Βίος Αγίων Αγιαννανίτων Οσιομάρτυρων Θεοφάνης ο Γέρων και Παίσιος ο εκ Μεσολογγίου εκ των Κολλυβάδων
(ὑπὸ Παναγιώτου Κοντοῦ)
Δύο ἀγνώστους Ὁσιομάρτυρας τῆς τουρκοκρατούμενης Ὀρθοδοξίας, τὸν Αἰτωλὸ ἱερομόναχο Παΐσιο καὶ τὸν μοναχὸ καὶ Γέροντά του Θεοφάνη, τοὺς Ἁγιαννανίτες, θὰ παρουσιάσουμε πρὸς ὠφέλεια τῶν εὐλαβῶν ἀναγνωστῶν.
Ὁδοιποροῦντες πρὸς τὸ ἱερὸ Ὄρος τοῦ Ἄθωνος καὶ τό ἱερὸν Βῆμά του, τὴν ἱερὰν καὶ μεγαλώνυμον Σκήτην τῆς Θεοπρομήτορος Ἁγίας Ἄννης, ἂς ἀναζητήσουμεν τὸν ἱερομόναχο Παΐσιον τὸν καλλιγράφο, καὶ τὸν μοναχὸ Θεοφάνη τὸν Γέροντά του. Ποιοί, λοιπόν, ἦσαν οἱ πατέρες αὐτοί;
Ἀνάμεσα στὸ νέφος τῶν Ὁσίων Πατέρων τῶν ἐν τῷ Ἁγιωνύμῳ Ὄρει ἀσκήσει καὶ ἀθλήσει διαλαμψάντων ἀνὰ τοὺς αἰῶνας συγκαταλέγονται καὶ ὁ νέος τοῦ Χριστοῦ Ἱερομάρτυς Παΐσιος καὶ ὁ Γέροντάς του μοναχὸς Θεοφάνης. Περὶ τῆς ζωῆς τοῦ δευτέρου δὲν γνωρίζουμε ἀρκετὰ πράγματα, καθότι κανένα στοιχεῖο περὶ τοῦ κατὰ κόσμον ὀνόματος καὶ τῆς καταγωγῆς του δὲν ὑπάρχει. Ἀντιθέτως, εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ παπα-Παΐσιος γεννήθηκε στὴν ἱερὴ πόλη τοῦ Μεσολογγίου (ἢ στὰ πέριξ τῆς αὐτοῦ περιοχῆς) κατὰ τὶς πρῶτες δεκαετίας τοῦ 18ου αἰῶνος. Στὴν πατρίδα του σπούδασε τὰ πρῶτα γράμματα καὶ πιθανὸν νὰ φοίτησε καὶ στὴν περίφημη Μεσολογγιάδα Σχολήν. Ἄγνωστο εἶναι ἐπίσης τὸ πότε ἀπαρνήθηκε τὰ ἐγκόσμια καὶ μετέβη στὸ Ἅγιον Ὄρος, “ἐν ᾧ αἱ αὖραι τῆς Χάριτος ῥιπίζουσιν τὰ εὐσκιόφυλλα δένδρα, τὰ πεφυτευμένα παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων, τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ παναρμονίως, διὰ τοῦ μυστικοῦ θροΐσματος αὐτῶν, τὸν ἐπινίκειον ὕμνον ᾄδοντα, βοῶντα, κεκραγόντα καὶ λέγοντα: τῷ Σωτῆρι Θεῷ καὶ τῇ Μητροπαρθένῳ Κόρῃ.“
Ἀφοῦ περιῆλθε γιὰ μερικὲς ἡμέρες τὰ Μοναστήρια, τὶς Σκῆτες καὶ τὰ Κελλία τοῦ Ἁγίου Ὄρους, κατέληξε στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης. Ἀσκήτευσε στὴν Καλύβη τοῦ Προφήτου Ἠλία, ἄνωθεν τοῦ κατανυκτικοῦ Κυριακοῦ τῆς Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης, ὡς ὑποτακτικὸς τοῦ Γέροντος τῆς Καλύβης Θεοφάνους. Ὁ γὰρ Θεοφάνης ἦν ἀνὴρ ἀγράμματος μέν, πλὴν ἡμερώτατος τὸν τρόπον καὶ γλυκύτατος.
Περὶ τῆς ἱερᾶς Σκήτεως τῆς Θεοπρομήτορος πολλοὶ καὶ πολλὰ ἔγραψαν. Εἶναι ἡ μεγαλύτερη καὶ ἀρχαιότερη Σκήτη στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἡ σύστασή της τοποθετεῖται κατὰ τοὺς 16ον-17ον αἰῶνες. Ἀλλὰ καὶ προτύτερα ὑπῆρχε ἡ Μονὴ τῶν Βουλευτηρίων ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνος. Ἐδῶ ἀσκήθηκαν καὶ ἁγίασαν ἑπτὰ Ὅσιοι καὶ ἑτοιμάστηκαν (προαλείφθηκαν) γιὰ τὸ μαρτύριο ἑννέα Ὁσιομάρτυρες.
Γιὰ τὸν παπα-Παΐσιο ὡς καλλιγράφο γράφει ὁ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης: Ὁ μὲν γὰρ Παΐσιος εἰς κάλλος τε καὶ τάχος εἲ πέρ τις ἄλλος (=περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον) τῶν λογίων γράφει ἐξησκημένος… Ὁ δὲ τούτου γέρων μετὰ τοῦ τῶν ἀπλάστων ἠθῶν ἀκεραίου τε καὶ πράου, ἔτι καὶ τὴν ἐκ φιλαδελφίας ταὐτὸν εἰπεῖν φιλοθεΐας ἐπλούτει, καὶ ταῦτα ἀκτημοσύνῃ συζῶν…
Ἔφθασεν ὅμως ἡ ὥρα τῆς σκληρῆς δοκιμασίας, ὄχι μόνον τοῦ ἰδίου, ἀλλὰ καὶ ὁλοκλήρου τοῦ Περιβολίου τῆς Παναγίας. Τί λοιπὸν συνέβη;
Τὸ ἔτος 1754 στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης κατεδαφίσθηκε τὸ Κυριακό, γιὰ νὰ ἀνεργεθῆ μεγαλύτερο. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ διενεργήθηκε ἀπὸ τοὺς Ἁγιαννανίτες Πατέρες ἐκτεταμένος ἔρανος σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς Ὀθωμανικῆς ἐπικράτειας ὅπου ζοῦσαν ἐλληνορθόδοξοι. Οἱ πατέρες δεσμεύτηκαν ἀντὶ τῶν δωρεῶν ποὺ δέχοταν γιὰ τὴν ἀνέργεση τοῦ νέου Κυριακοῦ τῆς Σκήτης νὰ τελέσουν ἕναν ἀριθμὸ πληρωμένων ἀγρυπνιῶν μετὰ μνημοσύνων. Δηλαδὴ δὲν ἀνέλαβαν νὰ τελέσουν ἁπλῶς μνημόσυνα γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν καταγραφέντων ὀνομάτων (ποὺ ἔφθασαν τὶς 12.000), ἀλλὰ μνημόσυνα μετὰ παννυχίδων (ἀγρυπνιῶν), ποὺ σύμφωνα μὲ τὴν μέχρι τότε τάξη τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐτελοῦντο κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου.
Ὑπῆρχαν ὅμως πρακτικὲς δυσκολίες στὴν ὑλοποίηση τῆς ὑποσχέσεως αὐτῆς. Δὲν ἦταν μόνο τὸ ὅτι ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς δούλευαν ὅλη μέρα στὴν οἰκοδόμηση τοῦ Κυριακοῦ. Μία ἄλλη κατηγορία Ἁγιαννανιτῶν μοναχῶν τὸ Σάββατο (Παρασκευὴ πρὸς Σάββατο) μετέβαιναν στὶς Καρυὲς γιὰ νὰ πωλήσουν τὸ ἐργόχειρό τους στὴν ἐκεῖ λαϊκὴ ἀγορὰ ποὺ γινόταν αὐτὴ τὴν ἡμέρα. Ἐκ τούτου ἦταν ἀδύναντον νὰ παρευρεθοῦν σὲ ἀγρυπνία ποὺ θὰ ἐτελεῖτο Παρασκευὴ πρὸς Σάββατο, ἀφοῦ αὐτοὶ θὰ ταξίδευαν γιὰ τὶς Καρυές. Ποιά λύση θὰ εὕρισκαν; Ὁ ἱερομόναχος Ἰσίδωρος Κυριακόπουλος, γράφοντας: Νικοδήμῳ τῷ ὑπεραγαπητῷ ἀδελφῷ…, σημειώνει περὶ αὐτοῦ: Ἡ δὲ ἀρχὴ τοῦ περὶ κολλύβων ἀναβρασμοῦ τοιαύτη τις ὑπῆρξεν· ἀνακαινιζομένου, ἐν ἔτει 1755, τοῦ κυριακοῦ τῆς ἁγίας Ἄννης, οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ ἐν Σμύρνῃ χριστιανοὶ ἔπεμψαν πολλὰ ἐλέη καὶ μνημόσυνα, ἅτινα θέλοντες οἱ ἀσκηταὶ ἵνα κατὰ πᾶν σάββατον ἀνελλιπῶς ἐκτελῶσι, ἐκωλύοντο οὕτω τοῦ νὰ πωλῶσι τὰ ἐργόχειρα αὐτῶν κατὰ τὴν ἰδίαν ἡμέραν. Ὅθεν λαβόντες καὶ τὴν γνώμην μοναστηριακῶν τινων προεστώτων, ἀπεφάσισαν ἵνα μεταθέσωσι τὴν τέλεσιν τῶν μνημοσύνων καὶ κολλύβων ἀπὸ τοῦ σαββάτου εἰς τὴν κυριακήν… Ἡ ἐνέργεια αὐτὴ σκανδάλισε ἀρκετοὺς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦσαν τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ποὺ θέλει τὴν Κυριακὴ ὡς ἡμέρα ἀναστάσιμη καὶ ἡμέρα χαρᾶς. Ὅπως λέγει ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος: Τῇ Κυριακῇ δέ, ὡς ἀνοίκειον καὶ ἁμαρτῶδες φυλαττώμεθα τοῦτο ποιεῖν· [δηλαδὴ τὸ νεκρολογεῖν τὰ Κόλλυβα] ἀνοίκειον μέν, ἐπειδὴ τῆς μὲν ἡμέρας ἡ ὑπόθεσις εἶναι χαρμόσυνος, ἡ δὲ μνήμη τοῦ κεκοιμημένου καὶ αὐτὴ ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία εἶναι θρηνώδης καὶ λυπηρά… Ἁμαρτῶδες δὲ πάλιν τὸ στοχαζόμεθα, ἐπειδὴ κατὰ τὰς Διαταγὰς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἔνοχος κρίματος γίνεται ὁ πενθῶν καὶ σκυνθρωπάζων εἰς ἡμέραν ἑορτῆς Κυρίου.
Ὁ πρῶτος ὁ ὁποῖος ἤλεγξε τὴν παρέκκλιση αὐτὴ εἶναι ὁ πολυγραφώτατος μοναχὸς Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, ὁ ἐξ Ἑβραίων. Οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες ποὺ ὑποστήριζαν τὴν ἐμμονὴ στὶς ἐκκλησιαστικὲς παραδόσεις καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὰ μνημόσυνα στὴν τέλεσή τους κατὰ τὸ Σάββατο ἢ ὁπωσδήποτε τὴν ἀπαγόρευση τελέσεως κατὰ τὴν Κυριακή, ὀνομάσθηκαν ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους του Κολλυβάδες, μὲ σκωπτικὴ βέβαια ἔννοια.
Ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ καὶ ὁ Σκιαθίτης διηγηματογράφος μας Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης: …τὸ σκωπτικὸν ἐπίθετον ἀναξίως ἐδόθη αὐτοῖς ὑπὸ φθονερῶν τοῦ μοναστικοῦ βίου ἀπτήνων (=ἀπτέρων…), λόγῳ ὅτι ἐκεῖνοι δὲν ἠνείχοντο, καὶ δικαίως, τὰ ἐν ταῖς Κυριακαῖς κόλλυβα καὶ μνημόσυνα, ἐπιμένοντες ἵνα ταῦτα γίνωνται ἐν τοῖς Σάββασι καὶ ταῖς καθημεριναῖς, κατὰ τὴν ἀρχαίαν τῆς Ἐκκλησίας τάξιν, καὶ ὅτι ἐκ Κολλυβάδων ἦσαν ἐκ τῶν παλαιῶν λογίων πατέρων, ὁ Κορίνθου Μακάριος, ὁ Νοταράς, ἅγιος τιμώμενος, Ἀθανάσιος ὁ Πάριος καὶ Νικόδημος ὁ πολυγραφώτατος, ὁ Κύριλλος, ὁ Ἠλίας, ὁ Ἀρσένιος καὶ ἄλλοι ἐνάρετοι Πατέρες. Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο ἄλλου ἔργου του σημειώνει ὁ κοσμοκαλόγηρος τῆς Σκιάθου: Οὗτοι… οἱ λεγόμενοι Κολλυβάδες, ὑποστάντες διωγμὸν καὶ εἰς αὐτὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, διότι ἐπέμενον εἰς τὴν ἀκρίβειαν, καὶ δι’ ἄλλα πολλὰ πράγματα, καὶ ὅπως μὴ τὰ μνημόσυνα τῶν νεκρῶν τελῶνται τὰς Κυριακάς. Ψυχοσάββατον ὑπάρχεις, ἀλλὰ ψυχοκυριακὴν ἠκούσατε ποτέ σας χριστιανοί; Οἱ ἀναφερόμενοι ὡς λοιποὶ Κολλυβάδες εἶναι: Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, Κύριλλος Παπαδόπουλος ὁ Πάριος, Ἡλίας ἱερομόναχος Ἠπειρώτης, καὶ Ἀρσένιος ὁ Πάριος.
Ἡ περὶ τῶν Μνημοσύνων ἔριδα προχώρησε καὶ σὲ ἄλλα θέματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ κυρίως στὸ περὶ τῆς συχνῆς θείας Μεταλήψεως, ὑπὲρ τῆς ὁποίας τάχθηκαν οἱ Κολλυβάδες, …οἵτινες ὑπεστήριζον ὅτι ὁ Χριστιανὸς καὶ ἰδίως ὁ μοναχός, διὰ νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸν διάβολον καὶ διὰ νὰ πλησιάζῃ εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὴν ἀρετήν, πρέπει νὰ ἐξομολογῆται καθαρά, νὰ προσεύχεται, νὰ προετοιμάζεται καὶ συνεχέστερον νὰ κοινωνῇ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίω, διὰ νὰ ἐνισχύηται καὶ λαμβάνῃ δύναμιν πνευματικὴν ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ διαβόλου…
Κατὰ τὴν Κολλυβαδικὴ ἔριδα ἔγιναν τέσσερις συνάξεις τῶν Κολλυβάδων στὸ ἐν Καρυαῖς Κελλίο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τοῦ παπα-Παρθενίου τοῦ Ζωγράφου, τὸν κοινὸν πνευματικὸν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τοῦ ἐπιλεγομένου Σκούρτου, οὗ τινος μετὰ τὴν ἀνακομιδήν, ἀνεφάνησαν τὰ ἱερὰ λείψανα εὐωδιάζοντα. Στὴν πρώτη σύναξη, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 1772, συντάχθηκε ἐπιστολή-ἀναφορὰ πρὸς τὸ Πατριαρχεῖο γιὰ τὰ διαδραματιζόμενα, τὴν ὁποίαν ἀπέστειλαν στὴν Κωνσταντινούπολη διὰ τοῦ μοναχοῦ Νήφωνος τοῦ Χίου. Πρόκειται περὶ τοῦ κοινοβιάρχου καὶ Κολλυβᾶ Ὁσίου Νήφωνος, ἀργότερα ἱδρυτοῦ τῆς Ἱ. Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου, τοῦ ὁποίου τὰ ὀστὰ εὐωδίασαν καὶ ὅτι πρὸς τῇ εὐωδίᾳ καὶ ἰάματα παράδοξα ἐτέλεσεν.
Στὴν Σύναξη αὐτὴ ἔλαβε μέρος καὶ ὁ παπα-Παΐσιος, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος: …συνῆλθον ἐξ αὐτῶν πολλοί, ἐξ ὧν εἷς ἦν ὁ μετὰ ταῦτα διὰ τὰ σαπροκόλλυβα ὁσιομάρτυς γενόμενος, ὁ καλλιγράφος δηλαδὴ παπα-Παΐσιος.
Ὁ τότε Πατριάρχης Θεοδόσιος ὁ Β΄, ὁ Μαριδάκης ἢ Χριστιανόπουλος (1769-1773), ἐκδίδει τὸν Ἰούλιον τοῦ 1772 Πατριαρχικὸ Γράμμα, στὸ ὁποῖον ἀναγράφεται: Οἱ μὲν γὰρ ἐν Σάββασι τελοῦντες τὰ μνημόσυνα τῶν κεκοιμημένων καλῶς ποιοῦσιν, οἱ δὲ ἐν Κυριακῇ οὐχ ὑπόκεινται κρίμματι… Ἡ διπλωματικὴ αὐτὴ ἀπάντηση τοῦ Πατριάρχου δὲν ἦταν ὡς ἐπόθουν καὶ ἤθελον οἱ Κολλυβάδες, καθὼς ὁ Πατριάρχης ἐπηρεάσθη ἀρνητικῶς ὑπὸ τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει διατρίβοντος Ἰωακεὶμ τοῦ Μακρογένους, τοῦ καὶ Βεσμινταρίου ἐπονομαζομένου, σκευοφύλακος καὶ τρίτου κτίτορος τῆς Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, καταγομένου ἀπὸ τὴν Κατοχὴ Ἀκαρνανίας (+1815). Αὐτὸς ἴσχυε πολὺ παρὰ τοῖς ἐγκρίτοις τῶν ἀρχιερέων… Ἀλλὰ καὶ ὑπόκρισιν εἶχεν ἀμίμητον. Ὁ Ὅσιος Νικόδημος στὴν Ὁμολογία Πίστεώς του, καθὼς οἱ ἀντικολλυβάδες πίστευαν ὅτι τὸ Γράμμα τοῦ πατρ. Θεοδοσίου τοὺς δικαιώνει, τὸ στρέφει ἐναντίον τῶν θέσεών τους. Γράφει ὁ Ἅγιος: …ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία… γράφει ταῦτα αὐτολεξεί· ὅτι οἱ μὲν ἐν Σαββάτῳ ποιοῦντες τὰ τῶν ἀποιχομένων μνημόσυνα, καλῶς ποιοῦσιν, ὡς τὴν ἀρχαίαν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας φυλάττοντες· οἱ δὲ ἐν Κυριακῇ, οὐχ ὑπόκεινται κρίμματι. Ἰδοὺ λοιπόν, ὁποῦ ἡ τοῦ Χριστοῦ μεγάλη Ἐκκλησία γράφει ἐδῶ δύω πράγματα καὶ ὁμολογεῖ· πρῶτον, ὅτι τὸ ἐν Σαββάτῳ ποιεῖν τὰ μνημόσυνα, ἀρχαία τῆς Ἐκκλησίας ἐστὶ παράδοσις· καὶ δεύτερον, ὅτι οἱ ἐν Σαββάτῳ ταῦτα ποιοῦντες, καλῶς ποιοῦσιν… Τὸ ἀνωτέρο Πατριαρχικὸ Γράμμα ἀπάλλαξε τοὺς Κολλυβάδες ἀπὸ τὸ Λαυριωτικὸ ἀφορισμό, ὑποκινητὴς τοῦ ὁποίου ἦταν ὁ Πατριάρχης πρώην Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος ὁ Ε’, ὁ ὁποῖος ἐφησύχαζε στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ· Δήλωσις τῆς ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει ταραχῶν ἀληθείας, τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου. Ὁ ἀφορισμὸς κατὰ τῶν κολλυβάδων ποὺ εἶχε ἐκφέρει ἡ Ἱ. Μονὴ Μεγίστης Λαύρας ἦταν ἕνα πολὺ σκληρὸ μέτρο κατὰ τῶν κολλυβάδων, μονομερῶς, ποὺ προέβλεπε νὰ μὴ τοὺς δέχονται οὔτε στὴν ἐκκλησία, οὔτε στὰ κελλιά, οὔτε στὸν μύλο.
Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1773 ὁ Πατριάρχης Θεοδόσιος ἐκδίδει καὶ ἄλλο Γράμμα, στὸ ὁποῖο ἀναγράφει: …συμβουλεύομεν καὶ νουθετόμεν ἅπαντας… ὅπως ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ παύσωσι ἀπὸ τοιαύτας ταραχώδεις καὶ ἀκαίρους διενέξεις… Ὁ διάδοχος τοῦ Θεοδοσίου Β΄ Σαμουὴλ Δ΄ ὁ Χαντζερῆς (1773) σὲ ἐπιστολή του ἔγραφε: …δέον ἐκρίναμεν, ὅπως ὅλοι οἱ ἐν κελλίοις καὶ οἱ ἐν σκήταις ἀσκούμενοι, ὡς τὴν ἀναφορὰν καὶ ὑποταγὴν ἔχοντες εἰς τὰ αὐτόθι ἱερὰ Μοναστήρια, νὰ ἔπωνται καὶ νὰ ἀκολουθῶσιν ἀπαρασαλεύτως εἰς τὴν φυλαττομένην ἐν τοῖς μοναστηρίοις τάξιν καὶ συνήθειαν περὶ τῶν μνημοσύνων. Καὶ ἐνῶ ἡ ἔριδα τείνει νὰ κοπάσῃ, ἔρχεται τὸ γράμμα τοῦ Πατρ. Σωφρονίου Β΄ (9 Ἰουνίου 1776), τὸ ὁποῖον ὁρίζει: ὅτι ἀπαρατηρήτως τελεῖσθαι καὶ ἐν Σαββάτῳ καὶ ἐν Κυριακῇ… τὰ μερικὰ τῶν Ὀρθοδόξων μνημόσυνα…
Τὸ Γράμμα τοῦ Πατρ. Σωφρονίου Β΄ ὄχι μόνον δὲν κατώρθωσε νὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν εἰρήνη, ἀλλὰ συνετέλεσε στὴν ἔξαρση τῆς ἔριδος. Οἱ ἐνάντιοι καὶ ἀνοήτως φρονοῦντες συκοφαντοῦσαν τοὺς Κολλυβάδες ἀποκαλοῦντάς τους φαρμασόνους, καὶ αἱρετικοὺς καὶ κακοδόξους.
Στὸ ἴδιο κελλὶ τοῦ παπα-Παρθενίου τοῦ Σκούρτου ἔγινε σύναξις τῶν Κολλυβάδων (Ἀπρίλιος τοῦ 1774) προεξάρχοντος τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου. Αὐτὸς χαρακτήρισε τὴν σύνοδο τῶν ἀντιπάλων τους, ποὺ γινόταν τὴν ἴδια μέρα στὸ Κουτλουμούσι προεδρεύοντος τοῦ πρώην πατριάρχου Κυρίλλου Ε΄, ὡς ληστρική.
Ἡ ἔριδα θὰ διαρκέσει ἀνανεούμενη μισὸν αἰώνα. Ὅμως ὁ ἀπόηχός της συνεχίστηκε ἐπὶ μακρόν. Τόσο μεγάλη ὑπῆρξε ἡ σφοδρότης στὴν διαμάχη αὐτὴ καὶ τοσοῦτον ὑπὸ τοῦ σατανᾶ ἐσκληρύνθησαν οἱ ἀντικολλυβάδες, ὥστε ἔφθασαν καὶ εἰς ἀποτελέσματα φόνων, τὰ ὁποῖα οὐδέποτε ἔπραξαν οἱ ὀρθόδοξοι, εἰμὴ ὁ πάπας, ὡς ἀντίχριστος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ αἱρετικοί. Ἕνας ληστής, ὁ διαβόητος καπετὰν Μᾶρκος, ἔπνιξε τὸν κολλυβᾶ ἱερομόναχο Παΐσιο τὸν Αἰτωλὸ καὶ τὸν Γέροντά του Θεοφάνη, στὴν παραλία τῆς Νέας Σκήτης κατὰ τὴν ἀγρυπνία τῶν Ἁγίων Πάντων (1773). Καὶ τοῦτο τὸ ἔπραξε ὁ λήσταρχος Μᾶρκος κατ’ ἐντολὴν τῶν ἀντικολλυβάδων Ἁγιαννανιτῶν καὶ Νεοσκητιωτῶν μοναχῶν, ποὺ προέβησαν σ’ αὐτὸ τὸ ξενήκουστον τόλμημα, ὥστε νὰ βάψωσι τὰ ἱερὰ αὐτῶν σχήματα εἰς ἀνθρώπινα αἵματα.
Ἂς ἀφήσουμε, στὸ σημεῖο τοῦτο τὸν διδάσκαλο τοῦ Γένους Ἀθανάσιο τὸν Πάριο, τὸν πλέον μαχητικώτερο, ἀλλὰ καὶ μαρτυρικώτερο τῶν Κολλυβάδων, ὁ ὁποῖος ἔμεινε καθηρημένος γιὰ μιὰ ἑξαετία (κατὰ τὰ ἔτη 1776-1781), ἐξαιτίας τῆς ἀναμείξεώς του στὸ κίνημα, νὰ μᾶς διηγηθεῖ τὸ συγκλονιστικὸ αὐτὸ γεγονὸς τοῦ πνιγμοῦ τῶν δύο Κολλυβάδων.
Ἐξαιτίας τῶν διωγμῶν καὶ τῶν βιαιοπραγιῶν δεκαπέντε περίπου μοναχοὶ διωκόμενοι ἀπὸ ἕνα κελλὶ ἔκαμαν σύσκεψη περὶ τοῦ πρακτέους. Κάποιος Καππαδόκης μοναχὸς (Σίλβεστρος ὀνόματι) μορφωμένος πολύ, ἂν καὶ αὐτοδίδακτος, δήλωσε τότε ὅτι σκοπεύει νὰ δώσῃ τόπον τῇ ὀργῇ καὶ νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, καθότι ἤδη εἶχε δεχθεῖ ἐπίθεση, καὶ παίρνοντας τὴν εὐχὴν τῶν ἀδελφῶν ἐπιβιβάσθηκε στὴν Δάφνη σ’ ἕνα Ὑδραιώτικο πλοῖο πρὸς ἀναχώρηση. Κάποιοι ὅμως Ἁγιαννανίτες μοναχοὶ ἀπὸ τοὺς διῶκτες ἀντικολλυβάδες εὑρισκόμενοι στὴν παραλία, εἶπαν στὸν πλοίαρχο ὅτι ὁ μοναχὸς αὐτὸς εἶναι μέγας φαρμασόνος (ἐλευθεροτέκτων) καὶ μέγας κακοποιὸς καὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸν πλοίαρχο νὰ τὸν πνίξει στὴν θάλασσα. Ὁ πλοίαρχος ὑποσχέθηκε νὰ πράξει τὸ ζητούμενο. Ἡ θεία Πρόνοια ὅμως ἔσωσε τὸν γερο-Σίλβεστρο, τὸν Καισαρέα. Πρόκειται διὰ τὸν περίφημο ἀσκητή, ὁ ὁποῖος ἀσκήτευσε μετὰ τὴν φυγήν του ἀπὸ τὸ Ὄρος σὲ ἐρημικὸ σπήλαιο τῆς Ὕδρας καὶ ὑπῆρξε ὁ πρῶτος καθοδηγητὴς τοῦ ἱεροῦ Νικοδήμου. Ἡ διάσωσή του ἐπιτεύχθηκε ὡς ἑξῆς: Ἕνας γνωστὸς στὸν πλοίαρχο συνταξιδιώτης, ὁ Μεσολογγίτης Χριστοφόρος Ῥαζῆς (τῆς ὀνομαστῆς οἰκογένειας τῶν Ῥαζῆ, αὐτάδελφος τοῦ περιφήμου ἰατροῦ Ῥαζῆ τοῦ ἐν Κων/λει, καὶ συγγενὴς τῆς Εὐταξίας Ῥαζῆ, συζύγου τοῦ θρυλικοῦ ὁπλαρχηγοῦ Δημητρίου Μακρῆ, τοῦ τουρκοφάγου τῆς Ῥούμελης) ἐνημέρωσε τὸν πλοίαρχο γιὰ τὴν θεοσέβεια καὶ ἁγιότητα τοῦ μοναχοῦ καὶ ἀπήλλαξε τοῦτον ἀπὸ τὸ ἐπικείμενο κακό. Ὁ Χριστοφόρος Ῥαζῆς ἔγραψε ἐπιστολὴ πρὸς τὸν παπα-Παΐσιον, ὡς συμπατριώτην του, παρακινῶν αὐτὸν νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος: μέλλεις φονευθῆναι ἀπὸ τοὺς συνασκητάς σου. Ὁ δὲ παπα-Παΐσιος περιέργως, λαβὼν τὴν ἐπιστολὴν καὶ ἀναγνώσας ἠδιαφόρησεν. Ἀδιαφορήσας δὲ συνέβη, φεῦ! τὸ φρικτότατον ἔργον τοῦ φόνου.
Τὴν δολοφονίαν σχεδίασαν, κατὰ μαρτυρία τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, οἱ ἀββάδες τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ τῆς Νέας Σκήτεως, ὁ Χαλεπίου Γεννάδιος καὶ ὁ ἁγιορείτης μοναχὸς Βησσαρίων ὁ ἐκ Ῥαψάνης Θεσσαλίας ὁ θερμότερος ὑπερασπιστὴς τῶν Ἁγιαννανιτῶν, ἄνθρωπος μανικὸς ἤτοι φανατικός, ἀνισόῤῥοπος ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος. Ἔτσι, ὁ πρώην Χαλεπίου καὶ ὁ Βησσαρίων μὲ μυστικότητα ἐπιδίωξαν νὰ φέρουν τοὺς ληστὲς στὸ Ὄρος καὶ καθαρίσουν τὸ Ὄρος ἀπὸ τοὺς φαρμασόνους!
Ὁ παπα-Παΐσιος ἦτο σφόδρα ἀντίθετος μὲ τοὺς ἀντικολλυβάδες Ἁγιαννανίτας, αὐτοὶ δὲ ἐσχεδίαζαν τὴν δολοφονία του ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν κατ’ ἄλλο τρόπο νὰ τὸν ἀποστομώσουν. Αὐτὸς δὲν ἔδωσε σημασία στὴν προαναφερθεῖσα προειδοποιητικὴ ἐπιστολὴ τοῦ συμπατριώτου του Χριστοφόρου Ῥαζῆ, καὶ δολοφονήθηκε. Οἱ Ἁγιαννανῖτες ἔστειλαν καὶ κάλεσαν στὸ Ὄρος τὸν διαβόητον ἀρχιληστὴ καπετὰν-Μᾶρκο, ὁ ὁποῖος ἐλήστευε ἐν ὀνόματι τοῦ Ῥωσικοῦ κράτους. Τοῦ ἔδωσαν ἑπτακκόσια ἀργυρᾶ νομίσματα καὶ τὸν κατέπεισαν λέγοντες: Οἱ Πατριάρχαι, οἵτινες εὑρίσκονται εἰς τὸ Ὄρος καὶ οἱ πνευματικοὶ ἅπαντες εὐχόμενοι πρὸς σὲ λέγουν, ὅτι ὁ Θεὸς ἔφερέ σε εἰς αὐτὰ τὰ μέρη. Διὸ καὶ παρακαλοῦμέν σε, ἵνα ποιήσῃς ἕνα μέγα καλὸν εἰς τοῦτον τὸν τόπον, τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἤτοι νὰ ἐκβάλῃς ἀπὸ τὴν παροῦσαν ζωὴν κάποιους καοποιοὺς καὶ ὀλεθρίους μοναχούς, οἵτινες οὔκ εἰσὶν μοναχοί, ἀλλὰ πλάνοι καὶ μάγοι καὶ φαρμασόνοι. Ὅθεν σοὶ εὔχονται ἀπὸ ψυχῆς ἵνα ποιήσῃς ἔλεος διὰ τὰς Σκήτας καὶ τὰ Μοναστήρια, καὶ ἐξολοθρεύσῃς αὐτοὺς ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ βεβαιούμεθά σοι, ὅτι καὶ παρὰ Θεοῦ θέλεις λαβεῖν στέφανον διὰ τοιοῦτον καλὸν καὶ τὸ κρίμα ἐκείνων ἡμεῖς λαμβάνομεν εἰς τὸν λαιμὸν ἡμῶν.
Ἀφοῦ τὸν βεβαίωσαν ὅτι θὰ ἐπιτελοῦσε μὲ τὸν φόνο αὐτὸ ἔργο θεάρεστο, τοῦ παρέδωσαν τέσσαρα ὀνόματα· τοῦ παπα-Παϊσίου, τὸν ὁποῖο μισοῦσαν πολλοὶ οἱ ἀντικολλυβάδες, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν ἀποστομώσουν, καθότι ὁ παπα-Παΐσιος ὑπῆρχε σπουδαῖος καὶ ἑτοιμόλογος καὶ εἰδήμων τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως, ἀφοῦ καθόλου δὲν χρειαζόταν τὸ ψαλτήρι γιὰ τὴν καθημερινὴ ἀνάγνωση τῶν ψαλμῶν στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες, ξέροντάς τα καὶ λέγοντάς ὅλα ἀπὸ ἔξω· τοῦ Γέροντός του Θεοφάνους, καίτοι ὑπάρχων ἁπλοῦς καὶ ἀγράμματος, ἐκρίθη ὅμως καὶ αὐτὸς ἄξιος θανάτου, γιὰ νὰ μὴν κινήσῃ ἀγωγὴ γιὰ τὸ φονευθὲν πνευματικό του τέκνο· τοῦ παπα-Ἀγαπίου, Κυπρίου ἀπὸ τὰ Κρύα Νερά· καὶ τοῦ παπα-Γαβριήλ, ἁγιομαυρίτου καλογήρου τοῦ Παϊσίου.
Τὸ Σάββατον ἑσπέρας τελουμένης ἀγρυπνίας στὸ Κυριακό, τῶν Ἁγίων Πάντων, κατέφθασαν τὰ παλληκάρια τοῦ καπετὰν Μάρκου καὶ ζήτησαν ἀπὸ τοὺς Ἁγιαννανίτες ὁδηγὸ ἐπειδὴ ἀγνοοῦσαν τὴν κατοικίαν τοῦ γερο-Θεοφάνους. Οἱ ἀββάδες ὑπέδειξαν κάποιον μοναχὸ Τιμόθεο, ὁ ὁποῖος δὲν ἤθελε νὰ ὑπάγει, ἀλλὰ τὸν ἔπεισαν λέγοντας: ὕπαγε, ἀδελφέ, ποίησον ὑπακοὴν καὶ ἔχεις μισθὸν ἐκ Θεοῦ. Καὶ μὲ ὁδηγὸ τὸν μοναχὸ Τιμόθεο, πῆγαν στὸ Κελλίο τοῦ Γέροντος Θεοφάνους καὶ μὲ ἀγριότητα ζητοῦσαν ἀπὸ αὐτὸν χρήματα, καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε κάτι λίγα ποὺ εἶχε. Ἐκεῖνοι ἀπαιτοῦσαν νὰ τοὺς φανερώσει τὰ κρυμμένα. Πρὸς τοῦτο χρησιμοποίησαν καὶ δαρμοὺς γιὰ νὰ φανερώσει ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶχε! Τέλος τοῦ ζήτησαν καὶ φαγητό. Καὶ ἀφοῦ κατέκλεψαν τὸ κελλί, βγῆκαν φορτωμένοι σέρνοντας τὸν παπα-Παΐσιο καὶ τὸν Γέροντά του.
Μὲ βρισιὲς καὶ δαρμοὺς τοὺς ἔφεραν ὡς κατάδικους στὸ Κυριακὸ τῆς Ἁγίας Ἄννης, κατὰ τὴν τέλεση τῆς ἀγρυπνίας τῶν Ἁγίων Πάντων. Οἱ Ἁγιαννανίτες πατέρες βγῆκαν καὶ εἶδαν τὴν ἀθλιότητα τῶν ἀδελφῶν τους, ἀλλὰ δὲν συγκινήθηκαν ἀπὸ τὸ ὅτι ἐκεῖνοι ὁδηγοῦντο σὲ θανατικὴ ἐκτέλεση χωρὶς νὰ ἔχουν φταίξει. Οἱ Κολλυβάδες Πατέρες Ἀγάπιος καὶ Γαβριὴλ δὲν συνελήφθησαν ἐπειδὴ γιὰ τὸν πρῶτο οἱ ληστὲς δὲν γνώριζαν ποὺ βρίσκεται τὸ κελλί του, ἐνῶ γιὰ τὸν δεύτερο πῆγαν τὸ λεηλάτησαν, ἀλλὰ εὐτυχῶς δὲν τὸν βρῆκαν ἐκεῖ. Οἱ ἱεροὶ κατάδικοι ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ καὶ τὴν κακοποίηση τῶν ληστῶν ὁδηγήθηκαν ἀπὸ τὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης στὸ Κυριακὸ τῆς Νέας Σκήτεως τὴν στιγμὴ ποὺ ἔβγαιναν οἱ πατέρες ἀπὸ τὴν θεία Λειτουργία. Καὶ ἐδῶ συνέβη ὅ,τι καὶ στὸ Κυριακὸ τῆς Ἁγίας Ἄννης καμμία χριστιανικὴ συμπάθεια ἢ φιλαδελφία δὲν ἐπέδειξαν οἱ Νεοσκητιώτες πατέρες πρὸς τοὺς ἱεροὺς καταδίκους, τοὺς συναδέλφους τους. Οἱ ληστές, ὅπως εἶχαν ἐντολή, κατέβασαν τὸν παπα-Παΐσιο καὶ τὸν Γέροντά του Θεοφάνη στὴν παραλία τῆς Νέας Σκήτης καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔβριζαν μὲ ἐκφράσεις ὅπως: Σκυλιά, διατὶ οὐ θέλετε ποιεῖν Κόλλυβα εἰς τὰς Κυριακάς; Καθὼς λέγουσιν οἱ πατριάρχαι καὶ οἱ πνευματικοὶ τοῦ Ὄρους;, κρέμασαν λίθους στοὺς λαιμούς τους καὶ τοὺς ἔπνιξαν στὴν θάλασσα. Εἶναι χαρακτηριστικὸ αὐτὸ ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, ὅτι οἱ ἱεροὶ αὐτοὶ κατάδικοι Κολλυβάδες πρὶν ἀπὸ τὸν πνιγμό τους στάθηκαν καὶ εὐχήθηκαν ὑπὲρ τοῦ σύμπαντος κόσμου καὶ τῆς τῶν ἐχθρῶν συγχωρήσεως.
Ὁ ἱερομόναχος Ἰσίδωρος Κυριακόπουλος στὸν βίο τοῦ Ὁσίου Νήφωνος, κτίτορος τῆς ἐν Σκιάθῳ Ἱ. Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ, γράφει τὰ ἑξῆς διὰ τοὺς Ὁσιομάρτυρας αὐτούς: Ἀγρυπνίας δὲ τελουμένης ἐν τῷ κυριακῷ τῆς σκήτης, καθ’ ὃν χρόνον οἱ μακάριοι ἀπεπνίγοντο, τῶν ἀγρυπνούντων εἷς ἀκούσας τῶν κραυγῶν τῶν θανατουμένων, ἐπλήγην τὴν καρδίαν, καὶ τὴν ὑμνῳδίαν διακόψας, εἶπε τοῖς αὐτοῦ συνενόχοις: Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, φωνὴ τοῦ αἵματος τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν βοᾷ πρὸς τὸν Θεὸν ἀπὸ τῆς θαλάσσης, καὶ πῶς ἄρα ὁ Θεὸς εἰσακούσεται τῆς ὑμνωδίας ἡμῶν; Πλὴν ἀλλ’ ἐκεῖνοι, θῆρε ἀνήμεροι, ἐπέταξαν αὐτῷ ἵνα σιγὴν ἄγῃ, ἀπειλήσαντες συμβυθίσαι καὶ αὐτὸν μετὰ τῶν δύο πατέρων, ἐὰν μὴ ἐσίγα.
Ὁ δὲ χειρόγραφος Κῶδιξ 43 τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου ἀναφέρει τὰ ἑξῆς: Ἀλλὰ τί τὸ ἐντεῦθεν; Φρίττω νὰ τὸ εἰπῶν, κατ’ ἀληθείαν. Θάνατοι τοὺς πρότερους διωγμοὺς ἠκολούθησαν. Ἐῤῥίφθησαν εἰς τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης ἄνθρωποι ἀσκηταί, ὁ ἱερομόναχος παπᾶς Παΐσιος ὁ καλλιγράφος, καὶ μοναχὸς Θεοφάνης ὁ τούτου Γέροντας, πολλοὺς ἱδρῶτας ἐν τῇ ἀσκήσει κατακενώσαντες. Ἐῤῥίφθησαν λέγω δι’ αὐτὸ τοῦτο καὶ μόνον, διατὶ δὲν ἤθελον νὰ κάμνωσι μνημόσυνα τὴν Κυριακήν. Καὶ διατὶ πικρῶς ἤλεγχεν ὁ Παΐσιος τὴν καινοτομίαν τους.
Διὰ τὸ ἔτος τοῦ μαρτυρίου τῶν δύο Ὁσιομαρτύρων πληροφορούμεθα καὶ ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ τοῦ πρώτου χρονικῶς κολλυβᾶ Νεοφύτου τοῦ Καυσοκαλυβίτου· Ἐπιτομὴ τῶν Ἱ. Κανόνων, ποὺ λέγει: Ἰστέον δὲ ὅτι οἱ ἐν τῷ Ἄθῳ ἀφιδιάζοντες, εἴτ’ οὖν ἱδιόῤῥυθμοι μονασταί, κατὰ τὸ 1773 ἔτος τοσοῦτον ἀλλήλοις περὶ τῶν νεκρωσίμων διηνέχθησαν, ὡς καὶ μέχρι φόνων χωρῆσαι.
Ἂς δοῦμε ὅμως τὶ ἀκολούθησε μετὰ τὸν φόνο τῶν δύο Ὁσιομαρτύρων. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος σημειώνει: Πληρωθείσης γὰρ τῆς μιαιφονίας, ἔφθασε ἡ κακὴ αὕτη φήμη εἰς τὰς Καρυάς. Ὅθεν παρευθεὶς ὁ Ναζήρης (Πρῶτος) καὶ οἱ Γέροντες οἱ τὰ κοινὰ διοικοῦντες τοῦ Ὄρους, γράφουσιν εἰς τὸν καπετὰν Μάρκον καταβοῶντες καὶ λέγοντες: Τί ἐστι ταῦτα καπετᾶν Μᾶρκε τὰ ποῖα ἠκούσαμεν αἰφνιδίως; Πῶς ἀδίκως ἐθανάτωσας ἀθώους ἀνθρώπους; ἁγίους ἀνθρώπους ἐθανάτωσας· καὶ πῶς οὐκ ἐφοβήθης τὸν Θεόν; Τί κακὸν ἐκεῖνοι ἐποίησαν;
Ταύτην τὴν ἐπιστολὴν λαβὼν ὁ καπετὰν Μάρκος καὶ ἰδὼν ὅτι ἠπατήθη ἀπὸ τοὺς Ἁγιαννανίτας καὶ ἐγένετο φονεὺς τοιούτων ἀνδρῶν, ἄναψεν ἀπὸ θυμόν. Ἀναχωρεῖ λοιπὸν ἀπὸ τὴν Δάφνην διὰ θαλάσσης καὶ ὑπάγει εἰς τὸν αἰγιαλὸν τῆς Ἁγίας Ἄννης καὶ παρευθεὶς ἀναβαίνει εἰς τὸ Κυριακόν, εἰς καιρὸν ἔνθα ὑπῆρχον ἐκεῖ συνηγμένοι· καὶ μετὰ μεγάλης ὀργῆς εἰσέρχεται μετὰ γυμνῆς σπάθης εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ στὰς ὑποκάτωθεν τοῦ πολυελαίου ἐστροφογύριζεν αὐτὴν καὶ μεγαλοφώνως ἔλεγεν: Κακοκαλόγηροι, ψευδοασκηταί, δίκαιον ἔχω τὴν ὥραν ταύτην, ἵνα πολλοὺς ἐξ ὑμῶν ἀπολέσω, διότι μὲ ἠπατήσατε καὶ ἐφόνευσα ἁγίους ἀνθρώπους, ὡς μαρτυροῦσί μοι οἱ ἀπὸ Καρυᾶς προϊστάμενοι. Διὰ τοῦτο θέλω ταύτην τὴν ὥραν, ἵνα φέρητέ μοι δέκα πουγγία γρόσια, ὅτι οὐ θέλω ἀναχωρήσει ἐντεῦθεν· τὰς καλύβας σας θέλω κατακαύσει καὶ σᾶς.
Τότε ἐκεῖνοι φέροντες εἰς αὐτὸν πολλὰ χρήματα, ἤκουσαν πολλὰς ὕβρεις καὶ ἀτιμίας εἰς τὸ ἱερὸν σχῆμα τῶν μοναχῶν, τὸ ὁποῖον, ὅσον ἀπὸ τὴν ἰδίαν αὐτῶν θηριογνωμίαν, τὸ σχῆμα ὃ εἶχον, οὐχὶ ἀγγελικὸν πλέον ἐλογίζετο, ἀλλὰ διαβολικόν.
Ἔπειτα ἀπὸ τὸν φόνον τῶν δύο Πατέρων Θεοφάνους καὶ Παϊσίου, τριάντα περίπου Κολλυβάδες συνῆλθαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ ἀφοῦ ἔκλαυσαν πικράν, ἀποφάσισαν ὅπως ἐξέλθουν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἵνα ἀπαλλάξουν τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ ἐμπεσεῖν εἰς τὸ ἁμάρτημα τῆς μιαιφονίας.
Οἱ Κολλυβάδες Πατέρες δικαιώνονται τελικῶς ἀπὸ τὴν Ἱ. Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους τὴν 19ην Μαΐου 1807, ἡ ὁποία μὲ ἀφορμὴ τὴν δυσφήμηση τοῦ πνευματικοῦ Ἱεροθέου τοὺς ἀποκατέστησε καὶ κατεδίκασε τοὺς κατηγόρους τους.
Ὁ Θεὸς μὲ ποικίλους τρόπους ἀπέδειξε τὴν ὀρθότητα τῶν ἀγώνων τῶν Κολλυβάδων Πατέρων ὑπὲρ τῶν ἱερῶν παραδόσεων καὶ τὴν ἁγιότητα τῶν ἀρχηγῶν τους. Ἡ Ἐκκλησία διακήρυξε καὶ ἐπίσημα τὴν ἁγιότητα ἑνίων ἐξ αὐτῶν καὶ ζητεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ τὶς θεοπειθεῖς πρεσβεῖές τους.
Βιβλιογραφία:
1. Ἀνδρέου μοναχοῦ: Ἅγιον Ὄρος, Ἀθῆναι, 1977.
2. Κώδικας 43, Ἱ. Μονῆς Εὐαγγελισμοῦ Σκιάθου.
3. Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου: Ἐπιτομὴ ἱερῶν Κανόνων, ἐπιμελείᾳ Θεοδωρήτου ἱερομονάχου Ἁγιορείτου, τόμος Α΄, ἐκδόσεις Ἀστήρ, Ἀθῆναι, 2002.
4. Ἱσιδώρου ἱερομονάχου Κυριακοπούλου: Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ ἐν ὁσίοις πατρὸς ἡμῶν Νήφωνος κτίτορος τῆς ἐν Σκιάθῳ ἱερᾶς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ μονῆς, κατὰ τὴν ἔκδοσιν Ἐπαμ. Ἰ. Σταματιάδου, Ἰκαριακά, Σάμος, 1893.
5. Ἀθανασίου τοῦ Παρίου: Δήλωσις τῆς ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει Ταραχῶν ἀληθείας, ἐπιμελείᾳ Θεοδωρήτου ἱερομονάχου, Ἀθῆναι 1988.
6. Δωροθέου μοναχοῦ: Τὸ Ἅγιον Ὄρος, τ. Α΄, Κατερίνη 1985.
7. Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη: Τὸ Χατζόπουλο, καί· Νεκρολογήματα, στό: Τὰ Ἅπαντα, τόμος Ε΄, ἐπιμ. Γ. Βαλέτα.
8. Φιλοθέου ἀρχιμανδίτου Ζερβάκου: Βίος, πολιτεία καὶ θαύματα τοῦ Πατρὸς ἡμῶν Ἀρσενίου τοῦ Νέου, τοῦ ἐν τῇ νήσῳ Πάρῳ ἀσκήσαντος, 1985.
9. Νικοδήμου Ἁγιορείτου: Ὁμολογία πίστεως· πανομοιότυπη ἔκδοση τῆς Α’ ἐκδόσεως τοῦ 1819, Νάξος 2009, Ἱ. Μητρόπολις Παροναξίας, ἐπιμέλεια: ἀρχιμανδ. Αἰμιλιανὸς Καζαντζίδης.
10. Γ. Θ. Γιαννόπουλος: Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, Πάτραι, 1992.
11. Κώστα Παπαγεωργίου: Κύπριον Πατερικὸν τοῦ Ἄθωνος, Κύπρος, 2011.
12. Χειρόγραφος κώδικας, Ε.Β.Ε., 1344ff.40ν-41r.
13. Νικοδήμου μοναχοῦ Μπιλάλη: Ὁ πρωτότυπος βίος τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἔκδοσις 2η, Ἀθῆναι, 1983.
14. Ἑορτολόγιον Ἱ. Μονῆς Λογγοβάρδας, Πάρος, 2012.