωρίζωμε τὸ Χριστό, ἐπιθυμία γιὰ νὰ τρέχωμε σ᾿ αὐτόν, μνήμη γιὰ νὰ διατηροῦμε ἐκεῖνον. ῾Ο νέος ᾿Αδὰμ ἦταν τὸ παράδειγμα τοῦ παλαιοῦ. ῎Ετσι ἡ δημιουργία ὑπῆρξε προκαταρκτικὸ στάδιο τῆς ἐνανθρωπήσεως (Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, 6,58).
῾Η πτῶσις εἶναι ἕνα ἐπεισόδιο, τὸ ὁποῖο δὲν παραβλέπει ὁ Καβάσιλας, ἀλλὰ καὶ δὲν τὸ διατηρεῖ παντοτινὰ στὸ βάθος. ᾿Αφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθηκε γιὰ τὸ Χριστό, εἶναι φανερὸ ὅτι τὰ ἐνδιάμεσα ἐπεισόδια ἔχουν μικροτέρα σημασία. Μὲ τὴν πτῶσι ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε στὴν κατάστασι τῆς ἀμόρφου ὕλης, “καθάπερ ὕλη ἀνείδεος καὶ ἄμορφος” (Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, 2,19). ῾Η διάστασις πρὸς τὸ Θεὸ σημαίνει ἀνυπαρξία καὶ ἡ συνύπαρξις μὲ τὸ πονηρὸ σημαίνει πνευματικὸ θάνατο.
Τὸ ἔργο τῆς διαλλαγῆς τῆς ἀνθρωπότητος μὲ τὸ Θεὸ καὶ τῆς μεταπλάσεώς της ἀνήκει κοινῶς στὴν Τριάδα. “῾Ο πατήρ διήλλακται, ὁ δὲ Υἱὸς διήλλαξε, τὸ δὲ Πνεῦμα τὸ ἅγιον φίλοις ἤδη καταστᾆσι δῶρον ἐγένετο” (Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, 2,23). ᾿Επραγματοποιήθηκε ὅμως κατ᾿ ἐξοχὴν ἀπὸ τὸν Υἱό, ποὺ ἐπῆρε τὴ θέσι τοῦ νέου ἀνθρώπου. Λέγεται ἀπὸ τὸν Καβάσιλα “διπλοῦς ᾿Ιησοῦς”, διότι ἀποτελέσθηκε ἀπὸ δύο φύσεις. ῎Ελαβε τὸ φύραμά μας διὰ μέσου τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία μόνη τὸ διατήρησε μέσα της στὴν προπτωτική του κατάστασι καὶ τὸ παρέδωσε στὸν Υἱό της. ῞Οπως εἴδαμε, ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθηκε χριστοειδὴς καὶ θεοειδής, στὴ χειροτέρα του πτωτικὴ κατάστασι διετήρησε ἕνα θεοειδῆ πυρῆνα καὶ αὐτὸς εἶναι τὸ στοιχεῖο ποὺ συνήντησε ὁ ἐνσαρκωθεὶς Λόγος καὶ τὸν ἐνυποστασιοποίησε στὸν ἑαυτό του.
῾Η διαλλαγὴ καὶ μετάπλασις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἐπραγματοποιήθηκε διὰ μέσου ὅλων τῶν φάσεων τῆς ἐνανθρωπήσεως, ἂν καὶ στὸ πάθος δίδεται ἰδιαιτέρα ἔμφασις. ᾿Εκεῖνο τὸ ὁποῖο ἀπέρρευσε ἀπὸ τὴν ἀνανεωτικὴ αὐτὴ πορεία εἶναι ἡ νέα ζωή, ἡ ἐν Χριστῷ ζωή. Γιὰ τὴν ἐξασφάλισί της ἀπαιτεῖται διπλῆ προσφορά, τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Βασικῶς ἡ ζωὴ προσφέρεται μὲ τὰ μυστήρια, στὰ ὁποῖα ἐπαναλαμβάνεται, συμβολικῶς καὶ πραγματικῶς μαζί, ὅλη ἡ πορεία τῆς ἐνανθρωπήσεως, τῆς γεννήσεως, τοῦ θανάτου, τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. ῎Ετσι τὰ μυστήρια ἐνοικίζουν ἐμᾆς στὸ Χριστό, καὶ τὸ Χριστὸ σ᾿ ἐμᾆς. “Τῷ Χριστῷ μὲν ἡμᾆς, ἡμῖν δὲν τὸν Χριστὸν ἐνοικίζει” (Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, 4,50). ῾Η ἁγιάζουσα ὅμως χάρις εἶναι κάτι ποὺ ἐνσταλάζεται στὸν ἀτομικὸ ἄνθρωπο μὲ τὴ συνεργία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου.
῾Η ζωὴ παρέχεται ἀτομικῶς διὰ τῶν μυστηρίων τοῦ βαπτίσματος ὡς ἀρχῆς, τοῦ χρίσματος ὡς μέσου καὶ τῆς εὐχαριστίας ὡς τέλους. ῎Ετσι ὁ Χριστὸς διαχέεται σ᾿ ἐμᾆς, μᾆς ἀλλάσσει, μᾆς μεταβάλλει σὲ ὅ,τι εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος. Συντηρεῖται ὅμως ἡ ζωὴ μὲ τὴν ἐλευθέρα βούλησι τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀσκεῖται σ᾿ ἕνα ἀγῶνα, συνιστάμενο στὴν ἀποφυγὴ τῶν ματαίων λογισμῶν, τὴν ἐμμελέτη, τὴν προσευχή, τὴ συνεχῆ κοινωνία μὲ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἄσκησι τῆς ἀρετῆς. Σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ χρησιμοποιήση ἀπροσδόκητη καὶ ἀποτελεσματικὴ δύναμι. ῞Οσο καὶ ἂν τοῦ προσφέρεται ἀπὸ τὸ Θεὸ ἡ χάρις, χωρὶς τὴν ἰδική του συμβολὴ μένει ἀνενέργητη. Μόνοι τους λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι καταλαμβάνουν τὸ θρόνο καὶ τοποθετοῦν τὸ στέμμα μὲ τὴν ἰδική τους ἀπόφασι στὴν κεφαλή. Εἶναι βιασταὶ καὶ ἅρπαγες τῆς θείας χάριτος (Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, 7,46). Ζωὴ εἶναι ἡ δύναμις ποὺ κινεῖ τὰ ζῶντα καὶ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων εἶναι ὡς ἕνα σημεῖο ἡ ἀγάπη. Τὸ φίλτρο, ἡ δύναμις ποὺ σ᾿ ὅλες τὶς περιπτώσεις συνάπτει τὶς διαφοροποιημένες ὑποστάσεις, δένει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεὸ σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε νὰ ζῆ μόνο γι᾿ αὐτόν, ν᾿ ἀγαπᾆ μόνο αὐτόν, νὰ χαίρεται μόνο μὲ αὐτόν· ἔτσι ἀποκτᾆ τὴ ζωὴ (Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, 7,43).
Ποικίλη εἶναι ἡ ἐμπειρία κατὰ τὸν ἀγῶνα τῆς ἀποκτήσεως τῆς ζωῆς, διχασμένη ἀνάμεσα στὴ λύπη γιὰ τὰ παραπτώματα καὶ τὴ χαρὰ γιὰ τὰ ἀγαθά, ὄχι μόνο τὰ παρόντα ἀλλὰ καὶ τὰ ἐλπιζόμενα. ῾Η μετοχὴ στὸ ἀγαθὸ καθορίζει τὴ διάθεσι τῶν Χριστιανῶν· “χαίρειν ἀνάγκη τὸν ἐραστήν”.
Αὐτὰ τὰ πράγματα μποροῦν νὰ ἐπιτευχθοῦν, σὲ ὁποιεσδήποτε συνθῆκες βίου καὶ ἂν εὑρίσκεται ὁ Χριστιανός, ὄχι δὲ ἀναγκαστικὰ στὴν ἐρημία. Τονίζει μὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ τὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Καβάσιλας, στὸ ὁποῖο ἔρχεται σὲ κάποια ἀντίθεσι μὲ τοὺς αὐστηροὺς ἡσυχαστὰς καὶ ἀναχωρητάς, διότι αὐτὸς μεταφέρει τὴν πνευματικὴ πνοὴ στὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, παραβλέποντας τὰ τεχνικὰ μέσα ἐκείνων. ῾Η πνευματικὴ ζωὴ ἐπιτυγχάνεται μὲ ἴση εὐκολία στὴν κοσμικὴ κοινωνία, μὲ ὅση στὸ ἡσυχαστικὸ κελλί, χωρὶς νὰ ἀπαιτῆται ἀλλαγὴ τόπου, τροφῆς, ἐνδυμασίας, ρυθμοῦ βίου. ᾿Επιτυγχάνεται μέσα στὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο ἀνύψωσε ὁ ἐνανθρωπήσας Χριστός. Οὔτε οἱ ναοὶ οὔτε κανένα ἄλλο ἱερὸ δὲν εἶναι τόσο ἅγιο ὅσο εἶναι ὁ ἄνθρωπος μὲ τοῦ ὁποίου τὴ φύσι κοινωνεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Οἱ τέλειοι βέβαια ἔχουν κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀρετή· τὴ θεωρία. ῾Η τελείωσις ἀποτελεῖ τὸ κορύφωμα τῶν δώρων τοῦ Θεοῦ, ἀποτελεῖ τὴν ὅλη δωρεὰ τοῦ Θεοῦ· τὰ πάντα ἔγιναν γι᾿ αὐτήν· ὁ ἀρχέγονος παράδεισος, οἱ προφῆτες, ἡ ἐνσάρκωσις, τὰ πάθη, ὁ θάνατος. ῎Εγιναν ὅλα γιὰ νὰ μετατεθοῦν οἱ ἄνθρωποι στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ γίνουν κληρονόμοι τῆς ἐκεῖ βασιλείας. “Τί εἶναι τόσο τερπνό, ὥστε νὰ συναγωνισθῆ τὴ θέα κατὰ τὴν ὁποία ἡ κληρονομία θὰ δοθῆ μεγαλοπρεπῶς; Χορὸς μακαρίων, δῆμος χαροκόπων. ῾Ο Χριστὸς κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ ἀκτινοβόλος, ἡ γῆ ἀνεβάζει ἄλλους ἡλίους, πρὸς τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, ὅλα εἶναι γεμᾆτα φῶς” (Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, 6,16).
Αὐτὴ ὅμως ἡ ἐμπειρία δὲν ἀνήκει ἀποκλειστικῶς στὴν οὐρανία ζωή. Διότι “ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ φύεται μὲν ἐν τῷδε τῷ βίῳ… τελειοῦται δὲ ἐπὶ τοῦ μέλλοντος” (Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, 1,1). ῾Υφίσταται λοιπὸν καὶ ἐδῶ. Ποιά εἶναι τὰ γνωρίσματά της, ἐφάνηκε μερικῶς ἀπὸ ὅσα ἐλέχθηκαν προηγουμένως· ἀγάπη, χαρά, κοινωνία μὲ τὸ Θεό. Πρὸ πάντων μάλιστα κοινωνία. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡνωμένος μὲ τὸ Χριστὸ ψυχὴ μὲ ψυχή, σῶμα μὲ σῶμα, αἷμα μὲ αἷμα, τοῦ προσφέρει τὴν πλήρη εἰρήνη. ῾Η εἰρήνη καθιστᾆ τοὺς πολλοὺς ἕναν καὶ ὁ θόρυβος τὸν ἕνα καθιστᾆ πολλοὺς (῾Ερμηνεία θείας λειτουργίας, 12,8). Εἶναι δὲ εἰρήνη ἡ ἐμπειρία τῆς ἑνώσεως μὲ τὸ Χριστό, τῆς ἀδιατάρακτης ἀγάπης πρὸς τοὺς συνανθρώπους καὶ τῆς πλήρους συνδιαλλαγῆς μὲ τὸν ἑαυτό μας.
῍Αν καὶ ἡ θεολογία τοῦ Νικολάου Καβάσιλα ἐμπνέεται ἀπὸ τὰ ἰδεώδη τοῦ ἡσυχασμοῦ, ἡ θέσις του διαφέρει ἀπὸ τὴν τῶν καθ᾿ αὐτὸ ἡσυχαστῶν σὲ δύο βασικὰ σημεῖα. Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι ὡς ἐπίκεντρο τῆς σκέψεώς του ἔχει τὸ πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τὴν θεία οἰκονομία καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ζωή. Τὸ δεύτερο εἶναι ἡ εἰρηνικὴ διάθεσις, ποὺ προλαβαίνει κάθε πολεμικὴ ἐναντίον ἐκείνων ποὺ διαφωνοῦν πρὸς τὶς ἀπόψεις του.
Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ
῾Η ἐκτίμησις πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Νικολάου ὑπῆρξε πάντοτε βαθεῖα, ὅπως δείχνει ἡ εὐρεῖα διάδοσις τῶν δύο κυρίων συγγραμμάτων του γενικά. ῾Η ἀναγραφὴ τοῦ ὀνόματός του στὸ ἁγιολόγιο τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Ανατολικῆς ᾿Εκκλησίας ἔγινε κατόπιν ἐνεργειῶν καὶ εἰσηγήσεως τοῦ Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονος Β¢ καὶ ἀποφάσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, κατὰ τὸν ᾿Ιούλιον τοῦ 1983. ῾Η μνήμη του ὁρίσθηκε νὰ τελεῖται τὴν 20ὴ ᾿Ιουνίου.